Fractal

ΝΑΖΙΣΜΟΣ : Μια συνολική αποτίμηση του κτήνους. Απαρχαί, η επιβολή και οι συνέπειες: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος: 1939-1945 [Α΄ ΜΕΡΟΣ]

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός[1] //

 

nazi1 

 

ΜΕΡΟΣ Α΄

Όταν οι πλούσιοι κάνουν πόλεμο, είναι οι φτωχοί που πεθαίνουν

Jean-Paul Sartre

 

ΓΕΝΙΚΑ[2]

1]. Ο όρος Εθνικοσοσιαλισμός (γερμ. Nationalsozialismus) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο Μωρίς Μπαρρέ το 1898, ενώ τα πρώτα εθνικοσοσιαλιστικά κόμματα ήταν το Τσέχικο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και το Γαλλικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές για να χαρακτηρίσουν το κίνημα, ενώ ο όρος Ναζισμός, o οποίος στη Γερμανία χρησιμοποιείται πολύ σπάνια (οι εθνικοσοσιαλιστές δεν τον χρησιμοποιούσαν καν), προέρχεται από την αγγλική λέξη nazism, η οποία με τη σειρά της έχει τη ρίζα της στην συντόμευση της γερμανικής λέξης Nationalsozialismus (Εθνικοσοσιαλισμός). Ως όρος, ο Εθνικοσοσιαλισμός υιοθετείται από το πρόγραμμα του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP) από το 1920. Μετά την πτώση του Γ΄ Ράιχ ο όρος Εθνικοσοσιαλισμός υιοθετήθηκε στην κατοπινή Δυτική Γερμανία, ενώ στην Ανατολική Γερμανία, όπως και στην ΕΣΣΔ, καθιερώθηκε ο όρος Χιτλεροφασισμός (Hitlerfaschismus). Ως Νατσιστές ή Ναζιστές χαρακτηρίζονται οι υποστηρικτές του Εθνικοσοσιαλιστικού Κινήματος. Το σύμβολο του Ναζισμού είναι η σβάστικα. Την ιδεολογία του ναζιστικού Κόμματος την επέβαλε το δικτατορικό καθεστώς στη Γερμανία την περίοδο 1933-1945 και τα συναφή κινήματα σε άλλες χώρες. Ο ναζισμός αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1920 από επιδράσεις του παγγερμανισμού, της άκρας δεξιάς και της αντικομμουνιστικής κουλτούρας των Φράικορπς (γερμ. Freikorps: Ελεύθερο σώμα), που δρούσαν στη Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στους κύριους σκοπούς του ανήκε η αντικατάσταση του δημοκρατικού συστήματος μ’ ένα καθεστώς που θα βασιζόταν στην αρχή της κοινότητας με την έννοια της εθνικής και βιολογικής ενότητας με επικεφαλής τον αρχηγό Φύρερ, (Υπέρτατος Ηγέτης) που ενσάρκωνε ο Χίτλερ. Οι ιδεολογικές αρχές του εθνικοσοσιαλισμού και η εφαρμογή τους στην πράξη οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και στο Ολοκαύτωμα (:δηλ. στη γενοκτονία Εβραίων, Ρομά και άλλων πολιτικών και κοινωνικών ομάδων σε στρατόπεδα εξόντωσης). Δεν είναι βέβαιο το κατά πόσο υπήρξε μια ενιαία ναζιστική ιδεολογία. Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Χανς Φρανκ ο γενικός διοικητής της κατεχόμενης Πολωνίας, κατέθεσε στις Δίκες της Νυρεμβέργης ότι υπήρξαν σε αριθμό τόσοι ναζισμοί, όσο και οι ναζιστές. Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό, αφού είναι άγνωστο εάν ο ναζισμός θα επιβίωνε χωρίς τον Φύρερ, τον κεντρικό πυρήνα του, γύρω από τον οποίο είχε χτιστεί ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Ο Χίτλερ οραματίστηκε την οργάνωση μιας νέας κοινωνίας θεμελιωμένης στην εθνική και φυλετική ενότητα, στις ακατέργαστες αρετές του αγρότη, του τεχνίτη, του στρατιώτη, στην αυστηρή πειθαρχία και στην αυτοθυσία του ατόμου προς χάριν της κοινότητας, αρετές οι οποίες, κατά τους ναζιστές, πηγάζουν από την ελληνική αρχαιότητα και συγκεκριμένα από τη δόξα της στρατοκρατικής Σπάρτης. Συχνά ως φιλόσοφοι του εθνικοσοσιαλισμού προβάλλονται ο Νίτσε και ο Πλάτων, ενώ για τους εθνικοσοσιαλιστές υπενθυμίζεται η ρήξη μεταξύ φιλοσόφων και των Στωικών, των οποίων την θεωρία θεωρούν εκφυλισμένη και φιλοσημιτική.

2]. Ρατσισμός ή Φυλετισμός[3] είναι η αντίληψη ότι οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίσοι μεταξύ τους, αλλά διαχωρίζονται σε ανώτερους και κατώτερους, διακρινόμενοι είτε από το χρώμα του δέρματος, είτε από την εθνικότητα, είτε από τη θρησκεία κλπ. Το πιο συνηθισμένο είδος ρατσισμού, και αυτό που έχει δώσει την αρχική ονομασία στην λέξη, ιταλ. (ράτσα / razza: φυλή), είναι ο Φυλετικός Ρατσισμός. Οι φυλετικοί ρατσιστές πιστεύουν σε βιολογικές διαφορές μεταξύ των φυλών, βάσει των οποίων προσδιορίζουν αυτές σε ανώτερες και κατώτερες. Ως εκ τούτου, με τη θεωρία αυτή υποστηρίζουν ότι η φυλή με συγκεκριμένα (ανώτερα) εξωτερικά ή ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, έχει το δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτό της ανώτερη από τις άλλες. Παλαιότερα, συγγραφείς και κοινωνιολόγοι, αντί του σύγχρονου όρου χρησιμοποιούσαν, ιδιαίτερα στις αγγλόφωνες χώρες, τον όρο Ρασιαλισμός (Racialism), που όλοι όμως συμφωνούν ότι πρόκειται για όρο δόγματος φυλετικής υπεροχής. Σημαντικότερος συγγραφέας που έκανε χρήση του όρου Ρασιαλισμός ήταν ο L. L. Snyder στο έργο του Ράτσα: Μια Ιστορία των Σύγχρονων Εθνικών θεωριών, (Race: A History of Modern Ethnic Theories, ΝΥ, Alliance 1939). Ο νεότερος όμως όρος επικράτησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, περισσότερο για λόγους προπαγάνδας. Συγκεκριμένα η Ρ. Μπένεντικτ (R. Benedict) ορίζει τον Ρατσισμό ως: «Το δόγμα όπου μία εθνική ομάδα (ethnic group) έχει καταδικαστεί από τη φύση σε κληρονομική κατωτερότητα (hereditary interiority) ενώ μια άλλη σε κληρονομική ανωτερότητα (hereditary superiority)». Γενικά ο ρατσισμός θεωρείται κάτι περισσότερο από τη φυλετική προκατάληψη (race prejudice). Η τυπική θεωρία του σε σύγχρονες αναζητήσεις και σχετικές έρευνες έχει τις ρίζες της στο πολυθρύλητο έργο του Ζοζέφ Αρτύρ ντε Γκομπινώ (Joseph Arthur de Gobineau, Essai sur l’ inégalité des races humaines (Δοκίμιο επί της ανισότητας των ανθρωπίνων φυλών), που δημοσιεύτηκε το 1853 και κυριολεκτικά αποτέλεσε τη θεωρητική κάλυψη και ευλογία των αποικιοκρατών. Ο πλέον εξέχων σύγχρονος υποστηρικτής του δόγματος αυτού, κατά τον 20ό αιώνα, θεωρείται ο Βρετανός δημοσιολόγος (πολιτογραφήθηκε Γερμανός το 1916), Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν (Houston Stewart Chamberlain). Σήμερα, η λέξη ρατσισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις πράξεις μιας ομάδας ανθρώπων εναντίον μίας άλλης. Έτσι, οι ρατσιστές υποστηρίζουν τη διαφορετικότητα των φυλών. Επίσης, οι φυλετικοί ρατσιστές θεωρούν μία συγκεκριμένη ομοιογενή ομάδα ανθρώπων ως ανώτερη, π.χ. Θεωρούν τους λευκούς ανθρώπους ανώτερους από τους μαύρους. Ο ρατσισμός θεωρείται παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου στην ισότητα στους τομείς της εργασίας, της πολιτικής, της οικονομίας και άλλων παραγόντων της καθημερινότητας. Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ρατσισμού αποτελούν οι πεποιθήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος πίστευε ότι η Ξανθιά Άρεια Φυλή (άνθρωποι που κατάγονται από τη Φυλή των Αρείων) έχει δικαίωμα να κυριαρχεί στον πλανήτη, εις βάρος όλων των άλλων. Σπουδαίοι αγωνιστές κατά του ρατσισμού, αναγνωρισμένοι παγκοσμίως, και μάλιστα χωρίς χρήση βίας, είναι οι βραβευμένοι με βραβείο Νόμπελ, Νέλσον Μαντέλα που αγωνίσθηκε κατά του Απαρτχάιντ και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που αγωνίστηκε εναντίον των φυλετικών διακρίσεων στις ΗΠΑ. Τέτοιες πεποιθήσεις έχουν αποδειχτεί λανθασμένες από επιστημονική και ανθρωπολογική έρευνα, η οποία αποδεικνύει πώς όλοι οι άνθρωποι έχουν τον ίδιο πρόγονο, με αποτέλεσμα να έχουν τις ίδιες νοητικές και φυσιολογικές ικανότητες. Όπως σημειώνει ο Μεξικανός ανθρωπολόγος Juan Comas: «Ο ρατσισμός διαφέρει σημαντικά της απλής παραδοχής ή επιστημονικής και αντικειμενικής μελέτης του γεγονότος της ύπαρξης των φυλών, καθώς και ανθρωπίνων ομάδων με βιολογικές τάχα ανισότητες. Το επικίνδυνο σημείο του ρατσισμού είναι ότι την όποια ίσως ανισότητα τη θεωρεί απόλυτη και αμετάβλητη και ότι μια φυλή (ράτσα) είναι εγγενώς από την ίδια τη φύση της ανώτερη ή κατώτερη από μία άλλη, ανεξάρτητα των φυσικών συνθηκών περιβάλλοντος ή άλλων κοινωνικών συντελεστών ενός τέτοιου φαινομενικού αποτελέσματος». Στην Ελλάδα υπάρχει το Εθνικό Παρατηρητήριο του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας HLHR-KEMO (ΕΝΩΣΗ-ΚΕΜΟ). Φορείς υλοποίησής του παραπάνω κέντρου στο πλαίσιο του Δικτύου RAXEN είναι: 1) Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου 2) το ΚΕΜΟ (Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων), και 3) το Ινστιτούτο για τα Δικαιώματα την Ισότητα και την Ετερότητα i-RED (Institute for Rights Equality & Diversity).

