Fractal

Διήγημα: “Γράμματα σε σένα”

Της Νατάσας Γκόντη // *

 

 

f9

 

 

Πώς άλλαξαν έτσι ρε συ τα πράγματα? Ξέρεις τώρα δίνω εξετάσεις για πλάκα, μεταπτυχιακά, κλινικές ψυχολογίες και παλιά μου τέχνη κόσκινο. Αριστοτέλεια, φοιτητές, όχι τόσο τρελαμμένοι, όπως τότε, πιο σοβαρά ή σοβαροφανή πράγματα, καθηγητές οι ίδιοι, έδρανα τα ίδια, παράθυρα γυμνά, θρανία χαραγμένα με ψεύτικες καρδιές, μαυροπίνακες, σκουριασμένα συνθήματα και τοπία, τα ίδια. Άλλαξαν βέβαια κάποια πράγματα, αλλά αυτή την φορά ίσως είμαι μόνο εγώ αλλιώς, εγώ και μόνο. Ή εμείς, δηλαδή εσύ και εγώ. Μετά ξανακοιτάω προσεκτικά και όλα γύρω μου φαίνονται τα ίδια, απλώς με άλλα φορέματα. Τώρα στην μόδα ήρθαν τα ψηλοκάβαλα και ντύθηκαν με φανταχτερά iphone, iPod και iστοδιαλο, iΓιάννηφύλα μας.

Πώς άλλαξαν ρε συ τα πράγματα και αντί τώρα να σκίζομαι και να διαβάζω με τα bpm της καρδιάς μου σε ρυθμούς τέκνο, τσιλάρω σε ένα από τα πιο σοφιστικέ καφέ μπαρ της πόλης και γράφω στους ανύπαρκτους εραστές, σε εκείνους που πέρασαν, γέρασαν και άλλαξαν, και εκείνοι. Ως προς τί; Ως προς το χρώμα των μαλλιών και τα μούσια. Ναι τώρα πάλι της μοδός είναι η τρίχα. Στους άντρες βέβαια. Πάντα από εκεί ξεκινάει, εκεί μένει. Και ο αναγνώστης θα βγάλει πάλι συμπεράσματα για τη συγγραφέα και πως στέκει το αιδοίο της. Πώς να ‘ναι άραγε;Γιατί τελικά μόνο αυτό δεν μετράει;

Θυμάσαι τότε που ανεβαίναμε εκείνα τα μαρμαρένια λερωμένα σκαλιά. Και τώρα έτσι είναι. Κάποτε βγαίναμε εκείνες τις φωτογραφίες της ορκωμοσίας και μια στιγμή, ίσα με το κλικ της φωτογραφικής μηχανής, όσο διήρκησαν εκείνα τα στημμένα χαμόγεμα, οροματιστήκαμε τα μελλοντικά μονοπάτια,τα γεμάτα υποσχέσεις. Έτσι παραμένουν εκείνα τα σκαλιά, βέβαια σα να μου φαίνονται πιο καθαρά. Και εκείνα άλλαξαν μάλλον. Εκείνο που σίγουρα δεν άλλαξε είναι η αίσθηση μου όταν χάνομαι στον κόσμο των μπαρ. Ξέρεις γιατί μ΄αρέσει τόσο πολύ; Αναρωτήθηκες ποτέ; Ή μήπως μ’αφήνεις να σου λέω κάθε φορά τα ίδια γιατί σ΄αρέσει. Γιατί τόσο πολύ τα αναζητάω σε όποια πόλη, σε όποια γωνιά του κόσμου και αν βρεθώ; Επειδή εκεί βρίσκω την γαλήνη που ποθώ. Είναι εκείνα τα σπίτια που επιλέγω να δημιουργώ, να ταξιδεύω, να ξεφεύγω και ποτέ δεν θα προδώσουν αυτή μου την αίσθηση και ανάγκη. Εκεί μέσα ζω. Γράφω, περιμένω έναν αγαπημένο άλλο, κάνω έρωτα, άλλοτε με τα μάτια, άλλοτε με το σώμα ολόκληρο. Άλλοτε με όλο μου το είναι. Εκεί μεθάω, ξεχνάω, αγαπάω, επαναπροσδιορίζομαι, χαλαρώνω, κλαίω, γελάω, ανακαλύπτω γεύσεις και χαμμένους ανθρώπους, ζωγραφίζω με λέξεις, φλερτάρω, ανοίγομαι και δηλώνω πως ψάχνω φίλους. Ποιός θα με παρεξηγήσει, άλλωστε έτσι δεν είμαστε όλοι; Μήπως φίλους δεν ψάχνουμε στα μπαρ; Ακόμη και είναι της στιγμής. Τί σημασία έχει; Τη γεύση εκείνων των ανέμελων αθώων που ποτέ δεν αλλάζουν. Μείνανε εκεί παγωμένοι να χαζεύουν τα πολύχρωμα φώτα και τα ζωηρά χαμόγελα. Να χαιδεύουν τα μακρυά μαλλιά ανέμελων κοριτσιών με την ελπίδα να πάρουν πίσω κάτι από την νεότητα τους την κλεμμένη. Από εκείνα τα φρέσκα, σφρυγιλά κορμιά κάποια ματαιωμένα βράδυα. Στον ήχο του πάγου, στο ιδρωμένο από πόθο ποτήρι καθρεφτίστηκα, στον κόκκινο αναστεναγμό και το χαμηλωμένο βλέμμα.

