Fractal

Να με θυμάσαι

του Άγγελου Πετρουλάκη // *

 

fractal_summerΗ γυναίκα, που έπιασε το χέρι του άντρα και το τράβηξε ελαφρά προς το μέρος της για να το ακουμπήσει στη συνέχεια στο στήθος της, δεν ήταν μια οποιαδήποτε γυναίκα ή τέλος πάντων μια από τις γυναίκες εκείνες που θα μπορούσαν έστω και με κάποια δυσκολία να κάνουν κάτι τέτοιο. Η γυναίκα αυτή φορούσε τη λευκή μπλούζα του γιατρού και η μεταλλική πινακίδα έξω από την πόρτα του γραφείου της πληροφορούσε ότι επρόκειτο για την καρδιοχειρουργό Βασιλική Πατέρα.

«Πιστεύεις πως είμαι ελκυστική;», ρώτησε τον άντρα που είχε καρφώσει το βλέμμα του στα μάτια της. Εκείνος την κοίταξε αμήχανα. Ένιωθε τη ζεστασιά και την απαλότητα του στήθους της κάτω από την παλάμη του, αλλά ταυτόχρονα κι ένα κύμα ηδονής.

«Απόλυτα ελκυστική», της απάντησε, ενώ το χέρι του κινήθηκε κυκλικά πάνω στο στήθος της, με τα δάχτυλα να πιέζουν ελαφρά τη θηλή.

«Σου αρέσει το στήθος μου;», ξαναρώτησε.

Δεν της απάντησε, αλλά σκύβοντας πάνω της ακούμπησε απαλά τα χείλη του στη βάση του λαιμού της.

«Ο άντρας μου έχει να το αγγίξει κάτι χρόνια… Τρία… Τέσσερα… Ούτε που θυμάμαι…», ψιθύρισε στ’ αφτί του.

Η αμηχανία τον κυρίευσε κυριολεκτικά.

-Ίσως θα πρέπει να του τηλεφωνήσεις…

-Και τι να του πω; Ότι με βρίσκεις απόλυτα ελκυστική και πως εκείνος θα έπρεπε να είχε αφυπνιστεί και να μ’ έβλεπε σαν γυναίκα;

-Όχι… Να του πεις κάποια δικαιολογία για ν’ αργήσεις και να μη σ’ αναζητήσει. Γιατί θα ήθελα να φεύγαμε απ’ αυτόν το χώρο…

Ενεργοποίησε το κινητό της, με πρόθεση να τηλεφωνήσει στον άντρα της, αλλά προτίμησε, αντί να του μιλήσει, να του στείλει μήνυμα, γράφοντάς του πως είναι ακόμα απασχολημένη με τους ασθενείς της.

Βγήκαν από το γραφείο της στο διάδρομο και στη συνέχεια στον κήπο του νοσοκομείου. Προχώρησε πρώτη ανάμεσα στα παρτέρια.

«Πού έχεις το αυτοκίνητό σου;», τον ρώτησε.

«Ένα τετράγωνο έξω από την πύλη του νοσοκομείου», της απάντησε.

Προχώρησαν μέχρι την πύλη χωρίς ν’ ανταλλάξουν άλλη λέξη. Εκείνος διέσχισε πρώτος το δρόμο και βάδισε αμίλητος προς το μέρος όπου ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητό του, βυθισμένος σ’ ένα πέλαγος από σκέψεις. Εκείνη τον ακολούθησε, χαιρετώντας μια ομάδα φοιτητών που ήταν αραγμένοι στα τραπεζάκια ενός καφενείου.

«Τελειώσατε για σήμερα;», τη ρώτησε ευγενικά μια φοιτήτρια, που είχε σηκωθεί από την καρέκλα της για να τη χαιρετήσει.

-Όχι, θα επιστρέψω σε λίγο… Εσείς;

-Είχαμε τον καθηγητή Νικολάου, αλλά δεν ήρθε… Κι έτσι έχουμε κενό.

Προχώρησε προς το αυτοκίνητο, όπου ήδη είχε φτάσει εκείνος και την περίμενε έχοντας ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού. Κοντοστάθηκε πριν καθίσει δίπλα του.

«Είναι όμορφο να σου ανοίγουν την πόρτα για να μπεις», του ψιθύρισε, ενώ με το αριστερό της χέρι του έσφιξε ελαφρά το μπράτσο.

Ξεκίνησαν με κατεύθυνση την έξοδο της πόλης. Λίγα λεπτά, μετά, έτρεχαν στην εθνική οδό. Της είπε πως θα μπορούσαν να πιούν έναν καφέ στο πρώτο από τα χωριά που θα συναντούσαν κι εκείνη συμφώνησε, λέγοντας μόνο: «Αρκεί να είναι ήσυχα».

Οδηγούσε έχοντας το δεξί του χέρι πάνω στο γόνατό της και ρίχνοντάς της συνέχεια λοξές ματιές. Στο καφενείο που σταμάτησαν πήρε τα χέρια της στα δικά του και τα κράτησε ώρα, παίζοντας με τα δάχτυλά της.

«Δεν περίμενα πως θα μπορούσα να χαϊδεύω ερωτικά τα δάχτυλα που θα με χειρουργήσουν», της είπε, λίγο πριν η γυναίκα του καφενείου αφήσει μπροστά τους το δίσκο με τους καφέδες.

-Φοβάσαι;

-Όχι πια…

-Δεν ξέρω αν είναι έρωτας αυτό που νιώθω… Ξέρω όμως πως στο χειρουργείο θα είμαι γιατρός. Και όλα θα πάνε καλά…

-Είσαι όμορφη… Πολύ όμορφη… Θα ήθελα να μην είμαι ναρκωμένος όσο θα βρίσκομαι στο χειρουργείο. Να σε παρακολουθώ. Να βλέπω τις κινήσεις σου…

-Πρώτη μου φορά θα χειρουργήσω ασθενή για τον οποίο νιώθω…

Δεν αποτελείωσε τη φράση της. Δεν τολμούσε ακόμα να πει κάποια λέξη που να εκφράζει ερωτική έλξη, αν και αυτό ένιωθε για τον άντρα που είχε απέναντί της και που δεν τον είχε δει παρά τέσσερις ή πέντε φορές όλο κι όλο. Έφτασαν αυτές οι λίγες φορές για να δημιουργήσουν μέσα της όλες τις προϋποθέσεις που απαιτεί η γέννηση της ερωτικής έλξης;

Ούτε κι αυτός ήταν σε θέση ν’ απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα, όμως ήξερε καλά πως κάποιες ερωτήσεις μένουν εσαεί αναπάντητες.

«Μπορώ ν’ ανάψω ένα τσιγάρο;», τη ρώτησε μ’ ένα ελαφρό μειδίαμα στα χείλη του.

«Λάθος που είμαι μαζί σου τώρα, λάθος που θ’ ανάψεις τσιγάρο. Όμως, αν με ρωτήσεις για το λάθος μου αυτό, θα σου πω ότι το θέλω και ως προοπτική, και ως πράξη, και ως απόλαυση», του απάντησε.

Άναψε το τσιγάρο και ξαναπήρε το χέρι της στο δικό του. Το κράτησε για λίγο και το ανέβασε μέχρι τα χείλη του. Στο εσωτερικό της παλάμης της ακούμπησε πρώτα τη γλώσσα του και μετά τα χείλη, προκαλώντας της έντονη ανατριχίλα.

«Και την πρώτη φορά που φίλησες το χέρι μου, πρώτα με τη γλώσσα το άγγιξες, παρ’ ότι ήταν ένα τυπικό χειροφίλημα ευγένειας. Κι εκείνο το άγγιγμα ήταν που προκάλεσε το ρίγος… Τράβηξα έντρομη το χέρι μου, μα αμέσως μετά ήθελα να σου ζητήσω να το ξαναφιλήσεις…», του είπε, κοιτάζοντας με ανασφάλεια γύρω της.

***

Είχε αναφερθεί στη βραδιά που είχαν πρωτοσυναντηθεί. Ο κοινός τους φίλος, βιομήχανος Τάσος Χαρούλης, που είχε ξεκινήσει κατασκευάζοντας, ως μαραγκός, παιδικά κρεβάτια, για να στήσει σε λίγα χρόνια μια τεράστια βιομηχανία επίπλων, είχε καλεσμένη όλη την αφρόκρεμα της πόλης στον κήπο του σπιτιού του.

Τυχαία συναντήθηκαν σε κάποια στιγμή παρουσία του οικοδεσπότη, ο οποίος όλο καμάρι έκανε τις συστάσεις: «Η καρδιοχειρουργός Βασιλική Πατέρα… Έκανε την πεθερά μου περδίκι…».

Εκείνη είχε χαμογελάσει αχνά, χωρίς να πάρει τα μάτια της από τον άντρα που της έτεινε το χέρι.

«…Και ο φίλος μου ζωγράφος Νικόλας Τασιάς, αρκετά διάσημος και ιδιαίτερα κοσμογυρισμένος, αλλά που δε δέχτηκε ποτέ να μου πουλήσει ούτε ένα έργο, γιατί λέει ότι δεν γνωρίζω από Τέχνη», είπε ο Χαρούλης ξεκαρδισμένος στα γέλια.

