Fractal

H μαμά είναι καλά;

Της Μυρτώς Μαρκάκη //

 

fractal_Σήμερα είναι τα γενέθλια μου, γίνομαι επιτέλους 7 χρονών. Κάθε παιδί περιμένει την ημέρα των γενεθλίων του, ίσως για να κάνει μια ευχή στο τέλος της ημέρας η οποία να πραγματοποιηθεί. Έτσι περιμένω κι εγώ. Κάθε χρόνο κάνω την ιδία ευχή, αλλά κάθε χρόνο νιώθω την ίδια απογοήτευση. Ευχόμουν, εύχομαι και θα εύχομαι να γυρίσει πίσω η μητέρα μου. Έχω ελάχιστες στιγμές, που θυμάμαι μαζί της. Ο πατέρας μου έλεγε όταν ήμουν πιο μικρή ότι δεν με αγαπούσε.. Αλλά εγώ το μόνο που ήθελα πάντα ήταν να γυρίσει πίσω και να της δώσω μια τεράστια αγκαλιά. Αλλά δυστυχώς δεν γυρνάει. Οι συγγενείς μου έχουν πει ότι δεν ήταν σωστή μάνα ότι δεν με ήθελε τα βράδια στο δωμάτιο τους, ότι δεν μου διάβαζε παραμύθια.  “Τρελάθηκε” μου έλεγε ο πατέρας και πως είναι κλεισμένη σε ίδρυμα. Εγώ δεν τα πίστευα όλα αυτά.

Θυμάμαι την μαμά μου να χαμογελάει, να με χτενίζει και να με ντύνει. Όμως θυμάμαι ακόμα πως κάθε βράδυ άκουγα φωνές από το δωμάτιο των γονιών μου. Χτυπούσα την πόρτα για να μπω, έβγαινε ο μπαμπάς μου και μου έλεγε: “Χρυσάνθη ακόμα να κοιμηθείς;” και εγώ με την σειρά μου τον ρωτούσα: ” Η μαμά καλά είναι;”. Όμως εκείνος ποτέ δεν μου έδινε μια απάντηση σε αυτήν την ερώτηση. Και εγώ τον ρωτούσα κάθε βράδυ ξανά ξανά χωρίς ποτέ να πάρω μια ξεκάθαρη απάντηση. Ώσπου ένα βράδυ ξύπνησα γιατί άκουσα τη μαμά μου να ουρλιάζει. Ο μπαμπάς μου την έβριζε και τη χτυπούσε και η μαμά μου φώναζε πνιχτά για να μη με ξυπνήσει. Μετά από εκείνο το βράδυ δεν ξανάκουσα την μητέρα μου. Το επόμενο πρωί δεν την είδα ενώ την έψαχνα παντού. Έτσι πήρα την απόφαση να ρωτήσω τον πατέρα μου: ” μπαμπά τι έκανες χτες το βράδυ στη μαμά;” και εκείνος με κοίταξε άγρια και φώναξε: “τίποτα τίποτα έφυγε η μητέρα σου, τρελάθηκε κι έφυγε! Κατάλαβες μικρή μου;” Στεναχωρήθηκα και έτρεξα προς το δωμάτιο μου. Τότε ο πατέρας μου είπε:  “μόλις μεγαλώσεις λίγο θα πάμε να την δούμε στο υπόσχομαι”. Του κούνησα θετικά το κεφάλι μου και γύρισα από την άλλη. Ήμουν σίγουρη ότι η μαμά μου δεν θα με παρατούσε μονή μου, ότι ακόμα και εκεί που ήταν θα με θυμόταν. Τώρα πλέον περιμένω μόνο την ημέρα των γενέθλιων μου για να μεγαλώσω και να πάω να την αγκαλιάσω και ας φύγει μέτα.

Μετά από 10 χρόνια..

