Fractal

ΝΑΖΙΣΜΟΣ : Μια συνολική αποτίμηση του κτήνους. Απαρχαί, η επιβολή και οι συνέπειες: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: 1939-1945 [Β΄ ΜΕΡΟΣ]

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

Διαβάστε το Α΄ Μέρος του αφιερώματος >>

 

nazi1

 

 

ΜΕΡΟΣ Β΄

Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1939-1945 [1]

Εξωτερικη Πολιτικη: Οι Ναζί δεν έχουν αποποιηθεί τις ιδέες τους για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919). Με την άνοδό τους στην εξουσία, ήρθαν αντιμέτωποι με τα προβλήματα που τους έθετε, όπως αυτό των εξοπλισμών και της απαγόρευσης οποιασδήποτε πολιτικής ένωσης με τη γερμανόφωνη Αυστρία και τα δικαιώματα διέλευσης από τον Διάδρομο του Ντάντσιχ (πολωνικά: Γκντανσκ)[2]. Ο Χίτλερ κάθε άλλο παρά αδράνησε. Με πολιτικούς χειρισμούς κατορθώνει να άρει μερικώς τον αποκλεισμό των εξοπλισμών, υπογράφοντας το 1935 το Γερμανοβρετανικό Σύμφωνο, με το οποίο δίδεται άδεια στη Γερμανία να κατασκευάσει τόσα πολεμικά πλοία, όσα της είναι απαραίτητα για την άμυνά της. Το 1935 η Γερμανία οργανώνει, αγνοώντας τη Συνθήκη, Δημοψήφισμα στο Σάαρ, το οποίο είναι, σύμφωνα με τη Συνθήκη, γαλλικό προτεκτοράτο από το 1919. Το αποτέλεσμα είναι να επιστραφεί το Σάαρ στη Γερμανία. Οι παραβιάσεις από το ναζιστικό καθεστώς συνεχίζονται: Η Ρηνανία, από την οποία έχουν αποχωρήσει όλα τα γαλλοβρετανικά στρατεύματα, είναι αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη. Οι Ναζί αγνοούν ακόμη μια φορά τη Συνθήκη και στέλνουν στρατεύματα στην περιοχή.

Από το 1936 η Γερμανία ασκεί όλο και μεγαλύτερο παρεμβατισμό στα ευρωπαϊκά και διεθνή ζητήματα. Ο Χίτλερ, που θαύμαζε την ιδεολογία του Φασιστικού Κόμματος του Μπενίτο Μουσσολίνι, συσφίγγει όσο μπορεί τις γερμανοϊταλικές σχέσεις. Έτσι, υπογράφεται με την Ιταλία το λεγόμενο «Χαλύβδινο Σύμφωνο» και δημιουργείται ο Άξονας Βερολίνου – Ρώμης (αργότερα θα διευρυνθεί, περιλαμβάνοντας και το Τόκιο). Η Γερμανία χαλαρώνει την πίεσή της στο Τιρόλο και την υποστήριξη του εκεί γερμανόφωνου πληθυσμού, ενώ η Ιταλία, σε αντάλλαγμα, υιοθετεί τον αντισημιτισμό των Ναζί.

Εμφανίζοντας σαφείς ιδεολογικές ομοιότητες με αυτές του Στρατηγού Φραντσίσκο Φράνκο, γι’ αυτό και το Ναζιστικό Κόμμα τον υποστηρίζει στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, ερχόμενο σε έμμεση σύγκρουση με τον ιδεολογικό άσπονδο εχθρό του, τον κομμουνισμό, καθώς το Σταλινικό καθεστώς που υποστηρίζει τους αντιπάλους του Φράνκο. Η γερμανική αεροπορία (Luftwaffe) εκτελεί πολυάριθμους βομβαρδισμούς, ο γνωστότερος και πλέον επονείδιστος όλων είναι αυτός της πόλης Γκουέρνικα (1937), που αποτύπωσε ο Πάμπλο Πικάσο στον ομώνυμο πίνακά του.

 

gi01

 

Για την εξωτερική πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει, ο Χίτλερ εκφωνεί στο Ράιχσταγκ ένα λόγο, στον οποίο παράλληλα εξηγεί και την έως τότε πολιτική που ακολούθησε και τους λόγους που την υπαγόρευσαν, αντικρούει κάποιες δηλώσεις του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών Άντονι Ήντεν (Anthony Eden) και επιτίθεται κατά του μπολσεβικισμού θεωρώντας τον ένα από τους σημαντικότερους κινδύνους για το Γερμανικό Έθνος και συγχρόνως τονίζει την ανάκτηση όλων των περιοχών, στις οποίες ζουν γερμανικής καταγωγής πληθυσμοί.

Το 1938 ο Χίτλερ, με την υποστήριξη του Αυστριακού Ναζιστικού Κόμματος, προσαρτά την Αυστρία. Έχοντας αρχίσει συνομιλίες με τον Αυστριακό Καγκελάριο Κουρτ Σούσνιγκ (Kurt Schuschnigg) από το Φεβρουάριο προετοιμάζει το έδαφος και, ύστερα από πολλές πιέσεις, τον πείθει να περιλάβει δύο ναζιστές στην Κυβέρνησή του. Ο Σούσνιγκ θέλει να προκηρύξει δημοψήφισμα, αλλά το Αυστριακό Ναζιστικό Κόμμα τον ανατρέπει και τον φυλακίζει. Θα απελευθερωθεί από τα αμερικανικά στρατεύματα το 1945. Η Αυστρία προσαρτάται στο Γ΄Ράιχ και στις 12 Μαρτίου 1938 ο Γερμανικός στρατός γίνεται δεκτός με τα ναζιστικά σύμβολα και λουλούδια από τον Στρατό της Αυστρίας. Ο Χίτλερ επισκέπτεται την χώρα μπαίνοντας σε αυτήν από το Μπράουναου (Braunau), τη γενέτειρά του. Επισκέπτεται, επίσης, το Λιντς και καταλήγει στις 2 Απριλίου στη Βιέννη όπου δηλώνει, μεταξύ άλλων: «Δεν ήρθαμε ως τύραννοι αλλά ως απελευθερωτές». Η Αυστρία γίνεται το Προτεκτοράτο του Όστμαρκ (Ostmark) και ο Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ (Arthur Seyss-Inquart) διορίζεται Κυβερνήτης του. Στο δημοψήφισμα που προκηρύσσεται, καλούνται οι πολίτες να αποφασίσουν για το μέλλον της χώρας. Θα αναμενόταν, λογικά, οι Αυστριακοί να ψηφίσουν υπέρ της διατήρησης της αυτονομίας τους. Όμως, η προπαγάνδα των Ναζί, που έχει πολύ προσεκτικά προετοιμαστεί και δράσει, θριαμβεύει και, όταν το δημοψήφισμα διεξάγεται, το τελικό του ποσοστό παίρνει διαστάσεις θριάμβου: 99,73% των Αυστριακών ψηφίζουν υπέρ. Η βασικά αντιτιθέμενη στην προσάρτηση χώρα θα μπορούσε να είναι η Ιταλία, η οποία, όμως, ύστερα από το «Χαλύβδινο Σύμφωνο» δεν έφερε κανένα πρόσκομμα. Οι Βρετανία και η Γαλλία εμφανίζονται αναποφάσιστες και αδύναμες. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών έχει ουσιαστικά περιπέσει σε αχρηστία. Η προσάρτηση αυτή έμεινε στην Ιστορία ως Anschluss (Ενσωμάτωση ή Σύνδεση).

Οι βλέψεις του Χίτλερ δεν σταματούν εδώ. Θέλοντας να ανακτήσει τη Σουδητία, τμήμα της Τσεχοσλοβακίας με γερμανικής καταγωγής πληθυσμό, συγκαλεί στο Μόναχο το 1938 μια διάσκεψη, στην οποία συμμετέχουν, εκτός από τον ίδιο, οι Νέβιλ Τσάμπερλεν, Πρωθυπουργός της Βρετανίας, Εντουάρ Νταλαντιέ, Πρωθυπουργός της Γαλλίας και ο Μπενίτο Μουσσολίνι, ηγέτης της Ιταλίας μαζί με τους Υπουργούς Εξωτερικών τους. Η διάσκεψη αυτή, γνωστή ως Διάσκεψη του Μονάχου, κατέληξε στην υπογραφή μιας συμφωνίας, με την οποία η Σουδητία αποδιδόταν στη Γερμανία (30 Σεπτεμβρίου 1938). Η Συμφωνία, αν και ανακοινώθηκε από τον Μουσσολίνι και έφερε το όνομα «Ιταλικό σχέδιο», είχε στην πραγματικότητα καταρτιστεί από το Γερμανικό Υπουργείο Εσωτερικών. H Κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας, φυσικά, απέρριπτε εξ αρχής την απόδοση της Σουδητίας στην Γερμανία, αναγκάστηκε όμως τελικά να υποκύψει, ύστερα από πιέσεις των άλλων κυβερνήσεων, οι οποίες, έχοντας υπερεκτιμήσει τον Χίτλερ και νιώθοντας ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν μια ένοπλη σύρραξη, άσκησαν όλες τους τις πιέσεις για να διασφαλίσουν, όπως πίστευαν, την ειρήνη «Πολιτική Κατευνασμού».

Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ άσκησε δριμύτατη κριτική στον Τσάμπερλεν για την υπογραφή της Συμφωνίας και υποστήριξε ότι ο Χίτλερ δεν θα περιοριζόταν στη Σουδητία. Σε λιγότερο από ένα χρόνο δικαιώθηκε: Η Βέρμαχτ, έχοντας καταστρώσει σχέδια από το 1937 (Πράσινο Σχέδιο, Fall Grün), εισέβαλε στις 15 Μαρτίου 1939 στην Τσεχοσλοβακία, κατέλαβε την Πράγα και τις περιοχές της Βοημίας και της Μοραβίας ονομάζοντάς τις προτεκτοράτο του Γ΄Ράιχ (Böhmen und Maren Reichsprotektorat). Το υπόλοιπο της χώρας και η περιοχή της Σλοβακίας παρέμεινε προσχηματικά ανεξάρτητο, αλλά ως δορυφόρος του Γ΄ Ράιχ.