 

nazi2

 

3]. Αντισημιτισμός[4] χαρακτηρίζεται η συστηματική αντίθεση προς την Εβραϊκή Φυλή, καθώς και η προσπάθεια περιορισμού της έκφρασής της, φθάνοντας πολύ συχνά στην εχθρότητα, ακόμη μέχρι και την εξόντωσή της. Η εχθρότητα αυτή προς την εβραϊκή φυλή παρουσιάζει ιστορικά ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό συνέχειας σε αντίθεση με άλλες, που περιορίσθηκαν ή περιορίζονται τόσο τοπικά όσο και χρονικά. Ο αντισημιτισμός απαντάται από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, εκδηλούμενος πότε τοπικά σε μια χώρα, και πότε σε πολλές μαζί, έτσι ώστε να προσλαμβάνει ο όρος μια παγκόσμια έκφανση. Οι αιτίες του φαινομένου και οι ερμηνείες του αναζητούνται από τους ιστορικούς. Μεταξύ των πολλών τέτοιων προσπαθειών, υπάρχουν ορισμένες που αποβλέπουν να δικαιολογήσουν την εχθρότητα αυτή, ενώ άλλες να αποδείξουν τον άδικο χαρακτήρα της. Η ελληνική λέξη μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών. Ιστορικά η βιαιότερη έκφραση του αντισημιτισμού υπήρξε στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων από τη Ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ. Ο αντισημιτισμός κατά την αρχαιότητα, σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας, φαίνεται πως είχε πολιτισμική και θρησκευτική βάση. Σύμφωνα με τον Πήτερ Σάφερ (Peter Schafer), καθηγητή των εβραϊκών σπουδών, οι Έλληνες, επαναδιατυπώνοντας τις αιγυπτιακές προκαταλήψεις και διεκδικώντας έναν παγκόσμιας εμβέλειας πολιτισμό κατά την ελληνιστική περίοδο, μετέτρεψαν τον αντιιουδαϊσμό των Αιγυπτίων σε αντισημιτισμό. Ωστόσο, θεωρεί ότι η ελληνική επαναδιατύπωση ήταν απόλυτα εξαρτώμενη από το βαθύ αιγυπτιακό μίσος, έτσι όπως εκφράστηκε από τον Μανέθωνα[5]. Αναζητώντας  τα κίνητρα, θεωρεί ότι ο ιουδαϊκός λαός διακατέχεται από μια διάθεση απομόνωσης και αποξένωσης, αλλά θεωρεί ότι οι Ελληνοαιγύπτιοι και Αιγύπτιοι συγγραφείς μετέτρεψαν την ιουδαϊκή ιδιαιτερότητα σε τερατώδη συνωμοσία ενάντια στο ανθρώπινο γένος και τις αξίες του. Αντισημιτικές θεωρίες προσπάθησαν ήδη από τον 19ο αιώνα να δικαιολογήσουν τον αντισημιτισμό, αναζητώντας τις αιτίες του στο θρησκευτικό ζηλωτισμό των Εβραίων και στο γεγονός ότι η εβραϊκή θρησκεία, ως μονοθεϊστική, καταδίκαζε ως ανήθικη την πίστη σε άλλους θεούς και την άσκηση διαφορετικών λατρευτικών πρακτικών. Για παράδειγμα, ο Γάλλος ιστορικός και φιλόλογος Ernest Renan (1823-92) ισχυριζόταν στις Μελέτες για την ιστορία της θρησκείας (Études d’Histoire Religieuse) το 1862 ότι στους Σημίτες, που ήταν στρατιωτικά, πολιτικά, επιστημονικά και πνευματικά υπανάπτυκτοι, η έλλειψη ανοχής υπήρξε φυσική συνέπεια του μονοθεϊσμού της θρησκείας τους. Υπεύθυνοι για το μίσος εναντίον τους από την αρχαιότητα, όπως υποστήριζε ο Ρενάν, είναι οι ίδιοι οι Σημίτες και η υπεροπτική αυτοπροβολή τους ως του εκλεκτού λαού του θεού. Πράξεις βίας και καταπίεσης εναντίον των Εβραίων αναφέρονται ήδη στην Παλαιά Διαθήκη. Βίαιες συγκρούσεις σημειώθηκαν το 2ο αιώνα π.Χ. (βλ.Μακκαβαίοι), όταν ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής επιχείρησε να απαγορεύσει στους Εβραίους την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Ο εβραίος ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος (Josephus) έζησε το 38 – 107 μ.Χ. κι έγραψε δύο σημαντικά έργα: Περί του Ιουδαϊκού πολέμου και Ιουδαϊκές Αρχαιότητες. Το πρώτο μισό του βιβλίου επαναλαμβάνει τη βιβλική ιστορία, με κάποια συμπύκνωση και καλλωπισμό, αλλά όταν γράφει για την Ελληνιστική Περίοδο στηρίζεται σε επίσημες αρχεία και διάφορους συγγραφείς της Ελληνιστικής Περιόδου όπως είναι ο Βηρωσσός[6] και ο Μανέθων. Για την επανάσταση των Μακκαβαίων στηρίζεται στο Μακκαβαίων Α΄. Τα βιβλία Μακκαβαίων Α΄ και Β΄ είναι οι κύριες πηγές μας για την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια της Ασμόνειας Εξέγερσης. Η Ασμόνεια  Εξέγερση ήταν μια ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση, που οδήγησε τους Εβραίους της Παλαιστίνης σε μια σύντομη, αλλά σημαντική περίοδο ανεξαρτησίας πριν την τελική ρωμαϊκή κυριαρχία. Την εξέγερση, που ήταν ουσιαστικά ένα λαϊκό κίνημα για θρησκευτική ανεξαρτησία και πολιτική αυτονομία, καθοδήγησε η Οικογένεια του Ιερατικού Τάγματος των Ασμοναίων κατά τον δεύτερο αιώνα π.Χ. Ήταν μια σύγκρουση μεταξύ των Εβραίων της Παλαιστίνης και των Σελευκιδών, οι οποίοι απείλησαν τους Εβραίους και τη θρησκεία τους. Οι βίαιες συγκρούσεις συνεχίστηκαν και στη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Παλαιστίνη. Το 65 μ.Χ. οι Εβραίοι, επειδή είχαν αγανακτήσει από τους υπέρογκους φόρους, επιχείρησαν μια εξέγερση που κατέληξε το 70 μ.Χ. με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον στρατηγό Τίτο. Μια δεύτερη εξέγερση το 132-135 μ.Χ. είχε ως επακόλουθο τη Διασπορά των Εβραίων σε όλο τον κόσμο. Ο αντισημιτισμός κατά τον Μεσαίωνα φαίνεται πως έχει κυρίως θρησκευτική και οικονομική βάση. Όταν ο Χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους, η εχθρότητα των Εβραίων κατά του Χριστιανισμού αποτέλεσε πρόσχημα αποκλεισμού τους. Ο Χριστιανισμός είδε τον Ιουδαϊσμό ως ξεπερασμένη θρησκεία, που είχε ήδη αντικατασταθεί από την Εκκλησία του Κυρίου. Η πολιτική των εκκλησιών του Μεσαίωνα χώρισε τους Εβραίους από την κοινότητα, απαγορεύοντας την επιγαμία και επέβαλε οικονομικούς περιορισμούς. Αρκετοί μελετητές πιστεύουν πως οι νόμοι που επιβλήθηκαν από την εκκλησία προκάλεσαν ένα εκτεταμένο ρεύμα αντισημιτισμού. Καθώς μάλιστα στους Χριστιανούς απαγορευόταν να δανείζουν χρήματα με τόκο, οι Εβραίοι, που δεν είχαν τέτοια απαγόρευση, ενσάρκωναν την εικόνα των κακών τοκογλύφων. Οι κατηγορίες πως οι Εβραίοι σκότωναν τα παιδιά και χρησιμοποιούσαν το αίμα τους για την παρασκευή του αζύμου άρτου αναπτύχθηκαν κυρίως στα χριστιανικά μεσαιωνικά κείμενα. Παρ’ όλο που θεωρείται ότι το Βατικανό άσκησε ήπια πολιτική απέναντι στους Εβραίους της διασποράς, αφού δεν απαγόρευσε την είσοδό τους στην Αγία Πόλη, υπήρξαν παραδείγματα βίαιας συμπεριφοράς. Η Α΄ Σταυροφορία, που υποκινήθηκε από μια ομιλία του Πάπα Ουρβανού Β΄ το 1095, οδήγησε στη σφαγή χιλιάδων Εβραίων απίστων. Με τη σειρά του ο πάπας Γρηγόριος ο 9ος τυπικά καθιέρωσε την Ιερή Εξέταση το 1233 προκειμένου να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Η Ιερή Εξέταση τυπικά δεν στόχευσε στους Εβραίους, αλλά κατά τα μέσα του 13ου αιώνα το Ταλμούδ θεωρήθηκε βλάσφημο και τα δικαστήρια της Ιερής Εξέτασης λογόκριναν και κατέστρεψαν εβραϊκά κείμενα. Ακόμα και αυτές οι ενέργειες ήταν σχετικά ήπιες σε σύγκριση με εκείνες της ισπανικής Ιερής Εξέτασης. Οι Ισπανοί ιεροεξεταστές βασάνισαν, εκτέλεσαν και απέβαλαν τελικά τους Εβραίους και τους Εβραίους-Marranos[7] που είχαν βίαια προσηλυτιστεί, αλλά υπήρχε διάχυτη η φήμη ότι ασκούσαν κρυφά τον Ιουδαϊσμό. Οι Εβραίοι εκδιώχθηκαν από διάφορα κράτη σε όλη τη δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του πρώιμου κυρίως Μεσαίωνα, τη χειρότερη ίσως περίοδο για τους Ευρωπαίους Εβραίους μετά τις διώξεις της δεκαετίας 1930-40. Μετά τη χειραφέτηση των Εβραίων στα πλαίσια του Διαφωτισμού του 18ου αι. και της Γαλλικής Επανάστασης, οι θρησκευτικές και οικονομικές δυσαρέσκειες έδωσαν βαθμιαία τη θέση τους σε συναισθήματα προκατάληψης, που είχαν ως βάση τους το ιδεολόγημα ότι οι Εβραίοι είναι ξεχωριστή φυλή. Αυτή η νέα τάση δεν οφειλόταν μόνο στον αυξανόμενο εθνικισμό του 19ου αιώνα, αλλά και στη συνειδητή καλλιέργεια, ιδιαίτερα μεταξύ των ορθόδοξων Εβραίων, πολιτιστικών και θρησκευτικών φραγμών που απομόνωναν τις εβραϊκές μειονότητες από άλλους πολίτες. Αναφέρεται επίσης ότι στα χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ της πτώσης του Ναπολέοντα και της ανόδου του Χίτλερ η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, η οποία άλλοτε προσυπέγραφε μερικές φορές την ιδέα της εβραϊκής φυλετικής ταυτότητας και άλλοτε την αρνούνταν, όχι μόνο απέφυγε να καταδικάσει τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό, αλλά στην πραγματικότητα συνεισέφερε στην αύξησή του. Η εβραϊκή αντίδραση στο φαινόμενο του αντισημιτισμού με τις πολλές μορφές του βρήκε την πολιτική έκφραση στον Σιωνισμό. Ο Λούθηρος, ο εμπνευστής της προτεσταντικής μεταρρύθμισης, διατύπωσε τις αντισημιτικές του απόψεις στο βιβλίο Οι Εβραίοι και τα ψέματά τους. Εκεί εκφράζεται για τους Εβραίους με πολύ σκληρά λόγια και διατυπώνει συγκεκριμένες προτάσεις για πογκρόμ εναντίον τους και για διαρκή καταπίεση και αποκλεισμό τους. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Πωλ Τζόνσον (Paul Johnson): «Μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πρώτο βιβλίο του σύγχρονου αντισημιτισμού και ένα γιγάντιο βήμα στο δρόμο προς το Ολοκαύτωμα». Ωστόσο, λίγο πριν το θάνατό του, ο Λούθηρος κήρυττε ότι «θέλουμε να τους αντιμετωπίσουμε με χριστιανική αγάπη και να προσευχηθούμε γι’ αυτούς, ώστε να αλλάξουν πίστη και να δεχθούν τον Κύριο». Τα σκληρά σχόλια του Λουθήρου για τους Εβραίους θεωρούνται από πολλούς συνέχεια του μεσαιωνικού χριστιανικού αντισημιτισμού. Η αντιπάθεια κατά των Εβραίων χρησιμοποιήθηκε από δημαγωγούς, όπως ο Εντουάρ Ντρυμόν στη Γαλλία, για να στρέψει τις μάζες ενάντια σε μια υπάρχουσα κυβέρνηση, και από αντιδραστικές κυβερνήσεις, όπως στη Ρωσία, για να εκτονωθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια, καλλιεργώντας το πρότυπο του αποδιοπομπαίου τράγου. Eκατομμύρια Ρωσοεβραίων και Πολωνοεβραίων μετά από τη δολοφονία (1881) του Αλέξανδρου Β΄, υπέστησαν πογκρόμ και βρήκαν καταφύγιο σε άλλες χώρες, εντείνοντας την άποψη ότι οι Εβραίοι ήταν ξένοι και εισβολείς. Με αντισημιτικά επιχειρήματα προωθήθηκαν εθνικιστικά, ρατσιστικά, αντισοσιαλιστικά και αντικαπιταλιστικά πολιτικά προγράμματα. Η βάση του αντισημιτισμού στους νεότερους χρόνους πέραν του θρησκευτικού και πολιτισμικού χαρακτήρα αποκτά και ένα ιδιότυπο βιολογικό χαρακτήρα. Στο τέλος του 19ου αιώνα, μία από τις μεγαλύτερες πλαστογραφίες της ιστορίας, τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών αποτέλεσαν ισχυρά όπλα στα χέρια των αντισημιτών όλου του κόσμου. Τα παρουσίασαν ως πρακτικά συνεδριάσεων, που έκαναν δήθεν οι αρχηγοί του ιουδαϊσμού το 1897, με σκοπό να υποτάξουν τον κόσμο στην ιουδαιομασονική κυριαρχία. Στην πραγματικότητα τα Πρωτόκολλα είχαν γραφτεί κατ’ εντολήν του Τσάρου της Ρωσίας με σκοπό να νομιμοποιήσουν κάποιες ενέργειές του εναντίον των Εβραίων. Οι φυλετικές ψευδοεπιστημονικές θεωρίες της αποκαλούμενης άρειας ανωτερότητας προέκυψαν κατά τον 19ο αι. με κείμενα του Αρτύρ ντε Γκομπινώ (Joseph Arthur Gobineau) και του Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν (Houston Stewart Chamberlain) βρίσκοντας όμως το αποκορύφωμά τους σ’ εκείνες του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ (Alfred Rosenberg). Στη Γερμανία, η συνθηκολόγηση κατά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Νοέμβριος 1918) προκάλεσε την αναβίωση του αντισημιτισμού, που από την περίοδο του Μπίσμαρκ δεν έπαψε να εκδηλώνεται στον τύπο και τη λογοτεχνία. Ως εξήγηση της ήττας αναπτύχθηκε ο μύθος του «πισώπλατου μαχαιρώματος», που απέδιδε τη συνθηκολόγηση στις παρασκηνιακές ενέργειες των πολιτικών την ώρα που ο στρατός μαχόταν νικηφόρα στο μέτωπο. Οι πολιτικοί αυτοί, όπως υποστήριζε ο μύθος, είχαν διαβρωθεί από κομμουνιστές κι Εβραίους. Ο μύθος του «πισώπλατου μαχαιρώματος» αποτέλεσε κεντρικό ιδεολόγημα της προπαγάνδας του Χίτλερ και συνέβαλε σημαντικά στην άνοδο και την επικράτησή του. Ταπεινωμένη από την ήττα η δημοκρατία είδε να ανδρώνεται το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα, του οποίου ένας από τους κύριους στόχους ήταν η πολιτική και ηθική εξόντωση και στη συνέχεια η φυσική εξαφάνιση όλων των Εβραίων, όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Οι αντισημιτικές ταραχές άρχισαν να αναπτύσσονται στη Γερμανία από το 1921. Ο Χίτλερ και οι συνεργάτες του εκμεταλλεύθηκαν επιδέξια την οικονομική κρίση και στο όνομα της καθαρότητας της Άρειας Φυλής, η νομοθεσία του Γ΄ Ράιχ στέρησε ουσιαστικά τους Εβραίους από όλα τα δικαιώματα του πολίτη, πριν χάσουν ολότελα και την ιθαγένειά τους. Μέχρι την απελευθέρωση, τακτικές αποστολές διοχέτευαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίους, προοριζόμενους για την Τελική λύση που είχε σχεδιάσει ο Χίτλερ. Το τέλος του πολέμου και της ναζιστικής δίωξης δεν σήμανε το τέλος του αντισημιτισμού, όπως φαίνεται από τις σποραδικές επιθέσεις στις συναγωγές σε πολλές χώρες μετά το τέλος του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις ΕΣΣΔ και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου ο αντισημιτισμός αποκηρύχθηκε επίσημα, συνέχισε να εμφανίζεται με νέες μορφές. Από την πρόσφατη δεκαετία του 1940, μέχρι τον θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν το 1953, οι αντισημιτικές διώξεις έλαβαν τη μορφή εκτοπίσεων, φυλακίσεων και πολιτισμικής καταστολής. Αν και ο αντισημιτισμός υποχώρησε σταδιακά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, επανεμφανίστηκε στη δεκαετία του 1960 και τη δεκαετία του 1970, με περιοδικό κλείσιμο των συναγωγών, ιδιαίτερα με την άνοδο του αντισημιτισμού που ακολούθησε τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967. Με την γκλάσνοστ του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και την αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης, ένας μεγάλος αριθμός Εβραίων μετανάστευσε. Φαίνεται, όμως, πως ο διεθνής αντισημιτισμός έγινε τόσο αποδεκτός από την παγκόσμια κοινότητα, ώστε τα Ηνωμένα Έθνη δεν τον καταδίκασαν ως ρατσισμό μέχρι το 1999. Σε πολλές χώρες του Δυτικού Κόσμου (και στην Ελλάδα και στην Κύπρο) ο αντισημιτισμός είναι έγκλημα μίσους (επιβαρυντική περίσταση). Ένας από τους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος, ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών Norman Finkelstein απολύθηκε από τρία πανεπιστήμια της Αμερικής για διάφορες απόψεις που είχε εκφράσει, μεταξύ των οποίων και περί συσχετίσεως Ολοκαυτώματος με το ανίερο Κέρδος. Η κατηγορία του αντισημιτισμού επιστρατεύεται στα χρόνια μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στις διαμάχες γύρω από την εσωτερική και εξωτερική πολιτική του κράτους του Ισραήλ, κυρίως σε συνάρτηση με την κατοχή των εδαφών της Παλαιστίνης. Το ίδιο το Ισραήλ νομιμοποιεί ηθικά την ίδρυσή του και τη συνεχιζόμενη κατοχή ως άμυνα στο αντισημιτικό μίσος και κατηγορεί συχνά ως αντισημίτες όσους αντιτίθενται στα μέσα που χρησιμοποιεί για να υλοποιήσει και να εδραιώσει τις επιδιώξεις του. Ο Αραβικός και Ισλαμικός κόσμος από την άλλη πλευρά συχνά εκδηλώνει αντισημιτικά αισθήματα όταν αντιδρά στις πολιτικές του Ισραήλ. Ο πρώην πρόεδρος του Ιράν, Μαχμούτ Αχμεντινετζάντ, έχει επανειλημμένα αρνηθεί ότι συνέβη το Ολοκαύτωμα. Αντίθετα, ο διάδοχός του Χασάν Ρουχανί έχει δηλώσει πως τα εγκλήματα των Ναζί, συμπεριλαμβανομένων αυτών με θύματα τους Εβραίους, είναι κατακριτέα και καταδικαστέα. Υπό το κράτος των διεθνών αντιδράσεων για τις πολιτικές και στρατιωτικές επιλογές του Ισραήλ στα κατεχόμενα, ο όρος αντισημιτισμός και η κατηγορία περί αντισημιτισμού χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές ως όπλο άμυνας ενάντια στις πιέσεις της διεθνούς κοινότητας. Ο αντισημιτισμός, ωστόσο, ως έννοια υποδηλώνει κυρίως την εχθρότητα κατά των Εβραίων και δευτερευόντως κατά του Σιωνισμού (του εθνικιστικού κινήματος των Εβραίων, από το οποίο προέκυψε και το κράτος του Ισραήλ). Τα πογκρόμ και το Ολοκαύτωμα είχαν να κάνουν με το Ισραήλ, με τους Εβραίους ως θρησκευτική, πολιτισμική και βιολογική οντότητα. Η συγκεκριμένη διάκριση αντιπροσωπεύει την ουσία του αντισημιτισμού. Οι όποιες διασυνδέσεις του όρου για την αιτιολόγηση πολιτικών επιλογών στερεί από τη λέξη το νόημά της, παράγοντας ένα γενικό φαύλο κύκλο εχθρότητας εκατέρωθεν.

