Fractal

Από τον Χρόνο πολύ πιο πέρα

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

“Να ’χω το νου μου” Σωτήρης Κακίσης, εκδόσεις βακχικόν

 

ωραία που ήταν η ζωή! ωραία που πέρασε, σαν μια γλύκα και μισή, μ’ ανθρώπους να ’ρχονται και να φεύγουν σιωπηλά, σαν με πιρόγες σε ποτάμι, σαν στο Μεσολόγγι χωρίς καρίνα πάλι όλες τους οι πορείες αριστερά και δεξιά μου, σαν ποδήλατα σε βουβές ταινίες στην Ινδία, σαν χωρίς ήχο λέω όλων των ανθρώπων οι κινήσεις γύρω μου ώς τώρα, οι απορίες όλες. ωραία που ήταν η ζωή! μαυρόασπρη ολόκληρη τώρα πια μέσα μου, κι όλ’ αυτά τα άσχημα χρώματα επιτέλους απέξω μου, ακίνδυνα επιτέλους.

 

Θέλω να αρχίσω απ’ αυτό και μέσα του να διαβάσω σε συνέχειες τον κόσμο του Κακίση. Για μια ακόμη φορά. Η κίνηση των σωμάτων μέσα στη σιωπηλή ακινησία· το άσπρο και το μαύρο που μόλις έχουν, σε θριαμβευτική πορεία, καταργήσει όλα τα χρώματα· τα πρόσωπα και οι τόποι αιφνίδιες παρουσίες της μνήμης· οι απορίες ευτυχώς όλες ακόμα εδώ με την παιδική τους αθωότητα να αχρηστεύουν τον κίνδυνο – αν η ζωή νοείται έτσι. Και εκείνος ο ανελέητος Παρατατικός «ήταν». Αυτό το ρήμα είναι που δίνει το έναυσμα για την εν πολλοίς «αναμνηστική» ποίηση του Κακίση αλλά και στον αναγνώστη-κοινωνό της ποίησής αυτής την αφορμή για τις προσωπικές του καταδύσεις στη μνήμη.

Ο κόσμος των προσώπων και των τόπων – άγιες συναντήσεις μαζί τους, ακόμα πιο άγιες οι αναμείξεις τους. Έτσι όπως ο νους πηγαίνει προς τα πίσω και μαζεύει κομμάτια και αποσπάσματα ζωής. Όσα θέλεις να βάλεις σε μια σειρά την ώρα (που τη θεωρείς ύστατη), κι αυτά αντιστέκονται και επιλέγουν τις δικές τους συνευρέσεις. Οι υπέροχες εικόνες του Κακίση. Είναι οι γονείς, οι φίλοι, οι έρωτες, μα πιο πολύ ο εαυτός του παιδί. Σαν μια ταινία από κείνες τις παλιές που παρακολουθεί από τις πίσω θέσεις του κινηματογράφου, με τον μάγο Φελίνι να σκηνοθετεί πότε στην οθόνη και πότε στο μυαλό του μέσα. Ένας κόσμος με όλο το συλλογικό παρελθόν παρέα με αυτό της προσωπικής του ζωής. Οι μύθοι που εξέθρεψαν τη συλλογική μας μνήμη παρέα με τους προσωπικούς του μύθους, όπως πλάστηκαν από πολλά πρόσωπα των συναναστροφών του όλα αυτά τα χρόνια.

 

[…] όσο γι’ αυτήν εδώ τη ζωή, ευτυχώς που ώς τώρα είχε και Όμηρο, κι Αχαιούς, και Μαραθώνα, κι Αρίμνηστο. ευτυχώς που είχε ώς τώρα τους δικούς μου όλους, γονείς και προγόνους κι έρωτες. και παρόν.

 

Και τα γραφόμενά του, ποιήματα φυσικά, μόνο που έχουν τετραγωνισμένη τη μορφή τους (σαν να θέλει να τα στοιχίσει σε σειρές θρανία σχολικά) μα αυτά όλο να του ξεφεύγουν με αδιόρατες κινήσεις και να ολοκληρώνουν τη ζωή τους εν πλήρει ελευθερία. Ποιήματα λοιπόν. Και ο Κακίσης ποιητής πρωτίστως, που γράφει πάντα σχεδόν σε πρώτο πρόσωπο κοιτάζοντας όχι τον καθρέφτη του αλλά τον χρόνο που πέρασε από πάνω του και τους ανακαλύπτει μέσα του όλους, ζώντες και τεθνώτες εν χορώ.