Ο άγνωστός της, παίρνοντας το χέρι της στο δικό του, έσκυψε και απρόσμενα ευγενικά το έφερε στα χείλη του. Έκπληκτη προσπάθησε να το τραβήξει, αλλά ήταν αργά. Ήδη ένιωθε την υγρασία των χειλιών και της άκρης της γλώσσας του στην επιδερμίδα της, ήδη το σώμα της διαπερνούσαν μικρές ανατριχίλες. Αμέσως μετά, ο οικοδεσπότης, τους γύρισε την πλάτη του, για να υποδεχτεί άλλους καλεσμένους.

Έμειναν μόνοι με την αμηχανία ανάμεσά τους. Ο τρόπος που τους σύστησε ο Χαρούλης, της είχε φανεί αρκετά απότομος και, φανερά συνεσταλμένη, προσπάθησε να δικαιολογήσει την παρουσία της σε μια γιορτή που ήταν έξω από τις συνήθειές της.

-Εντάξει… Ας πούμε πως εξαιτίας της εγχείρησης της πεθεράς του γνωριστήκαμε. Όχι και ότι γίναμε φίλοι… Επέμενε, όμως, όταν με κάλεσε τόσο πολύ, που είπα να μην του χαλάσω το χατίρι. Εσείς, πώς και φίλος του;

-Ήμασταν συμμαθητές στο δημοτικό σχολείο. Μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά. Δεν έχουμε βέβαια ιδιαίτερες σχέσεις, αλλά τελευταία με πολιορκεί στενά για να του πουλήσω πίνακες…

-Αρνείται ένας ζωγράφος την πώληση των πινάκων του;

-Εγώ προσωπικά αρνούμαι.

Τον είδε να χαμογελά, μάλλον πικρά.

-Είμαι από τους τυχερούς που τα λίγα που χρειάζομαι για να ζήσω, μπορώ να τα έχω, τόσο από τη δουλειά μου, όσο και από ένα μικρό ακίνητο που κληρονόμησα από τους γονείς μου. Άλλωστε μόνος μου είμαι…

-Χωρίς οικογένεια;

-Χωρίς… Η γυναίκα μου σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα στη Γαλλία, τρία χρόνια μετά το γάμο μας και πριν κάνουμε παιδιά… Παρεμπιπτόντως, στα οικονομικά που έλεγα πριν, θα πρέπει να προσθέσουμε και τη γενναία αποζημίωση που εισέπραξα μετά το ατύχημα… Αυτό που λέμε: ο θάνατός σου, η …

Τον κοίταξε μ’ απορία. Το χρώμα της φωνής του είχε πάρει μια χροιά αυτοσαρκασμού.

-Κάποτε έδινα πίνακες αντί για ενοίκιο, έδινα πίνακες για να πάρω ένα παντελόνι, έδινα πίνακες για να πάρω μουσαμάδες και χρώματα. Ευτυχώς σε κάποια στιγμή όλα άλλαξαν. Πες το καλή τύχη. Ίσως στάθηκα τυχερός με τις γκαλερί. Πια δε χρειαζόταν να δώσω πίνακες αντί ενοικίου. Οι πίνακες αγοράζονταν στους φυσικούς τους χώρους, ενώ οι άνθρωποι που πίστεψαν σ’ εμένα με προώθησαν και στο εξωτερικό. Ήρθε μετά και η κληρονομιά, αλλά και το ατύχημα που στοίχισε τη ζωή στη γυναίκα μου, ενώ σ’ εμένα έδωσε χρήματα. Πια έχω την πολυτέλεια να επιλέγω τους αγοραστές των έργων μου…

-Να πούμε κάτι ευχάριστο;

-Βεβαίως… Είστε εκπληκτικά όμορφη. Θα ήθελα να σας ζωγραφίσω…

-Με ξαφνιάζετε… Πώς θα θέλατε να με ζωγραφίσετε;

-Δεν ξέρω… Ίσως σ’ ένα φόντο από πινελιές που να μου θυμίζουν κάποιες μοναχικές μελωδίες για πιάνο. Ας πούμε του Βέμπερ…

-Δεν τον ξέρω…

-Δεν πειράζει. Άλλωστε ο περισσότερος κόσμος ξέρει τον σύγχρονό του Μότσαρτ. Έτσι συνήθως γίνεται. Το κυπαρίσσι το βλέπουμε πιο εύκολα απ’ ότι το κυκλάμινο που φυτρώνει δίπλα του. Όμως έχει και το κυκλάμινο την ομορφιά του.

»Αλήθεια, μια και είστε καρδιοχειρουργός, ίσως να ξέρετε σε ποιο σημείο της καρδιάς φωλιάζει ο έρωτας…

Γέλασε με την καρδιά της. «Αυτό ψάχνω κι εγώ χρόνια…», του απάντησε και προχώρησαν μαζί προς το μπουφέ. Δεν πρόλαβαν να πουν τίποτε περισσότερο αφού και οι δυο περικυκλώθηκαν από άλλους γνωστούς.

Εκείνος προσπάθησε να ξαναβρεθεί πλάι της, αλλά πάντα υπήρχε γύρω της ένα πηγαδάκι ανθρώπων. Έτσι έμεινε να την παρακολουθεί διακριτικά. Κάποιες φορές τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, αλλά κανείς τους δεν μπορούσε να διερευνήσει το βλέμμα του άλλου.

Έφυγε πρώτος εκείνη τη βραδιά, χωρίς να επιδιώξει να τη συναντήσει για να τη χαιρετήσει, αφού την έβλεπε πάντα περικυκλωμένη από άλλους. Αλλά, το πρωί της επόμενης, έκπληκτος έλαβε μια γλάστρα με κυκλάμινα. Το σημείωμα που τα συνόδευε τον έβαλε σε σκέψεις:

«Για το πιο γλυκό χειροφίλημα που ένιωσα ποτέ… Μ’ ένα παράπονο: που δεν είπαμε καληνύχτα…

Υ.Γ.: Με την προσδοκία να μην περάσουν απαρατήρητα».

Τώρα, καθισμένος απέναντί της στο τραπεζάκι του μικρού καφενείου, νιώθει την ανάγκη να της πει ότι εκείνο το σημείωμα το έχει καρφιτσωμένο σ’ ένα ταμπλό με διάφορα αναμνηστικά, που υπάρχει στο εργαστήρι του.

Αν κι είχαν συναντηθεί έκτοτε κάποιες φορές, αυτό δεν της το είχε αναφέρει.

***

Συναντήθηκαν, για δεύτερη φορά, εντελώς τυχαία, στο υπόγειο ενός σούπερ μάρκετ, καθώς στάθμευσαν τ’ αυτοκίνητά τους δίπλα – δίπλα, σχεδόν ταυτόχρονα. Έμειναν για λίγο αμίλητοι, να κοιτάζονται σαν να ήθελαν να βεβαιωθούν ότι γνωρίζονταν μεταξύ τους κι ύστερα, πρώτη αυτή, άπλωσε το χέρι, όχι για χειραψία, αλλά περιμένοντας τα χείλη του.

Εκείνος, σκύβοντας ελαφρά και στηρίζοντας την παλάμη της με το χέρι του, ακούμπησε απαλά τα χείλη του στις άκρες από τα δάχτυλά της.

Εκείνη, ένιωσε ξανά το γνώριμο ρίγος. Αυτή τη φορά η άκρη της γλώσσας του ακούμπησε διαδοχικά σ’ όλα τα δάχτυλα, σαν να ήθελε να εξερευνήσει τις ράχες τους.

-Θα με κάνετε να σας ψάχνω κάθε φορά που θα νιώθω την ανάγκη της επιβεβαίωσης μιας φιλαρέσκειας…

-Δεν έχετε παρά να μου τηλεφωνείτε…

-Σας τηλεφώνησα πριν μέρες, αλλά απάντησε ο τηλεφωνητής σας…

Την κοίταξε έκπληκτος.

-Κρίμα… Ήμουν στη Γαλλία για είκοσι μέρες. Θα ήταν αυτό το διάστημα. Πήρα μέρος σε μια ομαδική έκθεση…

-Απουσίασα κι εγώ. Κάποια συνέδρια στη Μαδρίτη, στο Λονδίνο και στο Μιλάνο…

-Τώρα;

-Τώρα στο ‘‘Υπερμάρκετ Μαρινόπουλος’’ για τα ψώνια της εβδομάδας. Γιατί εκτός από γιατρός είμαι και νοικοκυρά… Υπάρχει κι ένας σύζυγος, που θέλει φαγητό, καθαρά πουκάμισα και πολλά ακόμα…

Τα λόγια της είχαν ένα τόνο αυτοσαρκασμού.

Βάδισαν ανάμεσα στα ράφια, σταματώντας κάπου – κάπου, σαν να ήθελαν να πουν κάτι που δεν έβγαινε από τα χείλη τους. Στα ράφια με τους καφέδες, εκείνος, αποφάσισε να της πει πως θα χαιρόταν αν ποτέ αποφάσιζε να επισκεφθεί το εργαστήρι του για έναν καφέ.