 

naz3

 

ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΓΕΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η γερμανική μοναρχία καταλύθηκε και από το 1919 εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η Συνθήκη[8] των Βερσαλλιών υπήρξε εξουθενωτική για τη Γερμανία, επιβάλλοντάς της σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις στην Πολωνία και στη Γαλλία, ασφυκτικούς περιορισμούς στις ένοπλες δυνάμεις (στράτευμα: Reichswehr: Ράιχσβερ) έως 100.000 στελέχη το ανώτατο όριο), υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και την περίφημη παράγραφο περί αποκλειστικής ενοχής της Γερμανίας για το ξέσπασμα του πολέμου. Συνθήκες εμφυλίου πολέμου επικράτησαν την περίοδο 1919-1923, με βίαιες συγκρούσεις μεταξύ σοσιαλιστών, κομμουνιστών και ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων, των Φράικορπς. Από τα πιο αιματηρά επεισόδια αυτής της διαμάχης ήταν και η αιματηρή καταστολή της «Δημοκρατίας των Συμβουλίων» (Räterepublik) στο Μόναχο. Ταυτόχρονα, τα προβλήματα της οικονομίας, μαστιζόμενης από τον πληθωρισμό, προκάλεσαν κατά το 1922-23, την κατάληψη της Ρηνανίας από γαλλικά στρατεύματα, καθώς η γερμανική κυβέρνηση αδυνατούσε να καταβάλει έγκαιρα τις οφειλόμενες πολεμικές αποζημιώσεις. Ωστόσο, εντελώς ανίκανη να αντιδράσει στρατιωτικά, υποκίνησε απεργία των εργαζομένων στις βιομηχανίες του Ρουρ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 100 εργατών από το πυρ που άνοιξαν τα γαλλικά στρατεύματα. Ο στραγγαλισμός του εμπορίου και των διεθνών σχέσεων της Γερμανίας, λόγω της Συνθήκης, οδήγησε σε πληθωρισμό, ανεργία και οικονομική ανέχεια. Στις αρχές, μάλιστα, της δεκαετίας του ’20 ο πληθωρισμός έφθασε σε πρωτόγνωρα, ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, ύψη. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται κάπως, όταν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν ότι η Γερμανία τείνει να μετατραπεί σε καζάνι που βράζει. Υπό την ηγεσία του Γκούσταβ  Στρέζεμαν (Gustav Stresemann), ενός έντονα εθνικόφρονα αλλά και ρεαλιστή πολιτικού, η Γερμανία ακολούθησε τη λεγόμενη «Πολιτική της Εκπλήρωσης» (Erfüllungspolitik) των υποχρεώσεών της. Της επετράπη έτσι η είσοδος στην Κοινωνία των Εθνών (Συνθήκη του Λοκάρνο), που οδήγησε σε άρση του εμπάργκο και βελτίωση των κρατικών οικονομικών, ειδικά με την αθρόα εισροή αμερικανικών δανείων, καθώς και ελαφρά άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Ταυτόχρονα, το 1922 αναπτύχθηκε η συνεργασία με τον έτερο διεθνή παρία, τη Σοβιετική Ένωση (Συνθήκη του Ραπάλλο). Κατά το διάστημα 1924-1929, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γνώρισε τη χρυσή εποχή της. Ωστόσο, λίγο πριν τον θάνατό του το 1929, ο Στρέζεμαν έκανε την εξής διαπίστωση: «Η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας εμφανίζεται ανθηρή μόνο στην επιφάνεια. Η Γερμανία στην πραγματικότητα βαδίζει επάνω στον κρατήρα ενός ηφαιστείου. Αν κληθεί να εκπληρώσει άμεσα τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της, ένα μεγάλο τμήμα της οικονομίας της θα καταρρεύσει».