Έχοντας πάρει θάρρος από τις επιτυχίες του, ο Χίτλερ στρέφεται προς την Πολωνία. Ολόκληρη η Ευρώπη αναμένει την εκδήλωση του χιτλερικού ιμπεριαλισμού σε αυτήν, εκτός από την ίδια την Πολωνία. H Βρετανία και η Γαλλία έχουν διακηρύξει ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία αμοιβαίας υποστήριξης που έχουν συνάψει με την Πολωνία. Έχουν στείλει, μάλιστα, αντιπροσώπους στο καθεστώς του Στάλιν διαπραγματευόμενες στρατιωτική συνεργασία. Πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίσουν διπλό μέτωπο αντίστασης στον επεκτατισμό της Ναζιστικής Γερμανίας. Πλανώνται. Στις 22 Αυγούστου 1939 ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ (Joachim von Ribbentrop) υπογράφει με τον ομόλογό του Υπουργό Εξωτερικών της ΕΣΣΔ Βιατσεσλάβ Μολότωφ (Viacheslav Molotov) Σύμφωνο μη επιθέσεως, το λεγόμενο «Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ». Η Γαλλοβρετανική αποστολή στη Μόσχα αναγκάζεται να αποχωρήσει. Η Ναζιστική Γερμανία έχει εξασφαλίσει τα ανατολικά της σύνορα. Το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο είναι, στην πραγματικότητα, ένα προκάλυμμα πάνω στην πραγματική συμφωνία: «Τη διανομή Πολωνίας – Βαλτικών χωρών-Ρουμανίας ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στη Ναζιστική Γερμανία». Με τα χέρια της ουσιαστικά λυμένα, η Ναζιστική Γερμανία είναι στρατιωτικά και πολιτικά έτοιμη να καταλάβει το τμήμα της Πολωνίας που έχει συμφωνήσει με την ΕΣΣΔ, έχοντας παράλληλα διασφαλίσει μια πρώτη ύλη ιδιαίτερα σημαντική για τις επόμενες κινήσεις της: Τα ρουμανικά πετρέλαια.

Η έναρξη του πολέμου στην Ευρώπη τοποθετείται στην 1η Σεπτεμβρίου 1939, οπότε η Ναζιστική Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία, της οποίας προκαλεί τη στρατιωτική κατάρρευση σε ένα δεκαήμερο. Τα ξημερώματα της 1ης Σεπτεμβρίου 1939, η Γερμανία εξαπέλυσε επίθεση στην Πολωνία. Ο γερμανικός στρατός, εφαρμόζοντας νέα και πρωτοποριακή τακτική που περιλάμβανε την συνδυασμένη δράση αεροπορίας, τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων δυνάμεων, αιφνιδίασε τους Πολωνούς και σε πολύ σύντομο διάστημα κατέλαβε την χώρα. Η τακτική αυτή έμεινε γνωστή σαν «Κεραυνοβόλος Πόλεμος» (Blitzkrieg). Στις 17 Σεπτεμβρίου, η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην Πολωνία από τα ανατολικά και κατέλαβε την υπόλοιπη χώρα (σύμφωνα με το μυστικό πρωτόκολλο του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου). Η Βαρσοβία δέχθηκε ανηλεείς βομβαρδισμούς από την Luftwaffe και το γερμανικό πυροβολικό. Τελικά παραδόθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου, ενώ στις 8 Οκτωβρίου προσαρτήθηκαν στο Γ΄ Ράιχ μεγάλες περιοχές της χώρας. Λίγες ημέρες αργότερα συγκροτήθηκε το Γενικό Κυβερνείο. Η Πολωνία, παρά την πεισματική άμυνα του στρατού της και τις τοπικές επιτυχίες, είχε καταληφθεί και διαμελισθεί.

Η Αγγλία και η Γαλλία αναγκάστηκαν να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία αλλά χωρίς ακόμα να κινητοποιήσουν όλες τους τις δυνάμεις για πλήρη εμπλοκή. Ακολούθησε μια περίοδος που έμεινε γνωστή ως ο «Γελοίος Πόλεμος» (Drôle de Guerre) γιατί, παρά την κήρυξη πολέμου, η μια μερίδα των εμπολέμων δεν έπαιρνε ακόμα μέρος σε γενικό πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Από τις 3 Σεπτεμβρίου 1939 (Κήρυξη του πολέμου από την Μεγάλη Βρετανία στη Γερμανία) έως και τις 10 Μαΐου 1940 (Έναρξη της γερμανικής επίθεσης στο Δυτικό Μέτωπο), διεξάγονταν πολύ περιορισμένες χερσαίες ή εναέριες εχθροπραξίες. Μόνη κινητικότητα υπάρχει στις ναυτικές επιχειρήσεις. Ο γερμανικός στρατός αναδιοργανώνεται στο Δυτικό Μέτωπο και συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος του δυναμικού του σε αυτό.

Στις 30 Νοεμβρίου η ΕΣΣΔ κήρυξε τον πόλεμο στη Φινλανδία, μετά την άρνησή της να δεχτεί στο έδαφός της σοβιετικά στρατεύματα, όπως αυτά που είχαν εγκατασταθεί στη Λιθουανία, τη Λετονία και την Εσθονία. Οι Φινλανδοί πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους Σοβιετικούς. Ο πόλεμος τερματίστηκε επίσήμως με τη Συνθήκη της Μόσχας στις 13 Μαρτίου 1940, με την ΕΣΣΔ να λαμβάνει σημαντικά εδαφικά ανταλλάγματα.

Στις 9 Απριλίου 1940 οι Γερμανοί, για να εκμεταλλευθούν τα λιμάνια της και για να εξασφαλίσουν τη ροή σουηδικού σιδηρομεταλλεύματος, εισέβαλαν στη Νορβηγία και την κατέλαβαν χωρίς σημαντική αντίσταση, αφού οι Βρετανικές και Γαλλικές δυνάμεις που έκαναν επίσης απόβαση, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν μετά την κατάρρευση του μετώπου στη Γαλλία. Οι Νορβηγοί υπέγραψαν ανακωχή στις 9 Ιουνίου. Παρά την επιτυχία της, η εισβολή στη Νορβηγία στοίχισε ακριβά στον ήδη πενιχρό, σε σκάφη επιφανείας, Γερμανικό στόλο (Kriegsmarine), ο οποίος έχασε περισσότερα από 10 πολεμικά σκάφη, στην πλειονότητα τους αντιτορπιλικά. Η Δανία είχε συνθηκολογήσει, μετά από συμβολική αντίσταση, ήδη από τις 9 Απριλίου μετά από απειλή για βομβαρδισμό της Κοπεγχάγης.

Μετά την εξασφάλιση της Νορβηγίας οι Γερμανοί στράφηκαν προς τη Γαλλία και για να υπερκεράσουν τη Γραμμή Μαζινό, σχεδίασαν έναν ελιγμό μέσω του Βελγίου, και επίθεση μέσω Λουξεμβούργου και του δάσους των Αρδεννών (Ελιγμός του Σεντάν). Στις 10 Μαΐου ξεκίνησε η εισβολή στο Βέλγιο και την Ολλανδία. Στις 14 Μαΐου η Ολλανδία παραδόθηκε, και την ίδια στιγμή ξεκινούσε επίθεση μέσω των Αρδεννών προς τα μετόπισθεν των Βρετανικών και Γαλλικών γραμμών. Ως τις 26 Μαΐου οι Βρετανικές δυνάμεις είχαν εγκλωβιστεί στη Δουνκέρκη, από όπου κατορθώθηκε με επιτυχία να γίνει εκκένωση και να περάσουν στη Βρετανία 338.226 στρατιώτες, εγκαταλείποντας τεράστιες ποσότητες υλικού στα χέρια της Βέρμαχτ. Στις 27 Μαΐου συνθηκολόγησε το Βέλγιο, στις 5 Ιουνίου ξεκίνησε νέα επίθεση των Γερμανών κατά της Γαλλίας, και στις 10 Ιουνίου η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Βρετανίας και της Γαλλίας. Η Γαλλία ζήτησε ανακωχή, η οποία υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου. Η Βόρεια Γαλλία κατελήφθη από τη Γερμανία και στη Νότια δημιουργήθηκε το Κράτος του Βισύ, που ακολούθησε ως το τέλος του φιλοχιτλερική στάση.

Η Μάχη του Ατλαντικού: Η Μεγάλη Βρετανία είχε μείνει η μοναδική δύναμη που συνέχιζε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Οι ΗΠΑ μετά την πτώση της Γαλλίας κλονίστηκαν, αλλά παρ’ όλη τη συμπάθεια προς τη Βρετανία διατήρησαν την ουδετερότητά τους, ξεκινώντας όμως στρατολογία (για πρώτη φορά σε καιρό ειρήνης) και αυξάνοντας τον στρατιωτικό προϋπολογισμό. Η Βρετανία εφοδιαζόταν από τις ΗΠΑ, και για να διακοπεί αυτός ο εφοδιασμός οι Γερμανοί ξεκίνησαν τη Μάχη του Ατλαντικού, χρησιμοποιώντας τον στόλο υποβρυχίων που είχαν κατασκευάσει, βυθίζοντας πολλά εμπορικά πλοία. Οι ΗΠΑ επέκτειναν τη γραμμή επέμβασής τους μέχρι τη μέση του Ατλαντικού οπότε, μοιραία, συνάντησαν και γερμανικά υποβρύχια που επιτέθηκαν στις νηοπομπές. Αμερικανικά πλοία ενεπλάκησαν σε πολεμικές επιχειρήσεις συχνά με τα γερμανικά υποβρύχια, αρκετά πριν κηρυχθεί πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών με θύματα και από τις δύο πλευρές.