Του χαμογέλασε.

-Αν έρθω, ίσως θελήσω ν’ αγοράσω και κάποιο έργο. Θα μου το πουλήσετε ή μήπως θ’ αρνηθείτε, όπως στον Χαρούλη;

Θέλησε να της πει πως αρκούσε να της αρέσει κάποιο απ‘ τα έργα του και θα της το χάριζε. Όμως, έμεινε αποσβολωμένος, να κοιτάζει τα χείλη της, που είχαν μείνει μισάνοιχτα μ’ ένα αχνό χαμόγελο. Και, όταν άνοιξε το στόμα του, είπε, χωρίς να χρωματίσει τη φωνή του, πως θα ήθελε να τα φιλήσει.

Κοιτάχτηκαν κάποια δευτερόλεπτα χωρίς να πουν λέξη. Ύστερα το πρόσωπό της κινήθηκε προς το δικό του.

«Μπορείς να το κάνεις…», του ψιθύρισε.

Τα χείλη του κάλυψαν την απόσταση των λίγων εκατοστών που τα χώριζαν από τα δικά της. Ένα απαλό άγγιγμα στην αρχή και μετά το χάδι της γλώσσας.

Μια ηλικιωμένη κυρία, που πέρασε δίπλα τους, σταυροκοπήθηκε, κουνώντας το κεφάλι της και μουρμουρίζοντας: «Χάλασε ο κόσμος…»

«Σίγουρα είχε ‘‘χαλάσει’’, ο κόσμος, αλλά από ποιους και από τι;», της ψιθύρισε εκείνος και αμέσως αναρωτήθηκε: «Από κάποιους που ένιωσαν απρόσμενα την επιθυμία να ενώσουν τα χείλη τους;»

«Σκέψου πρωτοσέλιδο. Γνωστή καρδιοχειρουργός, και μάλιστα έγγαμη, και, επίσης γνωστός, ζωγράφος, φιλιούνται δημόσια…», του λέει ξεσπώντας σε γέλια. Γέλια αυθόρμητα που χρόνια έχουν να την επισκεφθούν. Αντίο σοβαροφάνεια, αντίο έξωθεν μαρτυρία. Και να σκεφτείς δεν είμαστε καν εραστές…

Ευτυχώς που στο διάδρομο δεν υπήρχε άλλος από την ηλικιωμένη κυρία, η οποία και τους ήταν άγνωστη.

Προχώρησαν στο τμήμα των οπωροκηπευτικών. Στάθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Εκείνος μίλησε πρώτος:

-Αν πάρω καρπούζι, πεπόνι, ροδάκινα και ανανά θα έρθεις να δοκιμάσεις τη φρουτοσαλάτα μου;

-Πότε;

-Όποτε…

-Αύριο βράδυ… Αν και σε βεβαιώνω πως θέλω απόψε κιόλας, αλλά δε γίνεται, γιατί έχουμε κόσμο στο σπίτι… Σημαίνοντα πρόσωπα του πολιτικού χώρου, κατά τον άντρα μου ή κατά τον θυμόσοφο παππού μου: χέσε ψηλά κι αγνάντευε.

Γέλασαν μαζί.

-Ο δικός μου παππούς δε ζει… Αυτοκτόνησε όταν ήμουν δώδεκα χρονών. Είχε λευχαιμία και δεν ήθελε να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία, τυραννώντας και τους δικούς του. Βούτηξε σ’ ένα φαράγγι, στον Όλυμπο, έτσι που να φανεί ότι γλίστρησε, γιατί ήταν και ορειβάτης. Όμως, ο πατέρας μου, καιρό μετά βρήκε ένα σημείωμα, στο οποίο ο παππούς μου αποκάλυπτε τις προθέσεις του… Γιατί σου τα λέω αυτά;

Γιατί της τα είπα αυτά, που αποτελούν οικογενειακή υπόθεση; Γιατί νιώθω τόσο χαλαρά μαζί της; Γιατί ξεκλειδώνω μια – μια τις μέσα πόρτες μου; αναρωτήθηκε, ενώ την ίδια στιγμή είδε ένα σύννεφο να περνά από τα μάτια της.

Σαν να μην άκουσε τι της είχε πει για τον παππού του, του ζήτησε να την περιμένει το άλλο βράδυ.

Συνέχισαν να προχωρούν μαζί στους διαδρόμους. Φόρτωσαν με χίλια πράγματα τα καρότσια τους, παρατείνοντας την παραμονή τους για ώρα. Κι όταν τελικά τακτοποίησαν τις σακούλες στα πορτ-μπαγκάζ των αυτοκινήτων τους, έμειναν να κοιτάζονται αναποφάσιστα.

«Πώς αποχαιρετιούνται τώρα;», τη ρώτησε με τη θλίψη ανάγλυφη στα μάτια του.

«Μ’ ένα φιλί…», του απάντησε και τα χείλη της ακούμπησαν απαλά στα δικά του.

Το επόμενο βράδυ αυτή που χτύπησε την πόρτα του, εντελώς απρόσκλητη, ήταν η απογοήτευση. Οι δείχτες του ρολογιού έδειχναν έντεκα κι εκείνη ούτε που είχε φανεί…

Το φόντο, που ζωγράφιζε, του έβγαινε έντονα μπλε, ενώ η φρουτοσαλάτα παρέμενε άθικτη στο ψυγείο.

Στις έντεκα και κάτι χτύπησε το τηλέφωνο και άκουσε τη φωνή της. Μιλούσε ψιθυριστά, σαν να ήταν κοντά σε ανθρώπους που δεν ήθελε να την ακούσουν. Του είπε πως είχε μπει για έκτακτο χειρουργείο από νωρίς το απόγευμα και μόλις πριν λίγο τελείωσε, αλλά ήδη ήταν στο γραφείο της και την περίμενε ο άντρας της. Του είπε, βιαστικά, πως θα βρισκόταν «ένα άλλο βράδυ» κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Το φόντο στον πίνακα είχε γίνει ακόμα πιο βαρύ μπλε.

Εκείνη τη νύχτα είχε θελήσει να σχίσει το σημείωμα που του είχε στείλει.

«Δεν το έσχισα, όμως. Ξέσχισα το μουσαμά και ηρέμησα. Μετά, σ’ έναν καινούργιο μουσαμά έριξα κόκκινο. Και πάλεψα μαζί του όλη τη νύχτα, πίνοντας την απογοήτευση γουλιά – γουλιά. Τον έχω κρατήσει αυτόν τον πίνακα. Σου ανήκει», της εξομολογείται τώρα, ανάβοντας ένα ακόμα τσιγάρο και ακουμπώντας και πάλι τα χείλη του στα χέρια της.

***

Έκαναν καιρό να βρεθούν. Ούτε καν ένα τηλεφώνημα.

Την ξανασυνάντησε μια ακόμα φορά ανάμεσα σ’ ένα πλήθος γυναικών, που έσερναν πανάκριβες τουαλέτες και αντρών, που το ντύσιμό τους του θύμιζε τους ανθρώπους των γραφείων κηδειών: Μαύρα κουστούμια, άσπρα πουκάμισα. Μόνη εξαίρεση οι γραβάτες, που ήταν σκουρόχρωμες, αλλά όχι μαύρες. Εκείνος, ως συνήθως, είχε εμφανιστεί με το τριμμένο μπλουτζίν κι ένα κατακίτρινο μπλουζάκι, που βρέθηκε μπροστά του όταν διαπίστωσε πως ήταν κιόλας καθυστερημένος, αφού η πρόσκληση για τη δεξίωση, στην οποία έπρεπε να πάει, έγραφε ως ώρα 21.30΄ και ήδη ήταν 22.15΄.

Πώς να πλησιάσει, όμως, και να φιλήσει το χέρι μιας πανέμορφης κυρίας, που μοίραζε σπάταλα τα χαμόγελά της μέσα από τη βραδινή της τουαλέτα;

Ένιωθε πως ήταν σαν τη μύγα στο γάλα, με το τριμμένο του τζιν και το κίτρινο μπλουζάκι και ότι όλοι θα είχαν στραμμένα σ’ αυτούς τα βλέμματά τους. Ευτυχώς, που σε κάποια στιγμή, τον πλησίασε ο αντιδήμαρχος πολιτισμού. Συζητώντας ένιωσε να χαλαρώνει και να βρίσκει το κουράγιο να κοιτάξει κατάματα τη γοητευτική γυναίκα, που προκαλούσε τρέμουλο στα χείλη όταν στριμώχνονταν γύρω της.

Εκείνης η ματιά συνάντησε αρκετές φορές τη δική του, μα την προσπέρασε. Από αδιαφορία, τάχα, ή θέλοντας να μην προδώσει τα συναισθήματά της;

Το ερώτημα τον βασάνισε μέχρι που στο μεγάλο σαλόνι εισέβαλε ένα συγκρότημα τριών μουσικών για να διανθίσουν μουσικά τη βραδιά.

