Fractal

Να μην κάνεις κακό σ’ εκείνον που δεν φταίει

της Κούλας Αδαλόγλου // *

 

fractal_summerΗ φασαρία έγινε στο καφενείο της πλατείας. Έβαλε η τσιγγάνα τα χέρια στη μέση και Πρέπει να πάρουμε τις βέρες και να βγάλουμε τα στεφανοχάρτια, συμπέθερε, το κορίτσι είναι έγκυος, τι περιμένουμε; φώναξε στον Μπάμπη. Κι εκείνος, όχι ακριβώς ανίδεος, αλλά οργισμένος για το θράσος της να τον ντροπιάσει μπροστά στους φίλους του, της είπε να το ξεχάσουν, τέτοιος γάμος δεν πρόκειται να γίνει, κι αν έβαλαν στο μάτι την προίκα της Ρίτας, είναι γελασμένοι. Κι οι φίλοι του συγκατένευσαν, μπράβο Μπάμπη, μην κάνεις πίσω.

Τον έλεγαν Βαλεντίνο. Έτσι τον βάφτισε η νονά του, δασκάλα, είχε τη μεγαλύτερη αδερφή του στο σχολείο και συμπάθησε την οικογένεια, Κύριος οίδε τι απωθημένα ερωτικά έβγαλε με το όνομα. Ήταν όμορφος. Μαύρα μαλλιά ως τη βάση του λαιμού, πότε μαζεμένα πίσω και πότε στην κορυφή του κεφαλιού. Μάτια μαύρα, πυρετικά, να σε κοιτάν και να λιώνεις. Κι ένα χρυσό κρικάκι στο ένα αυτί. Δούλευε με τον πατέρα στις λαϊκές. Ή με το αυτοκίνητο φορτωμένο έφερναν βόλτα τα χωριά, με ζαρζαβατικά. Εδώ και πέντε χρόνια είχαν αφήσει το τσαντίρι στις παρυφές της πόλης, κι έμενε σε τροχόσπιτο, στα όρια της γειτονιάς των τσιγγάνων, με τη μάνα, τον πατέρα και τη μικρή αδερφή.

Δούλευε στο σούπερ μάρκετ. Όταν είδε ότι δεν πρόκειται να σπουδάσει, έπεισε τον πατέρα να της νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα, δωμάτιο και κουζίνα, και έπιασε δουλειά στην πόλη, μιάμιση ώρα μακριά. Στο χωριό το είχε ακούσει άπειρες φορές ότι είναι άσκημη. Δεν ήταν άσκημη, ασήμαντη ήταν, το ήξερε. Η μάνα της, όταν μάλωναν, την έλεγε ζαβή. Ασήμαντη ήταν, ζαβή όχι, να μόνο δεν καταλάβαινε πολλές φορές τι εννοούσαν οι άλλοι, αν την ειρωνεύονταν ή μιλούσαν σοβαρά, αν θα έπρεπε να τους εμπιστεύεται ή όχι. Αθώα την είπε αυτός, και της άρεσε. Αθώα, και τον εμπιστεύτηκε. Και ήταν ωραία που ήταν μόνοι και τη φιλούσε στην αρχή σε όλο το πρόσωπο, και αυτή μούδιαζε από ευχαρίστηση, σε όλο το σώμα μετά κι αυτή λιγωνόταν. Που μπήκε μέσα της, γιατί δεν άντεξε της είπε, και δεν πήρε προφυλάξεις, και μετά πάλι και πάλι, γιατί έτσι ήταν πιο καλά, και αυτή αφηνόταν, γιατί φοβόταν μη χάσει αυτή την πολύτιμη ηδονή.

Αθώα, και του είχε μιλήσει για το εφάπαξ του πατέρα. Και τον είχε αγαπήσει ως το τελευταίο μόριο του σώματός της.