Η Μάχη της Αγγλίας: Ο Χίτλερ γνώριζε ότι ο μόνος τρόπος για να υποτάξει τη Βρετανία ήταν να εισβάλει στο έδαφός της (είχε, έστω και καθυστερημένα, καταρτιστεί το ανάλογο σχέδιο με το προσωνύμιο «Θαλάσσιος Λέων» (Seelöwe), αλλά δεν τολμούσε απόβαση όσο δεν είχε εξουδετερωθεί η Βρετανική Αεροπορία (RAF). Έτσι, ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1940 τη λεγόμενη Μάχη της Αγγλίας, με αεροπορικές επιδρομές κατά των αεροδρομίων και λιμανιών της Αγγλίας, που συνεχίστηκαν τον Σεπτέμβριο με επιδρομές κατά πόλεων στο εσωτερικό της χώρας. Η αποτελεσματικότητα του ραντάρ, της αντιαεροπορικής άμυνας και των βρετανικών μαχητικών, προκάλεσαν υψηλές απώλειες στη γερμανική αεροπορία, που εξαναγκάσθηκε έτσι να πραγματοποιεί μόνον νυκτερινούς βομβαρδισμούς. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1940 ο Χίτλερ ανέβαλε την εισβολή για να προετοιμάσει την εκστρατεία κατά της Σοβιετικής Ένωσης, για την οποία οι στρατηγοί του τελικά τον έπεισαν να ξεκινήσει την άνοιξη αντί του φθινόπωρου, όπως αρχικά σχεδίαζε, ώστε να αποφύγουν τον επερχόμενο χειμώνα. Ο Χίτλερ πίστευε ότι, καταβάλλοντας την ΕΣΣΔ, θα έκαμπτε και τη βρετανική αντίσταση. Ωστόσο, στις 11 Μαρτίου του 1941, οι ΗΠΑ, τηρώντας πάντα την αυστηρή ουδετερότητά τους, ψηφίζουν στο Κογκρέσσο ένα πολύ σημαντικό νόμο (HR 1776), τον Νόμο Εκμισθώσεως και Δανεισμού (Lend Lease Act), με τον οποίο ο Πρόεδρος (Ρούζβελτ) μπορεί να παραχωρεί σε όποια χώρα κρίνει σκόπιμο και με όποιο αντάλλαγμα κρίνει εύλογο οποιουδήποτε είδους υλικά. Ο νόμος αυτός ανατρέπει ολοσχερώς τα σχέδια του Χίτλερ.

Στο μεταξύ, η Ιταλία, πραγματοποίησε τον Σεπτέμβριο του 1940, αποτυχημένη επίθεση κατά των Βρετανικών δυνάμεων στην Αίγυπτο. Συνέχισε τις πολεμικές της δραστηριότητες με επίθεση κατά της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου 1940. Η Βρετανία πρόσφερε βοήθεια στην Ελλάδα, πράγμα που έφερε την αεροπορία της κοντά στις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας. Τον Νοέμβριο, η Ρουμανία και η Ουγγαρία συμμάχησαν με τον Άξονα και το ίδιο έκανε η Βουλγαρία τον Μάρτιο του 1941.

Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 και η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα: Η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα είχε αποτύχει και ο ιταλικός στρατός είχε υποχωρήσει μέσα στο έδαφος της Αλβανίας μετά από την ελληνική αντεπίθεση. Ο Ελληνικός Στρατός, μάλιστα, είχε προχωρήσει μέχρι τις πόλεις της Αλβανίας, Κορυτσά και Αργυρόκαστρο. Υπό τον φόβο της δημιουργίας Αντιχιτλερικού Συνασπισμού στα Βαλκάνια, η Γερμανική Ανώτατη Διοίκηση του Στρατού αποφάσισε την επέμβαση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας. Ο Γερμανικός Στρατός, μέσω Βουλγαρίας, επιτέθηκε στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941 και, ταυτόχρονα, κατά της Γιουγκοσλαβίας (όπου η φιλογερμανική κυβέρνηση είχε ανατραπεί). Η Γιουγκοσλαβία παραδόθηκε στις 14 Απριλίου και, στο μεταξύ, μέσω του εδάφους της, υπερφαλαγγίστηκε η Γραμμή Μεταξά, η οποία με οχυρά, όπως αυτό του Ρούπελ, κράτησε τις αμυντικές θέσεις της χωρίς να διασπασθεί. Η 2η Μεραρχία Θωρακισμένων, με διοικητή τον Ρούντολφ Φάιελ (Rudolf Veiel), διεισδύει μέσω της λίμνης Δοϊράνης και προελαύνει ταχύτατα μη συναντώντας αντίσταση (αφού η μοναδική ελληνική Μεραρχία που τελούσε σε εφεδρεία, η 19η, δεν έχει τα μέσα να τον σταματήσει) και καταλαμβάνει τη Θεσσαλονίκη. Ενώ το μέτωπο δεν είχε καταρρεύσει, στις 9 Απριλίου, στη Θεσσαλονίκη, υπογράφεται συνθηκολόγηση, καθώς η Γραμμή Μεταξά είναι πλέον περικυκλωμένη. Στην Ελλάδα οι Βρετανικές δυνάμεις, θέλοντας να βρουν διέξοδο για να διαφύγουν, συνέχισαν να μάχονται μέχρι τις 27 Μαΐου. Η δραστηριότητα των Βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα έληξε με τη Μάχη της Κρήτης.

 

Maxi_ths_kritis

 

Επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική: Στο μεταξύ οι Βρετανοί απώθησαν την ιταλική επίθεση στην Αίγυπτο και ανάγκασαν τις ιταλικές δυνάμεις να υποχωρήσουν στη Λιβύη. Για να βοηθήσει του συμμάχους του ο Χίτλερ έστειλε στην Αφρική στρατεύματα με διοικητή τον στρατηγό Έρβιν Ρόμελ. Συγκεκριμένα, πείθοντας τους Χίτλερ και Μουσσολίνι, να αποφύγουν την επίθεση στη Μάλτα, κέντρο ανεφοδιασμού των Συμμάχων, ο Ρόμελ φτάνει στις 29 Ιουνίου 1942 στο Ελ Αλαμέιν (72 μόλις χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια). Εν τω μεταξύ, οι Βρετανοί έχουν αποκρυπτογραφήσει μεγάλο ποσοστό των μηνυμάτων που απέστελλαν οι Γερμανοί, με αποτέλεσμα από εδώ και πέρα ο Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ, ν’ αντιμετωπίζει με μεγαλύτερη επιτυχία τις δυνάμεις του Άξονα στη Β. Αφρική. Τον Οκτώβριο του 1942, ο Μοντγκόμερυ, κατάφερε να απωθήσει τα γερμανοϊταλικά στρατεύματα από την Αίγυπτο και τη Λιβύη, αναγκάζοντας τα να οπισθοχωρήσουν κατά 2.400 χιλιόμετρα. Αυτή ήταν και η πρώτη μεγάλη υποχώρηση των δυνάμεων του Άξονα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις 4 Νοεμβρίου βρίσκονταν πλέον πίσω στην Τυνησία. Στις 9 Νοεμβρίου 1942, Βρετανικά και Αμερικανικά στρατεύματα, αποβιβάζονται στις Γαλλικές κτήσεις της Βόρειας Αφρικής. Συγκεκριμένα οι Αμερικανοί, ερχόμενοι απευθείας από τις ΗΠΑ, αποβιβάζονται στο Μαρόκο και οι Βρετανοί στο Οράν της Αλγερίας. Η επιχείρηση αυτή των Συμμάχων είχε το κωδικό όνομα «Επιχείρηση Πυρσός» (Operation Torch). Όντως, η αντεπίθεση των δυνάμεων του Άξονα δεν άργησε να έρθει. Στις 12 Νοεμβρίου 1942, έχοντας ανεφοδιαστεί μέσω Σικελίας, επιτέθηκαν στους Συμμάχους. Η επίθεση αρχικά και η αντίσταση, στη συνέχεια, των Γερμανών και των Ιταλών κράτησε για έξι μήνες. Ο ανεφοδιασμός τους κατά το διάστημα αυτό γινόταν ολοένα και δυσχερέστερος, καθώς εμποδιζόταν από τα συμμαχικά πολεμικά πλοία και αεροπλάνα.

Οι διαφωνίες, βέβαια, ανάμεσα στους Συμμάχους δεν έλειπαν. Οι Αμερικανοί που βρίσκονταν στο Μαρόκο φοβούνταν μια συμμαχία της Ισπανίας του Φράνκο με τις δυνάμεις του Άξονα. Επέμεναν να παραμείνουν στη Δυτική πλευρά της Β. Αφρικής για να αποφύγουν μια πιθανή κατάληψη του Στενού του Γιβραλτάρ από τους Ισπανούς. Από την άλλη, οι Άγγλοι επέμεναν να οργανώσουν τις δυνάμεις τους όσο πιο ανατολικά ήταν δυνατό. Φοβόντουσαν την αναδιοργάνωση των γερμανοϊταλικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Τυνησία. Έτσι, το καλοκαίρι του 1943, ο πόλεμος στη Β. Αφρική έλαβε τέλος, με τους Συμμάχους να εκκαθαρίζουν τα νότια παράλια της Μεσογείου. Η επιτυχία ήταν μεγάλη, καθώς κατάφεραν να αποσπάσουν μεγάλο αριθμό ικανών γερμανών στρατιωτών και ηγετών από το ρωσικό μέτωπο. Παράλληλα, το αποτέλεσμα του πολέμου στη Β. Αφρική ήταν ικανοποιητικό και για τους Γερμανούς: Είχε σχεδόν αποκλειστεί πια η πιθανότητα επίθεσης εντός του 1943 στη Γαλλία. Η εξάμηνη αντίσταση των δυνάμεων του Χίτλερ είχε, επίσης, καταδείξει τις ικανότητες και το υψηλό ηθικό του στρατού του. Συγκριτικά πάντως, οι Σύμμαχοι, μακροπρόθεσμα, κατάφεραν να βρεθούν σε πλεονεκτικότερη θέση, αφού με την κατάληψη των παραλίων της Β. Αφρικής και την εξουδετέρωση των δυνάμεων του Άξονα μπορούσαν πλέον να προετοιμαστούν για την επικείμενη απόβαση στη Σικελία.

Μετά από την εκκαθάριση των ακτών της Β. Αφρικής από τις δυνάμεις του Άξονα, οι Σύμμαχοι έστρεψαν την προσοχή τους στη δυτική, κατεχόμενη Ευρώπη. Κύριο μέλημά τους ήταν η δημιουργία ενός δεύτερου μετώπου, έτσι ώστε να ελαττωθεί η πίεση του Άξονα προς τη Σοβιετική Ένωση, που βρισκόταν σε φάση ανάκαμψης και προετοιμασίας για αντεπίθεση.