Τότε αποφάσισε να κατευθυνθεί προς τις τουαλέτες του πολυτελούς ξενοδοχείου και από εκεί να έφευγε, χωρίς να τον προσέξει κανείς. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να μείνει κι άλλο στον ίδιο χώρο με την αδιαφορία της.

Βγαίνοντας από την τουαλέτα στο χολ, βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Ήταν φανερό πως τον ακολούθησε.

Την έκπληξη ακολούθησε η αμηχανία και η απώλεια κάθε δυνατότητας άρθρωσης λόγου. Αυτό όμως ίσχυε μόνο γι’ αυτόν, γιατί εκείνη αποδείχτηκε ψυχραιμότατη και ιδιαίτερα προκλητική, ρωτώντας τον: «Αν απόψε σου ζητούσα να μου φιλούσες την πλάτη θα το έκανες;»

Αν και δεν φημιζόταν για την ετοιμολογία του, κατόρθωσε να συγκροτήσει μια αρκούντως αφοπλιστική απάντηση:

-Μόνο αν άφηνες να ξεκινήσω από τους αστραγάλους σου, να προχωρήσω στα γόνατα, να ξεναγηθώ στο ηβικό σου τόξο και μετά να προχωρήσω στην πλάτη σου…

Το αποτέλεσμα του αιφνιδιασμού φάνηκε στα μάτια της. Ο αέρας της άνεσης που την περιέβαλε εξαφανίστηκε και ένα τρέμουλο εμφανίστηκε στα βλέφαρα και τα χείλη της.

-Έχεις μπει στα όνειρά μου… Άλλες φορές σαν δροσερή αύρα και άλλες σαν καυτός άνεμος της ερήμου…

Δεν του άφησε περιθώρια για αντίλογο και προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα.

Τώρα, μπροστά στα μισοάδεια φλιτζάνια του καφέ, σ’ αυτό το ταπεινό καφενείο – προορισμένο να ξεκουράζει ανθρώπους του χωριού, ταπεινούς εργάτες της γης και όχι να φιλοξενεί ανθρώπους φημισμένους για το ξεχωριστό της δουλειάς τους – του εξομολογείται αυτό που δεν είχε τολμήσει να κάνει:

«Εκείνο το βράδυ, μπαίνοντας στις τουαλέτες, ήθελα ν’ αγκαλιαστούμε, ήθελα να σπάσω κάθε εμπόδιο που με καθήλωνε στην αναποφασιστικότητα, να διαλύσω όλες μου τις αναστολές. Γι’ αυτό και σε προκάλεσα. Αλλά, την ίδια στιγμή ο φόβος και η ανασφάλεια επέστρεψαν και μ’ ανάγκασαν να το βάλω στα πόδια…»

Βλέπει την έκπληξη στο πρόσωπό του. «Φοβάμαι πως έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο», τον ακούει να λέει…

***

Η τέταρτη κατά σειρά, συνάντησή τους εμπεριείχε όλα τα στοιχεία του απροσδόκητου. Αυτός επέστρεφε από το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, όπου είχε συνοδεύσει μια από τις τέως γυναίκες της ζωής του.

Η Σοφί, γέννημα θρέμμα παριζιάνα – φοιτητικός του έρωτας από τότε που σπούδαζε στο Παρίσι – τον είχε επισκεφθεί και την είχε φιλοξενήσει για ένα τριήμερο, για να εκδικηθεί τον χρηματιστή άντρα της, που τελευταία την απατούσε προκλητικότατα. Αντιδρώντας, εκείνη, πήρε το αεροπλάνο από το Παρίσι και ζήτησε παρηγοριά στη δική του αγκαλιά, μην τολμώντας να διανοηθεί πως το αξιοπρεπέστερο που είχε να κάνει ήταν ν’ απαιτήσει διαζύγιο. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε την αυτόματη στέρηση πλήθους ανέσεών της και τον περιορισμό της ζωής της στα οικονομικά της απλής επίκουρης καθηγήτριας της Ιστορίας της Τέχνης στη Σχολή Καλών Τεχνών της γαλλικής πρωτεύουσας.

Τρεις μέρες ήταν αρκετές για να την παρηγορήσουν στην αγκαλιά του και ν’ αδειάσουν τις αποθήκες του ερωτικού της πόθου.

Ήταν, όμως, αρκετές και για να νιώσει αυτός – αντίθετα μ’ εκείνη – μια κούραση, διαισθανόμενος ότι ο δρόμος που βάδιζε οδηγούσε στο πουθενά.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, από το σιδηροδρομικό σταθμό, αρκετά ξαλαφρωμένος, σαν να είχε φύγει ένα φορτίο από πάνω του, και με αναπτερωμένη διάθεση, στάθμευσε το αυτοκίνητό έξω από το σπίτι του και πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο για να προμηθευτεί τα τσιγάρα της ημέρας. Εκεί τον περίμενε η έκπληξη…

Δεν είχε δώσει σημασία στη γυναίκα που στεκόταν μπροστά στο παραθυράκι του περιπτέρου. Πρώτα πρόσεξε το πάκο των περιοδικών που ήταν ακουμπισμένα δίπλα της, πάνω σε ανοιχτά κουτιά από τσίχλες. Μετά, την ανοιχτή παλάμη που περίμενε τον περιπτερά να της επιστρέψει τα ρέστα και τα δάχτυλά της.

Περίμενε δυο βήματα πίσω.

Η γυναίκα πήρε τα ρέστα και τα περιοδικά και, κάνοντας στο πλάι, του άφησε χώρο να πλησιάσει.

Έμεινε άναυδος.

Εκείνη του μίλησε πρώτη.

«Το έριξα στην τύχη. Είπα ν’ αγοράσω τα περιοδικά μου από το περίπτερο της γειτονιάς σου, μήπως και συναντηθούμε. Και να που η τύχη μού χαμογέλασε…»

Βεβαίως η τύχη είχε χαμογελάσει και σ’ εκείνον.

Την κάλεσε για καφέ, προσθέτοντας πως δυστυχώς από φρούτα είχε μόνο κάτι όψιμα σταφύλια, μια και το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά.

Του χαμογέλασε. Δεν είχε καμιά διάθεση για φρουτοσαλάτα, αλλά μόνο για κουβέντα.

Προχώρησαν προς το τρίπατο σπίτι.

«Είναι το πατρικό μου», της είπε, καθώς την οδηγούσε στα δωμάτια του ισογείου που τα είχε μετατρέψει σ’ εργαστήρι.

Την άφησε μόνη μέχρι εκείνος να ετοιμάσει τα καφεδάκια. Όταν επέστρεψε, εκείνη στεκόταν μπροστά στους μισοτελειωμένους πίνακες.

«Οι ενασχολήσεις μας έχουν δυο κοινά σημεία…», του είπε, «την αγωνία και την ηρεμία. Αν δεν υπάρξει ένα από τα δυο, η ισορροπία διαταράσσεται…»

Την άκουγε σιωπηλός. Είχε ήδη διαισθανθεί τον ανεπαίσθητο ίσκιο μιας θλίψης να επικάθεται γύρω και μέσα του. Αυτή η γυναίκα εξέπεμπε μιαν αύρα που διαπερνούσε τις αισθήσεις του και τον συγκλόνιζε.

Της ζήτησε να τη φωτογραφήσει κι εκείνη χαμογέλασε καταφατικά.

Απαθανάτισε κάθε γωνία του προσώπου της, καθώς εκείνη συνέχιζε να παρατηρεί τους πίνακές του.

Επιθυμούσε να ζωγραφίσει αυτό το πρόσωπο, να το διασπάσει, να δημιουργήσει με τα μάτια, το σαγόνι, το μέτωπο, τα χείλια κάποιες ενότητες που θα προσιδίαζαν με την προσδοκία του αόριστου.

Ανάμεσα στα κλικ της φωτογραφικής μηχανής αφυπνίστηκε ο πόθος της σάρκας. Το πρώτο βήμα έγινε απ’ αυτήν. Τεμαχισμένη από δυο στιγμές σιωπής και αμηχανίας, του ζήτησε να τη φιλήσει. Αλλά και πάλι, όταν τα χέρια του απλώθηκαν να την αγκαλιάσουν, τραβήχτηκε απότομα και κάθισε στην καρέκλα δίπλα στο τραπεζάκι με τον καφέ, σαν να είχε ήδη μετανιώσει για την εκδήλωση της επιθυμίας της,

Εκείνος έσκυψε και γονάτισε μπροστά στα πόδια της. Πήρε απαλά το ένα της πόδι στα χέρια του και ακούμπησε τα χείλη του στον αστράγαλό της. Προχώρησε κατά μήκος της κνήμης κι επέστρεψε στον αστράγαλο.

Δεν αντέδρασε. Σαν να ήταν απούσα και τα χείλη του να φιλούσαν όχι την ίδια, αλλά κάποιο ομοίωμά της. Ή σαν να ήθελε να εκδικηθεί την παρόρμησή της, που την είχε οδηγήσει μέχρι την πόρτα αυτού του άντρα, καταλύοντας τις αναστολές της. Κι αυτός, διαισθανόμενος την άρνηση ή έστω την απροθυμία ανταπόκρισης, παραιτήθηκε από κάθε περαιτέρω προσπάθεια, εμφανώς απογοητευμένος. Με το πρόσχημα να την ξεναγήσει στο υπόλοιπο σπίτι, την οδήγησε στον πρώτο όροφο, θέλοντας έτσι να σπάσει την αμηχανία των στιγμών, αλλά και να δώσει ένα τέλος στο μαρτύριό του.

