Fractal

Μικρός αποχαιρετισμός στη Μυρτώ

Από την Ελένη Γκίκα //

 

«Η Μυρτώ Τάσιου, η κόρη της Κατερίνας Γώγου και του Παύλου Τάσιου, δεν βρίσκεται πια ανάμεσα μας. Πήγε να βρει τους αγαπημένους της στην πίσω μεριά της οθόνης. Μυρτούλα, αντίο». Η Όλια Λαζαρίδου, ξαφνικά απόγευμα Παρασκευής 18 Σεπτεμβρίου, δυο μέρες πριν από τις εκλογές, αποχαιρετούσε στο fb την Μυρτώ. Και στη σελίδα των εκδόσεων Καστανιώτη με πρωτοπρόσωπο βιογραφικό, σα να μας αποχαιρετούσε η ίδια η Μυρτώ, διαβάζαμε το αλλόκοτο νέο πώς «η Αλίκη δεν μένει (πραγματικά) πια εδώ».

 

Σαν επανάληψη της αιώνιας σκηνής, όπως επεσήμανε ο Μπόρχες, ωστόσο ακατανόητα και επώδυνα ποιητικά, η Μυρτώ επέστρεψε μετά από χρόνια απουσίας στο Λέτσε για να πεθάνει στην Αθήνα.

Στο μεταξύ, την είχαμε γνωρίσει κι αγαπήσει όλοι μας. Μέσα από το βιβλίο της το ποιητικό, τις αγιογραφίες και το χαρούμενο γέλιο της, την γενναία προσπάθεια να ξαναβρεί τα χρώματα.

Λίγους μήνες πριν, αναγνώριζε στο Fractal πως ναι «η τέχνη είναι η διαχείριση της απώλειας». Και με αφορμή το βιβλίο της «Η Αλίκη δεν είναι πια εδώ» περιέγραφε με ενθουσιασμό την εκεί ζωή της: «Ξέρεις, κάνω συντήρηση έργων τέχνης εδώ. Μαζί με τον σύζυγό μου δουλεύουμε σε εκκλησίες, συντηρούμε εικόνες και φτιάχνω εικόνες με τον δικό μου τρόπο κι εγώ. Έχουμε ένα μικρό εργαστήρι εδώ στο χωριό. Τα ποιήματα βγαίνουν όταν στεναχωριέμαι, όποτε είμαι πιεσμένη γράφω».

 

 

Την πονά η Ελλάδα μας είπε, αλλά «η νοσταλγία ναι, είναι ένα αίσθημα. Όμως με θλίψη θυμάμαι, όλα εκείνα που έχασα στην Ελλάδα. Έχασα τα καλύτερά μου χρόνια, άργησα να σωθώ».

Η Μυρτώ, τελικά, ξαναγύρισε σε ό,τι αγάπησε και την πόνεσε. Θα έγραφε τη ζωή τους χορταστικά αυτή τη φορά. Αλλά η λογοτεχνία είναι ζωή και δυο φορές αντέχεται; δεν αντέχεται. Προτίμησε να βρεθεί στο πλάι τους κι “έφυγε”. Καλή αντάμωση, Μυρτώ!

 

Η Γλυκερία Μπασδέκη στο Οnly Theater αποχαιρετά την Μυρτώ.

 

«Λέξεις- κεράκια» για την Μυρτώ το λέει: Τα κάδρα της Μυρτώς

Το εξώφυλλο ξεγελάει. H ασπρόμαυρη φωτογραφία, το ασπρόμαυρο βλέμμα, το κόκκινο του τίτλου. Περιμένεις-σχεδόν επιβεβαιωτικά- να διαβάσεις λέξεις άσπρες, μαύρες και κόκκινες. Περιμένεις τα θυμωμένα και τα έσχατα.

 

Κι η Μυρτώ Τάσιου, το παλιό κορίτσι που σε κοιτάζει παγωμένα, σου την φέρνει. Σε πιτσιλίζει χρώματα, αναπάντεχα χρώματα -σ’ όποιο ποίημα και να χωθείς θα σε βρούνε κάτι γαλάζια, κάτι τριανταφυλλί, κάτι λαχανί κήπου, κάτι πολύ πρωινά κίτρινα. Η Αλίκη δε μένει πια εδώ, η Αλίκη μένει πια αλλού-αλλαγή χρήσης, νέα ιδιοκτησία. Το παλιό κορίτσι είναι καινούριο και μας γράφει τα νέα της.