Μεγάλωσα, ωρίμασα σε ένα χρόνο θα πάω στην Θεσσαλονίκη να σπουδάσω νομική.. Κάθε μέρα αναφέρω στον πατέρα μου την υπόσχεση που μου είχε δώσει πριν χρόνια αλλά πάντα βρίσκει χιλιάδες δικαιολογίες για να μου αρνηθεί. Όμως μια μέρα καθώς δεν μπορούσα να περιμένω άλλο έφυγα από το σπίτι, πήρα κινητό, κλειδιά, λεφτά και έτρεξα προς το μετρό. Μπήκα σε ένα βαγόνι, το οποίο, με οδηγούσε σιγά σιγά προς την μεγαλύτερη μου επιθυμία. Έφτασα μπρόστα στο ίδρυμα και όταν ήρθε η ώρα να κατέβω απ’το μετρό δεν μπορούσα. Τα πόδια μου έτρεμαν και ο χτύπος της καρδίας μου αντανακλούσε μέχρι τα αυτιά μου. Όμως παρόλη την ταραχή μου σηκώθηκα από την θέση μου και προχώρησα μηχανικά προς την πόρτα του ιδρύματος. Κοντοστάθηκα και η καρδία μου χτυπούσε ακόμα πιο δυνατά. Ένιωθα πως θα σπάσει, είχα να διαλέξω ανάμεσα στο αν θα έβλεπα την μητέρα ή θα έφευγα δειλά προς τα πίσω χωρίς να εκλπηρώσω την μεγάλη μου λαχτάρα. Κάτι μέσα μου με ωθούσε να διαλέξω το πρώτο. Έτσι κι έγινε.. Μπήκα μέσα και αυτό που αντίκρισα αρχικά ήταν ένας τεράστιος διάδρομος που οι φωνές των ασθενών ηλέκτριζαν την ατμόσφαιρα. Υπήρχαν παντού παράθυρα και πόρτες καθώς έπεφτε το φως του ήλιο σε κάθε κάμαρα. Σε κάθε τοίχο υπήρχε ένα νούμερο που αντιστοιχούσε σε κάποιο δωμάτιο.

Τότε μου ήρθε στο μυαλό η συζήτηση του πατέρα μου και της γιαγιάς μου. Ένα πρωινό κουβέντιαζαν στην κουζίνα και δεν είχαν καταλάβει ότι είχα ξυπνήσει. Έτσι λοιπόν εκμεταλλεύτηκα την κατάσταση και τους κρυφάκουσα. Κατάλαβα ότι έλεγαν κάτι σχετικό με την μητέρα μου. Αυτό που μου έμεινε ήταν ο αριθμός δωματίου της μητέρας μου, το νούμερο 170. Ήταν λογικά στο πρώτο όροφο του ιδρύματος. Εγώ συνέχιζα να περπατώ μέχρι που αντίκρισα μια τεράστια σκάλα που ένωνε τον κάτω με τον πάνω όροφο. Ανέβηκα τις σκάλες και έφτασα έξω από το δωμάτιο της μητέρας μου . Ήμουν μόλις μια αναπνοή μακριά της. Μέσα στον ενθουσιασμό μου δεν υπολόγισα τίποτα, θόλωσε το μυαλό μου και τράβηξα το χερούλι της πόρτας απότομα. Μόλις άνοιξε η πόρτα, είδα πάνω από το κρεβάτι της γιατρούς τόσους πολλούς που έφτασα στο σημείο να μην μπορώ να διακρίνω εκείνη. Με το άνοιγμα της πόρτας και την είσοδο μου στην δωμάτιο γύρισαν όλοι ξαφνικά και κοιτάζοντας με με ρώτησαν: “ποια είσαι εσύ; Πως μπήκες; Τι κάνεις εδώ;” χωρίς να δώσω κάποια απάντηση τους ρώτησα: “η μητέρα μου είναι καλά;”. Τότε όλοι έκαναν στην άκρη και εγώ την είδα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Έκλαψα… Μου είπαν: “έπαθε κρίση πανικού και τώρα κοιμάται. Αν θες μπορείς να κάτσεις δίπλα της.” Είχα τόσο μπερδεμένα συναισθήματα. Από την μια χαρά, που μετά από τόσα χρόνια την ξαναέβλεπα και από την άλλη λύπη που την έβλεπα σε αυτήν την κατάσταση. Έκατσα δίπλα της σε μια πολυθρόνα κι περίμενα υπομονετικά την ώρα που θα ξυπνήσει. Μετά από αρκετή ώρα γύρισε το κεφάλι της με κοίταξε βούρκωσε και με ρώτησε: “εσύ;” Πήγα πιο κοντά της και την αγκάλιασα τόσο δυνατά που μου είπε: “πονάω Χρύσα μου”. Εκείνη την μαγική στιγμή της ψιθύρισα στο αυτί της: “εγώ πονούσα 10 ολόκληρα χρόνια” και συνέχιζα να την αγκαλιάζω δίχως να σταματήσω..

Την επόμενη μέρα έγραψαν στην εφημερίδες πενηντάχρονη γυναίκα βρέθηκε νεκρή σε ψυχιατρική κλινική όπου έμενε τα τελευταία χρόνια της ζωής της, δίπλα στην νεαρή κόρη της..

 

* H Μυρτώ Μαρκάκη γεννήθηκε το 1999 στο Ηράκλειο Κρήτης όπου ζει μέχρι σήμερα. Φοιτά στο 8ο Γενικό Λύκειο. Είναι πτυχιούχος επιπέδου Β2 της αγγλικής γλώσσας και επιπέδου Β1 της Γερμανικής γλώσσας. Γράφει εδώ και 3 χρόνια δικά της άρθρα. Επηρεασμένη από την προσωπική ζωή της, την κοινωνία, τον πολιτισμό ακόμα και από την πολιτική κατάσταση της χώρας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top