Αμερική (ΗΠΑ) – Ιαπωνία: Οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν την πολιτική ουδετερότητας που ακολουθούσαν και προσπάθησαν να αντιπαλέψουν την επεκτατικότητα της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό. Το αμερικανικό Κογκρέσο, όπως σημειώσαμε πριν, διέθεσε τον Μάρτιο 1941, 7 δις δολάρια για να χορηγηθούν σε χώρες που θα υποδείκνυε ο πρόεδρος (όπως υπαγόρευε ο Νόμος Εκμισθώσεως και Δανεισμού), ενώ τον Ιούλιο αμερικανικές δυνάμεις εγκαταστάθηκαν στην Ισλανδία (που είχε καταληφθεί από τους Βρετανούς το 1940) με αντάλλαγμα 50 παλαιά αντιτορπιλικά, που παραχώρησαν στη Βρετανία και το ναυτικό των ΗΠΑ, ανέλαβε την προστασία των νηοπομπών στα χωρικά τους ύδατα.

Τον Σεπτέμβριο του 1940, η Ιαπωνία είχε αναγκάσει την Κυβέρνηση του Βισύ, της Γαλλίας, να αποχωρήσει, ουσιαστικά, από την Ινδοκίνα. Οι ΗΠΑ σε αντίδραση απαγόρευσαν την εξαγωγή χάλυβα, σιδήρου και αεροπορικών καυσίμων στην Ιαπωνία. Η Ιαπωνία, τον Απρίλιο του 1941 υπέγραψε με τη Σοβιετική Ένωση τη Συνθήκη Ουδετερότητας, ώστε να είναι ασφαλής σε περίπτωση πολέμου με τη Μεγάλη Βρετανία ή τις ΗΠΑ, και, όταν η Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση, η Ιαπωνία κατέλαβε τη νότια Ινδοκίνα.

Η Ιαπωνία, κατά κάποιο τρόπο, εκμεταλλεύεται τις μεταβαλλόμενες παγκόσμιες συγκυρίες. Η Ολλανδία είχε καταληφθεί από τους Γερμανούς, ενώ Γαλλία και Βρετανία βρίσκονται σε πόλεμο με τους Ναζί. Παρουσιάζονται, λοιπόν, πρώτης τάξεως και εύκολες ευκαιρίες στους Ιάπωνες, να καταλάβουν τη Γαλλική Ινδοκίνα, σημαντική για τον πόλεμο με την Κίνα, καθώς και τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, που ήταν πλούσιες σε φυσικούς πόρους και πετρέλαιο. Στην περίοδο 1932-39 η Ιαπωνία είχε αναπτύξει με αξιοθαύμαστη επιμονή και εφευρετικότητα μια τεχνολογική πρόοδο, που την έφερνε σε πολύ προνομιούχο θέση απέναντι στις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν δοκιμαστεί από την οικονομική κρίση του 1929, έχοντας ελαττώσει κατά πολύ τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Ειδικά στον τομέα της αεροπορίας και του στόλου διέθετε δυνάμεις αριθμητικά και ποιοτικά υπέρτερες των ΗΠΑ, οι οποίες απέκτησαν και πολεμική πείρα στις ως τότε εκστρατείες στην Κίνα. Αλλά, καθώς της έλειπαν το πετρέλαιο και ο χάλυβας από το έδαφός της, γνώριζε ότι τα αποθέματά της δεν θα άντεχαν παρά έξι μήνες έως ένα έτος (το μέγιστο) σε μια μεγάλη σύρραξη, ενώ εκείνα των ΗΠΑ ήταν απείρως μεγαλύτερα. Γι’ αυτό και το σχέδιο του επιτελείου της υπέθετε ότι, με ένα αστραπιαίο πόλεμο έξι μηνών, θα μπορούσαν να λυγίσουν τις ΗΠΑ, ώστε να αποδεχτούν μια συνθηκολόγηση ως διπλωματική λύση, με την οποία οι ΗΠΑ θα αποδέχονταν την κυριαρχία της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό. Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους, αν και τεχνικά δεν διέθεταν προς το παρόν ισάξιο τεχνικό δυναμικό στον Ειρηνικό, γνώριζαν από καιρό τα ιαπωνικά σχέδια, έχοντας καταφέρει να παραβιάσουν τους κώδικες επικοινωνίας του ιαπωνικού ναυτικού, κατάσταση που συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της σύρραξης χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους Ιάπωνες. Εντούτοις, η αμερικανική κυβέρνηση για πολιτικούς λόγους – κυρίως φοβούμενη την αντίδραση από τον αμερικανικό πληθυσμό – δεν θέλησε να δώσει εκείνη το πρώτο πολεμικό χτύπημα στην Ιαπωνία, αλλά γνώριζε ότι θα είχε το πλεονέκτημα σε ένα μακροχρόνιο πόλεμο.

Η Ιαπωνία μέχρι τον Δεκέμβριο του 1941 προσπαθούσε να άρει το εμπάργκο που της είχαν επιβάλει οι ΗΠΑ, αλλά και να καταλάβει όσο περισσότερα εδάφη της Νοτιοανατολικής Ασίας μπορούσε, για να εκμεταλλευθεί το πετρέλαιο και τους υπόλοιπους πόρους που διέθεταν. Από την άλλη πλευρά οι ΗΠΑ ανησυχούσαν για την ιαπωνική επεκτατικότητα, αλλά δίσταζαν να μπουν στον πόλεμο τη συγκεκριμένη στιγμή. Εντούτοις, απαίτησαν να αποσυρθούν οι Ιάπωνες από την Κίνα και την Ινδοκίνα.

Στις 7 Δεκεμβρίου 1941 εξαπολύθηκε ιαπωνική αεροπορική επίθεση στον αμερικανικό στόλο που βρισκόταν στο Περλ Χάρμπορ της Χαβάης, καταστρέφοντας μεν τα περισσότερα βαριά θωρηκτά του αντιπάλου, αλλά κανένα από τα αεροπλανοφόρα του που απουσίαζαν από τη βάση τη στιγμή της επίθεσης. Την επόμενη μέρα οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας και στις 11 Δεκεμβρίου εναντίον της Γερμανίας και της Ιταλίας. Αμέσως μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, οι Ιάπωνες κατέλαβαν τη νήσο Γουαίηκ, τη νήσο Γκουάμ, και το Χονγκ Κονγκ. Ακολούθησε εισβολή στη Μαλαισία και τη Βιρμανία, που καταλήφθηκε μέχρι τα τέλη Μαΐου 1942. Η Σιγκαπούρη, την οποία κατείχαν οι Βρετανοί, κατακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1942 και το ίδιο έγινε τον Μάρτιο με τις Ανατολικές Ολλανδικές Ινδίες (Ινδονησία) και τη Νέα Γουϊνέα.

Κατάληψη των Φιλιππίνων (1942): Από το 1943, η Αμερική σχεδιάζει μια σταδιακή ανακατάληψη όλων των σημαντικών βάσεων της Ιαπωνίας στα νησιά του Ειρηνικού με δύο σκέλη δράσεων: α) Τον στρατηγό Ντάγκλας Μακ Άρθουρ, να επιτίθεται κατά μήκος του άξονα των νήσων της Νέας Γουινέας και Φιλιππίνων και β) τον Ναύαρχο Τσέστερ Νίμιτς, να επιτίθεται κατά μήκος των νήσων Μάρσαλ και Μαριαννών, με στόχο την ίδια την Ιαπωνία. Έκτοτε η Ιαπωνία περιέρχεται σε μια κατάσταση άμυνας, όπου προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει ένα αμυντικό τόξο γύρω από το μητροπολιτικό της έδαφος. Οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στη νήσο Λουζόν των Φιλιππίνων, υπό τον στρατηγό Μακ Άρθουρ, με σκοπό την άμυνα των χερσονήσων Μπαταάν και Κορρέτζιντορ, που δεν έγινε δυνατή και καταλήφθηκαν από τους Ιάπωνες (η Μπαταάν στις 9 Απριλίου και η Κορρέτζιντορ στις 6 Μαΐου), κάτι που σήμανε την ολοκληρωτική κατάληψη των Φιλιππίνων. Προσπαθώντας να εκτείνουν την αμυντική τους περίμετρο οι Ιάπωνες κινήθηκαν προς το νότο, καταλαμβάνοντας την Γκουανταλκανάλ στις Νήσους του Σολομώντος. Το σημείο αυτό θεωρήθηκε το νοτιότερο σημείο ενός τεράστιου τόξου στον Ειρηνικό που περιόριζε επέκταση της Αμερικής, ενώ αντίστοιχα επέτρεπε στους Ιάπωνες να ευελπιστούν και σε μια απόβαση στην Αυστραλία. Αλλά στη Ναυμαχία της Θάλασσας των Κοραλλίων (7-8 Μαΐου 1942), η οποία διεξήχθη για πρώτη φορά μόνο με αεροπλανοφόρα, οι Ιάπωνες αναχαιτίστηκαν και σε ένα μήνα στη Ναυμαχία του Μίντγουεϊ (4 Ιουνίου 1942), έχασαν τέσσερα αεροπλανοφόρα, πράγμα που τους στοίχισε ακριβά, ενώ σε λίγο, αμερικανικές δυνάμεις, αποβιβάστηκαν στην Γκουανταλκανάλ και κατέλαβαν το νησί και κυρίως το κράτησαν υπό τον έλεγχό τους παρά τις συστηματικές ιαπωνικές αντεπιθέσεις. Στις 5 Ιουνίου διατάχθηκε από το ιαπωνικό στρατηγείο η εγκατάλειψη της Γκουανταλκανάλ αν και η Ιαπωνία εξακολουθούσε να κυριαρχεί έντονα στον υπόλοιπο Ειρηνικό, έχοντας όμως δεχτεί ήδη ένα ισχυρό πλήγμα.

Για τον λόγο αυτό, μεταξύ 1941 και 1942, οι επιτυχίες των Ιαπώνων στην περιοχή της Νότιας Ασίας και στον Ειρηνικό Ωκεανό ήταν σημαντικές και θεαματικότερες απ’ ό,τι οι αντίστοιχες γερμανικές στην Ευρώπη, αλλά παρέμεναν εύθραυστες. Στα τέλη του 1942 όμως, οι Ιάπωνες θα χάσουν το μεγαλύτερο μέρος από το πλέον αξιόμαχο ανθρώπινο υλικό τους, το οποίο δεν μπορούσαν πια να αντικαταστήσουν, ενώ αντίθετα οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν, να κινητοποιήσουν το ανθρώπινο και βιομηχανικό τους δυναμικό, το οποίο τελικά αποδείχτηκε, όπως αναμενόταν, πολλαπλά ισχυρότερο σε σχέση με το ιαπωνικό.

