Fractal

8 Ποιήματα

της Νατάσας Παπανικολάου // *

 

imagespoihsh

 

Κακιά κόρη

Περπατάω ανάποδα με τα χέρια στο πάτωμα

Είναι αυτό που με κάνει κακιά κόρη;

Είμαι ο άνδρας που δεν ήθελα ποτέ να γίνω

Κλείνω τα μάτια για να σκεφτώ

Είναι αυτό που κάνει κόρη κακή;

Κάθε μέρα τρέμω μην με πλακώσει ο γυάλινος φράχτης

και πέσω νεκρή.

Είναι αυτό που κάνει κόρη καταθλιπτική;

Κόρη στρατηγού, κόρη νεκρού, κακιά κόρη,

γεροντοκόρη

Μια φορά έβγαλα τα ρούχα μου στον διάβολο μπροστά. Με κάνει αυτό κόρη κακή, κόρη εκδικητική;

Φεύγω κάθε λίγο για το νησί

Με κάνει αυτό κόρη μισή;

Σ αγαπώ μαμά σ αγαπώ μπαμπά και όλους σας τους εαυτούς που δεν θέλετε να γνωρίζω

Κι εσείς αναθεματίζετε την κάθε στιγμή

Είναι αυτό που με κάνει τρυφερή

Είναι αυτό που με κάνει σκύλα;

Γνωρίζω όλα όσα θα θελα να ξέρω για σένα

γνωρίζω το γέλιο σου γνωρίζω εσένα

Αλήθεια εσύ θα με έλεγες κόρη κακή;

Κόρη στρατηγού, κόρη ματιού, κακιά κόρη, γεροντόκορη

Ο γιος σου θέλει να με κάνει από κόρη μάνα

Μα μια κακιά κόρη δεν θα γίνει μάνα

αλλά παρά-μάνα

Κόρη από την Αίγυπτο, κόρη κακή, κόρη επιληπτική

 

Η φάλαινα που έχει μεταμφιεστεί σε κύμα.

Είμαι σαν τη φάλαινα που έχει μεταμφιεστεί σε κύμα,

πάνω σε τούτο το μαύρο σεντόνι που με πέταξες σήμερα το πρωί.

Και οι λέξεις είναι βαριές σαν κλειδιά που σέρνονται κάτω από κλειστές πόρτες για να καταλήξουν στη σόλα ενός παπουτσιού που θα κόψει την πορεία τους στο πάτωμα. Και αυτή η μικρή γραμμή που αφήνουν πίσω τους, μια άσπρη σκόνη, είναι αυτό που δε μου λες αλλά ζει μέσα στο κοκαλιάρικο στήθος σου που καίει. Κι εγώ θέλω να πετάξω μέσα από τη χαραμάδα στο πατζούρι, που αφήνει το φως να μπει στο δωμάτιο και να έρθω στη δουλειά, να σου δώσω ένα φιλί σαν αυτά που δίναμε σήμερα το πρωί που δεν σήμαιναν τίποτα αλλά ήταν η υπόσχεση ότι θα έρθουν άλλα που θα σημαίνουν. Αλλά δεν μπορώ, γιατί είμαι σαν την φάλαινα που είναι μεταμφιεσμένη σε κύμα, πάνω σε τούτο το μαύρο σεντόνι που με πέταξες σήμερα το πρωί.

 

(άτιτλο)

Λίγο πριν το βλέμμα σου ξανασυναντήσει το δικό μου

Εγώ θα τρέχω ανάμεσα στα φύλλα, θα τρέχω μέσα στο κεφάλι σου

σαν μια σταγόνα που θα σε δροσίζει.

Λίγο πριν το βλέμμα σου συναντήσει ξανά το δικό μου, στο αεροδρόμιο, δευτερόλεπτα πριν θα βγω απ το κεφάλι σου και θα εκραγώ στην αγκαλιά σου.

 

(άτιτλο)

Η εσωτερική μου ζωή, αυτό που λένε,

σε ψάχνει στους αρμούς, στα χαρακώματα

σε κάθε μεταίχμιο ορατού και αοράτου. Αναρωτιέμαι.

Για πόσο ακόμα θα σ ανασταίνω όταν ένας θάνατος θα ξυπνά μέσα μου το χτικιό αυτό του μολυβιού που κάποτε αποκάλεσες σεισμογράφο?