Μέσα σε αυτή την κατάσταση, εμφανίστηκε στη Βαυαρία του 1919 ένα μικρό πολιτικό Κόμμα, το Κόμμα των Γερμανών Εργατών (Deutsche Arbeiterpartei, DAP). Το δημιούργησαν οι Άντον Ντρέξλερ (Anton Drexler), Ντίτριχ Έκαρτ (Dietrich Eckhart) και Γκόντφριντ Φέντερ (Gottfried Feder). Αρχηγός του ορίστηκε ο Άντον Ντρέξλερ. Η Βαυαρία εκείνη την περίοδο ήταν ένα από τα κύρια κέντρα της γερμανικής άκρας δεξιάς. Με την ενεργό υποστήριξη του τοπικού στρατού (Ράιχσβερ) πληθώρα παραστρατιωτικών ομάδων και πολιτικών σχηματισμών δημιουργήθηκαν από τις τάξεις των Φράικορπς, των οποίων ο πολιτικός προσανατολισμός ήταν έντονα αντικομμουνιστικός, παγγερμανικός και αντισημιτικός. Μέλος του Κόμματος έγινε τότε και ένας δεκανέας, γεννημένος στο Μπραουνάου αμ Ιν (Braunau am Inn) της Αυστρίας, ο Αδόλφος Χίτλερ (Adolf Hitler). Ενώ το κόμμα αγωνιζόταν χωρίς ιδιαίτερα ικανό αρχηγό, ο Χίτλερ σύντομα κατάφερε να ξεχωρίσει, χάρη στη δεινή ρητορική του, και να αναλάβει την αρχηγία του (29 Ιουλίου 1921). Ως αρχηγός πλέον, ο Χίτλερ μετονομάζει το Κόμμα σε Nationalsozialistische Deutsche Arbeiter Partei (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, NSDAP) ή, συντομογραφικά, Nazi. Παράλληλα, ο Χίτλερ με τους συνεργάτες του, καταρτίζουν ένα πρόγραμμα 25 σημείων, το οποίο και θα αποτελέσει το Πολιτικό Μανιφέστο του Κόμματος. Η δημοτικότητα του κόμματος αυξάνεται συνεχώς, καθώς πολλά από τα σημεία του μανιφέστου έχουν ευρεία λαϊκή απήχηση. Αυτό παρασύρει τον Χίτλερ, ο οποίος με την πεποίθηση ότι ο λαός θα ακολουθήσει, προχωρεί με τους συνεργάτες του και την υποστήριξη του στρατηγού και ήρωα του πολέμου, Έριχ Λούντεντορφ σε πραξικόπημα στο Μόναχο στις 9 Νοεμβρίου 1923. Με κακό συντονισμό, και αποτυγχάνοντας να εξουδετερώσει ή να συμπαρασύρει τη Ράιχσβερ  και την αστυνομία, το πραξικόπημα αποτυγχάνει. Επειδή ως στρατηγείο του ο Χίτλερ είχε επιλέξει τη μπυραρία «Bürgerbräukeller» στο Μόναχο, το πραξικόπημα παίρνει το προσωνύμιο «Πραξικόπημα της Μπιραρίας». Ο Χίτλερ συλλαμβάνεται, όπως και όλοι οι συνεργάτες του, δικάζεται και καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση (τελικά έμεινε φυλακισμένος μόνο για 9 μήνες), ενώ το κόμμα, έχοντας απωλέσει τον ηγέτη του και, παράλληλα, απαγορευτεί από τις αρχές, περιπίπτει στην αφάνεια. Ο Χίτλερ συγγράφει (σωστότερα υπαγορεύει) στη φυλακή το γνωστό βιβλίο του Ο Αγών μου (Mein Kampf). Σε αυτό εκφράζει το πιστεύω τόσο το δικό του, όσο και του κόμματός του. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, οι ιδεολογίες του εκφράζονται και περισσότερο συγκεκριμένα και περισσότερο πρακτικά. Η ναζιστική ιδεολογία είναι έντονα επηρεασμένη από τον φασισμό που εγκαθίδρυσε ο Μπενίτο Μουσσολίνι στην Ιταλία: Είναι ιδεολογία έντονα διαποτισμένη από αντιλήψεις φυλετικών διακρίσεων, εθνικισμού, στρατοκρατίας αλλά και δημιουργίας και χρήσης παραστρατιωτικών οργανώσεων. Παράλληλα, ασκείται πολιτική τρομοκρατίας σε όσους διαφωνούν πολιτικά με το καθεστώς, έντονη προπαγάνδα για τα ιδεώδη και αντιπροπαγάνδα για αντίθετες ιδεολογίες, και, φυσικά, προσωπολατρία για τον Ηγέτη (Φύρερ: Führer): Ο Ολοκληρωτισμός είναι από τα βασικά ιδεολογικά σημεία του Ναζισμού. Προορισμός του κάθε πολίτη, του κάθε στρατιώτη, όσο ιεραρχικά ανώτερος και αν είναι, είναι ένας και μοναδικός: Η τυφλή υπακοή στον Ηγέτη.

Σύμφωνα με τη ναζιστική ιδεολογία, δεν έχουν θέση στον κόσμο οι Εβραίοι, οι Αθίγγανοι και οι ομοφυλόφιλοι, όπως και κάθε είδους άνθρωποι του περιθωρίου, ενώ θεωρούνται υπάνθρωποι (Untermenschen), εκτός από τους Εβραίους, και οι Σλάβοι, με προεξάρχοντες τους Τσέχους, τους Πολωνούς και τους Ρώσους. Οι καθαρόαιμοι Γερμανοί ανήκουν στην Άρεια φυλή, η οποία είναι ανώτερη όλων των υπόλοιπων φυλών. Η εθνικιστική και ρατσιστική αυτή ιδεολογία εκφράστηκε με την φράση «Blut und Boden» (Αίμα και Γη), επινόηση του θεωρητικού του κόμματος (και μετέπειτα Υπουργού) Ρίχαρντ Βάλτερ Νταρέ (Richard Walther Darré). Οι υπόλοιπες φυλές απλώς οφείλουν να υποταχθούν στην ανωτερότητά της Άρειας φυλής. Ορισμένες, μάλιστα φυλές, όπως οι Σλάβοι, είναι τόσο κατώτερες, ώστε όσοι ανήκουν σε αυτές να χαρακτηρίζονται απλά ως υπάνθρωποι (Untermenschen) και να είναι κατάλληλοι μόνο ως σκλάβοι των Αρείων. Μερικοί ερευνητές έχουν αποδώσει αυτή την ιδεολογία σε πολύ κακή κατανόηση των γραπτών του Νίτσε (και ιδιαίτερα του έργου του Also sprach Zarathustra (Τάδε έφη Ζαρατούστρα) από μέρους του Χίτλερ, ο οποίος είναι διαπιστωμένο ότι θαύμαζε τον Νίτσε και είχε διαβάσει τα Άπαντά του –  τα έστειλε μάλιστα δώρο στον Μουσσολίνι στα 60ά του γενέθλια.

 

naz4

 

Για την εκκαθάριση των Εβραίων και των Αθίγγανων, εκτός από πογκρόμ, το ναζιστικό καθεστώς οργάνωσε ολόκληρη επιχείρηση, η οποία επονομάστηκε Επιχείρηση Ράινχαρντ, δημιουργώντας ειδικά στρατόπεδα εξόντωσης, προκαλώντας το Ολοκαύτωμα, δηλ. την γενοκτονία των Εβραίων και των Αθίγγανων, με θύματα 6.000.000 για τους Εβραίους και περισσότερα από 500.000 για τους Αθίγγανους.

Η ιδεολογία των Ναζί δεν έγινε ευρέως αποδεκτή από τον γερμανικό λαό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, πληθυσμιακές ομάδες καταφέρθηκαν ανοικτά κατά της δίωξης των Εβραίων, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο πληθυσμός ήταν τέτοια, που δεν του άφηναν περιθώρια να αναρωτηθεί τι συνέβαινε στους μεταγόμενους Εβραίους. Το καθεστώς γνώριζε την αρνητική αποδοχή της πολιτικής της εξόντωσης που ακολούθησε, γι’ αυτό και περιέβαλε με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα την Επιχείρηση Ράινχαρντ –  αν και το βιβλίο του Χίτλερ, Mein Kampf, στο οποίο αναλύονται οι απόψεις αυτές, ήταν το πλέον ευπώλητο της εποχής και του απέφερε σημαντικά οικονομικά οφέλη από τις πωλήσεις του. Έγινε, βέβαια, αποδεκτή από την πλειοψηφία των μελών του κόμματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετοί Γερμανοί πολίτες αναγκάστηκαν να γίνουν μέλη του κόμματος επειδή, αν δεν προσχωρούσαν στο κόμμα, δεν θα τους επιτρεπόταν η συνέχιση των δραστηριοτήτων τους. Ωστόσο, το καθεστώς που είχε εγκαθιδρυθεί, όχι μόνον εκκαθάριζε τους αντιφρονούντες, αλλά, ασκώντας παντοιοτρόπως έντονη προπαγάνδα σε συνδυασμό με αυστηρή λογοκρισία, δεν επέτρεπε να γνωστοποιούνται οι πρακτικές που ασκούσε. Είναι γνωστή η Führerprinzip (Αρχή του Ηγέτη): Ο καθένας πρέπει να γνωρίζει μόνον όσα του είναι απαραίτητα για να εκπληρώσει την αποστολή του. Ο Χίτλερ δεν την παραβίασε ποτέ. Την ακολούθησε απαρέγκλιτα τόσο στους άμεσους συνεργάτες του, όσο και στους συμμάχους του: Συναντώμενος με τον Μουσσολίνι δύο ημέρες πριν την έναρξη εφαρμογής του Σχεδίου Μπαρμπαρόσσα (Εισβολή στη Ρωσία), δεν του επέτρεψε καν να αντιληφθεί τι σχεδίαζε ο ίδιος μόλις δύο ημέρες μετά.

Ο ιμπεριαλισμός του καθεστώτος εκφραζόταν με μία και μοναδική λέξη: Lebensraum (Ζωτικός χώρος): Ο Γερμανός Άρειος είχε ανάγκη από πολύ μεγαλύτερο χώρο, με πολύ περισσότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές, ώστε να ζει άνετα και να μεγαλουργεί, προς όφελος πρώτα δικό του και ύστερα των (κατώτερων) υπόλοιπων ανθρώπων.

Ανοδος των Ναζί στην εξουσία: Εννιά μήνες ύστερα από την καταδίκη του, ο Χίτλερ αποφυλακίζεται, αναλαμβάνει πάλι την αρχηγία του κόμματος και το αναδιοργανώνει. Η Γερμανία έχει ως Πρόεδρο Δημοκρατίας τον ήρωα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Πάουλ φον Χίντενμπουργκ (Paul von Hindenburg), ο οποίος την στρέφει σιγά σιγά σε πιο συντηρητικό δρόμο και είναι ιδεολογικά αντίθετος με τον φιλελευθερισμό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και πολύ αυταρχικός. Ο Χίτλερ εκμεταλλεύεται όλες τις συγκυρίες, την άνοδο δημοτικότητας των κομμουνιστικών κομμάτων και τον αυταρχισμό του Χίντενμπουργκ, και στις εκλογές του 1932 το κόμμα του έρχεται πρώτο σε ψήφους, χωρίς όμως να καταφέρει να πάρει απόλυτη πλειοψηφία. Ο Πρόεδρος αρνείται να αναθέσει την Καγκελαρία στον Χίτλερ, καθώς δεν τον συμπαθεί καθόλου, και την αναθέτει στον Κουρτ φον Σλάιχερ, του οποίου, όμως, οι προσπάθειες σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης αποτυγχάνουν. Ο Χίντενμπουργκ αναγκάζεται στις 30 Ιανουαρίου 1933 να ονομάσει τον Χίτλερ Καγκελάριο με την υποστήριξη του αρχηγού του Καθολικού Κεντρώου Κόμματος, Φραντς φον Πάπεν (Franz von Papen).

Με την ανάληψη της εξουσίας το Ναζιστικό Κόμμα δείχνει τις προθέσεις του και διευκρινίζει τι ακριβώς εννοούσε με τον όρο «πολιτιστική επανάσταση» στο πρόγραμμά του: Αρχίζει τις διώξεις εναντίον Εβραίων «για να καθαρίσει η γερμανική κουλτούρα από άλλες επιδράσεις», με κυριότερη αυτή της «Νύχτας των Κρυστάλλων» που θα δούμε παρακάτω. Παράλληλα, καθώς τα μέλη του αναλαμβάνουν σημαντικές εξουσίες, εγκαθιδρύουν ένα καθεστώς απολυταρχικό και τρομοκρατικό, στο οποίο κανείς αντιφρονών δεν έχει θέση. Τις διώξεις των Εβραίων ακολουθούν οι διώξεις κομμουνιστών, σοσιαλιστών και φιλελεύθερων στελεχών και της άρχουσας τάξης γενικότερα. Δημιουργείται το αδιαχώρητο στις φυλακές και το καθεστώς εγκαθιδρύει το πρώτο από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ (Buchenwald). Αρχικά στα στρατόπεδα αυτά δεν στέλνονται Εβραίοι: Αυτούς το καθεστώς προσπαθεί να τους πείσει να εγκαταλείψουν το γερμανικό έδαφος, αφήνοντας  πίσω τους φυσικά όλη τους την περιουσία. Χρησιμοποιεί γι’ αυτό το σκοπό κυρίως την τρομοκρατία και την ψυχολογική πίεση και όχι, ακόμη, τη φυσική τους εξόντωση. Κατά τον πρώτο χρόνο της ναζιστικής διακυβέρνησης δεν έχουν αρχίσει να διώκονται μαζικά, να εγκλείονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και να εκτελούνται εν ψυχρώ. Στα στρατόπεδα εγκλείονται, προς το παρόν, όλοι οι αντιτιθέμενοι στο ναζιστικό καθεστώς, καθώς και οι ομοφυλόφιλοι.