«Ήταν λάθος μου που ήρθα σπίτι σου», την άκουσε να λέει, καθώς τον ακολουθούσε ανεβαίνοντας αργά τη σκάλα.

Δεν της απάντησε και, παραμερίζοντας, την άφησε να περάσει πρώτη στο χώρο που έδινε την εικόνα γκαλερί, αφού μόνο εικαστικά έργα υπήρχαν στους τοίχους και κάποιες κατασκευές από μέταλλο και ξύλα.

Την έβλεπε να παρατηρεί με ανανεωμένο ενδιαφέρον τα έργα.

«Αυτά κάπου τα έχω δει…», του είπε, δείχνοντάς του μια ενότητα με παροπλισμένα καράβια.

«Ίσως σε κάποιο περιοδικό Τέχνης», της απάντησε.

-Όχι… Έχω την εντύπωση πως τα είδα σ’ έκθεση.

-Μόνο μια φορά τα έχω εκθέσει. Στην γκαλερί του ξενοδοχείου ‘‘Σέρατον’’ στη Ρώμη…

-Πριν ένα χρόνο περίπου;

-Ναι…

-Εκεί τα είδα. Έμεινα σ’ αυτό όταν πριν ένα χρόνο είχα συμμετάσχει σ’ ένα συνέδριο στη Ρώμη… Τι σύμπτωση… Όμως ήταν πολλά… Μου είχαν κάνει εντύπωση, τότε… Όπως μου είχε κάνει εντύπωση και το ότι ο ζωγράφος ήταν Έλληνας… Πού να ξέρω ότι ζούσαμε στην ίδια πόλη και πού να φανταστώ ότι κάποια μέρα θα βρισκόμουν σπίτι του…

«Πουλήθηκαν αρκετά…», της είπε και προχώρησε προς τη σκάλα με πρόθεση να επιστρέψει στο εργαστήρι…

-Δε θα μου δείξεις πού κοιμάσαι;

Η ερώτηση τον ξάφνιασε. Κοντοστάθηκε για λίγο και μετά της έδειξε με το χέρι του προς τα πάνω.

Ανέβηκαν στο δεύτερο όροφο. Η πόρτα της κρεβατοκάμαράς του ήταν ανοιχτή και πριν προλάβει να της πει οτιδήποτε, εκείνη προχώρησε και στάθηκε μπροστά στο μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι με τ’ ανακατωμένα σεντόνια.

«Αρκετά εικαστικό», μονολόγησε και με μια κίνηση πήρε στα χέρια της την άκρη του σεντονιού. Το πήγε κοντά στο πρόσωπό της και το μύρισε.

Την παρατηρούσε αμίλητος, αλλά και αναποφάσιστος για το πώς έπρεπε να της συμπεριφερόταν.

Εκείνη, αφήνοντας το σεντόνι, πέρασε από μπροστά του και προχώρησε στα υπόλοιπα δυο δωμάτια που ήταν πνιγμένα με βιβλία και μουσική. Της έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση κάποια χρωματιστά πανιά που κρέμονταν από διάφορα σημεία της οροφής μέχρι κάτω στο δάπεδο. Έκπληκτη τον ρώτησε:

-Προς τι αυτό το σκηνικό;

-Είναι η αποθέωση του κιτς. Μόνο, που εδώ, το κιτς έχει άποψη…

-Γιατί κιτς;

-Γιατί επιδιώκω τον εναρμονισμό του χώρου μου με την ίδια τη ζωή. Πάντα η ζωή ήταν κιτς. Δίπλα στις τρώγλες της απόλυτης φτώχειας υψώνονταν παλάτια. Το ένα υπήρχε γιατί υπήρχε το άλλο…

-Και πώς εναρμονίζονται όλα αυτά με τη ζωή σου;

-Τυχαία ή κι επιτηδευμένα. Όπως η παρουσία σου σήμερα, εδώ…

-Τι εννοείς;

-Τι σ’ έσπρωξε μέχρι εδώ;

-Θα έλεγα η ερωτική παρόρμηση.

-Παρ’ όλα αυτά αντέταξες την άμυνα που απαιτεί η οικογένεια, οι κοινωνικοί θεσμοί και η ανατροφή…

-Δε μου είναι εύκολο…

-Τίποτα πιο δύσκολο από το απλό. Μόνο που η αποδοχή του απλού, κάποιες φορές, απαιτεί γενναιότητα…

-Το λες αυτό γιατί έχεις σαφώς λιγότερες δεσμεύσεις…

-Περί δεσμεύσεων, λοιπόν, και η αφηγηματική του κιτς. Όλα λειτουργούν μέσα στο σύστημα των συναλλαγών.

Την είδε να έχει αρχίσει να δυσφορεί.

«Γιατί μια τέτοια συζήτηση αυτήν την ώρα;», τον ρώτησε.

-Γιατί, αν δεν ανοίγαμε μια όποια συζήτηση, θα ήμουν αναγκασμένος να σε φιλήσω.

-Φίλησέ με, λοιπόν!

Του έτεινε τα χείλη της χαμηλώνοντας τα βλέφαρά της, αλλά εκείνος το μόνο που έκανε ήταν ν’ ακουμπήσει ελαφρά πάνω τους τα δικά του…

«Αυτό ήταν;», τον ρώτησε, εξακολουθώντας να κρατά κλειστά τα μάτια της, ενώ το στήθος της ανεβοκατέβαινε αργά, στην προσμονή ίσως κάποιου ηδονικού αγγίγματος.

«Κάποιες φορές, το ελάχιστο είναι πιο συγκλονιστικό από το όλον…», της απάντησε.

-Κάποια στιγμή θα σου ζητήσω να κάνουμε έρωτα…

-Όταν θα νιώθεις έτοιμη για κάτι τέτοιο;

-Ναι…

-Κι αν είναι αργά; Αν κάτι θα έχει συμβεί και πλέον αυτό θα είναι ανέφικτο;

Δεν του απάντησε και προχώρησε προς τη σκάλα. Κι ενώ το χέρι της βρισκόταν ήδη στο πόμολο, με όλο το αίσθημα της ασφάλειας που της χάριζε η επικείμενη φυγή, του είπε:

-Υπάρχει ένα τραγούδι της Αλεξίου που μιλά για την εξομολόγηση μιας γυναίκας και αρχίζει με το στίχο: Τις νύχτες μπαίνεις στα όνειρά μου… Σε βεβαιώνω ότι αυτό συμβαίνει. Μόνο, που κάθε πρωί, νιώθω αδύναμη να απεγκλωβιστώ…

-Δεν πρόκειται για υπόθεση απεγκλωβισμού. Θαρρώ πως έχει να κάνει με τη θέλησή σου να διεκδικήσεις το δικαίωμά σου στον έρωτα, αλλά και τις αναστολές σου, συνάμα…

Μόνο αυτό είχε να της προσφέρει ως απάντηση.

Μετά δεν ξανάνοιξε το στόμα του.

Ακόμα κι όταν εκείνη άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε στο δρόμο. Χωρίς μια λέξη να φτερουγίσει ανάμεσά τους.

Της θυμίζει, τώρα, αυτήν τη συνάντηση.

-Εκείνη την ημέρα, λίγο πριν έρθεις, είχα αποχαιρετίσει μια φίλη που φιλοξενήθηκε για ένα τριήμερο στο σπίτι μου…

Τη βλέπει που χαμογελά με νόημα.

-Το σεντόνι σου μύριζε γυναικείο σώμα. Ίσως αυτό να με …ανακάλεσε στην τάξη, την τελευταία στιγμή. Όταν σου ζήτησα να μου δείξεις το υπόλοιπο σπίτι, έψαχνα να βρω πρόφαση να φτάσω μέχρι το κρεβάτι σου… Όμως, η μυρωδιά του σεντονιού με …αναχαίτισε.

»Βγαίνοντας στο δρόμο κι αναλογιζόμενη πως δεν ήσουν υποχρεωμένος να μένεις ανέραστος, επειδή έτυχε κάποτε να παίξουμε με την προσδοκία του έρωτα, μετάνιωσα, αλλά πάλι κάτι μ’ εμπόδισε να γυρίσω πίσω… Όλες μου οι αναστολές κατανικήθηκαν όταν σε είδα στην εντατική…»

Σειρά της να πάρει το χέρι του στα δικά της.

«Φοβάσαι;», τον ρωτά τρυφερά.

Ίδια ερώτηση με τότε που τον είδε στο θάλαμο της εντατικής. Τότε, που παραμερίζοντας τις αναστολές της, άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε όσο πιο ερωτικά δεν είχε χαϊδέψει μέχρι τότε κανέναν.