Ίσως περισσότερο από τις προηγούμενες ποιητικές του συλλογές εδώ η σκέψη του κινείται στο θέμα του θανάτου – σε ένα του ποίημα μάλιστα του χαρίζει και το κεφαλαίο γράμμα σε μια απόπειρα αντίστιξης με το εφήμερο και το ασήμαντο των πραγμάτων, που αναδεικνύονται ωστόσο μέγιστα:

 

μας χωρίζει ο Θάνατος, αυτός ο χαζός. αυτός που κάνει αλλιώς τους ανθρώπους, τα παιδιά από παιδιά θάνατο, από αίμα νερό, από νερό μετά ρίζες. μας χωρίζει χωρίς λόγο άμα σκεφτείς, έτσι, σαν δάσκαλος κακός, σαν συγγραφέας της συμφοράς, σαν σκηνοθέτης ανόητος, αργός όταν δεν πρέπει, γρήγορος όταν δεν σκέφτεται. ο Θάνατος: ένα τίποτα τελικά μπροστά στο τώρα, ένα μηδενικό μπροστά σε τόσων γλυκών πραγμάτων την υπερβατική, την αήττητη ασημαντότητα.

 

Θα μπορούσε να διαβαστεί όλη η συλλογή σαν μια ενδιαφέρουσα μελέτη θανάτου, είναι όμως ιδιόμορφη αυτή η προσέγγιση του ποιητή στο φυσικό τέλος της ζωής, τουλάχιστον όπως η νόησή μας το συλλαμβάνει σαν τέλος. Εκεί που λες πως άλλη μια εικόνα ανασύρει από αυτές που πονούν, γιατί είναι δηλωτικές μιας προσωπικής απώλειας, εκεί ακριβώς η σκηνή μεταλλάσσεται σε ποθητή επιστροφή· ο Χρόνος συρρικνώνεται και ακουμπά όλο του το σώμα (βιωμένο και αβίωτο) σε μια καθημερινή σκηνή με το αγαπημένο πρόσωπο. Έτσι θα έπρεπε να είναι, όμως, σκέφτομαι. Ο θάνατος (με μικρό ή κεφαλαίο γράμμα) να είναι συνειδητά η συνέχεια της ζωής – τα προηγούμενα και τα επόμενα κεφάλαιά της. Και από τις παλιές εικόνες να ξεπηδά, όπως εδώ στο επόμενο ποίημα, μια ζωή πλήρης, γεμάτη από την απλότητα και την άγια καθημερινότητα. Με το πρόσωπο στις διαδοχικές του  μορφές μέσα στον Χρόνο,  να βρίσκεται παντού.

 

πού παντού, δηλαδή; πιο πολύ στα Καμένα Βούρλα καλοκαίρι, με λεμονάτο μπροστά μου κρέας στο πιάτο, και πουρέ, όχι πατάτες τηγανητές. και μπροστά μου, απέναντί μου χαμογελαστή να ξαναείναι, ποιος άλλος, εσύ η μάνα μου. κι ένας άγνωστος δεξιά μου, αόρατος για ’κείνη, για μένα όμως κανονικός άνθρωπος: η ζωή μου. η ζωή μου! σαν το πρόσωπό του ήρεμο, σαν τα χέρια του ακίνητη, σαν τα δάχτυλά του η ζωή μου λεπτή. και ζέστη υπέροχη, μια παραλία μπροστά μας κατάφωτη ο Χρόνος ολόκληρος. δεν θέλω να ’μαι προς τα ’δω, προς το τέλος. εκεί, στην αρχή, άλλος Θεός ήτανε, είναι. άλλος, υπέροχος τόπος.