Το Ναζιστικό Καθεστώς είναι πλέον μια στυγνή αντισημιτική, αντιφιλελεύθερη, αντικομμουνιστική  δικτατορία. Έχοντας το πρόσχημα του κοινοβουλευτισμού με εξασφαλισμένη πλειοψηφία στο Ράιχσταγκ, είναι σε θέση να ψηφίζει ολοσχερώς αντιδημοκρατικούς νόμους. Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Σίρερ, μέσα στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησής του, το Ναζιστικό Κόμμα, και προσωπικά ο Χίτλερ, έχει να επιδείξει επιτεύγματα χωρίς ιστορικό προηγούμενο: «Κατάφερε να καταργήσει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, να εγκαθιδρύσει στυγνή δικτατορία, στα πλαίσια της οποίας καταργούνται οι ατομικές ελευθερίες: Η ελευθερία του Τύπου, η ύπαρξη άλλων πολιτικών κομμάτων πλην του Εθνικοσοσιαλιστικού, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, οι τοπικές κυβερνήσεις των ως τότε ομοσπονδιακών κρατιδίων, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα δικαιώματα των εβραϊκής καταγωγής πολιτών τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική ζωή τους, ενώ γίνονται δραστικές παρεμβάσεις στην εκπαίδευση, την πολιτική, πολιτιστική και οικονομική ζωή του Γερμανού πολίτη».

Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 ξεσπά πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ. Ο νεαρός Ολλανδός κομμουνιστής Μαρίνους φαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe) συλλαμβάνεται στο εσωτερικό του πυρπολημένου κτηρίου. Οι Ναζί έχουν το πρόσχημα που τους χρειάζεται: Αποδίδουν τον εμπρησμό στους κομμουνιστές και την ίδια νύκτα συλλαμβάνονται περίπου 4.000 μέλη και υποστηρικτές τους, οι οποίοι μεταφέρονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Εξαιρέσεις δεν γίνονται ούτε σε γυναίκες ούτε σε εφήβους. Ο Χίτλερ πέτυχε να εξουδετερώσει με ένα κτύπημα έναν από τους πιο μαχητικούς (και μισητούς του) αντιπάλους, αλλά δεν περιορίστηκε σε αυτό: Έχοντας πλέον απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καταφέρνει να ψηφίσει αρχικά το διάταγμα με το οποίο καταργεί, μεταξύ άλλων, και το θεμελιωδέστερο των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το Habeas Corpus. Αυτό το διάταγμα έγινε γνωστό ως Διάταγμα του εμπρησμού του Κοινοβουλίου. Ακολουθεί ένα άλλο, με το οποίο ο Χίτλερ δίνει στον εαυτό του την απόλυτη εξουσία πάνω σε όλα τα κρατικά θέματα. Αυτό ψηφίζεται στο Κοινοβούλιο με 444 ψήφους υπέρ και μόνο 94 κατά – αυτές των σοσιαλδημοκρατών που έχουν απομείνει (Μάρτιος 1933).

1η Απριλίου 1933: «Γερμανοί αμυνθείτε! Μην αγοράζετε από Εβραίους!»

Το 1933 η ναζιστική Γερμανία έζησε τον δικό της πνευματικό μεσαίωνα. Κυρίως φοιτητές έκαψαν βιβλία επιφανών γερμανών συγγραφέων. Ήταν το προοίμιο όσων θα ακολουθούσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το βράδυ της 10ης  Μαΐου 1933 70.000  άνθρωποι μαζεύτηκαν στην πλατεία της Όπερας του Βερολίνου. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους, φοιτητές με κάρα και φορτηγά κουβαλούσαν χιλιάδες βιβλία, μεταξύ αυτών έργα επιφανών γερμανών συγγραφέων, ποιητών και φιλοσόφων για να τα κάψουν. Ο ναζιστής φοιτητής Χέρμπερτ Γκούτγιαρ, μόλις 23 χρονών, έβγαλε μια σύντομη ομιλία γεμάτη μίσος. «Παραδίδω στη πυρά ότι είναι αντιγερμανικό» είπε καταχειροκροτούμενος. Το κάψιμο των βιβλίων οργανώθηκε από το ναζιστικό καθεστώς που ήθελε να «καθαρίσει» την πνευματική ζωή της ναζιστικής Γερμανίας από την «αντεθνική» ιδεολογία. 20.000 βιβλία συγγραφέων, όπως ο Χάινριχ Μαν, ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ ή ο Γιόαχιμ Τίνγκελνατς, Φρόιντ, ο Τόμας Μαν, κλπ παραδόθηκαν στην πυρά. Η ίδια εικόνα επαναλήφθηκε και σε άλλες γερμανικές πόλεις, κυρίως σε πόλεις με πανεπιστήμια. Εκεί οι φοιτητές είχαν «καθαρίσει» από καιρό τις δημόσιες βιβλιοθήκες από βιβλία συγγραφέων και δημοσιογράφων με «εχθρική» προς το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς ιδεολογία. Ανάμεσά τους ειρηνιστές, σοσιαλιστές και εβραίοι συγγραφείς. Οι εργαζόμενοι στις βιβλιοθήκες, οι καθηγητές αλλά και ο φοιτητικός κόσμος δεν αντέδρασαν, ακόμη κι αν δεν συμμετείχαν ενεργά, σε αυτό που ο ξένος τύπος ονόμασε «Ολοκαύτωμα των Βιβλίων». Από την πυρά δεν γλίτωσαν ούτε τα βιβλία για παιδιά του Έριχ Κέστνερ, ο οποίος μάλιστα ήταν και αυτόπτης μάρτυρας της πυράς εκείνο το βράδυ στην πλατεία της Όπερας. «Βρισκόμουν μπροστά από το Πανεπιστήμιο, ανάμεσα σε φοιτητές, το άνθος του έθνους μας, με ναζιστικές στολές, και έβλεπα τα βιβλία μας να γίνονται παρανάλωμα του πυρός» έγραφε αργότερα. Οι αντιδράσεις στο εξωτερικό ήταν έντονες. Ο συγγραφέας Χάινριχ Χάινε, βιβλία του οποίου κάηκαν, έγραφε αργότερα κάτι που αποδείχθηκε προφητικό: «Όπου καίνε βιβλία, στο τέλος θα κάψουν και ανθρώπους». Οι άνθρωποι του πνεύματος δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο στη χώρα και έτσι άρχισε η έξοδος. Ο Τόμας Μαν, ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ και ο Λίον Φοϊχτβάνκερ γύρισαν τα νώτα τους στη ναζιστική Γερμανία. Στις χώρες της νέας εγκατάστασής τους άρχισαν να πολεμούν τους εθνικοσοσιαλιστές. Από το 1940 ο Τόμας Μαν, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, κατήγγειλε το ναζιστικό καθεστώς από το BBC. «Είναι μια φωνή προειδοποίησης. Το να σας προειδοποιώ είναι μια μοναδική αποστολή που μπορεί να αναλάβει απέναντί σας ένας Γερμανός» είπε από τις συχνότητες του βρετανικού σταθμού. Όποιος δεν μπόρεσε να φύγει, όπως ο Έριχ Κέστνερ, μπήκε στο γύψο. Λογοκρισία και απαγόρευση έκδοσης των έργων του. Η πλειοψηφία των Γερμανών, ανθρώπων του πνεύματος και καθηγητών αποδέχθηκε σιωπηλά χωρίς καμιά αντίδραση την πυρά των βιβλίων, ορισμένοι μάλιστα την επιδοκίμασαν. Το πιο πικρό ήταν ότι στο κάψιμο της γερμανικής πνευματικής προσφοράς στην ανθρωπότητα συνέβαλαν με μεγάλο ενθουσιασμό φοιτητές.

 

naz5

 

Ο στενός φίλος του Χίτλερ, Ερνστ Ρεμ (Ernst Röhm), από την εποχή ήδη του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Μονάχου, είχε δημιουργήσει μια παραστρατιωτική οργάνωση, την Sturmabteilung (SA) (Θυελλώδεις Μαχητές, γνωστή και ως Τάγματα Εφόδου). Η SA φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμη στον Χίτλερ, αφού είχε αναλάβει τη φυσική εξόντωση πολλών πολιτικών του αντιπάλων πριν οι Ναζί πάρουν την εξουσία. Ωστόσο, η οργάνωση (και ο ηγέτης της) αρχίζει να φαίνεται επικίνδυνη και στον ίδιο τον Χίτλερ, ο οποίος έχει αντιληφθεί ότι, αν δεν την εξουδετερώσει, δεν θα μπορέσει να κυριαρχήσει και στο τελευταίο – και ιδιαίτερα σημαντικό – προπύργιο αντίστασης στα σχέδιά του, ειδικά στον γερμανικό στρατό (Βέρμαχτ).  Στις 30 Ιουνίου 1934 ο Ρεμ και οι ανώτεροι αξιωματούχοι της SA καλούνται σε σύσκεψη σ’ ένα ξενοδοχείο στα περίχωρα του Μονάχου. Εκεί συλλαμβάνονται, και οι αφοσιωμένοι του Χίτλερ, Χέρμαν Γκέρινγκ και Χάινριχ  Χίμλερ κατηγορούν τον Ρεμ ως ομοφυλόφιλο. Ο Χίμλερ ειδικά φθονεί τον Ρεμ επειδή η οργάνωση την οποία δημιούργησε και διευθύνει ο ίδιος ο Χίμλερ, η SS (γερμανικά: Schutzstaffel, που σημαίνει «Μοίρα Ασφαλείας», Σούτσσταφελ ή συντομογραφικά SS Ες-Ες, η τότε σωματοφυλακή του Χίτλερ), δεν έχει τη ισχύ και την επιρροή της SA. Ο Ρεμ υφίσταται ψυχολογικές πιέσεις για να ομολογήσει. Ο Χίτλερ έχει διατάξει, χωρίς φυσικά να διεξαχθεί κανενός είδους δίκη, το σφαγιασμό της. Ωστόσο, έχει αναστολές να περιλάβει σε αυτόν και τον παλαιό του φίλο και σύντροφο Ρεμ. Με εντολή του, ο Ταξίαρχος των SS, Τέοντορ Άικε, διοικητής τότε του Στρατοπέδου Συγκέντρωσης Νταχάου επισκέπτεται τον Ρεμ στο κελί του και αφήνει στο τραπεζάκι του ένα πιστόλι με μια μόνο σφαίρα, υποδεικνύοντάς του να αυτοκτονήσει. Δέκα λεπτά αργότερα επανέρχεται στο κελί και αντιμετωπίζει τον θαρραλέο σαρκασμό του Ρεμ: «Αν ο Αδόλφος θέλει να πεθάνω, ας έλθει να με σκοτώσει ο ίδιος!». Ο Ρεμ εκτελείται με πυρά αυτόματων όπλων από άνδρες της SS. Είναι 1 Ιουλίου 1934. Αυτό θα σημάνει και το τέλος της παντοδυναμίας της οργάνωσης SA, η οποία δεν διαλύεται μεν, αλλά παραμένει στο παρασκήνιο, παροπλισμένη. Η νύκτα αυτή έχει επονομαστεί «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών».

Με την εξουδετέρωση της SA ο Χίτλερ καταφέρνει να πείσει και τους ευγενούς καταγωγής στρατιωτικούς για τις προθέσεις του σχετικά με την αποκατάσταση της Γερμανίας στο διεθνές πολιτικό σκηνικό. Αποσπά, έτσι, από τους αξιωματικούς μια δήλωση αφοσίωσης στο πρόσωπό του. Παρά το γεγονός αυτό, ο Χίτλερ ποτέ δεν συμπάθησε τους αξιωματικούς του, οι οποίοι ήταν όλοι, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, πιστοί της Πρωσικής Στρατιωτικής Παράδοσης και ευγενούς καταγωγής και, φυσικά, κανείς τους δεν ήταν μέλος του κόμματος. Ως συνέπεια της συνεχώς αυξανόμενης αντιπάθειάς του απέναντί τους, περίπου 50 ηγετικές φυσιογνωμίες της Βέρμαχτ θα εκτελεστούν, θα αυτοκτονήσουν εν διατεταγμένη υπηρεσία ή θα σφαγιαστούν με φρικτό τρόπο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στις 2 Αυγούστου του 1934 πεθαίνει ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ. Η κυβέρνηση ενεργοποιεί νόμο, με το οποίο συγχωνεύονται Καγκελαρία και Προεδρία. Ο τίτλος και το αξίωμα του Προέδρου καταργούνται και ο Χίτλερ αναλαμβάνει τα καθήκοντα και των δύο, παίρνοντας τον τίτλο «Führer und Reichskanzler» (Ηγέτης και Καγκελάριος του Ράιχ). Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Σίρερ, ο νόμος έφερε ημερομηνία της προηγούμενης του θανάτου του Προέδρου. Για να μην αφήσει κανένα παράθυρο ανοικτό σε πιθανή ανυπακοή προς το πρόσωπό του, ο Χίτλερ υποχρεώνει όλους τους άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων να δώσουν νέο όρκο, όχι προς τη χώρα ή προς το Σύνταγμα, αλλά προς τον ίδιο: «Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να υπακούω ανεπιφύλακτα στον Αδόλφο Χίτλερ, αρχηγό του κράτους και του γερμανικού λαού και αρχιστράτηγο. Αναλαμβάνω, ως γενναίος στρατιώτης, να τηρώ αυτόν τον όρκο έστω και με κίνδυνο της ζωής μου!».