***

Είχε μάθει για το καρδιακό επεισόδιο από τον διευθυντή της καρδιολογικής, τον Καθηγητή Γεωργιάδη, τον πιο φανατικό από τους θαυμαστές της, ο οποίος στα τέσσερα χρόνια που ήταν μαζί στο νοσοκομείο, δεν έχανε ευκαιρία να τη φλερτάρει, ελπίζοντας πως κάποτε η τύχη θα του χαμογελούσε.

Είχαν συναντηθεί στο κυλικείο του νοσοκομείου. Του πρότεινε να καθίσει για να τον κεράσει καφέ.

Ανατρέποντας τα δεδομένα, ο φανατικότερος των θαυμαστών της, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Θα τον πάρω μαζί μου στο γραφείο», της είπε.

-Γιατί τόση βιασύνη;

-Με ειδοποίησαν από το γραφείο του υπουργού πολιτισμού πως στις έντεκα θα μου τηλεφωνήσουν ξανά για να μου μιλήσει ο ίδιος ο υπουργός. Σε δέκα λεπτά, δηλαδή…

Τον κοίταξε μ’ απορία. Η περιέργεια την κέντρισε.

-Και υψηλές γνωριμίες, τώρα;

-Δεν είναι αυτό… Απλά ο υπουργός ενδιαφέρεται προσωπικά για ένα ζωγράφο που ήρθε με καρδιακό επεισόδιο… Μια ενημέρωση θέλει…

-Έχουμε τόσο σημαντικό ζωγράφο στο νοσοκομείο μας που να ενδιαφέρεται ο ίδιος ο υπουργός Πολιτισμού;

-Τασιάς, λέγεται. Νικόλας Τασιάς. Δεν ξέρω αν είναι σημαντικός. Ποτέ δεν ασχολήθηκα με τα καλλιτεχνικά…

Το ποτήρι που κρατούσε της έφυγε από τα χέρια κι έγινε θρύψαλα…

-Τι συνέβη με τον Τασιά;

-Ήταν αρκετά σοβαρό… Το ξεπέρασε όμως. Είναι η πέμπτη μέρα. Αύριο ίσως τον βγάλω απ’ την εντατική… Τον ξέρεις;

Ξεροκατάπιε. Έψαξε για δικαιολογία.

-Έχω αγοράσει κάποιους πίνακές του. Είναι σημαντικός ζωγράφος. Θα πάω να τον δω και θα έρθω και στο γραφείο σου μετά.

Πέντε μέρες στο νοσοκομείο κι εκείνη να μην ήξερε κάτι; Αλλά, από πού να μάθαινε; Ποιος να της το έλεγε;

Θα μπορούσε και να είχε πεθάνει κι εκείνη να εξακολουθούσε να κάνει όνειρα, πως κάποτε θα έβρισκε το θάρρος να προχωρήσει ένα βήμα προς τα εκεί που η καρδιά της υπαγόρευε.

Όμως, γιατί ο ίδιος δεν την αναζήτησε;

Εντάξει, ήταν υπόθεση της καρδιολογικής και όχι της καρδιοχειρουργικής, αλλά θα μπορούσε να τη ζητήσει ως φίλη του…

Κι αν…

Η επόμενη σκέψη τη μούδιασε.

Αν ήταν κάτι που θ’ απαιτούσε επέμβαση;

Το στήθος του, που δίστασε ν’ απλώσει το χέρι της να το αγγίξει, πώς θα το άνοιγε; Την καρδιά, που τόσο ήθελε να την ακούσει να χτυπά, γερμένη στην αγκαλιά του, πώς θα την έπαιρνε στα χέρια της;

Ο βόμβος του κινητού της την είχε επαναφέρει στην πραγματικότητα. Άκουσε τον άντρα της να λέει ότι διάβασε μια αγγελία για ένα ‘‘Λάντσια’’ αντίκα, που πουλούσε κάποιος και πως σκεφτόταν να του τηλεφωνήσει για να το αγοράσει. «Χέστηκα», του απάντησε και κλείνοντας το τηλέφωνο έφυγε βιαστικά για την πτέρυγα όπου ήταν η εντατική της καρδιολογικής κλινικής.

«Όταν σε είδα στην εντατική», του λέει τώρα, κοιτάζοντάς τον κατάματα, «η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν πως είχα στερήσει απ’ τον εαυτό μου κάτι που το ήθελε, όσο δε θέλησε τίποτα περισσότερο τα τελευταία χρόνια: Εσένα.

»Δεν ήξερα, ούτε ξέρω πως θα είναι ο έρωτας μαζί σου…

»Δεν ήξερα αν μετά την τελευταία μας συνάντηση θα μπορούσα να υπάρξω στον κόσμο σου.

»Το μόνο που ήξερα ήταν ότι είχα δικαίωμα να νιώσω ερωτευμένη… Γι’ αυτό και ξεπέρασα τον εαυτό μου, τότε…»

Τότε…

Τότε δεν αναρωτήθηκε πώς ξεπερνά κανείς τον εαυτό του; Δεν αναρωτήθηκε πώς ξεπερνά τους δισταγμούς που είναι απόρροια της ανατροφής, της παιδείας, της αναγνώρισης της ευθύνης απέναντι στους άλλους;

Τότε δεν προβληματίστηκε πώς μπορούσε να προσπεράσει την ενοχή; Δεν προβληματίστηκε πώς θα περιφρονούσε τους νόμους της λογικής;

Ούτε που αναρωτήθηκε πώς αυτή, η γνωστή καρδιοχειρουργός, θα έβρισκε το κουράγιο ν’ απλώσει το χέρι της και ν’ ακουμπήσει ερωτικά το πρόσωπο του ασθενή;

Τα ‘‘πώς’’ δεν απαντήθηκαν, ούτε τότε, ούτε αργότερα.

Εκείνο που μπορεί να πει αυτή η γυναίκα, τώρα, είναι ότι, όταν τότε άνοιξε την πόρτα της εντατικής και προχώρησε διστακτικά προς το μέρος του, άκουγε την φωνή μιας και μόνο ενοχής, εκείνης που την έλεγχε για όσα είχε απωθήσει και καταχωνιάσει μέσα της, σε σχέση μ’ αυτόν τον άντρα.

Της χαμογέλασε μόλις την είδε μπροστά στο κρεβάτι του. Το πρόσωπό του έλαμψε μόλις άγγιξε το χέρι του. Έκλεισε τα μάτια του όταν τα χείλη της ακούμπησαν στα δάχτυλά του. Της ψιθύρισε «ευχαριστώ» όταν με την παλάμη της του χάιδεψε το μέτωπο.

«Να, λοιπόν, που η τύχη το έφερε να… πέσεις στα χέρια μου», του είπε χαριτολογώντας.

Τον είδε να χαμογελά πονηρά.

«Η τύχη μάς θέλει μαζί. Είδε και αποείδε ότι από μόνοι μας δεν κάνουμε κάτι και είπε να… πάρει την κατάσταση στα χέρια της», της απάντησε.

-Μόλις πριν λίγο έμαθα τι σου συνέβη…

-Είμαι καλά… Οι συνάδελφοί σου με προσέχουν…

-Θα σε φροντίσω… Θα χρειαστεί να κάνεις στεφανιογραφία. Αυτή θα μας δείξει το μέγεθος του προβλήματος. Αν απαιτείται επέμβαση κι εφόσον θέλεις, θα την αναλάβω… Όλα θα πάνε καλά…

Συνέχισε, σκύβοντας περισσότερο πάνω του: «Θα σε γιατρέψω! Μη φοβάσαι… Και θα σου ζητώ καθημερινά να με φιλάς στα χείλη, άγγελέ μου… Θα σου ζητώ να με ζωγραφίζεις και να με γυρίζεις πίσω, εκεί που μόνο εγώ θα υπάρχω…»

Το χέρι της κατηφόρισε στο στέρνο, ανάμεσα από καλώδια και βύσματα. Σταμάτησε για λίγο στη κοιλιά του και συνέχισε να κινείται…

-Τα σεντόνια σου θα ’χουν τη μυρωδιά του δικού μου κορμιού και τα χείλη σου τη γεύση μου..

Ένα χαμόγελο αρκετά πικρό εμφανίστηκε στα χείλη του.

-Δε φοβάμαι. Όμως, ούτε και πιστεύω πως όλα πάνω μου θα είναι όπως πρώτα.

-Γι’ αυτό και το απόσταγμα από το χαμόγελό σου έχει γλυκόπικρη γεύση;

-Και γιατί, κάθε φορά που σε συναντούσα, σε άφηνα να φεύγεις και δεν είπα ούτε ένα ‘‘στάσου’’…

Σειρά της να χαμογελάσει πικρά. Ύστερα έσκυψε προσεκτικά και ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του. Με τη γλώσσα της άνοιξε το μισόστεγνο στόμα του.

«Αυτό δεν θα έχει ξαναγίνει με γιατρό και ασθενή…», του είπε λίγο μετά, με μια τσαχπινιά μοναδική.

