Fractal

Μια οθόνη στο σαλόνι

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Μάκης Τσίτας: “Μπροστά στην τηλεόραση”, Εικονογράφηση: Ανδριάνα Ρούσσου, Σειρά: Μαθαίνουμε για το παιδί και την τεχνολογία, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2019

 

Αναμφισβήτητα η τηλεόραση εξακολουθεί να είναι πάντα πόλος έλξης για όλη την οικογένεια, ιδιαίτερα για τα παιδιά.  Ακόμα και τώρα που το θαυματουργό «κινητό» που είναι ικανό για όλες τις δουλειές και πολλαπλές χρήσεις, που και τα πολύ μικρά παιδιά όχι μόνο είναι σε θέση να το χρησιμοποιήσουν, αλλά με τα δακτυλάκια τους να το «παίζουν» με αφάνταστη δεξιοτεχνία, η τηλεόραση, το θαυμαστό αυτό μέσο της προχωρημένης τεχνολογίας, διατηρεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα μέσα στο σπίτι.

Μια συσκευή με γιγαντιαία οθόνη που φέρνει μέσα στο σπίτι όλο τον φυσικό κόσμο με προβολές εξαιρετικών ντοκιμαντέρ, βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της προτίμησης και του ενδιαφέροντος όλων. Επί πλέον, είναι και ένα μέσο και τρόπος απασχόλησης των μικρών παιδιών, απαλλάσσοντας συχνά τις μητέρες από την ατελείωτη φροντίδα μαζί τους και από τις παράλογες ή μη απαιτήσεις τους.

Έπειτα οι γυναίκες που δεν εργάζονται έξω από το σπίτι, αλλά και πολλές από τις εργαζόμενες, παρακολουθούν μανιωδώς και αδιαλείπτως τηλεοπτικές σειρές από τον καναπέ με τα παιδάκια τους προσηλωμένα κι αυτά στην εντυπωσιακή εικόνα. Ό, τι και να λέμε, η τηλεόραση μέσα στο σπίτι είναι πειρασμός για μικρούς και μεγάλους.

Ο Μάκης Τσίτας, που συνεχίζει με μεγάλη επιτυχία να γράφει βιβλία με θέματα από την καθημερινότητα των μικρών παιδιών μέσα στο σπίτι  και με τον τρόπο του δίνει λύσεις σε προβλήματα που δημιουργούνται στις διαπροσωπικές σχέσεις μέσα στην οικογένεια, δεν ήταν δυνατόν να αγνοήσει ένα τόσο πρόσφορο και ενδιαφέρον θέμα για συγγραφική ανάπτυξη και διερεύνηση: τη σχέση του παιδιού με την τηλεόραση.

Σημασία έχει πώς ο συγγραφέας διαπραγματεύεται τη σχέση του παιδιού με τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Και πόσο επηρεάζει η συμπεριφορά των μεγάλων προς το συγκεκριμένο αντικείμενο τη σχέση των μικρών παιδιών με αυτό. Πώς ρίχνει το ζάρι στην καρτέλα του παιχνιδιού κι ο καθένας θεωρεί τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία και αντιδρά με τον δικό του τρόπο με γνώμονα πάντα τη λογική της στιγμής και την ευαισθησία του.

Έτσι, από την πλοκή και την πορεία της ιστορίας του φαίνεται πως έχει πολύ καλά μελετήσει τον χώρο όπου κινείται συγγραφικά και με τον τρόπο του θέτει τον καθένα από τους υπεύθυνους προ των ευθυνών του, χωρίς διόλου να προσφεύγει σε χιλιοχρησιμοποιημένες εύκολες συνταγές και ανιαρές, άνευρες υποδείξεις. Παίρνει τα πράγματα και τα παρουσιάζει όπως ακριβώς συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Απλά και φυσικά και στις σωστές διαστάσεις, φωτογραφίζει καταστάσεις και γεγονότα που δημιουργούνται από άσκοπες κινήσεις και ενέργειες των μεγάλων βλαπτικές για τον μικρό ήρωα/παιδί, για τον «αναπτυσσόμενο άνθρωπο», όπως θεωρεί το μικρό παιδί η ψυχολογία του παιδιού, και αφήνει τον καθένα να δει μόνος του τα λάθη του και να τα διορθώσει.

Στο συγκεκριμένο βιβλίο του, να πώς έχουν και πώς εξελίσσονται τα πράγματα:

Όσο η οικογένεια, για λόγους αρχής αντιστεκόταν στον πειρασμό να βάλει μέσα στο σπίτι τηλεόραση, όλοι ήταν μια χαρά. Είχαν την ησυχία τους, επικοινωνούσαν με τους δικούς τους και τους φίλους, συνέχιζαν τις επαφές με τον έξω κόσμο, φρόντιζαν να μαθαίνουν τα νέα των φίλων τους, άνοιγαν και κανένα βιβλίο, είχαν μια κανονική ζωή ίσαμε τη στιγμή που μπήκε δυναμικά η τηλεόραση στο σπίτι κι άνοιξε η μαγική οθόνη το θαυματουργό παράθυρό της κι έφερε τα πάνω κάτω. «Μετεβλήθη ο ρυθμός του κόσμου!».