Στο χωριό μιλούσαν τις επόμενες μέρες για τον χαμένο και τον κερδισμένο. Κανείς δεν μέτρησε το δικό της χάσιμο. Κι απ’ τις δυο πλευρές προδομένη; Επίτηδες λοιπόν την γκάστρωσε, για τα λεφτά; Και οι δικοί της; Τι τους ένοιαζε αφού αυτή τον ήθελε. Κι εκείνος, ο Βαλεντίνος, ούτε ένα τηλεφώνημα στο κινητό. Δεν άντεχε να τον χάσει. Δεν άντεχε το σώμα της να ζήσει χωρίς αυτόν. Είχε αλλάξει το σώμα της, όλοι το παρατήρησαν, όχι που περίμενε παιδί, ήταν πολύ νωρίς, αλλά είχε ασπρίσει θαρρείς και ήταν λείο το δέρμα και έλαμπε. Ιδιαίτερα ύστερα από κάθε φορά που κάνανε έρωτα. Μυρίζεις όμορφα, της έλεγε αυτός, κι αυτή έπαιρνε από το σούπερ μάρκετ την κολόνια που μύριζε γαρδένια, και έτριβε το κορμί της. Δεν άντεχε το σώμα της χωρίς το σμίξιμό του. Γινόταν πάλι αχαμνό, μέρα τη μέρα, και μαράγκιαζε.

Πέρασε μια βδομάδα, οι δικοί της άρχισαν να χαλαρώνουν, μπας και ξεπεραστεί το πρόβλημα. Κανείς δεν την είδε να χώνεται στην αποθήκη με τα φυτοφάρμακα και να βγαίνει με το σακουλάκι προσεχτικά φυλαγμένο στην τσέπη της. Περίμενε να καθίσουν στο τραπέζι. Έφερε το ποτήρι της γεμάτο με νερό από την κουζίνα. Οι γονείς δεν πρόσεξαν τη λεπτομέρεια. Στην υγειά σας, είπε, ας είστε καλά που τα καταφέρατε έτσι. Το ίδιο μήνυμα είχε στείλει πριν από λίγα λεπτά και σ’ εκείνον: ας είστε καλά που τα καταφέρατε έτσι.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό. Ήταν αυτός. Το ποτήρι μετέωρο. Και σχεδόν ταυτόχρονα ένα μήνυμα. Άφησε το ποτήρι στο τραπέζι. Είχε κάνει απόρριψη στην κλήση, αλλά διάβασε το μήνυμα. Θέλεις να έρθεις να μείνεις μαζί μου; Χεσ’ τους όλους. Απάντησε χωρίς να σκεφτεί Ναι. Ένα δευτερόλεπτο αν αργούσες, μονολόγησε. Χαμογελούσε και το πρόσωπό της ήταν φωτεινό. Πήρε το ποτήρι και το πέταξε στο πάτωμα, χίλια κομμάτια, σαν τη μαύρη μου την ώρα που έφυγε, είπε φωναχτά, ενώ η μάνα τσίριζε να μαζέψει αμέσως τα γυαλιά κι ο πατέρας με το ζόρι κρατήθηκε να μην τη χαστουκίσει, σαν τα μούτρα τους έγινες, για σκυλάδικο το πέρασες; Καθάρισε αμίλητη, μπήκε στο δωμάτιό της και ξαναβγήκε σε λίγο με τη βαλιτσούλα της, τους αποχαιρέτησε από μακριά, να μου εύχεστε καλή τύχη, είπε, και έφυγε αμέσως, χωρίς να ακούσει ούτε τα σκουξίματα ούτε τις κατάρες αντί για ευχές.

Την αποκλήρωσαν, ο πατέρας συνέχεια να βρίζει και να αφρίζει, η μάνα με τα χείλη της σφιγμένα.
Έμεναν σε ένα μικρό τροχόσπιτο, κοντά στους δικούς του, όσο να πεις λιγότερα να έξοδα από ένα διαμέρισμα, θα ’ρχόταν και το μωρό, καλά της φέρνονταν, ο Βαλεντίνος δούλευε πολλές ώρες, όπως μπορούσε, μόνον αυτή είχε αρχίσει να φοβάται πόσο μόνη είναι και τι θα γινόταν αν ο καλός της την έδιωχνε κάποια μέρα – δεν συμβαίνουν τάχα αυτά; – τι θα γινόταν χωρίς δουλειά, χωρίς στήριγμα, και με το παιδί. Ήταν και κάτι μπηχτές της πεθεράς, εμείς αυτά μπορούμε να σου δώσουμε κι ας έδιναν και κάτι οι δικοί σου που σε παράτησαν χωρίς δεύτερο βρακί…