Στους γεμάτους δρόμους που σε οδήγησαν σε εκείνα τα ανεπανάλληπτα «εγώ» και «εγώ». Το ρημαγμένο κλειστοφοβικό δωμάτιο που πάντα γυρίζεις για να ξανααγαπήσεις, να εκτιμήσεις, να αναθεωρήσεις και να ξαναγεννηθείς. Αυτό δεν αλλάζει και παντα θα συγχωρείς, πάντα θα θυμώνεις και θα εξορκίζεις μακρυά εκείνο που αγάπησες, αλλά και αυτό θα αλλάζει καμιά φορά. Γιατί εδώ φιλενάδα αλλάξανε τα πράγματα και ας σου γράφω μαλακίες τόση ώρα. Εκείνο που άλλαξε είναι και εκείνο που μας σώζει τελικά.

Βιώνω αυτές τις αλλαγές, μικρούς καθημερινούς θανάτους της περηφάνιας μας και αλαζονείας για να βγαίνω πάλι από εκείνο το μίζερο καβούκι, έτοιμη να κατασπαράξω τον κόσμο.

Έτοιμη να αρνηθώ αγάπες για να αγαπήσω πιό πολύ και έπειτα να θέλω να το μάθει όλη η πλάση. Δεν άλλαξε και εκείνη η διάθεση για ελευθερία, για αναδόμηση και έκρηξη. Πνευματική ψυχομαγεία και πράξη, πράξη ανεκπλήρωτη, αναβλητικότητα ενός σημαντικού εαυτού. Το στυλό προτρέχει της εκκεντρικής, διαφανούς σκέψης και σκάει λέξεις στο χαρτί. Η αλήθεια είναι ότι ούτε αυτό έχει αλλάξει. Άλλαξα το smartphone και δεν έχω whats app και έτσι δεν ξέρω τι κάνεις τώρα αλλά είναι σαν να ξέρω γιατί και εσύ αγαπάς τα μπαρ. Εκεί ζεις και εσύ.

 

 

 * Η Νατάσα Γκόντη γράφει ποίηση εδώ και πολλά χρόνια. Είναι απόφοιτος Ψυχολογίας με μεταπτυχιακές σπουδές στην  Βαρκελώνη οπού και έζησε για  3 συνεχή έτη. Στην συνέχεια εργάστηκε και έμεινε στην Μαγιόρκα μέχρι και φέτος την Άνοιξη όπου και αποφάσισε να αφήσει μια δουλειά που δεν την  εξέφραζε για να ταξιδέψει στην Ασία και να πραγματοποιήσει το όνειρο της, να δει την Ιαπωνία. Σήμερα συνεχίζει την περιπέτειά της και ζει στην Ελλάδα όπου και ερμηνεύει, ξαναζεί και θυμάται το πριν και το μετά. Το αν θα παραμείνει ή κινήσει για  τον επόμενο προορισμό είναι θέμα χρόνου… ως τότε γράφει πιστά και μεταδίσει συναισθήματα, ωμές εικόνες και σκέψεις εμπνευσμένες από αγαπημένα πρόσωπα, η μουσική, τα ταξίδια και την αστική ζωή..

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top