Μπούκαρε μέσα στο σπίτι από το πουθενά το πανέμορφο σύμπαν κι όλοι έμειναν βουβοί μπροστά στο θέαμα που άλλαζε τόσο γρήγορα το περιβάλλον και πρόβαλλαν συνέχεια νέες εικόνες, θαρρείς και όλος ο όμορφος κόσμος είχε μαζευτεί εκεί μέσα.  Ό, τι ήθελες έβλεπες. Πατούσες ένα κουμπί και φραπ! Το δάσος με τα ζώα και τις ομορφιές του ήταν εκεί και συμπεριφέρονταν σαν ζωντανά. Η οικογένεια δεν έκανε πια τίποτα άλλο από το βλέπουν όλοι τηλεόραση από το πρωί ως το βράδυ, ακόμα και τη νύχτα εξακολουθούσαν να παρακολουθούν όλα τα προγράμματα, να μαθαίνουν τι γίνεται στον κόσμο, να διασκεδάζουν με αστείες ιστορίες και να κλαίνε πραγματικά με τα δράματα των άλλων. Δεν τους ένοιαζε τι κάνουν οι συγγενείς, οι γείτονες, οι φίλοι τους. Η τεράστια μαγική οθόνη που «έπιανε όλο τον τοίχο του σαλονιού», το μεγαλύτερο αντικείμενο του σπιτιού, τους άλλαξε τη ζωή. Προς το καλύτερο; Προς το χειρότερο; Πάντως, ξεχνούσαν να μαγειρέψουν, ακόμα και να φάνε. Τόσο τους είχε μαγέψει. Είχαν όλο τον κόσμο μπροστά τους μέχρι που έχασαν την επαφή με τον έξω κόσμο. Ποιος ο λόγος να βγούνε έξω, αφού η τηλεόραση τους πληροφορούσε για τα πάντα. Ύστερα κι όποιος πήγαινε να τους δει, καθηλωνόταν μπροστά στην τηλεόραση.

 

Μάκης Τσίτας

 

Καμιά φορά ο μικρός θυμόταν την παιδική χαρά, θα ήθελε να τρέξει να παίξει με τους φίλους του, αλλά πώς να σηκωθεί από τη βολή του, να ντυθεί… αφού μπορούσε να παίζει με τα… μάτια. Το ίδιο κι η μαμά κι ο μπαμπάς.

Αυτή η κατάσταση κράτησε πολύ. Χρειάστηκε να συμβούν πολλά συνταρακτικά γεγονότα, να καεί ο κόσμος δίπλα τους για να πάρουν είδηση. Κι αυτό με το στανιό. Σιγά σιγά όμως άρχισαν να βαριούνται και να κουράζονται. Από τα ξενύχτια στην τηλεόραση, ο πατέρας δεν είχε όρεξη να σηκωθεί και να πάει στη δουλειά. Ώσπου κάποια στιγμή, ο μπαμπάς αγανάκτησε κι έβγαλε το καλώδιο από την πρίζα. Και τότε άλλαξαν όλα. Η ζωή μέσα και έξω από το σπίτι βρήκε τους ρυθμούς της. Θυμήθηκαν τη βιβλιοθήκη, τα παιγνίδια, τους φίλους.

Τέσσερα τινά έχει – επιβάλλεται να έχει στο νου του ο συγγραφέας, ιδίως όταν απευθύνεται σε παιδιά: Τι έχει να πει, Ποιο κοινό έχει στο νου του, Πώς θα το πει θα μιλήσει για να πείσει τους ενδιαφερόμενους. Ο Μάκης Τσίτας, με την ευχέρεια και τη δεξιοτεχνία που έχει όσον αφορά τη χρήση του απλού, του καίριου και του φυσικού στη συγγραφή κάθε βιβλίου του για πολύ μικρά παιδιά και το χιούμορ που διακριτικά  παρεμβάλλει την κατάλληλη στιγμή, τα αστεία ονόματα που χρησιμοποιεί, ώστε να προκαλούν αυτομάτως γέλιο, δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις και οδηγεί τα πράγματα στην επιθυμητή και επιδιωκόμενη  έκβαση, κρατώντας πάντα ή σχεδόν πάντα παρασκηνιακά τον ρόλο του αφηγητή ο οποίος θεωρεί την ανέλιξη και  την εξέλιξη της ιστορίας από τη σκοπιά του παιδιού, χωρίς να γίνεται παιδί.

Αξίζει να τονιστεί πως η λαμπερή, εύγλωττη εικονογράφηση της Ανδριάνας Ρούσσου, απλή στη σύνθεσή της και ευανάγνωστη, με τα ωραία φωτεινά χρώματα και τις εκφραστικότατες ζωγραφιές, που παρακολουθούν τις κινήσεις των ηρώων στις σελίδες του βιβλίου, λειτουργούν θαυμάσια συνεπικουρούμενες από τις εύστοχες κινήσεις όλων των μελών του σώματος, κυρίως των ματιών, συντελούν στην άψογη εμφάνιση του βιβλίου και δίνουν, απλά και φυσικά, έμφαση στα διαδραματιζόμενα.

Και αναδεικνύουν τα πλεονεκτήματα και τις αρετές του πανέμορφου βιβλίου που σίγουρα θα το αγαπήσουν όλα τα παιδάκια. Γιατί θα το αγαπήσουν; Μα, επειδή το καθένα θα βρει τον εαυτό του στις σελίδες του.

 

Παλαιό Φάληρο, 18 Φεβρουαρίου 2019

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top