Fractal

Ζωρζ Ρόντενμπαχ “Μπρυζ, η νεκρή”: η μετάφραση της Ι. Αβραμίδου

Κριτική μετάφρασης: Μαίρη Μπαϊρακτάρη // *

 

Ζωρζ Ρόντενμπαχ “Μπρυζ, η νεκρή”, εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2017

 

To μυθιστόρημα του βέλγου συγγραφέα Ζωρζ Ρόντενμπαχ Μπρυζ, η νεκρή (BrugelaMorte, 1892) αποτελεί αριστοτεχνικό κείμενο του Συμβολισμού, με επίκεντρο τη σκοτεινή και μυστηριακή ατμόσφαιρα της άλλοτε ένδοξης αυτής μεσαιωνικής πόλης. Η Μπρυζ, μια νεκρή πόλη, αποκτά ανθρώπινη υπόσταση, γίνεται δρων πρόσωπο και, όπως γράφει ο συγγραφέας στον πρόλογό του, «επηρεάζει ψυχικές καταστάσεις, συμβουλεύει, αποτρέπει, αποφασίζει να δράσει». Ο ευρηματικός παραλληλισμός της με τη νεκρή σύζυγο του κεντρικού προσώπου Υγκ Βιαν, αποτελεί μια ανασύνθεση αναμνήσεων και συναισθημάτων, μια ύστατη προσπάθεια πάλης με το παρελθόν που ολοένα απομακρύνεται από το παρόν και τη θέση του παίρνουν τα χλωμά χρώματα της Φλάνδρας.

Το μυθιστόρημα παρουσιάστηκε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό σε νέα μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2017). Η έκδοση συμπεριλαμβάνει μια κατατοπιστική εισαγωγή της μεταφράστριας, τον Πρόλογο του συγγραφέα, σημειώσεις βάσει της γαλλικής έκδοσης του κειμένου από τις εκδόσεις Flammarion (1998) και, αντί επιμέτρου, προστίθενται στο τέλος του βιβλίου οι μεταφράσεις δύο ποιημάτων για την Μπρυζ: «Quai du Rosaire Bruges» του Rainer Maria Rilke (μτφ. Ι. Αβραμίδου) και «Bruges» του Stefan Zweig (μτφ. Λέων Κουκούλας). Επίσης, οι τελευταίες έντεκα σελίδες παρουσιάζουν μια επιλογή από το ασπρόμαυρο φωτογραφικό υλικό μνημείων της Μπρυζ με το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας είχε συνοδέψει το κείμενό του.

Η κ. Αβραμίδου κλήθηκε να αναμετρηθεί με ένα γαλλικό κείμενο υψηλών απαιτήσεων, όχι μόνο σε γλωσσικό και πραγματολογικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε υφολογικό. Η αντιπαραβολική μελέτη πρωτοτύπου και μεταφράσματος καταδεικνύει ότι η μεταφράστρια ανέπτυξε μια αποφασιστική και ξεκάθαρη «μεταφραστική στρατηγική» (για να επαναλάβουμε την ορολογία του Antoine Berman), στην οποία παρέμεινε συνεπής καθ’ όλη τη διάρκεια του μεταφραστικού εγχειρήματος. Πιο συγκεκριμένα, όπως φαίνεται από τις επί μέρους μεταφραστικές λύσεις τις οποίες δίνει, ο μεταφραστικός σχεδιασμός της θεμελιώνεται κατά τη γνώμη μας σε μια ολική θεώρηση του πρωτοτύπου, που περιλαμβάνει ποικίλες κειμενικές παραμέτρους τις οποίες εντόπισε και έλαβε υπόψιν κατά τη διάρκεια της μεταφραστικής διαδικασίας: την ποιητικότητα του κειμένου (με τις σαφείς επιρροές που δέχτηκε ο Ρόντενμπαχ από την υφολογία του συμβολιστή ποιητή Μαλλαρμέ), την αστείρευτη διαλεκτική με γραπτά άλλων δημιουργών, όπως αναφέρεται στις σημειώσεις της γαλλικής έκδοσης (π.χ. με τη θεματολογία ενός από τους σημαντικότερους προδρόμους του Συμβολισμού, του Μπωντλαίρ, αλλά και την κυριαρχία τού φανταστικού στοιχείου και του πεσιμισμού όπως αποτυπώθηκαν στο έργο του Μωπασσάν), τα δάνεια και μοτίβα εμπνευσμένα από την αρχαία ελληνική μυθολογία (στον εντοπισμό των οποίων αποτελούν και πάλι πολύτιμο οδηγό τα σχόλια των εκδόσεων Flammarion) και, κυρίως, τα ποικίλα στοιχεία του Συμβολισμού (λογοτεχνικό κίνημα στο οποίο εντάσσεται, ως γνωστόν, ο Ρόντενμπαχ).