Στη Ναυμαχία της Σάντα Κρουζ στις 26-27 Οκτωβρίου 1942 οι Αμερικανοί αν και μένουν μ’ ένα μόνο ακέραιο και ένα βαριά λαβωμένο αεροπλανοφόρο σε όλο τον Ειρηνικό ανάγκασαν τον  ισχυρότερο ιαπωνικό στόλο ν’ αποσυρθεί ντροπιασμένος στη βάση του, στο Τρουκ. Αυτή η αεροναυμαχία, αν και όχι τόσο διάσημη όσο οι προηγούμενες, είχε εντούτοις σημαδέψει την αναστροφή της τύχης του πολέμου στον Ειρηνικό. Παρόλο που οι ΗΠΑ βρέθηκαν στιγμιαία σε πολύ αδύνατο σημείο, η Ιαπωνία είχε χάσει σχεδόν το 80% των πεπειραμένων πληρωμάτων της, χωρίς να πετύχει τον αντικειμενικό της στόχο και χωρίς να έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει τις απώλειες της, αντίθετα με τις ΗΠΑ, που τότε ακριβώς έφταναν στο σημείο της ακμής της πολεμικής τους μηχανής.

 

arbeit

 

Εισβολή  στη Σοβιετική Ένωση: Η εισβολή σχεδιάστηκε σε τρεις άξονες: 1) Προς Λένινγκραντ στον βορρά, 2) Προς Μόσχα ανατολικά και 3) Προς Κίεβο στο νότο, ώστε να καθηλωθεί ο σοβιετικός στρατός αλλά και να καταληφθούν οι σημαντικοί πόροι της Ουκρανίας και τα πετρέλαια του Καυκάσου. Το σημαντικό για τους γερμανούς στρατηγούς ήταν να επιτύχουν νίκη μέσα σε δέκα εβδομάδες, πριν από την έναρξη του ρωσικού χειμώνα, καθώς είχαν ήδη καθυστέρηση τριών εβδομάδων λόγω της εκστρατείας στα Βαλκάνια. Μετά την εισβολή, η Βρετανία πρόσφερε την συμμαχία της και οι ΗΠΑ οικονομική βοήθεια στην ΕΣΣΔ. Ο Χίτλερ, έχοντας εξασφαλίσει το δυτικό μέτωπο και τα Βαλκάνια, στις 22 Ιουνίου 1941, εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση, η οποία αιφνιδιάστηκε αρχικά, πιστεύοντας ότι ο Κεραυνοβόλος Πόλεμος, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωσή της. Ενώ οι Σοβιετικοί διέθεταν υπεροπλία σε άρματα μάχης και αεροπλάνα, αυτά ήταν παλαιάς τεχνολογίας, με ανεπαρκή θωράκιση και οπλισμό, ανίκανα να αντιμετωπίσουν τα αντίστοιχα γερμανικά. Προσπάθησαν να εξαπολύσουν αντεπίθεση, ωστόσο, κυρίως λόγω της έλλειψης ικανών στρατιωτικών ηγετών, η αντεπίθεση συνετρίβη και ο Σοβιετικός Στρατός εξαναγκάσθηκε σε οπισθοχώρηση.

Από την αρχή της εισβολής, οι Ρώσοι, υπερασπίστηκαν τη Μόσχα, χάνοντας σημαντικές δυνάμεις, αλλά ο Χίτλερ διέταξε τις δυνάμεις του κεντρικού μετώπου να στραφούν προς Βορρά και Νότο για να βοηθήσουν τα άλλα δύο. Στον Βορρά σε συνεργασία με φινλανδικές δυνάμεις πολιορκήθηκε το Λένινγκραντ, και στον νότο μια επιτυχής κυκλωτική κίνηση στο Κίεβο αιχμαλώτισε 665.000 σοβιετικούς στρατιώτες. Αργότερα επαναλήφθηκε επίθεση εναντίον της Μόσχας με νέες σοβιετικές απώλειες και, παρόλο που είχε αρχίσει ο ρωσικός χειμώνας, οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν, με αρκετές βέβαια δυσκολίες. Ο γερμανικός στρατός, επειδή δεν ήταν προετοιμασμένος για χειμερινό αγώνα, καθηλώθηκε 22 χλμ. πριν φθάσει στη Μόσχα και δέχτηκε την αντεπίθεση των Ρώσων, και, ενώ οι στρατηγοί του Χίτλερ πρότειναν να υποχωρήσουν και να αμυνθούν στην Πολωνία, ο Χίτλερ διέταξε να κρατήσουν τις θέσεις τους και να αμυνθούν επί τόπου (Haltbefehl). Η απόφαση αυτή του Χίτλερ, σε αυτή τη φάση του πολέμου, είχε θετικά αποτελέσματα αφού, παρά την ισχυρή αντεπίθεση των Ρώσων, τα εδάφη που χάθηκαν ήταν λιγοστά σε σχέση με αυτά που θα χάνονταν σε περίπτωση σύμπτυξης πίσω στην Πολωνία. Ωστόσο ένα χρόνο αργότερα, η ίδια διαταγή, θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή και την αιχμαλωσία της 6ης Γερμανικής Στρατιάς (200.000 στρατιώτες) του Φρίντριχ Πάουλους στο νότιο μέτωπο (Στάλινγκραντ), κάτι που ουσιαστικά σήμαινε την αντίστροφη μέτρηση για την ήττα του Χίτλερ στο έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης.

Από την ημέρα της καταστροφής στο Στάλινγκραντ γίνεται εμφανές στα ανώτερα στρατιωτικά κλιμάκια ότι ο Χίτλερ είναι πλέον εκτός ελέγχου. Οι αποφάσεις του γίνονται ολοένα και περισσότερο παράλογες, η ανυπομονησία του υπερβαίνει τα φυσικά όρια του χρόνου, η κρίση του μόνο διαυγής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Το «Αλάθητο του Φύρερ» αμφισβητείται πλέον ανοικτά από μεγάλο μέρος των Γερμανών Στρατηγών και αξιωματούχων, όχι όμως και από τα μέλη του κόμματος. Οι στρατιωτικοί αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο εξόντωσής του (είτε πολιτικής είτε φυσικής), είναι όμως στρατιωτικοί με ισχυρό το αίσθημα του καθήκοντος και της τιμής και δεσμεύονται από τον όρκο πίστης που του έχουν δώσει. Στις 20 Ιουλίου 1944, μετά από την οργάνωση μιας συνωμοσίας, ο Συνταγματάρχης Κλάους φον Στάουφενμπεργκ (Claus Schenk Graf von Stauffenberg) αποπειράται να δολοφονήσει τον Χίτλερ στο «Λημέρι του λύκου» (Wolfsschanze), ένα από τα στρατηγεία του που βρισκόταν στην Ανατολική Πρωσία. Η απόπειρα αποτυγχάνει και οι πρωτεργάτες της συλλαμβάνονται και εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Χίτλερ υποπτεύεται πλέον όλους τους Στρατάρχες και τους Στρατηγούς του, εξαναγκάζοντας έτσι σε αυτοκτονία αρκετούς από αυτούς, μεταξύ των οποίων οι Γκίντερ φον Κλούγκε και Έρβιν Ρόμελ. Η Βέρμαχτ χάνει έτσι μεγάλο μέρος από τη δύναμή της, καθώς ο Χίτλερ αναθέτει τη διοίκηση μεγάλων μονάδων σε άτομα που ναι μεν εμπιστεύεται, δεν είναι όμως κατάλληλα γι’ αυτή τη δουλειά, όπως είναι ο Γιόζεφ (Ζεπ) Ντίτριχ, πρώην υπάλληλος κρεοπωλείου και προσωπικός του οδηγός στο παρελθόν. Το καθεστώς έχει αρχίσει να καταρρέει και οι στρατιωτικές ήττες διαδέχονται η μία την άλλη.

Μάχη του Κουρσκ: Η υπεροπλία των Σοβιετικών σε υλικό προκάλεσε ανεπανόρθωτες ζημιές στις δυνάμεις του Άξονα, με αποτέλεσμα να μην μπορέσουν να ανακάμψουν και να ανακτήσουν τις πρωτοβουλίες στις εξελίξεις στο Ανατολικό Μέτωπο μέχρι να τελειώσει ο Πόλεμος. Η πλάστιγγα είχε πλέον γυρίσει οριστικά υπέρ των Συμμαχικών δυνάμεων. Στο Κουρσκ διεξήχθη η μεγαλύτερη μάχη τεθωρακισμένων που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Πολέμου.

Εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία. Εισβολή και παράδοση της Ιταλίας: Έτσι, και αφού προώθησαν παραπλανητικές πληροφορίες για δήθεν επικείμενη απόβαση στην Ελλάδα (Επιχείρηση Κιμάς), προκειμένου να παραπλανηθεί ο εχθρός, εισέβαλαν στη Σικελία τον Ιούλιο του 1943, όπου και κατέλαβαν, μετά από πολύνεκρες, και από τις δυο πλευρές, μάχες, το Παλέρμο. Μέχρι το τέλος Αυγούστου και ύστερα από σκληρή αντίσταση από επίλεκτες γερμανικές δυνάμεις, που στάλθηκαν από τον Χίτλερ για να ανακόψουν την επέλαση των Συμμάχων, κατέλαβαν τη Ρώμη και η Ιταλία παραδόθηκε και πέρασε στην πλευρά των Συμμάχων, χωρίς, εν τούτοις, να σταματήσουν οι μάχες στο έδαφός της.