«Η ειρωνεία της τύχης, είναι», του λέει τώρα, επανερχόμενη στο παρόν, «ότι ενώ εγώ ήμουν μαζί σου στην εντατική, στο γραφείο μου έφτανε το φαξ, με το οποίο με καλούσαν στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης έπρεπε να φύγω το επόμενο πρωί…»

Εκείνος, απλώνει το χέρι του, πάνω από το τραπέζι με τους καφέδες και με το δάχτυλό του περιτρέχει απαλά τη γραμμή των χειλιών της.

Της εξομολογείται κάποιες του σκέψεις:

«Όταν επέστρεψες και μου είπες πως φεύγεις την άλλη μέρα για την Τουρκία, ένιωσα να χάνομαι. Προς στιγμήν πίστεψα πως όλα ήταν μια φάρσα…

»Αλλά, όταν μετά τη στεφανιογραφία, ο Γεωργιάδης, μου είπε πως ήδη σε είχε ενημερώσει κι εσύ είχες κιόλας ορίσει χειρουργείο, άρχισα να χαμογελώ ξανά.

»Ήταν πολλές οι μέρες και δε μου αρκούσε να σ’ ακούω μόνο στο τηλέφωνο.

»Χθες βράδυ που μου τηλεφώνησες από το αεροδρόμιο και μου ’πες πως σήμερα θα με περίμενες πρωί-πρωί στο γραφείο σου, άρχισα να νιώθω ενοχές γιατί, μέσα σ’ όλες τις φουρτούνες και τα τρεξίματά σου, είχες κι εμένα…»

Την βλέπει να συννεφιάζει. Μετά τα χείλη της ψιθυρίζουν αυτό που θα τον ανατρέψει: «Μόνο εσένα έχω…»

Δε λέγονται εύκολα αυτές οι λέξεις. «Είσαι παντρεμένη», της υπενθυμίζει.

-Μ’ έναν άντρα που έχει τρία χρόνια ν’ απλώσει το χέρι του και να μ’ αγγίξει. Μ’ έναν άντρα που έχει κάποια χρόνια να πει αν είμαι γι’ αυτόν ελκυστική. Και δεν είναι μόνο αυτά…

-Σήμερα το πρωί στο γραφείο σου, όση ώρα εσύ μελετούσες τη στεφανιογραφία και συζητούσες με τους συνεργάτες σου, προσπαθούσα να δώσω ένα τίτλο στην ιστορία μας. Προσπαθούσα ν’ ανασύρω από τη μνήμη μου εικόνες από την πρώτη μας συνάντηση στου Χαρούλη, από τότε που βρεθήκαμε στου Μαρινόπουλου, απ’ τη δεξίωση, απ’ την επίσκεψή σου στο εργαστήρι… Μόνο στο μυαλό ενός ευφάνταστου σεναριογράφου θα μπορούσαν να στηθούν παρόμοιες ιστορίες…

-Θέλω να πάμε στο εργαστήρι σου…

***

Η γυναίκα, που το απόγευμα στις 29 Σεπτεμβρίου πέρασε το κατώφλι του τρίπατου σπιτιού της οδού Μιαούλη 24, το οποίο όλοι στη γειτονιά γνώριζαν ως το σπίτι του ζωγράφου, ούτε στις πιο τολμηρές ονειροπολήσεις της είχε ταξιδεύσει με τόση ένταση στο ξέσπασμα της τρέλας του έρωτα. Έφτασαν πέντε ώρες ώστε να βιώσει το πάθος σ’ όλο το βάθος της οδύνης του και σ’ όλη την έκταση της ηδονής του.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, στο εργαστήρι του ζωγράφου Νικόλα Τασιά, η καρδιοχειρουργός Βασιλική Πατέρα, ξαπλωμένη στο μικρό καναπέ, με το κεφάλι ριγμένο πίσω και τα βλέφαρα σφαλιστά, άφηνε τα δάκρυά της να φύγουν ήρεμα από τα πλάγια των ματιών και ομολογούσε ότι ένιωθε άπειρη ευτυχία που έστω στα σαράντα πέντε χρόνια της γνώρισε την ανατροπή και την απόλυτη ταύτιση με την ποιητική διάσταση μιας πύρινης λαίλαπας που έμπαινε από παντού μέσα της και μυθοποιούσε ένα παρόν τρομακτικά ελεύθερο από μεθοριακές γραμμές.

Εκείνος, γνωρίζοντας πως όσα του κατέθετε ήταν μοναδικός συγκερασμός της ψυχής και του σώματός της, την άκουγε σιωπηλός, κρατώντας στα χέρια του το πέλμα του δεξιού ποδιού της, το οποίο εξερευνούσε για πολλοστή φορά.

Η γλώσσα του επίμονα, αλλά τρυφερά, ταξίδευε από τη φτέρνα στην κοιλότητα της καμάρας, για να καταλήξει στο μετατάρσιο και τη βάση από τα δάχτυλά της…

Τα σφοδρά κύματα της λάβας, που είχαν διεγείρει και χαρίσει ζωή σε ό,τι μέσα στο σώμα της παρέμενε ναρκωμένο, είχαν δώσει τη θέση τους στην ανακούφιση. Πια, ήξερε καλύτερα από κάθε άλλη φορά τη δική της μοναδικότητα, πια ήξερε τι σήμαινε αυτή η εκστατική ανταρσία που είχε βιώσει και πού βρισκόταν το μέτρο της ελευθερίας της.

Για το ζωγράφο, αντίθετα, όλα μέσα του παράδερναν σε μια τρικυμία. Γνώριζε πως αν δεν προχωρούσε στην τελευταία πράξη που νύχτες και νύχτες κυριαρχούσε στα όνειρά του, την πλέον ίσως συγκλονιστική της συνεύρεσής τους, δε θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είχε αναγεννηθεί από τη σχέση αυτή.

Με την πρόφαση αλλαγής του cd, σηκώθηκε από δίπλα της και προχώρησε στο βάθος του εργαστηρίου.

Αφού πρώτα άφησε να πλανηθεί στο χώρο η κιθάρα του Paco de Lucia – από το έργο του ‘‘Siroco’’ – και το ανδαλουσιάνικο ταμπεραμέντο του κιθαρίστα να φορτίσει την ατμόσφαιρα, πλησίασε τη γυναίκα, κρατώντας στα χέρια του έναν πίνακα.

Εκείνη, ακούει τη φωνή του έχοντας ακόμα τα μάτια κλειστά. Έτσι δεν αντιλαμβάνεται αμέσως τι εννοεί εκείνος, λέγοντας: «Πορτρέτο γυναίκας. Λάδι σε μουσαμά. Διαστάσεις: 1,20 επί 1,60. Τίτλος: Εσύ».

Μόνο όταν, μετά από ένα δυο λεπτά, ανασηκώνει τα βλέφαρά της…

Μόνο τότε…

Τότε βλέπει τον πίνακα.

Στο μέσο του κάδρου το πρόσωπό της και γύρω του, ακόμα επτά παραλλαγές του ίδιου προσώπου, ως πλανήτες σε ερυθρομέλανο γαλαξιακό στερέωμα.

Θυμάται τη φωτογράφησή της στον ίδιο χώρο, όταν είχε φτάσει ως εκεί με μόνη πρόθεση να του δοθεί, πρόθεση που την αναχαίτισε η μυρωδιά ενός άλλου γυναικείου σώματος στο σεντόνι.

Το πρώτο κομμάτι του cd πλησιάζει στο τέλος του και ο Νικόλας Τασιάς, που ξέρει τι θ’ ακολουθήσει, αφήνει τον πίνακα στη ράχη του καναπέ.

Όταν στο χώρο απλώνεται μια εκρηκτική συνομιλία της κιθάρας με τη σιωπή, εκείνος βυθίζει τα δάχτυλά του σε κόκκινο ακριλικό και πλησιάζει τη γυμνή γυναίκα.

Τα κόκκινα δάχτυλά του περιτρέχουν το σώμα από τους ώμους μέχρι τις κνήμες. Κινούνται σύμφωνα με τη βιαιότητα ή τη γαλήνη, που κινούνται τα δάχτυλα του κιθαρίστα στις χορδές. Ακολουθούν την ταχύτητα με την οποία τα δάχτυλα του κιθαρίστα πασχίζουν να δώσουν στο σώμα της μουσικής την έκφραση μιας ερωτικής επέλασης.

Δημιουργεί σπείρες στο μέρος της κοιλιάς, περιγράμματα στα στήθη κι ένα «εγώ» – ως υπογραφή – πάνω από το θάμνο της ήβης.

Το σώμα της ανταποκρίνεται σ’ αυτό το παραλήρημα. Γίνεται άρπα, με τις χορδές της να πάλλουν κάτω από τη μαγεία των δακτύλων του. Τρέχει πίσω στις μνήμες της παιδικής ηλικίας για ν’ ανακαλύψει το κοριτσάκι που έπαιζε με τα χρώματα, που έτρεχε σε χωράφια γεμάτα ανθισμένες παπαρούνες. Οργανώνει την επίθεσή του και όχι την άμυνα. Η συμπαντική πνοή που το διατρέχει, ανήκει στην ενεργητική φωνή των ερωτικών ρημάτων και όχι στην παθητική.