 

 

Τα ποιήματα της Μυρτώς θυμίζουν τα ποιήματα της Κατερίνας ,της Κατερίνας Γώγου που πάντα θα είναι η μαμά της. Τα θυμίζουν, όμως, μ’ έναν τρόπο βαθειάς και αναπόφευκτης βιολογίας. Υπάρχει αυτός ο κοινός λόγος των ανθρώπων που μεγάλωσαν μαζί, περπάτησαν μαζί, έβαλαν τα κλάματα στη θέα του ίδιου τοίχου. Μέχρις εκεί. Η Μυρτώ Τάσιου είναι η Μυρτώ Τάσιου . Μακριά από τη μυθολογία που εμείς οι άλλοι (οι έξω απ’ το χορό, οι ωτακουστές και μπανιστηρτζίδες της οικογένειας), κλέψαμε σχεδόν.

Η Μυρτώ εικοσικάτι χρόνια μετά έρχεται με τα μποντζόρνο της και τα τιάμο της και τη γάτα νάνι και τη γάτα φουτούρο. Έρχεται για να μην μας επιβεβαιώσει, για να μην χαράξει καμιά προδιαγεγραμμένη πορεία, για να την κάνει με ελαφρά από τη χώρα των ηλίθιων αποδείξεων. ‘’Φτιάξε έναν ήλιο απ’ αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο νου σου’’ ήταν οι τελευταίες οδηγίες της μαμάς Κατερίνας κι η Μυρτώ είπε να τις πάρει τοις μετρητοίς, να το σκάσει από τη χώρα των ΕΤΩΝ 9 και να πιάσει την τέχνη που ποτέ δεν την εγκατέλειψε : τις λέξεις και τα γράμματα .

Έρωτας, θυμός, πόνος-η Μυρτώ Τάσιου κρατάει τα βασικά. Μιλάει για ζωή και θάνατο άτσαλα και λαχανιασμένα και ακατάπαυστα, μ’ αυτή τη σπαραχτική ειλικρίνεια που διαθέτουν μόνον οι αυτόπτες και τα ημερολόγια.

 

‘’ Σαν να έβγαλα φτερά/μόνο που πονάν ’’ γράφει και βουλώνει το στόμα κάθε φιλολογικής ανάλυσης. Έκαναν μεγάλες εκδρομές οι λέξεις της, γκρεμοτσακίστηκαν και σηκώθηκαν πριν έρθουν να μας βρουν. Λέξεις που φοβήθηκαν και κρύωσαν και πήγαν να τα βροντήξουν όλα, αλλά τα κατάφεραν να μεγαθυμήσουν, να συγχωρέσουν ,να δώσουν τη μεγάλη άφεση και να πετάξουν ανάλαφρες. Οι λέξεις της Μυρτώς είναι σπουδαίες γιατί έρχονται από μεγάλο ταξίδι-έρχονται από ‘’δάκρυα ποτάμια’’ και ‘’βαριές βαλίτσες’’ . Μόνο εύκολες δεν είναι –πληρώθηκαν ακριβά τα χρωματιστά και τα εμπριμέ τους, ξοφλήθηκαν πολλά διόδια για αυτό ‘’το βλέμμα σ’ έναν κόσμο ελεύθερο’’.

 

Τα ποιήματα της Μυρτώς θυμίζουν κάτι αρχαία κεντήματα-κληρονομιά, κάτι δυσβάσταχτα γκομπλέν και βελονάκια που θάφτηκαν σε συρτάρια και καταπακτές. Κάποια στιγμή τα βγάζουμε απ’ την τρύπα τους, τα πλένουμε, τα σιδερώνουμε, τα χαιδεύουμε. Ύστερα τα κάνουμε ωραίες κορνίζες και τα κρεμάμε. Δεν στάζουν πια, δεν πονάνε -είναι πλέον ωραία, διδακτικά κάδρα τοίχου. Καθόμαστε απέναντι και τα κοιτάζουμε.

‘’Η ψυχή μας ξεκουράζεται επιτέλους’’(…)

 

γλυκερία μπασδέκη (με αγάπη)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top