Απόβαση στη Νορμανδία: Όμως, οι Σύμμαχοι δε σταμάτησαν εδώ. Σε μια προσπάθεια να επισπεύσουν τον τερματισμό του πολέμου, στις 6 Ιουνίου 1944 πραγματοποίησαν απόβαση στη Νορμανδία της Γαλλίας με το κωδικό όνομα «Operation Overlord», ανατρέποντας τις προβλέψεις των Γερμανών για απόβαση κοντά στο στενό της Μάγχης. Η D-Day, όπως ονομάστηκε η 6η Ιουνίου 1944, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη απόβαση όλων των εποχών. Παρόλο που οι απώλειες ήταν σημαντικές για τους Συμμάχους, το αποτέλεσμα τους δικαίωσε, αφού σε λιγότερο από ένα χρόνο, σε συνδυασμό με την επέλαση των Σοβιετικών στο ανατολικό μέτωπο, έσφιξε τον κλοιό γύρω από την Ναζιστική Γερμανία.

Μάχη του Βερολίνου: Τον Απρίλιο του 1945 το δυτικό τμήμα της Γερμανίας έχει καταληφθεί από τις Συμμαχικές δυνάμεις και το ανατολικό από τον Ερυθρό Στρατό. Το Βερολίνο, το οποίο υφίσταται συνεχείς αεροπορικές επιδρομές από τα τέλη του 1944, πολιορκείται από τους Σοβιετικούς και διεξάγεται στην πόλη η Μάχη του Βερολίνου.

Οι πρωτεργάτες του καθεστώτος έχουν καταφύγει στο Καταφύγιο του Χίτλερ (Führerbunker), ένα ειδικό κτίσμα στο υπόγειο της Καγκελαρίας, δημιουργημένο από τον Άλμπερτ Σπέερ και απρόσβλητο από τις βόμβες. Στις 23 Απριλίου ο Γκέρινγκ στέλνει μήνυμα ζητώντας την ανάληψη της εξουσίας στη θέση του Φύρερ. Ο Χίτλερ γίνεται έξαλλος και διατάσσει την καθαίρεση του Γκέρινγκ, τη σύλληψη και την άμεση φυλάκισή του. Στις 28 Απριλίου αποκαλύπτεται ότι ο Χάινριχ Χίμλερ προσπαθεί να επιτύχει συνθηκολόγηση με τους Συμμάχους, με αντάλλαγμα να διαδεχθεί αυτός τον Φύρερ. Ο Χίτλερ εξουσιοδοτεί τον Στρατάρχη Ρόμπερτ Ρίττερ φον Γκράιμ, τον οποίο όρισε αντικαταστάτη του Γκέρινγκ και έφθασε στο καταφύγιο τραυματισμένος από την πτήση του προς το Βερολίνο με πιλότο την Χάνα Ράιτς, να φύγει αμέσως και να συλλάβει το ταχύτερο τον Χίμλερ, τον οποίο θεωρεί ένοχο συνωμοσίας και εσχάτης προδοσίας.

Εν τω μεταξύ, οι δύο παλατίνοι του Χίτλερ, Βίλχελμ Κάιτελ (Wilhelm Keitel) και Άλφρεντ Γιοντλ (Alfred Jodl) αναπτύσσουν όση δραστηριότητα μπορούν για να συντονίσουν τα σκόρπια γερμανικά στρατεύματα στην άμυνα του Γ΄ Ράιχ. Τα νέα που στέλνουν μέσω ασυρμάτου στο καταφύγιο δεν είναι καθόλου ευχάριστα: Τόσο οι Σοβιετικοί όσο και οι Δυτικοί Σύμμαχοι προελαύνουν στο εσωτερικό της χώρας και αρχίζει η Μάχη του Βερολίνου. Το Βερολίνο είναι πολιορκημένο από τους Σοβιετικούς και ανθίσταται σθεναρά, ενώ η Στρατιά Βενκ, που είχε συγκροτήσει ο ίδιος ο Χίτλερ, έχει εξαντλήσει όλες τις δυνάμεις της απέναντι στη συντριπτική υπεροχή του εχθρού. Τα ξημερώματα της 30ής Απριλίου ο στρατηγός Χέλμουτ Βάιντλινγκ, διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων του Βερολίνου, φθάνει στο καταφύγιο, αναλύει την κατάσταση και προτείνει να επιχειρηθεί έξοδος από αυτό. Ο Χίτλερ αρνείται κατηγορηματικά.

 

flagred

 

Ο Χίτλερ καλεί στο καταφύγιο τον εκπρόσωπο της πολιτικής αρχής. Καταφθάνει ο Βάλτερ Βάγκνερ, φορώντας το περιβραχιόνιο της Εθνοφυλακής (Volkssturm). Με μάρτυρες τους Μάρτιν Μπόρμαν και Γιόζεφ Γκέμπελς ο Χίτλερ νυμφεύεται την Εύα Μπράουν, με την οποία διατηρεί μακρόχρονη σχέση. Στη συνέχεια, συντάσσει μια πολιτική και μια προσωπική διαθήκη. Η ανώτατη ηγεσία του Γ΄Ράιχ περιμένει την έκβαση της μάχης. Όταν ο στρατηγός Βάιντλινγκ τους ενημερώνει ότι δεν υπάρχει ελπίδα, τους προτείνει έξοδο από το Καταφύγιο. Ο Χίτλερ αρνείται ξανά. Δίνει διαταγή να θανατώσουν την Μπλόντι, την αλσατική σκυλίτσα του και τις επόμενες ώρες αποχαιρετά το προσωπικό του καταφυγίου: Τις γραμματείς του Τράουντλ Γιούνγκε, Γκέρντα Κρίστιαν και Έλζε Κρίγκερ καθώς και τη μαγείρισσά του (ειδική στη χορτοφαγία) Κονστάντσε Μαντζιάρλυ. Αποχαιρετά, επίσης, τους συνεργάτες του και αποσύρεται με τη σύζυγό του στο δωμάτιό τους. Ύστερα από λίγο ακούγεται ένας πυροβολισμός. Οι υπασπιστές του σπεύδουν στο δωμάτιο. Ο Χίτλερ έχει αυτοκτονήσει με μια σφαίρα στο στόμα και η κ. Χίτλερ με μια κάψουλα υδροκυανίου. Όπως έχει εκ των προτέρων διατάξει τον οδηγό του Έριχ Κέμπκα, τα σώματά τους μεταφέρονται στον κήπο της Καγκελαρίας και αποτεφρώνονται με τη βοήθεια 180 λίτρων βενζίνης. Ο Γκέμπελς έχει συντάξει και αυτός διαθήκη – παράρτημα στην πολιτική διαθήκη του Φύρερ του, στον οποίο παραμένει απόλυτα αφοσιωμένος. Αναφέρει ότι πάντα τον υπάκουε αλλά αυτή τη φορά δεν θα πειθαρχήσει. Θα μείνει να πεθάνει μαζί του, όπως και ολόκληρη η οικογένεια του: Η σύζυγός του Μάγδα και τα έξι παιδιά τους, εφόσον η ζωή χωρίς Εθνικοσοσιαλισμό δεν είναι γι’ αυτούς νοητή. Η Μάγδα, με τη βοήθεια του γιατρού του καταφυγίου, που παρασκεύασε υπνωτικό, έχει ήδη θανατώσει με υδροκυάνιο τα έξι παιδιά τους. Ανεβαίνει μαζί με το σύζυγό της στην αυλή της Καγκελαρίας, όπου στρατιώτες τους εκτελούν με πιστόλι και τους αποτεφρώνουν. Η έλλειψη βενζίνης δεν επιτρέπει την πλήρη αποτέφρωσή τους. Τα σώματα θα ανευρεθούν μετά την πτώση του Βερολίνου και θα αναγνωρισθούν.

Η είδηση του θανάτου του Φύρερ έχει διαφορετικά αποτελέσματα στα μέλη του κόμματος. Άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι προσπαθούν να αλλάξουν ταυτότητα και να εξαφανισθούν στην ανωνυμία του πλήθους και άλλοι, όπως οι Γκαουλάιτερ Χάνκε του Αμβούργου και Έριχ Κοχ της Πρωσίας διαφεύγουν, ο ένας με αεροσκάφος και ο άλλος με πλοίο, και χάνονται μέσα στο πλήθος των προσφύγων. Οι περισσότεροι, ωστόσο, είτε συλλαμβάνονται από τους Ρώσους και τους Συμμάχους, είτε διαφεύγουν στη Νότια Αμερική, όπως οι Άντολφ Άιχμαν και Γιόζεφ Μένγκελε, με την βοήθεια της Οργάνωσης Γκέλεν.

 

xtl

 

Η παράδοση: Το καθεστώς επιζεί μέχρι την υπογραφή της τελικής συνθηκολόγησης. Πρόεδρος έχει οριστεί από τον Χίτλερ, ο Μέγας Ναύαρχος Καρλ Ντένιτς και Καγκελάριος ο Γιόζεφ Γκέμπελς. Στις 2 Μαΐου 1945 ο Στρατηγός Χέλμουτ Βάιντλινγκ (Helmuth Weidling), Διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων του Βερολίνου, υπογράφει την παράδοση της πόλης στον Σοβιετικό Στρατηγό Βασίλι Τσούικοφ (Vasily Chuikov). Στο μεταξύ συλλαμβάνονται όσοι εξακολουθούν να έχουν κάποιο κυβερνητικό πόστο και έχουν παραμείνει σε αυτό είτε εντοπίζονται προσπαθώντας να διαφύγουν.

Εν τω μεταξύ, ο Ντένιτς έχει αποστείλει ως διαπραγματευτή τον Άλφρεντ Γιοντλ στη Ρενς, όπου και το Στρατηγείο της SHAEF. Ο Γιοντλ προσπαθεί να παρελκύσει τα πράγματα, αλλά ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ του καθιστά σαφές ότι, αν δεν υπογράψει άμεσα, θα δώσει εντολή να πυροβολούνται όλοι οι Γερμανοί στρατιώτες, ακόμη και άοπλοι. Παίρνοντας την συγκατάθεση του Ντένιτς, ο Γιοντλ υπογράφει την παράδοση όλων των ενόπλων δυνάμεων της Γερμανίας. Για τους Αμερικανούς υπογράφει ο Μπέντελ Σμιθ, για τους Γάλλους ο Στρατηγός Σεβέζ, για τους Βρετανούς ο Ναύαρχος Χάρολντ Μπάροου και για τους Σοβιετικούς ο Στρατηγός Ιβάν Σουσλαπάροφ. Ο Αϊζενχάουερ καθιστά επίσης σαφές ότι οι όροι ισχύουν ακριβώς ως έχουν και απαρέγκλιτα και για τη σοβιετική πλευρά και ότι από τούδε και στο εξής όλοι οι Γερμανοί στρατιώτες θεωρούνται αιχμάλωτοι πολέμου. Συμφωνείται να υπογραφεί και επίσημα έγγραφο παράδοσης κατ’ απαίτηση του Στάλιν.

