Fractal

My eyes are dry / Goodbye

Γράφει η Αγγελική Λάλου //

 

aggeliki lalou

 

Λένε πως λίγο πριν πεθάνεις βλέπεις τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια σου. Μύθος ή αλήθεια, ίσως να μη το μάθουμε ποτέ με σιγουριά. Λίγο πριν πεθάνει ένα από τα πιο αγαπημένα σου πρόσωπα, συμβαίνει άραγε το ίδιο; Προλαβαίνεις να κάνεις φλας μπακ; Πότε; Όταν τον συνοδεύεις στο ασθενοφόρο και συντονίζεις τους χτύπους της καρδιάς σου με τον ήχο της σειρήνας; Όταν του κρατάς σφιχτά το χέρι τη νύχτα στα επείγοντα; Όταν τον φιλάς τρυφερά στο μάγουλο μην ξέροντας αν θα ξαναδείς τα μάτια του ανοιχτά. Ύστερα, όταν σε βρίσκει η είδηση του μοιραίου στο δρόμο σε ένα λεωφορείο λίγο πριν φτάσεις στον προορισμό σου;

Ποια ανάμνηση έρχεται άραγε πρώτη; Αυτή που σε έκανε κούνια κι ανέβαινες ως τον ουρανό και του έλεγες «πιο δυνατά, πιο ψηλά», κι αυτός γελούσε. Που έπινε το ούζο και του έτρωγες τον μεζέ, κι ειδικά τις ελιές του; Ή που περίμενες μόλις ξυριστεί να πας να μυρίσεις στα μάγουλά του το άφτερ σέιβ και να του σκάσεις ένα φιλάκι…πονηρά, πριν τη μαμά! Κι ύστερα, όταν μεγάλωσες, σου έμαθε να του φτιάχνεις ελληνικό. Άσχημο να τον πίνεις τώρα στη μνήμη του.

Μεγαλώνεις. Το ξέρεις, θα έρθει αργά ή γρήγορα αυτή η στιγμή. Προετοιμάζεσαι … μια ζωή…κι όταν έρθει εν τέλει εκείνη η ώρα, πάνε στράφι όλες οι πρόβες περίπατο. Περισσεύουν οι λέξεις. Δεν παρηγορούν οι φωτογραφίες. Δεν υπάρχει κάτι απ’ όσα έζησες που να θες να χρησιμοποιήσεις ως καταφύγιο. Είναι όλα αυτά που θα έρθουν, που δεν θα μπορείς να τα μοιραστείς άλλο μαζί του. Είναι που το μέλλον σου πια δεν θα τον αφορά. Θα τον εμπεριέχει, αλλά θα είναι πλέον παρών και αμέτοχος… γιατί απών δεν θα είναι ποτέ. Θα τον βλέπεις στον καθρέφτη, στα χαρακτηριστικά που του πήρες. Στη στάση που κοιμάται ο γιος σου και σε κάποιες ίδιες γκριμάτσες. Άτιμο πράγμα το dna, ακόμα και τις πιο μικρές συνήθειες κουβαλάει.

Κι ύστερα είναι κι αυτό, το ότι δεν το χωράει ο νους σου. Θαρρείς πως είναι άλλη μια φάρσα, ένα από αυτά τα περίεργα αστεία του. Όσο κι αν προσπαθείς να το δεχτείς, να το κατανοήσεις, να το πάρεις απόφαση, δυσκολεύεσαι να πειστείς ότι δεν θα τον ξαναδείς, δεν θα τον ξανακούσεις, δεν θα ξανανιώσεις το άγγιγμά του. Πονάει αυτό το δεν… Πονάει πολύ.

Περνάνε οι μέρες. Συνηθίζεις τα μαύρα. Συνηθίζεις να το συζητάς χωρίς να βουρκώνεις. Σκάβεις το νου. Αναπτύσσεις άμυνες. Θυμάσαι, κάνεις αγώνα να θυμηθείς, να τον κρατήσεις ζωντανό στη μνήμη. Λες ιστορίες. Θυμάσαι επεισόδια προ αμνημονεύτων χρόνων. Παιδικές αναμνήσεις. Σαρώνεις άλμπουμ. Οικογενειακά κειμήλια, ανοίγεις κουβέντα με παλιούς φίλους και γνωστούς. Κι όλο πιο συχνά πιάνεις τον εαυτό σου να λέει «έτσι άρεσε αυτό στον μπαμπά», «θυμάσαι, έτσι το έκανε αυτό ο μπαμπάς», και ζορίζεσαι με τον αόριστο, με αυτόν τον παρελθόντα χρόνο.

Μα πάνω απ’ όλα συγχωρείς. Δεν ξεχνάς και τις πίκρες, και τα μαλώματα και τα παράπονα. Δεν αγιοποιείς, καταλαβαίνεις απλώς. Συνειδητοποιείς έστω κι εκ των υστέρων καμιά φορά, τι είναι ουσιώδες και τι σημαντικό. Έτσι κι αλλιώς στο τέλος κανείς από τους δυο σας δεν μπορούσε να θυμώσει για πολύ, ή να κρατήσει κακία.

Κι έτσι όπως παίρνεις τηλέφωνο το βράδυ τη μαμά σού έρχεται να ρωτήσεις «τι κάνετε» ή «πώς είναι ο μπαμπάς;» – κι αναρωτιέσαι, αγαπάμε άραγε από συνήθεια ή είναι η αγάπη η μόνη συνήθεια που δύσκολα κόβεται;

Κι όσο κι αν στεγνώσανε τα μάτια… δύσκολο μερικές φορές να πεις το «τελευταίο αντίο»…

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top