Ο αντισημιτισμός και ο ρατσισμός του Ναζιστικού Κόμματος εκφράζονται για πρώτη φορά επίσημα με τη λήψη μέτρων στο Συνέδριο της Νυρεμβέργης[9]. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1935 το συνέδριο υιοθετεί αυτά τα μέτρα, δημιούργημα του Χίτλερ, τα οποία έγιναν γνωστά ως «Νόμοι της Νυρεμβέργης». Ο πρώτος, γνωστός ως «Νόμος του Γερμανού πολίτη» (Reichsbürgergesetz) αφαιρούσε τη γερμανική υπηκοότητα από τους Εβραίους, αποκαλώντας τους «υποτελείς της πολιτείας». Ο νόμος εμφανώς απέκλειε κάθε δυνατότητα από τους Εβραίους να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι οποιασδήποτε βαθμίδας. Ο δεύτερος, γνωστός ως «Νόμος Προστασίας του γερμανικού αίματος και της γερμανικής τιμής» (Gesetz zum Schutze des Deutschen Blutes und der Deutschen Ehre) απαγόρευε τόσο τους γάμους όσο και τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και «Γερμανών πολιτών με ευγενές αίμα». Οι νόμοι αυτοί περιείχαν εν σπέρματι την ιδέα της τελικής λύσης και του Ολοκαυτώματος. Αποτέλεσαν, επίσης, και το πρότυπο για την επικείμενη δίωξη των Ρομά.

Το ίδιο έτος (1935) υιοθετείται και η σημαία με τη σβάστικα ως η επίσημη σημαία του Γερμανικού Ράιχ. Ο Εθνικός Ύμνος της Γερμανίας παραμένει ως είχε («Deutschland über alles», που σημαίνει «Η Γερμανία πάνω από όλα»), αλλά το Ναζιστικό Κόμμα του προσαρτά το «Χορστ Βέσελ Λίντ» (Horst-Wessel-Lied), ύμνο του κόμματος ήδη από το 1930, διατηρώντας μόνο την πρώτη στροφή του παλαιού ύμνου (αυτό έγινε και νομοθετικά το 1933). Οι Εβραίοι απαγορεύεται να φέρουν τη γερμανική σημαία.

 

naz6

 

Το 1938 γίνεται προσπάθεια υλοποίησης της ιδέας των Ναζί να εκδιώξουν τους Εβραίους από τη χώρα: Περίπου 17.000 Εβραίοι πολωνικής καταγωγής απελαύνονται στη γειτονική Πολωνία. Η χώρα, όμως, αρνείται κατηγορηματικά να τους δεχθεί, έχοντας ψηφίσει ήδη από τον Μάρτιο του 1938 νόμο, με τον οποίο αφαιρούσε την πολωνική υπηκοότητα από άτομα που ζούσαν στο εξωτερικό για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών. Αυτό πίστευαν οι Πολωνοί ότι θα απέτρεπε την απέλαση των 70.000 Πολωνοεβραίων που ζούσαν στη Γερμανία και στην Αυστρία. Ανάμεσα στους απελαυνόμενους ήταν και η οικογένεια Γκρίνσπαν (Grynszpan), της οποίας ο δεκαεπτάχρονος γιος Έρσελ (Herschel) ζούσε στο Παρίσι. Περιμένοντας μέσα στο κρύο, κακοντυμένη και πεινασμένη, η μητέρα του Έρσελ τού στέλνει μια καρτ-ποστάλ, εξηγώντας του την κατάσταση και ικετεύοντάς τον να βρει τρόπο να φύγουν όλοι για τις Η.Π.Α. Αυτό ασφαλώς ξεπερνούσε τις δυνατότητες του νεαρού, ο οποίος, μην βρίσκοντας καμία λύση, πυροβολεί τον ακόλουθο της Γερμανικής Πρεσβείας στο Παρίσι Ερνστ φομ Ρατ (Ernst vom Rath), δηλώνοντας ότι ενεργεί εξ ονόματος των 17.000 απελαυνόμενων Εβραίων. Ο Ρατ πεθαίνει στο νοσοκομείο και οι Ναζί έχουν και πάλι την πρόφαση που τους χρειάζεται: Η ενέργεια του νεαρού Γκρίνσπαν ήταν η σκανδάλη της «Νύχτας των Κρυστάλλων» (Kristallnacht), του μεγαλύτερου έως τότε πογκρόμ κατά των Εβραίων στη Γερμανία. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1939 περισσότεροι από 200.000 Εβραίοι έχουν εγκαταλείψει το έδαφος του Ράιχ, αφήνοντας εκεί όλη τους την περιουσία.

Οικονομική Πολιτική: Όταν ο Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία, είχε υπόψη του μια οικονομική πολιτική κινούμενη σε δύο άξονες: 1). Την ταχεία ανάνηψη της οικονομίας της Γερμανίας από τις συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 1929 και 2). Την ανάπτυξη της οικονομίας σε τέτοια επίπεδα, ώστε να είναι δυνατή η κυριαρχία του Ράιχ σε παγκόσμιο επίπεδο. Η οικονομικά άρχουσα τάξη υποστήριξε εξ αρχής τον Χίτλερ. Οι ιδιοκτήτες βαρέων βιομηχανιών, φοβούμενοι την οικονομική ύφεση, στην οποία είχε περιπλέξει τη χώρα η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, δεν έφεραν κανένα εμπόδιο στην άνοδο των Ναζιστών στην εξουσία: Αντίθετα, στήριξαν οικονομικά το κόμμα, όπως ο μεγιστάνας Γκούσταβ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ του βιομηχανικού κολοσσού Κρουπ (Krupp). Όταν οι Ναζί πήραν την εξουσία, η ανεργία είχε πλήξει το 30% του ενεργού πληθυσμού, ο πληθωρισμός (εισαγόμενος και μη) είχε φθάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Οι Γιούνκερς, (:η οικονομικά άρχουσα τάξη), ήθελαν πάση θυσία να επαναφέρουν τις επιχειρήσεις τους στην κερδοφορία αλλά οι νόμοι της Δημοκρατίας, όπως και οι όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών, δεν τους άφηναν τέτοια περιθώρια. Υποστήριξαν τον Χίτλερ και το κόμμα του, ευελπιστώντας σε οικονομική ανάκαμψη. Το ίδιο έκαναν και οι ιδιοκτήτες των μεγάλων Τραπεζών, οι οποίοι αντιτίθονταν στην αυστηρή νομοθεσία που είχε θεσπιστεί επί Δημοκρατίας. Η αμοιβαία υποστήριξη κεφαλαίου από τους Ναζί οδήγησε σε οικονομική ανάκαμψη με τη μείωση της ανεργίας, που μάστιζε τη Γερμανία της Δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα, το ΑΕΠ της χώρας ανέβηκε από τα 59,1 δισ. μάρκα το 1933 στα 129 δισ. μάρκα το 1939.

Ο Χίτλερ αρχικά είχε ως κεφαλή της Γερμανικής κεντρικής Τράπεζας (αργότερα τον διόρισε Υπουργό Οικονομικών) τον Χιάλμαρ Σαχτ (Hjalmar Schacht). Αυτός ήταν ο οικονομικός εγκέφαλος των Ναζί και, ακολουθώντας φαινομενικά ανορθόδοξη πολιτική, πέτυχε εκπληκτικά οικονομικά αποτελέσματα: Εκμεταλλεύεται στο έπακρο την αποδέσμευση των αποθεμάτων χρυσού από το νόμισμα, που επήλθε ως συνέπεια της Οικονομικής Κρίσης του 1929, διατηρεί πολύ χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού και καταρτίζει έντονα ελλειμματικούς προϋπολογισμούς: Εκατοντάδες δημόσια έργα χρηματοδοτούνται κατ’ αυτό τον τρόπο αλλά, δημιουργώντας την ανάγκη εργατικών χεριών για την εκτέλεσή τους, μειώνουν την ανεργία με ρυθμό που καμία άλλη χώρα δεν κατάφερε να επιτύχει ύστερα από την Οικονομική Κρίση.

Το 1936 ο Χίτλερ διορίζει στη θέση του Σαχτ τον Χέρμαν Γκέρινγκ, δίνοντάς του την εντολή να καταστήσει ετοιμοπόλεμη τη Γερμανία μέσα στην επόμενη τετραετία. Το έργο είναι δυσχερέστατο, επειδή η Συνθήκη των Βερσαλλιών απαγορεύει στη Γερμανία να διαθέτει περισσότερες από δέκα μεραρχίες τακτικού Στρατού (100.000 άνδρες συνολικά), καθώς και την κατοχή σύγχρονου εξοπλισμού, όπως άρματα μάχης, βαρύ πυροβολικό, μαχητικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία. Ο Γκέρινγκ καταστρώνει ένα τετραετές σχέδιο σύμφωνα με το οποίο οφείλουν να δημιουργηθούν νέες βιομηχανίες κατεργασίας μετάλλων, χημικών, συνθετικού καουτσούκ και άλλων υλών, απαραίτητων για τη δημιουργία οπλοστασίου. Οι ενέργειες αυτές οδηγούν σε μηδενική σχεδόν ανεργία, ωστόσο, σε πραγματικές τιμές, οι μισθοί των εργαζομένων μειώνονται. Αυτό οδηγεί τον Γκέρινγκ στη λήψη ενός ακόμη μέτρου: Τον απόλυτο κρατικό έλεγχο τόσο στις τιμές όσο και στους μισθούς. Όποιος παραβαίνει τα θεσπισμένα όρια εγκλείεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Καταργούνται φυσικά τα εργατικά συνδικάτα, απαγορεύεται το Συνδικαλίζεσθαι καθώς και η Παραίτηση: Ο Γκέρινγκ καθιερώνει το σύστημα των βιβλιαρίων εργασίας και ο εργαζόμενος δεν βρίσκει εργασία ή ανάλογα διώκεται, αν σε αυτό δεν αναγράφεται η συγκατάθεση του προηγούμενου εργοδότη για την αποχώρησή του. Δημιουργείται, επίσης, ένας ειδικός φορέας, το «Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας» (Deutsche Arbeitsfront, DAF), το οποίο έχει ως επικεφαλής τον Ρόμπερτ Λέι, το οποίο ελέγχει τους εργαζόμενους, αντικαθιστώντας τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, οι οποίες είχαν καταργηθεί με τη βία.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η γερμανική οικονομία μετατρέπεται εξ ολοκλήρου σε πολεμική, με την είσοδο, το 1942, στην Κυβέρνηση του Άλμπερτ Σπέερ (Albert Speer), ενός νέου αρχιτέκτονα, ο οποίος καταφέρνει, παρά τις σφοδρές αντιξοότητες που αντιμετωπίζει η χώρα, να ανεβάσει τους απόλυτους αριθμούς παραγωγής των εργοστασίων που ελέγχει.

Η Ναζιστική Γερμανία βρήκε, επίσης, τους τρόπους να συνεργάζεται με επιχειρήσεις χωρών με τις οποίες, φαινομενικά, δε μπορούσε να έχει σχέσεις. Οι Γιούνκερς είχαν δημιουργήσει τον κολοσσό IG Farben, μέσω του οποίου το γερμανικό κεφάλαιο βρήκε διεξόδους σε σημεία που του απαγορεύονταν, όπως στις οικονομίες της Βρετανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ.

nazi7

 

______________________________________

[1] [Ο Γεράσιμος Δενδρινός γεννήθηκε το 1955. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων 1. Ένα πακέτο Άρωμα, Ρόπτρον 1992 (ανατύπωση και βελτιωμένη έκδοση Κέδρος 1995³), 2. το μυθιστόρημα Χαιρετίσματα από το νότο, Οδυσσέας 1994³ (ανατύπωση και βελτιωμένη έκδοση Κέδρος 2003), στο οποίο βασίστηκε το σενάριο της ταινίας του Δημήτρη Μακρή, Χαιρέτα μας τον πλάτανο, που διαγωνίστηκε το 2004 στο 54ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, 3. το ταξιδιωτικό κείμενο Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια, Οδυσσέας 1995 (ανατύπωση και βελτιωμένη έκδοση Κέδρος 2006), 4. το μυθιστόρημα Απέραντες συνοικίες, Κέδρος 2001, 5. τη νουβέλα Άλκης, Μεταίχμιο 2003, 6. το μυθιστόρημα Φραγή εισερχομένων κλήσεων, Μεταίχμιο 2006 και 7. την ποιητική συλλογή Άβατοι Τόποι  (.poema..), Κορώνη 2015. Από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων].