Γέννησε καλά και εύκολα, ένα κοριτσάκι τρία και κάτι, πώς βγήκε ένα τέτοιο μωρό από το καχεκτικό σώμα της, μωρό ροδαλό και άσπρο, με σκούρα μάτια και μαλλιά, ο Βαλεντίνος και η οικογένειά του καμάρωναν. Δεν πήρε τηλέφωνο σπίτι της, πήρε όμως στη γειτόνισσα τη Λένη κι εκείνη μετέφερε τα νέα στη μάνα της. Σαν να άπλωνε ένα χέρι συμφιλίωσης. Δεν τηλεφώνησαν.

Μέσ’ στην παραζάλη της από τις ευθύνες της νέας μάνας, μέσα στους φόβους που την κυρίευαν, κυρίως τις νύχτες, σκέφτηκε κάποια στιγμή πως καλύτερα να είχε τελειώσει με το φάρμακο. Ύστερα κοίταξε το μωρό που χαμογελούσε στον ύπνο του, όχι, να το ρίξει δεν το είχε σκεφτεί ούτε λεπτό, ποτέ, ούτε και τώρα μετάνιωνε, αλλά αν είχε πεθάνει θα το σκότωνε κι αυτό. Σηκώθηκε και το άγγιξε απαλά, στο καλαθάκι που είχαν δίπλα τους. Μπορεί αυτό το όμορφο πράγμα που την πλημμύρισε να ήταν ευτυχία, σκέφτηκε, και μεμιάς ήρθε στο μυαλό της η ιστορία της Ντούλας.

Την θυμόταν την Ντούλα από τότε που ήταν δεν ήταν δώδεκα. Στον κόσμο της. Μια φορά που η Ντούλα τη βρήκε να κάθεται μόνη της στο παγκάκι της πλατείας, δίπλα στην εκκλησία, κι αυτή ντράπηκε να το βάλει στα πόδια, της είπε: όταν είσαι σε δυσκολία, όταν σε πιάνει τρέλα από τη ζωή, είναι θηρίο η ζωή, να προσέξεις να μην κάνεις κακό σ’ εκείνον που δεν φταίει.

Έγκυος έμεινε η Ντούλα, έξω από γάμο. Ο νέος δεν αναλάμβανε την ευθύνη του δεσμού τους. Δεν υπήρχε και τεστ DNA… Φαινόταν δε φαινόταν η κοιλιά, έμενε στο σπίτι της

Όταν ένιωσε πως έφτανε η ώρα να γεννήσει, ήρθε σε κάτι παρατημένες παράγκες, παλιά μαντριά, έξω απ’ το χωριό. Το μωρό γεννήθηκε, κι η Ντούλα του έστριψε το λαρύγγι, όπως ήξερε να κάνει από τις κότες της αυλής της. Τη βρήκαν. Και το νεκρό μωρό δίπλα της. Σχεδόν είχε παραφρονήσει. Πήγε στη φυλακή, πόσα χρόνια; Βγήκε, πού δούλεψε; Έχανε όλο αυτό το κομμάτι. Ο εραστής της όμως δεν ενδιαφέρθηκε. Έφυγε, στην Αυστραλία έλεγαν. Γριά πια ξαναγύρισε στο χωριό τους, ούτε τρελή ούτε καλά, με το φονικό να την κυνηγά στις μνήμες των παλιότερων και στους φόβους των παιδιών.