Στις 7 Μαΐου 1945 υπογράφεται και το έγγραφο που απαίτησε ο Στάλιν, στο προάστειο Καρλχορστ (Karlhorst) του Βερολίνου στο κτήριο μιας σχολής υπαξιωματικών. Εκ μέρους της Γερμανίας παρίστανται ο Στρατάρχης Βίλχελμ Κάιτελ, εκπρόσωπος του (διαδόχου του Χίτλερ) Ντένιτς, ο Ναύαρχος Φρίντενμπουργκ, εκπρόσωπος του Ναυτικού, και ο Πτέραρχος Στουμπφ, εκπρόσωπος της Λουφτβάφφε. Όσοι από τους ηγέτες του καθεστώτος έχουν επιζήσει συλλαμβάνονται, ο Χίμλερ παραδίδεται σε ένα αγγλικό φυλάκιο, αλλά τη στιγμή της σωματικής έρευνας αυτοκτονεί με υδροκυάνιο. Το καθεστώς της Ναζιστικής Γερμανίας καταλύεται και μαζί του παύει να υφίσταται νομικά και η Γερμανία ως χώρα.

Στις 5 Ιουλίου 1945 συγκροτείται το Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου (Allied Control Council), το οποίο αναλαμβάνει την πλήρη κυριαρχία της ηττημένης Γερμανίας. Η σύσταση αυτού του Συμβουλίου επιτρέπει τη συνέχιση της ύπαρξης της Γερμανίας ως χώρας.

Με τη Διάσκεψη του Πότσδαμ τον Αύγουστο του 1945, στην οποία παρίστανται οι ηγέτες των νικητριών χωρών, αποφασίζεται η τύχη των ηττημένων. Η Γερμανία διαμελίζεται σε δύο τομείς κυριαρχίας: Την Δυτική Γερμανία (πρωτεύουσα Βόννη), στη σφαίρα επιρροής των Δυτικών Συμμάχων, και την Ανατολική Γερμανία (πρωτεύουσα Βερολίνο), στη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ. Η χώρα επανέρχεται στα προ του 1937 σύνορα, χάνοντας παράλληλα και εδάφη στο ανατολικό τμήμα της, τα οποία αποδίδονται στην Πολωνία.

Η πτώση της Ιαπωνίας: Το 1944 είναι για την Ιαπωνία ένα έτος εξαιρετικής δοκιμασίας. Στο εσωτερικό της οι πολιτικοί καταλαβαίνουν ότι το σχέδιο των έξι μηνών αστραπιαίου πολέμου προ πολλού δεν έχει αποφέρει αποτελέσματα και η τελική ήττα είναι αναπόφευκτη. Όμως την πρακτική ισχύ διαθέτουν οι στρατιωτικοί οι οποίοι επιβάλλουν στους πολιτικούς τη θέλησή τους και η χώρα ζει ουσιαστικά υπό στρατιωτική δικτατορία, όπου και ο αυτοκράτορας Χιροχίτο, αποτελεί ένα είδος μαριονέτας του καθεστώτος. Για τους στρατιωτικούς η μόνη επιλογή είναι η μάχη μέχρις εσχάτων και ελπίζουν απλά να προκαλέσουν τόσο πολλές ανθρώπινες απώλειες στον εχθρό, που να τον αναγκάσουν, να αναθεωρήσει τα σχέδιά του για την κατάληψη της χώρας τους. Στη Mάχη των Φιλιππίνων, 20 Οκτωβρίου 1944, εμφανίζονται και οι πρώτοι πιλότοι αυτοκτονίας καμικάζι, οι οποίοι οδηγούν τα αεροπλάνα τους, γεμάτα εκρηκτικές ύλες, να καταπέσουν επί των εχθρικών πλοίων. Αν κι αυτό τρομάζει αρχικά τις ΗΠΑ, σε λίγο διαπιστώνουν ότι ουσιαστικά πρόκειται για ένα κύκνειο άσμα της Ιαπωνίας. Οι καμικάζι είναι η απόδειξη της ανικανότητας του εναπομείναντος άπειρου ανθρώπινου υλικού να πλήξει σε μάχη τον εχθρό, πράγμα που κατάφερνε πολύ άνετα το 1941 – 1942. Επιπλέον, πρόκειται κυρίως για νεαρούς εθελοντές, που δεν είχαν καιρό να εκπαιδευθούν. Θα χαθούν συνολικά κάπου 1.800 χωρίς να προκαλέσουν τις απώλειες που ήλπιζαν. Καταστρέφονται μόνο 2-3 μεγάλα πλοία, κάπου 10 μικρότερα και κάπου 100 υφίστανται ζημίες τις οποίες τελικά αποκατέστησαν, και αυτό αποτελεί μόνο το 10% του συνολικού στόλου των ΗΠΑ που δρα στον Ειρηνικό. Σύντομα, η απώλεια των Φιλιππίνων προκάλεσε εσωτερικά την πρώτη πολιτική κρίση, που οδήγησε σε παραίτηση τον στρατιωτικό πρωθυπουργό Τότζο Χίντεκι, χωρίς όμως να αλλάξει την ιαπωνική νοοτροπία για τη συνέχεια του πολέμου, η οποία κρατήθηκε στο ίδιο πνεύμα της μάχης μέχρις εσχάτων.

Χαρακτηριστική είναι η μάχη για τη νήσο Ίβο Τζίμα, (19 Φεβρουαρίου – 26 Μαρτίου 1945). Οι Ιάπωνες υπερασπίστηκαν το νησί κρυμμένοι μέσα σε σπηλιές με μόνο στόχο να πεθάνουν μέχρις ενός, αλλά προκαλώντας τρομακτικές απώλειες στον εχθρό. Το αποτέλεσμα σχεδόν τους δικαίωσε, αφού σκοτώθηκαν 21.703 Ιάπωνες συμπαρασύροντας στον θάνατο 27.909 Αμερικανούς. Οι απώλειες αυτές είναι σχεδόν τριπλάσιες των απωλειών κατά την απόβαση στη Νορμανδία. Το γεγονός είναι αλήθεια ότι τρόμαξε την Αμερική, η οποία, ως απάντηση, αποφάσισε τη συστηματική καταστροφή των μέσων διεξαγωγής πολέμου στο μητροπολιτικό έδαφος της Ιαπωνίας με συχνούς εμπρηστικούς βομβαρδισμούς. Ορμώμενα από τις βάσεις στις Μαριάννες Νήσους, υπό τη διοίκηση του αποφασιστικού Πτέραρχου Κέρτις Λε Μαίη, τα τελευταία αμερικανικά βομβαρδιστικά Β-29 έκαψαν την Ιαπωνία εκ βάθρων. Μόνο μεταξύ 9-10 Μαΐου 1945 στο Τόκιο χάθηκαν 100.000 άτομα μέσα σε μία πύρινη κόλαση. Η αντίσταση της Ιαπωνίας ήταν πλέον πρακτικά αδύνατη και ο Χιροχίτο προσπαθούσε να βρει τρόπο, μυστικά, να πετύχει μια συνεννόηση, αλλά οι στρατιωτικοί ετοιμάζουν άμυνα μέχρις εσχάτων την ώρα που, οι Αμερικανοί, θα τολμούσαν μια απόβαση στο μητροπολιτικό τους έδαφος.

Στην Ουάσινγκτον, η απόβαση αυτή όντως σχεδιάζεται και οι εκτιμήσεις για τις απώλειες είναι μεγάλες: λογαριάζουν κάπου 2.000.000 ακόμα νεκρούς Αμερικανούς. Οι Μακ Άρθουρ, Νίμιτς, Κέρτις Λε Μαίη και Αϊζενχάουερ επιμένουν ότι η απόβαση δεν είναι αναγκαία, διότι η Ιαπωνία, εντελώς αποκλεισμένη ναυτικά από παντού, χωρίς βασικά εφόδια και υφιστάμενη αδιάκοπους βομβαρδισμούς, δεν αποτελεί πλέον απειλή. Αλλά, διπλωματικά, η κατάσταση εμπλέκεται με την ΕΣΣΔ, η οποία κηρύσσει τον πόλεμο και εξαπολύει επίθεση στην Ιαπωνία, ενώ κατέχει ήδη σημαντικό τμήμα της Ευρώπης, την ώρα που πλησιάζουν οι διασκέψεις για τη μεταπολεμική κατάσταση στο Πότσνταμ. Τότε ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρρυ Τρούμαν δέχεται συμβουλές να χρησιμοποιήσει το νεοανακαλυφθέν υπερόπλο της Ατομικής Βόμβας, που οι ΗΠΑ σχεδίαζαν αρχικά για να χρησιμοποιήσουν εναντίον του Χίτλερ. Η απόφαση δέχεται έντονες επικρίσεις, κυρίως από τους επιστήμονες που την κατασκεύασαν, αλλά ο Τρούμαν αποβλέπει σε μια έκρηξη της οποίας ο απόηχος θα ακουστεί κυρίως στη Μόσχα. Στις 6 Αυγούστου (Χιροσίμα) και 9 Αυγούστου (Ναγκασάκι) 1945 η Ιαπωνία δέχεται δύο ατομικές βόμβες, που προκαλούν 240.000 νεκρούς και πολύ μεγαλύτερο αριθμό τραυματιών και θυμάτων της ραδιενεργής ακτινοβολίας, ενώ οι πόλεις που χτυπήθηκαν σχεδόν εξαφανίζονται από τον χάρτη. Αυτό δίνει την ευκαιρία στον Χιροχίτο να προβεί σε άμεσες συνεννοήσεις για παράδοση της Ιαπωνίας, παρακάμπτοντας τους άναυδους στρατιωτικούς και, τελικά, ο πόλεμος τερματίζεται επίσημα στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 με την επίσημη υπογραφή της άνευ όρων παράδοσης της Ιαπωνίας, επάνω στο θωρηκτό «Μιζούρι». O Ιάπωνας υπουργός εξωτερικών, Mamoru Shigemitsu υπογράφει την άνευ όρων παράδοση της Ιαπωνίας, με τον στρατηγό Richard K. Sutherland να παρακολουθεί.