 

[2] Πηγές: Εκτός από την επίσημη βιβλιογραφία, πολύτιμες στάθηκαν και οι σχετικές αναρτήσεις στο διαδίκτυο.

 

[3] ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Θεόδωρος Κουλουμπής, Διεθνείς σχέσεις, Εθνικότητα και εθνικές ομάδες: Παραμερισμένοι πρωταγωνιστές στην ανάλυση των διεθνών σχέσεων, σελ. 605-611, Πανεπιστημιακές παραδόσεις, εκδ. Παπαζήση ΑΕΒΕ, (1981). Αναστασία Μάντεση, Νοημοσύνη και ρατσισμός: Αποτελεί η βιολογία πεπρωμένο; Περισκόπιο της Επιστήμης, τεύχος 208 (Ιούλ.-Αύγ. 1997), σελ. 66. Ντόμινικ Σνάππερ, Κρίνοντας τον ρατσισμό, εκδ. Πατάκη Πιέρ Ταγκιέρ, Ρατσισμός, εκδ, Τραυλός.

 

[4] ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:  • Peter Schafer, Judeophobia: Attitudes toward the Jews in the Ancient World, Cambridge, Harvard University Press, 1997.  H. A. Oberman, The Roots of Anti-Semitism in the Age of Renaissance and Reformation, 1984. •D. I. Kertzer, The Popes against the Jews: The Vatican’s Role in the Rise of Modern Anti-Semitism, 2001. •. Nicholls William, The Satanizing of the Jews: Origin and Development of Mystical Anti-Semitism.(Review)». • Judaism: A Quarterly Journal of Jewish Life and Thought, June 22, 1998. • Norman Finkelstein, The Holocaust industry: Reflections on the exploitation of Jewish suffering.Christopher Ailsby, The Third Reich Day by Day, Zenith Imprint, 2001. •Randall L. Bytwerk, Bending Spines: The Propagandas of Nazi Germany and the German Democratic Republic, 2004. • Joachim C. Fest, Hitler, Houghton Mifflin Harcourt, 2002. • Ian Kershaw, The Nazi Dictatorship. Problems and Perspecives of Interpretation, Arnold , 2000.  • George Lachmann Mosse, Nazi Culture: Intellectual, Cultural and Social Life in the Third Reich, Univercity of Wisconsin Press, 2003. • R.J. Overy, War and Economy in the Third Reich, Oxford University  Press, 1995. •  Ουίλιαμ Σίρερ, The Rise and Fall of the 3rd Reich, Touchstone Books (Simon and Schuster), New York, 1981.  • Lord Russell of Liverpool, Η μάστιγα του ναζισμού – Τα εγκλήματα πολέμου του Γ΄ Ράιχ  1939-1945, Εκδόσεις Ιωλκός, Αθήνα, 2007.

 

ΤΑΙΝΙΕΣ: Πολυάριθμες ταινίες και σειρές έχουν δημιουργηθεί για το Ολοκαύτωμα, και τη ζωή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και συμβάντα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σχετικά με την Ναζιστική Γερμανία, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και τον Χίτλερ, ξεχωρίζουν οι: • Hitler, The Rise of Evil (ελλ. τίτλος Χίτλερ, Η Αρχή του Κακού,  2003. (Λεπτομέρειες: International Movie Data Base). •Der Untergang (ελλ. τίτλος Η Πτώση, 2004. (Δραματοποιημένη αφήγηση του βιβλίου της γραμματέως του Χίτλερ)  •Τράουντλ  Γιούνγκε: Until the Final Hour.  (Λεπτομέρειες: στον ιστότοπο της International Movie Data Base).

 

[5] Μανέθων:  Έζησε  περί τον 3ο αιώνα π.Χ. Καταγόταν από την πόλη Σεβέννυτος της Κάτω Αιγύπτου, αλλά έζησε στην Διόσπολη και στην Ηλιούπολη στις οποίες ήταν αρχιερέας. Θεωρείται ο μεγαλύτερος Αιγύπτιος ιστορικός ο οποίος και έγραψε στα ελληνικά την ιστορία της Αιγύπτου από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου. Ο Μανέθων χάρις στην ιδιότητά του είχε φιλία με τον Πτολεμαίο Β΄ τον Φιλάδελφο, ο οποίος του ζητούσε τις συμβουλές του. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Μανέθων ήταν ένας από τους δύο ιερείς συμβούλους του Φαραώ που τους είχε αναθέσει τη διάδοση της λατρείας του θεού Σέραπη. Το όνομα του Μανέθωνα είναι χαραγμένο στην βάση ενός ανδριάντα στον ναό του Σέραπη στην Καρχηδόνα της Αιγύπτου. Συγγραφικό έργο: Αιγυπτιακά (Η ιστορία της Αιγύπτου γραμμένη σε 3 βιβλία στην Ελληνική γλώσσα με πλήρεις καταλόγους όλων των Αιγυπτίων βασιλέων. Τα Αιγυπτιακά έφτασαν σε εμάς μετά από παρεμβάσεις, αφού έχει χαθεί από την αρχαιότητα. Διασώζεται μόνο ο Κατάλογος των Δυναστειών, ένα τρίτο του καταλόγου των ονομάτων των βασιλέων, και μερικά αποσπάσματα του κειμένου. Ακόμα και αυτά που διασώζονται δεν είναι γνήσια έγγραφα, αλλά ένα αντίγραφο του Βυζαντινού μοναχού, Γεώργιου Σύγγελου και μιας μετάφρασης στα αρμενικά. Τα αντίγραφα αυτά βασίζονται σε αντίγραφα που είχαν γράψει ο Φλάβιος Ιώσηπος και δύο χριστιανοί ιστορικοί, ο Αφρικανός και ο Ευσέβιος από την Καισαρεία. Τα κείμενα αυτά έχουν εκδοθεί από τον Fruin (Leiden, 1847), από τον Müller στον 2ο τόμο του Fragmenta historicorum graecorum (Παρίσι 1848) και από τον Unger, Βερολίνο, 1867), Βίβλος Σώθεως, Ιερόν Βιβλίον, Επιτομή των φυσικών επιστημών, Περί εορτών, Περί αρχαϊσμού και ευσέβειας, Περί κατασκευής κυφίων, Προς Ηρόδοτον, Το ποίημα «Αποτελέσματα». Επίσης διασώζεται ένα έπος σε 6 τόμους με το όνομα Αποτελέσματα που είναι γραμμένο στα ελληνικά και περιγράφει πως τα άστρα επηρεάζουν την μοίρα των ανθρώπων. Το έργο αυτό εκδόθηκε από τον Gronovius, Leiden 1698, από τους Axt και Rigler, Κολωνία, 1832, και από τον Köchly στο Corpus poetatarum epicorum graecorum. 7ος τόμος, Λειψία, 1858. Το έπος αυτό αναφέρει το όνομα του Μανέθωνα είναι μεταγενέστερο, ίσως από τον 5ο αι. μ.Χ. και αποτελείται από διάφορα τμήματα. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζεται ένας αμφισβητούμενος στίχος του (ΙΧ 491).

 

[6] Βηρωσσός (3ος αι. π.Χ.). Βαβυλώνιος ιερέας του θεού Βάαλ και ελληνιστής ιστορικός. Έγραψε στα ελληνικά την ιστορία της πατρίδας του με τίτλο Βαβυλωνιακά, έργο αφιερωμένο στον βασιλιά της Συρίας Αντίοχο Α’ τον Σωτήρα. Το έργο, εκτός από τις μυθικές παραδόσεις και τις ιστορικές πληροφορίες, αναφέρεται και στις φιλοσοφικές και αστρονομικές γνώσεις των Βαβυλωνίων. Από το σύγγραμμα αυτό, που χρησίμευσε ως πηγή σε μεταγενέστερους ιστορικούς, διασώθηκαν μόνο μερικά αποσπάσματα.

 

[7] Marranos : Εβραίοι που είχαν επίσημα ασπασθεί τον Καθολικισμό, αλλά παρέμειναν πάντα Εβραίοι εν κρυπτώ. Το 1492, με την απέλασή τους, πολλοί Εβραίοι διέφυγαν στην Πορτογαλία. Πέντε χρόνια αργότερα εκδιώχθηκαν και από κει. Το διάταγμα της Ιερά Εξέτασης αποδείχθηκε ακόμη πιο επιζήμιο για αυτούς επειδή επέτρεπε στη χώρα τον μόνο Καθολικισμό. Οι Έβραίοι έκτοτε άρχισαν να δημιουργούν δικές τους κοινότητες σε πιο ανεκτικά κράτη, όπως στην Ιταλία, (ήταν διαιρεμένη σε πολλά βασίλεια), Ολλανδία,(προστάτες μεγάλων ζωγράφων) Πολωνία, Τουρκία, Αλγερία, Μαρόκο, Τυνησία, Αίγυπτος, Ελλάδα (Θεσσαλονίκη), Συρία, Χαλέπι, Ισραήλ.

 

[8] Η Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) είναι η συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στην νικήτρια Αντάντ (γαλλικά: Entente) και την ηττημένη Γερμανική Αυτοκρατορία. Όπου απαντάται η λέξη Συνθήκη τόσο στο Α΄ Μέρος όσο και στο Β΄ του κειμένου, αφορά αυτή τη συνθήκη.

 