Το μωρό της ήταν αυτό που δεν έφταιγε, στη δική της ιστορία. Χαμογελούσε και κούνησε τα χεράκια του. Αυτό το όμορφο πράγμα που την πλημμύρισε ήταν ευτυχία. Όπως όταν ήταν παιδί, καλοκαίρι, ξύπναγαν με το χάραμα οι γονείς, ο πατέρας έφευγε για τα χωράφια, να προλάβει πριν πιάσει η ζέστη. Η μάνα τακτοποιούσε κάποιες δουλειές στο σπίτι. Τότε ακόμη ήταν αρκετά καλή μαζί της και την άφηνε στο κρεβάτι, όσο να προχωρήσει τη δουλειά της. Ξαπλωμένη, είχε δει πολλές φορές να ανατέλλει ο ήλιος, από το παράθυρο που ήταν ακριβώς απέναντί της. Γέμιζαν τα μάτια της φως, δεν ήταν πια στο κρεβάτι της, ήταν σαν να ταξίδευε στον ουρανό. Φωτεινός, ορμητικός ήλιος. Το μωρό της. Μόλις περνούσαν οι πρώτοι μήνες θα έψαχνε για κάποια δουλειά, ίσως στο σούπερ μάρκετ που δούλευε πριν, αυτό την ανακούφισε και την ηρέμησε λίγο.

Ήταν η Λένη που της τηλεφώνησε να πάει στο νοσοκομείο, πήγαν τον πατέρα της με εγκεφαλικό. Πήρε το μωρό και έτρεξε. Μπήκε στο δωμάτιο, η μάνα βουβή στην άκρη. Είναι σοβαρά; ρώτησε, δεν πήρε απάντηση, πλησίασε και έσκυψε να δει, απλανή τα μάτια του που κοίταζαν το ταβάνι. Η μάνα της πήρε το μωρό στην αγκαλιά.

 

Adaloglou* Η Κυριακή (Κούλα) Αδαλόγλου γεννήθηκε στη Βέροια το 1953. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πήρε μεταπτυχιακό στην εφαρμοσμένη γλωσσολογία από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και διδακτορικό δίπλωμα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων (1998-2007) και διευθύντρια του Καλλιτεχνικού Γυμνασίου Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης (2007-2011). Αποτελεί μέλος της συγγραφικής ομάδας των βιβλίων “Έκφραση /Έκθεση”, που εισήγαγαν την επικοινωνιακή γλωσσική διδασκαλία στο Λύκειο. Εργάζεται ερευνητικά σε θέματα που αφορούν τη διδασκαλία της γλώσσας και την αξιολόγηση της γλωσσικής ικανότητας των μαθητών. Συνισταμένη των ερευνητικών αναζητήσεών της αποτελεί η μελέτη “Η γραπτή έκφραση των μαθητών. Προτάσεις για την αξιολόγηση και τη βελτίωσή της”, εκδ. Κέδρος 2007, η οποία εστιάζει στο γράψιμο ως διαδικασία, μέσα από ποικίλα και διαφορετικά είδη κειμένων. Αφηγήματα και κριτικά σημειώματά της για σύγχρονους λογοτέχνες έχουν δημοσιευτεί σε γνωστά περιοδικά. Εξέδωσε έξι ποιητικές συλλογές, τελευταία η “Οδυσσέας, τρόπον τινά”, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2013. Επίσης, μία συλλογή διηγημάτων: “Βγήκε ένας ήλιος χλωμός”, εκδ. Ταξιδευτής, 2012. Ανθολόγηση ποιημάτων της έγινε στο περιοδικό της Λευκωσίας “Ακτή”, στο ένθετο “Ελληνομουσείον”, τεύχ. 68, φθινόπωρο 2006. 

Έργογραφία:
Ποιήματα: (1982) “Καταγραφές”, Θεσσαλονίκη, (1992) “Στο μεταίχμιο”, Θεσσαλονίκη, (1996) “Δύο ελεγείες και μία ωδή”, εκδ. Τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη (2001), “Μαθητεία στην αναμονή”, εκδ. Τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη, (2009) “Διπλή άρθρωση”, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα (2013) “Οδυσσέας, τρόπον τινά”, εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη
Διηγήματα: (2012) “Βγήκε ένας ήλιος χλωμός”, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα: (2011) “Έκφραση έκθεση για το γενικό λύκειο”, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (2009) “Ποιήματα του 2008”, εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, Αθήνα Μελέτη (2007) “Η γραπτή έκφραση των μαθητών”, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top