Εισάγοντας στο ερωτικό παιχνίδι και το τελευταίο κύτταρο του σώματός της δηλώνει ‘‘παρούσα’’ στη μετάλλαξη των στιγμών σε αιωνιότητα.

Κολλά το σώμα της στο δικό του και το κόκκινο ακριλικό βάφει κι εκείνον, χρωματίζει τον καναπέ, τα μαξιλάρια και το δάπεδο, όταν λίγο μετά γλιστρούν και κυλιούνται σ’ αυτό.

«Όταν ο έρωτας επεμβαίνει εικαστικά… Ωραίος τίτλος για να εκθέσω κάποτε τον ίδιο τον καναπέ, ως έργο τέχνης…», της ψιθυρίζει λαχανιασμένος.

Εκείνη αδιαφορεί για το αν εκτεθεί ποτέ αυτή η εικαστική παρέμβαση. Της αρκεί ότι για μια ακόμα φορά νιώθει το σώμα της ιδιαίτερα πλημμυρισμένο από τα ρεύματα της ηδονής, έτοιμο να καλύψει με τη συγκλονιστική αναγέννησή του κάθε ρωγμή της χρονικής της συνέχειας, του ενεστώτα που αντιλαμβάνεται ότι ζει σ’ ένα άλλο ‘‘εγώ’’ της.

Αργότερα, αρκετά αργότερα, μέσα στο ψηλοτάβανο μπάνιο, κάτω από έναν καταρράκτη νερού που κατευνάζει τα σώματά τους, θα του πει πως πια είναι «μια άλλη».

«Πλέον πολλά πράγματα θα είναι δύσκολο να εξακολουθήσουν να συμβαίνουν όπως πρώτα. Ό,τι υπήρξα, μέχρι πριν απ’ αυτές τις ώρες, θ’ αναθεωρηθεί», του καταθέτει, τονίζοντας μια – μια τις λέξεις.

Θα του πει πως νιώθει ένοχη απέναντι στην ίδια της την κυτταρική δομή που τόσα χρόνια είχε στεγνώσει σώμα και ψυχή, προκειμένου να πατήσει στα πόδια της σαν επιστήμονας.

«Πίστεψέ με», του λέει, «τίποτα δε μου χαρίστηκε. Δεν ξεπήδησα από το πουθενά, ούτε έτρεξα σε φαρδιές λεωφόρους. Σκαρφάλωσα, με νύχια και δόντια ανέβηκα μέχρι εδώ, συχνά ρισκάροντας αυτήν την καριέρα. Ποτέ δεν είχα χρόνο για έρωτες, κάθε περιπέτεια κινούνταν μέσα σε στενά όρια έναρξης και λήξης. Ίσως γιατί πάντα έτρεμα το μετά… Όσο για τον άντρα μου…»

Τη διακόπτει, φράσσοντας απαλά το στόμα της με την παλάμη του.

«Μόνο αν ποτέ νιώσεις την ανάγκη της εξομολόγησης θα μου μιλήσεις… Όχι για ν’ απολογηθείς…», της λέει.

Όταν θα επιστρέψουν στο χώρο του εργαστηρίου, θα του ζητά μια χάρη.

-Θέλω ν’ ακούσω τη μουσική από το κινηματογραφικό έργο ‘‘Ο Άγγλος ασθενής’’. Αν την έχεις…

Την έχει και τη διαβεβαιώνει πως ο ίδιος την ακούει συχνά. Κι ενώ κρατά στο χέρι του το cd για να το τοποθετήσει στη συσκευή, την ακούει να τον ρωτά, ξανά, αν έχει διαβάσει και το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μάικλ Οντάατζε.

Της απαντά καταφατικά κι εκείνη του λέει πως η ίδια το έχει διαβάσει τρεις φορές, ενώ κάποια αποσπάσματά του περισσότερες από είκοσι…

Την κοιτάζει έκπληκτος…

«Θυμάσαι πότε η Κάθριν ζήτησε από τον Αλμάζι να μην ξανακάνουν έρωτα;», τον ρωτά.

«Όχι», της απαντά και απορεί με την ερώτηση.

Προσπαθεί να κοιτάξει βαθιά στα μάτια της, να μαντέψει την αιτία της συγκεκριμένης ερώτησης.

Εκείνο, που θυμάται μόνο, είναι ότι η Κάθριν αντιδρά στην ιδέα της ερωμένης, φοβούμενη πως αν ο άντρας της μάθει αυτήν τη σχέση θα τρελαθεί…

-Στο μυθιστόρημα ήταν η νύχτα της 28 του Σεπτέμβρη… Απόψε είναι η νύχτα της 29…

Εκπλήσσεται με τη μνήμη της. Τον βάζει σε σκέψεις ο συσχετισμός.

-Αλλάζει κάτι; Σημαίνει κάτι για σένα;

-Σαφώς και όχι. Με τίποτα δεν μπαίνω στη θέση τής Κάθριν. Αδιαφορώ αν μάθει ο άντρας μου αυτή τη σχέση και ούτε έχω πρόθεση να του την κρύψω. Πάει καιρός που η συγκατοίκηση μαζί του κατάντησε κούραση…

-Τότε γιατί η αναφορά στον ‘‘Άγγλο ασθενή’’;

-Ίσως γιατί όταν με άγγιζες ένιωθα πως το άγγιγμα αυτό είχε κάτι από την απελπισία, που είχε και το άγγιγμα εκείνου…

-Εκείνος ήταν ένας τυχοδιώκτης…

-Κι εσύ επίσης… Ή έτσι μ’ αρέσει να σε βλέπω εγώ… Αντίθετος κι εσύ με την κτητικότητα, όπως κι εκείνος. Ελεύθερος τόσο που κατόρθωσες να μου δείξεις τη δική μου ελευθερία.

-Μη με θελήσεις ποτέ κτήμα σου, λοιπόν…

Η Ella Fitzgerald τραγουδά το ‘‘Cheek to cheek’’.

«Χόρεψέ με», του ζητά κι εκείνος της χαρίζει το πιο γλυκό του χαμόγελο.

«Πρώτη μου φορά που χορεύω γυμνή στην αγκαλιά ενός άντρα…», θα του πει και το σώμα της τραγουδά την άνοιξη, αν και τέλη Σεπτέμβρη, στην αγκαλιά του.

«Να με θυμάσαι…» της λέει ψιθυριστά, με χείλη που μόλις κινούνται, σαν να μη θέλουν να χαλάσουν αυτό το χαμόγελο που είναι μόνο για κείνη.

Εξακολουθεί να της χαμογελά.

Ακόμα κι όταν το σώμα του βαραίνει αρκετά στην αγκαλιά της.

Ακόμα κι όταν λυγίζουν τα γόνατά του και πισωπατεί.

Εκείνη τον κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια και απορία.

Εξακολουθεί να της χαμογελά.

Ακόμα κι όταν αρχίζει και μαλάζει με λύσσα το στήθος του στο μέρος της καρδιάς.

Ακόμα κι όταν πανικόβλητη πιάνει το δραπέτη σφυγμό του, ακόμα κι όταν κολλά τα χείλη της στο μισάνοιχτο στόμα του, ακόμα κι όταν αρχίζει να ουρλιάζει ‘‘όχι…’’

Εξακολουθεί να της χαμογελά.

Ακόμα και στο ασθενοφόρο, που του κρατά το χέρι, έστω ξέροντας καλύτερα από κάθε άλλον ότι πλέον δεν είναι ένα χέρι ζωντανό, ικανό να κινηθεί και να χαϊδέψει τα στήθη και την κοιλιά της…

Εξακολουθεί να της χαμογελά.

Ακόμα κι όταν τα ουρλιαχτά και τ’ αναφιλητά της ξεσηκώνουν τους διαδρόμους τους νοσοκομείου…

 

Petroulakis* Ο Άγγελος Πετρουλάκης γεννήθηκε το 1952 στη Λάρισα, όπου και κατοικεί μόνιμα. Έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του: «Εγκλήματα στην Ελλάδα – 7 τόμοι» – Εκδόσεις Δεδεμάδη, Αθήνα 1980-1981. «ΛΟΓΟΣ πρώτος» – ποίηση (1981) «ΛΟΓΟΣ δεύτερος» – ποίηση (1984) «ΛΟΓΟΣ τρίτος» – ποίηση (1999) «ΛΟΓΟΣ και αιτία για ένα ταξίδι» – ποίηση (2001) «ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια σιωπή» – ποίηση (2001) «ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια θύμηση» – ποίηση (2011) «Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα» – μυθιστόρημα – Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ (2002) «Κρυφοί έρωτες» – μυθιστόρημα – Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ (2004) «Ζωές στο κόκκινο» – μυθιστόρημα – Εκδόσεις ΓΡΑΦΗΜΑ (2012). Έχει γράψει τα κείμενα του φωτογραφικού λευκώματος «Μικρά αντίο» του καρδιοχειρουργού Σωτήρη Πράπα (Εκδόσεις Καστανιώτης). Έχει σχεδιάσει, επιμεληθεί και γράψει τα κείμενα του φωτογραφικού λευκώματος του Γιώργου Μποντικούλη «ΛΑΡΙΣΑ – άνωθεν».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top