Μετά τον Πόλεμο: Οι νικητές του πολέμου δεν είχαν σκοπό να αφήσουν ατιμώρητες τις ναζιστικές ωμότητες. Κατά τη διάρκεια των επιθέσεών τους εναντίον της Γερμανίας, τόσο οι Σοβιετικοί όσο και οι Δυτικοί Σύμμαχοι ανακάλυψαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και διαπίστωσαν ιδίοις όμμασι τις φρικαλεότητες που είχαν διαπραχθεί εκεί. Δεν ξεχνούν, επίσης, τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι δυνάμεις Κατοχής (κυρίως η Γκεστάπο και την SS στις κατακτημένες χώρες. Δεν είναι ακόμη η εποχή του Ψυχρού Πολέμου και διαπιστώνεται και από τις δύο πλευρές η ανάγκη δημιουργίας ενός Διεθνούς Οργανισμού – διαδόχου της Κοινωνίας των Εθνών, ο οποίος θα ενεργεί έτσι ώστε να αποτρέπει τόσο τις ένοπλες διενέξεις όσο και τη διάπραξη παρόμοιων φρικαλεοτήτων στο μέλλον. Δημιουργείται, έτσι, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ).

Μια από τις πρώτες ενέργειες του νέου οργανισμού είναι αρχικά η σύσταση επιτροπών ανά χώρα για την συλλογή στοιχείων περί εγκλημάτων πολέμου, ήδη από το 1943. Με τη λήξη του πολέμου η επιτροπή προχωρά σε σύσταση Διεθνούς Δικαστηρίου, στο οποίο θα προσέλθουν όσοι Γερμανοί κρίνονται ύποπτοι για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου. Το Δικαστήριο αποφασίζεται να συνεδριάζει στην πόλη της Νυρεμβέργης, επειδή το Δικαστικό μέγαρο της πόλης είναι σχεδόν ανέπαφο και διαθέτει τις κατάλληλες υποδομές για τη διεξαγωγή μιας παρόμοιας δίκης, αλλά και για λόγους γοήτρου (τα Συνέδρια του NSDAP γίνονταν στην πόλη αυτή). Η δίκη αυτή είναι γνωστή ως Δίκη της Νυρεμβέργης, στην οποία καταδικάζονται όσοι στυλοβάτες του ναζιστικού καθεστώτος έχουν συλληφθεί. Μερικοί καταδικάζονται σε θάνατο με απαγχονισμό, άλλοι σε ισόβια κάθειρξη ενώ τρεις μόνον αθωώνονται. Η Δίκη αυτή αποκάλυψε και άλλες περιπτώσεις εγκλημάτων πολέμου και κατά της Ανθρωπότητας, που εκδικάστηκαν σε ιδιαίτερες δίκες, συνακόλουθες της κύριας Δίκης.

Δεν είναι, επίσης, διατεθειμένοι και οι Ισραηλινοί να αφήσουν ήσυχους τους δημιουργούς και εκτελεστές του Ολοκαυτώματος. Τόσο οι επίσημες υπηρεσίες του νεοδημιουργημένου Ισραηλινού κράτους όσο και οργανώσεις ιδιωτών, όπως το Κέντρο Σιμόν Βίζενταλ κυνηγούν τους εγκληματίες πολέμου που έχουν καταφέρει να διαφύγουν και τεκμηριώνουν τις πράξεις τους. Σημειώνουν αρκετές επιτυχίες, από τις μεγαλύτερες των οποίων είναι η αναγνώριση και σύλληψη του Άντολφ Άιχμαν στην Αργεντινή το 1961. Το επίσημο γερμανικό κράτος συμβάλλει με κάθε τρόπο σε όλες αυτές τις ενέργειες και δίνει όσα στοιχεία μπορεί να συγκεντρώσει. Οι Γερμανοί προσπαθούν να ξεχάσουν τον πόλεμο, τα δεινά που επέφερε και τον εθνικοσοσιαλισμό.

Η πολιτική των Συμμάχων μεταβλήθηκε απέναντι στο Δυτικό τμήμα της Γερμανίας με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Θεωρώντας την Δυτική Γερμανία ως ασπίδα απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο, οι ΗΠΑ τη βοηθούν με κάθε τρόπο, συντελώντας σε αυτό που αργότερα θα ονομαστεί γερμανικό θαύμα: Η οικονομία της χώρας όχι μόνον ανορθώνεται, αλλά εξελίσσεται σε δεσπόζουσα οικονομία της Ευρώπης και, σήμερα, πέμπτης στον κόσμο.

Κριτική του Ναζισμού: Από πάρα πολλούς ιστορικούς και μελετητές υποστηρίζεται ότι ο ναζισμός προκειμένου να γίνει μαζική πολιτική δύναμη, στηρίζεται πάνω σε αβάσιμες και αναληθείς θεωρίες και διαστρεβλώνει εντελώς την ιστορία και την επιστήμη. Πιο συγκεκριμένα: 1]. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι όπως και τα πολιτεύματα της αρχαίας Ελλάδας έχουν πολύ διαφορετικές θέσεις και αντιλήψεις μεταξύ τους. Εάν κάτι ισχύει από αυτόν τον ισχυρισμό του εθνικοσοσιαλισμού, είναι πως αντλεί κάποια στοιχεία από το ολιγαρχικό/στρατοκρατικό πολίτευμα της Σπάρτης. Η αρχαία Αθήνα, όμως, οι πόλεις που επηρεάζει, οι φιλοσοφικές της σχολές και το πολιτικό της σύστημα (δημοκρατία), βρίσκονται στον αντίποδα των πηγών έμπνευσης του εθνικοσοσιαλισμού. 2]. Στο επίπεδο της οικονομίας, ο εθνικοσοσιαλισμός θεωρεί πηγή όλων των κακών την Πάλη των τάξεων, την οποία θεωρεί μάλιστα και εφεύρεση των μαρξιστών και των κομμουνιστών, παρά το ότι ο ίδιος ο Μαρξ αναφέρει στο έργο του ότι την Πάλη των τάξεων την είχαν ανακαλύψει πριν από αυτόν αστοί ιστορικοί και την ανέλυσαν αστοί οικονομολόγοι. Η κατάργηση αυτής προς όφελος της φυλής και του έθνους είναι ο στόχος του. Η ταξική πάλη υπάρχει από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, γεννάται μαζί με την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας και θα πάψει να υπάρχει μόνο όταν εξαφανιστούν οι κοινωνικές τάξεις και το κράτος. Επίσης, είναι βάσιμη η αντίληψη η οποία λέει ότι τελικά ο εθνικοσοσιαλισμός λειτούργησε προς όφελος της κυριαρχίας των κεφαλαιοκρατών και της αστικής τάξης και σε βάρος των εργαζομένων και του λαού. 3]. Στο επίπεδο της βιολογίας, ο ναζισμός θεμελιώνει τη βασική του Θεωρία του φυλετισμού, πάνω στην αντίληψη ότι υπάρχει φυλετική κληρονομικότητα στο αίμα και συνεπώς υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες φυλές ανθρώπων. Μάλιστα διαστρεβλώνουν την δαρβινική θεωρία της φυσικής επιλογής για να την προσαρμόσουν στις εγκληματικές τους πρακτικές της εξόντωσης του αδυνάτου και του ανθρώπου με πρόβλημα υγείας. Σύμφωνα με τα τελευταία συμπεράσματα της επιστήμης, η φυλετική αντίληψη περί ανώτερων και κατώτερων φυλών δεν ισχύει.

 

ev

 

Ιανουάριος 2016


[1] •. Anthony Beevor, Berlin, the Downfall 1945, Penguin Books, Limited • Der II Weltkrieg, Verlag für Geschichtliche Dokumentation, Hamburg 1989 * Joseph Goebbels, Tagebücher 1924-1945,  Deutscher Buchdienst, München, 1997. • Gert Buchheit, Hitler der Feldherr, Köln, 1962.  • Reymond Cartie, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1964 (μτφ. από τα Γαλλικά). • Henri Michel, La Seconde Guerre Mondiale, Paris, Omnibus, 2001.  • William Shirer, The Rise and Fall of the 3rd Reich, Touchstone Books (Simon and Schuster), New York, 1981. • Beevor Antony, The Second World War. Phoenix. • Gilbert Martin, The Second World War: A complete history. Phoenix. •  Davies, Norman. Europe: A History. Pimlico. •  Zaloga Steven. Poland 1939: The Birth Of Blitzkrieg. Osprey. •  Edwards, Robert. White Death: Russia’s War on Finland 1939–40. Weidenfeld & Nicolson. •. Anthony Beevor, Berlin, the Downfall 1945, Penguin Books, Limited, 2004.

 

[2] Πολωνικός Διάδρομος ή Διάδρομος του Ντάντσιχ, ή του Γκντανσκ: Δόθηκε σε μια λωρίδα εδάφους η οποία, κατά το μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων χρονικό διάστημα, εκτεινόταν προς Βορρά μέχρι τη Βαλτική θάλασσα και χώριζε την Ανατολική Πρωσία από την υπόλοιπη Γερμανία.  Η λωρίδα αυτή περιελάμβανε το μεγαλύτερο τμήμα του Πολωνικού βοεβοδάτου (χωροδεσποτεία) του Πομόρζε, και την πρώην γερμανική επαρχία της δυτικής Πρωσίας, την άλλοτε Πομερανία την οποία υποχρεώθηκαν οι Γερμανοί να παραχωρήσουν στη Πολωνία με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, προκειμένου έτσι η Πολωνία να έχει διέξοδο στη θάλασσα. Ο Πολωνικός Διάδρομος είχε συνολική έκταση 13.700 τ.χλμ. και μετά δύο χρόνια από της υπογραφής της παραπάνω συνθήκης ο μόνιμος πληθυσμός της αριθμούσε 935.600 περίπου κατοίκους. Τελικά, η λωρίδα αυτή που κρίθηκε από τους Γερμανούς ως παράνομη, θεωρούμενη ως ιδιαίτερος ζωτικός χώρος για τη χώρα τους, στάθηκε η αφορμή για την εισβολή τους στην Πολωνία την 1 Σεπτεμβρίου 1939 που πυροδότησε την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top