[9] ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ: Το κράτος ως όχημα του φυλετισμού. (Ο όρος Φυλή αποτελούσε κεντρική έννοια της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας. Τέθηκε έτσι ως αίτημα η «ανωτερότητα της Άρειας φυλής», η οποία έπρεπε οπωσδήποτε να προστατευτεί από την ανάμειξη με άλλες φυλές που θα αποτελούσε «επιβλαβή επιρροή». Η ανάγκη αυτή για τη συντήρηση της αποκαλούμενης «αγνότητας του αίματος» στάθηκε λόγος για τους Νόμους της Νυρεμβέργης, οι οποίοι απαγόρευαν το γάμο μεταξύ Γερμανών και «κυρίως διαφορετικής φυλής» ξένων).    Ρατσισμός και, κυρίως, αντισημιτισμός, ο οποίος οδήγησε στο Ολοκαύτωμα, όπως και η εξύμνηση της «Άρειας και γερμανικής φυλής».  Ευγονική και «φυλετική υγιεινή», η οποία επιβάλλεται στον λαό με τους φυλετικούς Νόμους της Νυρεμβέργης. Το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4., είχε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, ως στόχο τον περιορισμό της μετάδοσης ανεπαρκών γονιδίων στις επόμενες γενεές. Σύμφωνα με τον νόμο της 14ης Ιουλίου 1933, παράγραφος 1., κληρονομικές ασθένειες οι οποίες προκαλούν φυσικά και ψυχικά τραύματα στους απογόνους θεωρήθηκαν οι εξής: Εκ γενετής μωρία, Σχιζοφρένεια, Μανιοκατάθλιψη, Επιληψία, Νόσος του Χάντινγκτον, Κληρονομική κώφωση,  και Σοβαρές κληρονομικές παραμορφώσεις Σκηνοθέτηση προπαγανδιστικών διοργανώσεων προβολής  φασιστικού μίσους. •  Αντίθεση με τον μαρξισμό, τον κομμουνισμό, τον μπολσεβικισμό και τον καπιταλισμό. •  Απολυταρχισμός-Άρνηση της δημοκρατίας μέσω της σύνθλιψης πολιτικών κομμάτων και συνδικάτων και του περιορισμού της ελευθερίας τύπου και έκφρασης. •  Εκτενής δύναμη για τις μυστικές υπηρεσίες και τους πληροφοριοδότες  (: Γκεστάπο). Σύστημα Φύρερ-Συγκέντρωση της εξουσίας σε μια κεντρική ηγετική προσωπικότητα, καθώς επίσης και ανάλογη ιεραρχική συνέχεια προς τα κάτω (ιεραρχική πυραμίδα).  Μιλιταρισμός. Ιδεολογία της Volksgemeinschaft, της εθνικής και βιολογικής ενότητας δίχως κοινωνικό αγώνα.  Πολιτική Ζωτικού Χώρου (Lebensraum), απαίτηση ζωτικού χώρου στην ανατολή, υπεράσπιση «Αίματος και Γης» (Blut und Boden).    Πρωσικές αρετές και το φιλοσοφικό κίνημα του γερμανικού ιδεαλισμού.   Λατρεία της Ελληνικής Αρχαιότητας και της περιόδου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως καταγωγή – ταυτότητα της Αρείας Φυλής.   Φυλετικός και Κοινωνικός Δαρβινισμός. (: Οι ιδέες που ανέπτυξε ο Κάρολος Δαρβίνος στο έργο του Περί της καταγωγής των ειδών είχαν προφανή επίδραση όχι μόνο στις φυσικές επιστήμες, αλλά και στα πολιτικά καθεστώτα. Εν συνεχεία, ο κοινωνιολόγος Χέρμπερτ  Σπένσερ ανέπτυξε τη Θεωρία της επιβίωσης του καταλληλότερου. Αυτός ο κοινωνικός δαρβινισμός εξελίχθηκε στις φασιστικές ιδεολογίες, οι οποίες πρέσβευαν ότι η αδυναμία και η ανικανότητα δεν πρέπει να γίνονται ανεκτές και ότι μόνο ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση εγγυάται την ανθρώπινη πρόοδο του δυνατότερου επί των αδυνάτων. Εδώ υπήρξε μια τεράστια διαστρέβλωση της θεωρίας του Δαρβίνου. Πουθενά στο έργο του δεν υπάρχει η διατύπωση «επιβιώνει ο ισχυρότερος και ο πιο δυνατός». Αντιθέτως ο Δαρβίνος θεμελιώνει την εξέλιξη των ειδών πάνω στην θέση ότι «επιβιώνει το είδος που μπορεί πιο καλά να προσαρμοστεί στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες»).   Αγροτική ιδεολογία. Οικολογία. (:Στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Χίτλερ αναβίωσε η οικολογία-οικοφασισμός και ο ίδιος ήταν υπέρμαχος της φυσιολατρίας και της ακρεοφαγίας. Δημιουργήθηκε έτσι η Πράσινη Πτέρυγα με άξονα την οικολογία και το περιβάλλον για την προστασία της Πατρώας Γης και κατ’ ουσίαν τη διαφύλαξη της φυλής. Αναβίωσαν για αυτό το λόγο πανάρχαια τελετουργικά δρώμενα, εορτές και ηλιοστάσια, ενώ η φύση τιμώνταν ως Παμμήτειρα Θεά και Τροφός. Ο Υπουργός Γεωργίας, Ρίχαρντ Βάλτερ Νταρέ,  δηλώνει πως μόνο ο νέος Γερμανός μπορεί να αυλακώσει τη γη δίπλα από το σημείο που έχουν ταφεί οι πρόγονοι του, να συνειδητοποιήσει τον οργανικό δεσμό με την μητέρα γη και να κατανοήσει τους άρρηκτους δεσμούς που τον δένουν με τη γενέθλια γη. Δημιουργήθηκε μια ιδεολογική οικολογική συνείδηση αντιδρώντας στον αστικό τρόπο ζωής, στην αστυφιλία υπέρ της υπαίθρου. Ο ίδιος ο Χίτλερ μιλούσε συχνά για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τονίζοντας ότι πρέπει να προχωρήσει σε υδροηλεκτρικά έργα και να αξιοποιήσει τον άνεμο. Το 1934 στο Πανεθνικό Συνέδριο Αγροτών, ο Νταρέ εξήγγειλε νομοθεσία κατά των χημικών λιπασμάτων και παρότρυνε τους αγρότες να καλλιεργούν βιολογικά, παράλληλα θεσπίστηκε η Πράσινη Εβδομάδα,  όπου εκτίθονταν τα προϊόντα τους. Διασφάλισε ακόμη με νόμους την προστασία των μικρών καλλιεργητών, ενώ απαγορεύονταν η υποθήκευση της γης και η πώληση σε τρίτους πλην του οικογενειακού περιβάλλοντος. Παράλληλα με λοιπές διατάξεις απαγορεύτηκε η κακομεταχείριση των ζώων και το τσίρκο και θεσπίστηκαν νόμοι για την υγιεινή τους, ενώ έθεσε απαγορεύσεις στην ανεξέλεγκτη δράση των κυνηγών και στην λαθροϋλοτομία τονίζοντας την ιερότητα του δάσους. Αρκετοί μελετητές και ιστορικοί υποστηρίζουν ότι, παρ’ όλες τις διακηρύξεις του ο ναζισμός  εφάρμοσε μια πολιτική καταστροφής του περιβάλλοντος στην πράξη. Οι τεράστιοι δρόμοι (autobahnn) που ανοίχτηκαν κατά το 2ο μισό της δεκαετίας του ’30 οδήγησαν στην καταστροφή εκατομμυρίων στρεμμάτων παρθένων δασών. «Κόψτε δέντρα δασών, ανατινάξτε βράχους, διασχίστε κοιλάδες, ανοίξτε δρόμους μέσα στην παρθένα γερμανική γη»,  έλεγε το σύνθημα του Καρλ Τέοντορ Πρότσερ, ενός από τους υπεύθυνους του κυβερνητικού ναζιστικού προγράμματος κατασκευής αυτοκινητοδρόμων και προώθησης της χρήσης του Ι.Χ. αυτοκινήτου. Το χτίσιμο εργοστασίων βαριάς βιομηχανίας για την παραγωγή πολεμικού υλικού συνέβαλε τα μέγιστα με τη σειρά του στην καταστροφή δασών, στην μόλυνση του υπεδάφους και της ατμόσφαιρας).  Σοσιαλισμός. (Όπως και ο φασισμός στην Ιταλία, τον οποίο ο ίδιος ο Μουσολίνι χαρακτήριζε ως «συγχώνευση του κεφαλαίου και του κράτους», έτσι και οι ναζιστές υποστηρίχθηκαν οικονομικά από Γερμανούς όπως επίσης και ξένους επιχειρηματίες ως ανάχωμα εναντίον του μπολσεβικισμού). * Ο Χίτλερ γοητεύτηκε από συγκεκριμένες σοσιαλιστικές ιδέες και τοποθετήσεις, όπως δήλωσε σε συνέντευξή του, τον Ιούλιο 1932 στο περιοδικό Liberty: «Ο σοσιαλισμός είναι η επιστήμη που έχει ως κύριο μέλημά της το κοινό καλό. Ο σοσιαλισμός δεν είναι ίδιος με τον κομμουνισμό. Ο μαρξισμός δεν είναι σοσιαλισμός. Οι μαρξιστές οικειοποιήθηκαν τον όρο διαστρεβλώνοντας τη σημασία του. Εγώ θα δώσω τον σοσιαλισμό πίσω στους σοσιαλιστές. Ο σοσιαλισμός είναι ένας παλαιός, άρειος και γερμανικός θεσμός. Οι πρόγονοί μας ζούσαν σε ορισμένα εδάφη και καλλιεργούσαν την ιδέα του κοινού καλού. Ο μαρξισμός δεν μπορεί να θεωρείται σοσιαλισμός. Αντίθετα με τον μαρξισμό, ο σοσιαλισμός δεν απορρίπτει την ιδιωτική περιουσία. Αντίθετα με τον μαρξισμό, δεν καταργεί την προσωπικότητα του ατόμου. Αντίθετα με τον μαρξισμό, ο σοσιαλισμός είναι πατριωτικός. Θα μπορούσαμε να έχουμε βαπτίσει το Κόμμα μας Φιλελεύθερο Κόμμα, αποφασίσαμε όμως να ονομαστούμε Εθνικοσοσιαλιστές. Δεν είμαστε διεθνιστές. Ο δικός μας σοσιαλισμός είναι εθνικός. Απαιτούμε από το κράτος να ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματα των παραγωγικών τάξεων με γνώμονα τη φυλετική αλληλεγγύη. Για μας κράτος και φυλή είναι το ίδιο πράγμα».  Θρησκεία: Ο ναζισμός παρέχει στην Εκκλησία τη δυνατότητα εθελούσιας θρησκευτικής δράσης και δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτή, πλην της περιπτώσεως της πολιτικής δράσης. Αντιτίθεται στην ανάμειξη της πολιτικής στα θρησκευτικά ζητήματα της και το αντίθετο. Το πρόγραμμα του NSDAP του 1920 διακηρύσσει την ελευθερία για όλα τα δόγματα εκτός από αυτά που έρχονται αντιμέτωπα με την φυλή ή το κράτος. Ωστόσο ο ναζισμός αναμίχθηκε στα θρησκευτικά ζητήματα, επιδεικνύοντας την ύπαρξη εβραϊκών καταλοίπων στην Παλαιά Διαθήκη, τα οποία απορρίπτει. Ο Γερμανός φιλόσοφος Μπέργκμαν στο έργο του, Είκοσι πέντε σημεία της Γερμανικής Θρησκείας, υποστήριξε ότι η Παλαιά Διαθήκη περιέχει ανακρίβειες. Οι ναζιστές ισχυρίστηκαν ακόμη ότι ο Χριστός ήταν Άρειος, ως τέκνο Ρωμαίου στρατιώτη. Συγκεκριμένα, ο Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν υποστήριξε αυτή τη θεωρία για την προσωπικότητα του Ιησού, για τον οποίο κατέβαλε σημαντική προσπάθεια να αποδείξει ότι δεν ήταν Εβραίος. Ο Χίτλερ θεωρούσε ότι ο Απόστολος Παύλος διαστρέβλωσε το αρχικό μήνυμα του Χριστιανισμού για να το θέσει υπό την υπηρεσία των Εβραίων. Ακόμη υποστήριξε ότι ο Χριστιανισμός ήταν η έκφραση εξέγερσης των Αρείων ενάντια στην κυριαρχία των Εβραίων στην Παλαιστίνη, δηλώνοντας για την περίπτωση του Χριστού, ότι με την διδασκαλία του είχε την πρόθεση να απελευθερώσει την πατρίδα του από τον εβραϊκό καπιταλισμό. Τον Δεκέμβριο του 1922, ο Χίτλερ έθιξε το θέμα της θρησκείας λέγοντας ότι ο Χριστιανισμός ήταν το μόνο πιθανό ηθικό θεμέλιο για την Γερμανία και ότι η θρησκευτική διαμάχη ήταν το χειρότερο κακό που θα μπορούσε να της συμβεί. Ο Χίτλερ σύμφωνα με τον Timothy Ryback ήταν επίσης μελετητής των Αγίων Γραφών. Σε διακήρυξη προς το Γερμανικό έθνος, την 1η Φεβρουαρίου 1933 στο Βερολίνο, ο Χίτλερ δήλωνε: «Η Εθνική Κυβέρνηση θεωρεί ως πρώτιστο καθήκον της να αναβιώσει στο έθνος, το πνεύμα της ενότητας και της συνεργασίας. Να διατηρήσει και να υπερασπιστεί αυτές τις βασικές αρχές επί των οποίων έχει χτιστεί το έθνος μας. Θεωρεί τον Χριστιανισμό ως θεμέλιο της εθνικής μας ηθικής, και την οικογένεια ως βάση της εθνικής ζωής». Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ διαχωρίζει τον Χριστιανισμό των απαρχών από τον μεταγενέστερο, τον οποίο θεωρούσε εκφυλισμένο από το εβραϊκό στοιχείο. Στο βιβλίο Der Mythus, ο Ρόζενμπεργκ γράφει: «Ο Παύλος – και αυτό δεν θα το παραδεχτούν ποτέ οι εκκλησιαστικοί κύκλοι – έδωσε στην Εβραϊκή επανάσταση, περιορισμένη ως τότε, διεθνείς διαστάσεις. Άνοιξε το δρόμο για το φυλετικό χάος του αρχαίου κόσμου και οι Εβραίοι της Ρώμης ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν, όταν άνοιγαν τις πόρτες των συναγωγών τους για να του προσφέρουν βήμα». Ο Καθολικισμός όμως πρόβαλλε αντίσταση στην εξόντωση των ψυχικά ασθενών και εγκληματιών. Ωστόσο, παρ’ όλες τις βίαιες μικροεξεγέρσεις που ξέσπασαν, η Καθολική Εκκλησία υπέγραψε συμφωνία (Ραϊχσκονκορδάτο) με το καθεστώς, στις 20 Ιουλίου 1933. Έπρεπε να δηλώσουν οι Γερμανοί καθολικοί πίστη στο καθεστώς σε αντάλλαγμα της αποδοχής της Καθολικής Εκκλησίας στη Γερμανία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top