 

Ιωάννα Αβραμίδου

 

Ως ίδιον του Συμβολισμού, η αναζήτηση της αναλογίας ανάμεσα στην αφηρημένη υπόσταση μιας ιδέας και την απεικόνησή της, η οποία επιλέγεται ως μέσον έκφρασής της από τον συγγραφέα, συνάδει με την πρόθεση του συγγραφέα να εξερευνήσει τις «correspondances, τις αναλογίες», όπως γράφει στην εισαγωγή της η μεταφράστρια, ανάμεσα στην «πόλη με Π κεφαλαίο» και τον ήρωά του. Με τη σειρά της λοιπόν η κ. Αβραμίδου αναζήτησε και πρότεινε μεταφραστικές λύσεις οι οποίες σέβονται τη συμβολιστική εικονοποιία, εφόσον τα ίδια τα νοήματα του κειμένου θεμελιώνονται και αναδύονται μέσα από τα σύμβολα. Συνεπώς, η κατανόηση της βαθείας δομής του κειμένου λειτούργησε ως θεμελιώδης διαδικασία προκειμένου να ξεπεράσει ποικίλους σκοπέλους μέσω της αποκωδικοποίησης των συμβόλων. «[…] Στο βιβλίο αυτό […], το νερό και ο καθρέφτης δεν παράγουν μόνο εικόνες, αλλά είναι αντικείμενα μελέτης που προσφέρουν μιαν άλλη θέαση του κόσμου» (απόσπασμα από την εισαγωγή της).

 

«[Ο Υγκ] είχε γνωρίσει, όχι μόνο τη γαλήνια ευτυχία μιας υποδειγματικής συζυγικής ζωής, αλλά και το άσβεστο πάθος, τον διαρκή πυρετό, τα ξέφρενα φιλιά, τη συμφωνία των ψυχών, των απόμακρων κι ωστόσο ενωμένων, οι οποίες μοιάζουν με τις παράλληλες προκυμαίες ενός καναλιού που στα νερά του αναμειγνύονται τα δύο τους είδωλα» (Ρόντενμπαχ, Μπρυζ, η νεκρή, σελ. 19).

 

Με αυτόν τον τρόπο, η αβίαστη ροή του μεταφράσματος, τα εύληπτα νοήματα και το εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο κατορθώνουν να δημιουργήσουν ένα θελκτικό πλαίσιο διαπολιτισμικού διαλόγου και να αναδείξουν την πρόθεση του συγγραφέα, την υφολογία και τα λογοτεχνικά μέσα (προσωποποιήσεις, μεταφορές, παρομοιώσεις, συμβολισμούς κ.λπ.), επιτυγχάνοντας έναν αρμονικό συνδυασμό ηχητικής και νοηματικής απόδοσης του πρωτοτύπου.

 

«Ο Υγκ εγκατέλειψε την εκκλησία βαθύτατα ταραγμένος. […] Ωστόσο, η Πόλη με το πρόσωπο της Πιστής τον αποδοκίμαζε, επέμενε. Του αντιπροτείνε το πρότυπο της δικής της αγνείας, της αυστηρής της πίστης… Και οι καμπάνες συμφωνούσαν μαζί της, ενώ αυτός κάθε βράδυ περιπλανιόταν μέσα στους δρόμους με μια ολοένα και μεγαλύτερη αγωνία, υποφέροντας από τον έρωτά του για την Τζέιν, νοσταλγώντας τη νεκρή, φοβούμενος την αμαρτία του και την πιθανή του καταδίκη… Οι καμπάνες ηχούσαν τόσο πειστικά, στην αρχή συμβουλεύοντάς τον φιλικά, στη συνέχεια όμως άσπλαχνα, επιπλήττοντάς τον. Τις έβλεπε, τις αισθανόταν γύρω του, όπως τα κοράκια γύρω από τους πύργους, τον πίεζαν, έμπαιναν στο κεφάλι του, τον βίαζαν και τον πίεζαν, προσπαθώντας να του αποσπάσουν το θλιβερό του έρωτα και να ξεριζώσουν από μέσα του την αμαρτία!» (Μπρυζ, η νεκρή, σελ. 90-91).