Η εσωτερική μου ζωή, ένα χταπόδι με χέρια απλωμένα στο σκοτάδι, ένας βρυκόλακας με κόκκινα μάτια γνωρίζει πως θα γράφω για σένα

όταν η ψυχή μου θα ναι σαν τεντωμένο σεντόνι μες τη βροχή, όταν μ αυτό θα στρωθεί το νυφικό κρεβάτι,

κι οι μέρες θα περνούν με έρωτα και ξεγνοιασιά κι εσύ θα με τρως από μέσα σαν ζιζάνιο αιώνιο και κάθε νύχτα θα ψιθυρίζεις στο βρικόλακά μου όσα δε ζήσαμε.

 

Ο άντρας που φεύγει

Ο άντρας που φεύγει στριφογυρίζει τα κλειδιά με μανία σα να δε στον καθρέφτη λίγο πριν, το κεφάλι του να αιωρείται.

Ο άντρας που φεύγει πάει, λέει, για το μεροκάματο κι οι λέξεις τρίζουν.

Πίσω απ την πόρτα πια, τα βήματα του ακούει, σαν να ναι οι σκέψεις του που πατούν σε κάθε σκαλοπάτι και το ραγίζουν.

Ο άντρας που φεύγει

δε γυρίζει το κεφάλι πίσω να κοιτάξει την πυρκαγιά που έβαλε, το σεισμό που ξερίζωσε το σπίτι,

την κοπέλα λευκή απ τη σκόνη που πέφτει απ το ταβάνι και μέσα απ τις φλόγες να του χαμογελά.

 

Γάμος

Θέλω να μείνεις μια μέρα,

να πέσουμε σε λήθαργο εφηβικό

και να ξυπνήσεις μες το μεσημέρι,

να πεις μα τι γυρεύω ακόμα εδώ;

Θέλω να μείνεις μία μέρα

την ώρα που ο ήλιος πέφτει επάνω στο κορμί

κι εκείνο ασπρουλιάρικο και ξένο ,

ψάχνει το χάδι ή την υποταγή.

Θέλω να μείνεις μία μέρα

μια κούπα να σου ψήσω εγώ καφέ,

κουβέντα στην κουβέντα ν αρχίσει η μουρμούρα να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου ποτέ.

 

Μικρά σφαγεία

Οι γονείς μου καθρεφτίζονται στο καθαρό τους κούτελο.

Τις αστραπές βέβαια τις τρέμουν

Τους χαρακώνω συχνά μα δεν έχουν συνηθίσει

Μα κι εγώ δεν κερδίζω κάτι.

Χάνω διαρκώς σε αυτόν τον πόλεμο

Γιατί όλες οι οικογένειες είναι μικρά σφαγεία και μερικές φορές το αίμα στάζει από τα νύχια και τη μύτη.

Τότε η μάνα τρέχει με το χαρτομάντηλο για να μην σε δει η γειτόνισσα.

 

Η Λιλιάνα κλαίει

Γιατί δεν αφήνουν την Λιλιάνα να κλάψει;

Να πλαντάξει στο κλάμα και τα δάκρυά της να σκεπάσουν τον τάφο σου;

Διαβάζω με τα μάτια σου και το πρόσωπό μου είναι ίδιο με το δικό σου. Το σκοτεινό μου θεμέλιο αναδύθηκε πάλι. Θέλω να το ξεριζώσω. Γιατί να μην έχει λίγο χιόνι μέσα του για να ζεσταθώ;

Αφήστε την Λιλιάνα να κλάψει να ξεσπάσει και να βρει αναπόφευκτα την χαρά εκεί που δεν την χρειάζεται.

Στα μεγάλα χέρια, στην παιδική χαρά των μεγάλων ανθρώπων και των μεγάλων σφαλμάτων, στην ακονισμένη σφαίρα, αυτή που δεν υπάρχει.

Γιατί δεν αφήνουν τη Λιλιάνα να κλάψει;

Να πάρει ένα ακόμη δώρο την τελευταία στιγμή απ το κουφάρι σου;

Αυτό που χρόνια με καθοδηγεί μυστικά, πήρε πάλι κεφάλι. Θέλω να το κρύψω. Γιατί να με πηγαίνει μόνο ως τη άκρη του γκρεμού;

Αφήστε τη Λιλιάνα να κλάψει για να έχει επιτέλους όλα όσα ζήλεύε στις κουρασμένες θεές.

Και τις φλέβες στο πέλμα, και τους κοκαλιάρικους καρπούς και τα χαραγμένα μάτια, εκείνα που θα βρει το φάντασμα και θα τα αναγνωρίσει όσα χρόνια κι αν περάσουν.

 

Νατάσα Παπανικολάου είναι δημοσιογράφος.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top