 

Σωτήρης Κακίσης (φώτο του Κύριλλου Σαρρή)

 

Κάθε φορά που διαβάζω μια νέα ποιητική πρόταση του Κακίση λέω πως έχει φτάσει στην απόλυτη (ποιητική) ωριμότητα, και πάλι αναθεωρώ στην επόμενη κίνησή του. Δεν είναι παρά μια διαρκής αναμέτρηση με τις λέξεις (φαινομενικά αυτό) και με τις (διαρκώς κι αυτές) ανανεωμένες εικόνες που ανασύρει από τη μνήμη. Και κάθε φορά παρεμβαίνει διαφορετικά και τις δίνει σαν να είναι πρωτοϊδωμένες, πρωτάκουστες. Η στροφή στο παρελθόν (σαν μια υποσυνείδητη ανάγκη) συνηγορεί για μια κατάσταση μοναχική, η οποία θα έλεγα ότι στην περίπτωση του Κακίση δεν συνάδει με τα βιώματά του. Προτιμώ, επομένως, να πω ότι πρόκειται για μια συνειδητή απολύτως επιλογή που του δίνει την ευκαιρία μιας αποτίμησης των βιωμένων του και βοηθά περισσότερο στον εντοπισμό του σημερινού του στίγματος. Η ποίηση, έτσι, είναι η ώρα που μιλάει με όλες τις στιγμές του (είναι η ώρα που μιλάμε εγώ με όλες, μα με όλες μου τις στιγμές) χωρίς να αποκλείει καμία φθάνοντας ως το τώρα.

 

και τώρα που μιλάμε εγώ περπατάω αλλού. σε άλλο χρόνο τα πόδια μου άνετα με ξαναπάνε σ’ άλλης εποχής τη γλύκα, σε καλοκαίρι κατακόρυφο, σε νησιά σαν Αφρική ιδρωμένα. κάπου, δεν μπορεί, θα βρίσκομαι. έστω σε μια φωτογραφία, σ’ ένα βουνό μαυρόασπρο, σ’ ένα σπίτι στο γκρεμό  πάνω μόνο του, με τα πάνω πατώματα προς τα κάτω. […]

 

Γιατί, είναι αλήθεια, η ποίηση αυτή μοιάζει ταυτόχρονα να εμπεριέχει το φορτίο του πένθους αλλά και της ψυχικής ανάτασης. Θεωρώ πως αυτό το γνώρισμα το έχουν οι ποιητές που έχουν ενσωματώσει την έννοια της κορυφαίας αντίστιξης με το αληθινό της νόημα: η ζωή και η μη ζωή είναι οι δύο όψεις ενός και του αυτού. Δεν μπορείς να μιλήσεις για τη μία χωρίς την ίδια στιγμή πίσω από τα λόγια σου να αντιφεγγίζει η άλλη.

 

Άφησα για το τέλος ένα σχόλιο για το εξώφυλλο – μαζί για τον τίτλο και τη φωτογραφία. Η σκηνή από την ταινία «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού» του Μισέλ Γκοντρί. Αγαπημένη ταινία που πραγματεύεται το θέμα της μνήμης και της δυνατότητας που έχουμε να παρέμβουμε στα δεδομένα της. Ο τίτλος, τώρα, του βιβλίου έρχεται να πει τον δικό του συμπληρωματικό λόγο με τη δισημία του – τουλάχιστον για τη δική μου ανάγνωση. Να έχω το νου μου, ναι, να προσέχω την κάθε στιγμή, να αποθηκεύω μέσα μου τις εικόνες, τα πρόσωπα. Αυτά μένουν ως το τέλος μαζί μου. Αλλά και η άλλη εκδοχή. Να έχω το νου μου, να φροντίσω να μη χάσω τη σκέψη μου, το λεπτό νήμα που με κρατάει σε σχέση με όλα, και τα δικά μου και των άλλων, και τα περασμένα και τα τωρινά. Μαζί, λοιπόν, η προσοχή αλλά και η φροντίδα, ή έστω η έγνοια ή ακόμα και η αγωνία. Όλα αυτά μαζί να συνιστούν το σήμερα της ζωής αλλά και να εκβάλλουν έξοχα στην ποίηση.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top