 

Georges Rodenbach

 

Στην εν λόγω μετάφραση, προβάλλεται ταυτοχρόνως η πλαστικότητα και η ευελιξία της ελληνικής γλώσσας, μέσω της πολυεπίπεδης χρήσης της από την Ι. Αβραμίδου. Επίσης, αποφεύγοντας τις παρανοήσεις, τις αναίτιες ριζικές παρεμβάσεις, αλλά και την παγίδα της λεγόμενης υπερμετάφρασης (δηλ. της ωραιοποίησης του πρωτοτύπου στο μετάφρασμα), η μεταφράστρια οδηγείται σε ακριβή μεταφορά των σημαινόντων στο σύνολό τους. Δίνουμε ένα παράδειγμα μεταφραστικού κολλήματος: χαρακτηριστική είναι η μεταφραστική λύση την οποία δίνει στην πρώτη σελίδα του μυθιστορήματος, αφήνοντας αμετάφραστη την εντός εισαγωγικών περίοδο «Veuf! Être veuf! Je suis le veuf!» (σελ. 19) και μεταφράζοντάς την επί λέξει σε υποσελίδια σημείωση «Χήρος! Είμαι χήρος! Είμαι ο χήρος». Εδώ η μεταφράστρια ήρθε αντιμέτωπη με μια αλυσιδωτή νοηματική δέσμευση: ο συγγραφέας, εντός του κειμένου του, παρατηρεί πως η λέξη «veuf» είναι μονοσύλλαβη στα γαλλικά (ενώ αντιστοιχεί στη δισύλλαβη στα ελληνικά λέξη «χήρος») και χρησιμοποιεί την ιδέα αυτή ως αφετηρία των δύο επόμενων φράσεών του, περιγράφοντάς την ως «λέξη ανίατη και σύντομη, μία μόνο άηχη συλλαβή. Λέξη αζευγάρωτη που περιγράφει θαυμάσια το πλάσμα που δεν έχει ταίρι» (Μπρυζ, η νεκρή, σελ. 19-20). Η λύση αυτή, με τη διατήρηση της γαλλικής φράσης και με την παρεμβατικότητα μιας υποσημείωσης, από τη μια διακόπτει για λίγο τη ροή της ανάγνωσης, από την άλλη διασώζει την εύστοχη εικόνα της καταδικασμένης δυαδικότητας που περιγράφει ο συγγραφέας. Η μονοσύλλαβη γαλλική λέξη «veuf» παραπέμπει στην καταδίκη του ήρωα στη μοναχική ζωή της χηρείας και η υπό εξέταση μεταφραστική εκδοχή αποφεύγει την επινόηση ευρημάτων που θα ήταν, ενδεχομένως, λιγότερο ακριβή ως προς την απόδοση της αρχικής πρόθεσης του συγγραφέα.

Τέλος, η γενική εικόνα του μεταφράσματος δείχνει ότι ακόμα και σε άλλες περιπτώσεις, όπως αυτή της εκούσιας αλλά αναγκαίας απομάκρυνσης από το γράμμα του πρωτοτύπου και της δημιουργίας μιας πιο ελεύθερης μετάφρασης στην υπηρεσία του ύφους, το εκάστοτε μεταφραστικό αποτέλεσμα καταλήγει σε μια ευέλικτη ισοδυναμία (σε γλωσσικό επίπεδο) αλλά και σε επαρκή αντιστοιχία (σε εξωγλωσσικό επίπεδο) ανάμεσα στο πρωτότυπο και στο μετάφρασμα, αναδεικνύοντας τα κομβικά σημεία του κειμένου και μεταφέροντας επιτυχώς τις συναισθηματικές διακυμάνσεις του ήρωα.

Πρόκειται λοιπόν για μια μεταφραστική πρόταση με δυναμική, ικανή να αναμετρηθεί με τη διαρκή εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας και το εφήμερο των μεταφράσεων, όπως άλλωστε και το εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα του Ζωρζ Ρόντενμπαχ, το οποίο πέρασε θριαμβευτικά στον 21ο αιώνα με πολυάριθμες αναμεταφράσεις σε όλο τον κόσμο.

 

 

* Η Μαίρη Γ. Μπαϊρακτάρη είναι Διδάκτωρ ‒ Διδάσκουσα λογοτεχνικής μετάφρασης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top