Fractal

Διήγημα: “Μπλε”

Του Αποστόλου Λαγαρία // *

 

 

f18

 

Η Νόρα ξύπνησε ένα πρωί αναζητώντας κάτι μπλε.

Μπλε, έτσι γενικά το είχε στο μυαλό της, δεν ένιωθε την ανάγκη να το προσδιορίσει, όπως ας πούμε το μπλε του ουρανού, το μπλε στα μάτια της μητέρας της, τα μπλε παράθυρα σε ένα σπιτάκι στις Κυκλάδες. Ίσως και να μην μπορούσε άλλωστε, γιατί αυτό που αναζητούσε δεν το ήξερε, δεν μπορούσε να το προδιαγράψει από πριν. Με έναν μυστηριώδη τρόπο αυτό το απροσδιόριστο μπλε την αναζητούσε, όπως και εκείνη αυτό, την καλούσε.

Ντύθηκε πρόχειρα και βγήκε να το συναντήσει. Προτίμησε τις σκάλες από το ασανσέρ, έμενε ψηλά και έτσι είχε πολλά σκαλοπάτια να κατέβει, τα κατέβαινε δυο-δυο με βιαστικό βηματισμό ενώ το μυαλό της πλημμύριζε από μια μπλε παλίρροια που σκέπαζε την κάθε σκέψη. Στην είσοδο χαιρέτησε τον καθαριστή, είχε απλώσει σαπουνάδες στο πάτωμα και ετοιμαζόταν να τις περάσει με τη σφουγγαρίστρα, του έγνεψε σε ένα βιαστικό χαιρετισμό όπως πηδούσε ανάλαφρα ακροβατώντας ανάμεσα από τα νερά προσέχοντας να μη λερώσει. Και εκείνος έμεινε να την κοιτάζει απορημένος με τα λαμπερά μάτια του, που πάντοτε της φαινόταν ότι έκρυβαν κάποια αδιόρατη μελαγχολία.

Μελαγχολία. Είναι η μελαγχολία μπλε; Επεξεργάστηκε τη σκέψη την ώρα που άνοιγε την πόρτα και έβγαινε στο δρόμο. Πάντως δεν είναι κίτρινη ή πράσινη κατέληξε. Και σίγουρα όχι κόκκινη. Το μπλε της μελαγχολίας το είχανε υμνήσει πολύ αοιδοί, είχε άλλωστε ταυτιστεί με ένα ολόκληρο μουσικό κίνημα, τα blues. Αλλά αν η μελαγχολία μπορεί να είναι μόνο μπλε, το μπλε δεν είναι μόνο μελαγχολία, κατέληξε. Και σίγουρα όχι το δικό της μπλε. Διάσχισε το δρόμο περνώντας μπροστά από ένα γαλάζιο σιτροέν χωρίς να περιμένει στο φανάρι, και ο οδηγός την κοίταξε με απορία πατώντας μαλακά το φρένο.

Περπάτησε στο πεζοδρόμιο κάτω από τη δεντροστοιχία με τις μουριές, η άνοιξη είχε μπει από νωρίς αλλά φαίνεται πως τα δέντρα το είχανε ξεχάσει αφού ακόμα δεν είχαν ξεμυτίσει τα φυντάνια στα κλαδιά. «Ξυπνήστε» τους ψιθύρισε όπως περνούσε και χάιδεψε με την παλάμη απαλά τους ρόζους στους κορμούς. Τα φαντάστηκε να ξυπνάνε νυσταγμένα από τη χειμερία νάρκη, να αφήνουν ένα ατελείωτο χασμουρητό και να την κοιτούν από ψηλά με απορία και αυτά. «Όλοι θα απορούν μαζί μου σήμερα» σκέφτηκε.

Πέρασε δίπλα από το μαγαζάκι με τις χειροποίητες μαρμελάδες, το ταχίνι και το θυμαρίσιο μέλι, χωρίς να σταματήσει για να πει μια καλημέρα και να αγοράσει κάτι όπως έκανε συνήθως. Προσπέρασε το μαγαζί  με τις  χάντρες και το μαγαζί με τα μεταχειρισμένα ρούχα, χωρίς να σταθεί ούτε λεπτό έξω από τις βιτρίνες τους, όσο και αν αυτές ήταν γεμάτες από μπλε αντικείμενα, όπως τα κολιέ με τις μπλε ηλεκτρίκ χάντρες, τα μπλε φορέματα και τα μπλουτζίν.

Στη γωνία του δρόμου στεκόταν ένας ηλικιωμένος κύριος που είχε σηκώσει το βλέμμα και κοιτούσε κάτι αεροπλάνα που πετούσαν σε σχηματισμούς ψηλά στον ουρανό, κάνοντας πρόβα για τη μεθαυριανή παρέλαση. Ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό και όμως ήταν σαν ένα γκρίζο πέπλο να σκέπαζε την πόλη.

«Από αυτήν την πόλη χάθηκαν τα χρώματα» σκέφτηκε  η Νόρα. «Τα αληθινά χρώματα, τα βαθύτερα. Χάθηκαν τα κρυστάλλινα νερά, τα χρυσαφί λιβάδια με τα σπαρτά που τα χαϊδεύει ο αέρας, τα κόκκινα ηλιοβασιλέματα. Και μαζί με αυτά και τα βαθύτερα συναισθήματα. Η αληθινή αγάπη. Η γλυκιά νοσταλγία. Η αυθόρμητη χαρά. Όλα αυτά όμως δεν μπορεί να χάθηκαν για πάντα. Ίσως να αποσύρθηκαν απλώς σε νέους τόπους. Ή ίσως και να κρύφτηκαν κάπου για να προφυλαχτούν, να συμπυκνώθηκαν μέσα σε κάποιον ή σε κάτι, βρίσκοντας καταφύγιο εκεί. Αν όλη η μελαγχολία του κόσμου είχε αποτραβηχτεί μέσα σε ένα μικροσκοπικό βαζάκι; Αν είχε αναδιπλωθεί ο έρωτας μέσα σε ένα κατακόκκινο μήλο; Αν είχε αναζητήσει καταφύγιο η χαρά σε μία ηλιαχτίδα;

Τα συναισθήματα μπορεί να επέλεγαν να διασωθούν μέσα στα πιο απρόσμενα μέρη. Η θλίψη θα είχε αποτραβηχτεί μέσα στο τρίξιμο μιας νότας του βιολιού. Η μοναξιά σε ένα χαρτόκουτο που το παρέσερνε ο αέρας. Η νοσταλγία μέσα στη μηχανή ενός τρένου που προχωρούσε χωρίς να σταματάει στους σταθμούς. Χιλιάδες καταφύγια, χιλιάδες αποχρώσεις, χιλιάδες αποστάγματα σε διαυγή μορφή, συμπυκνωμένα στον υπέρτατο βαθμό. Μια σταγόνα από το μπουκαλάκι της μελαγχολίας τότε θα μπορούσε να σε δηλητηριάσει, μια νότα του βιολιού να σε γκρεμίσει στο έδαφος, το σφύριγμα της μηχανής του τρένου να σου ραγίσει τη καρδιά.

Προσπέρασε τον ηλικιωμένο κύριο, εκείνος κατέβασε για μια στιγμή το βλέμμα για να την κοιτάξει, και έπειτα το επέστρεψε ξανά στον ουρανό. Βγήκε στο μεγάλο δρόμο, ο κόσμος που πλημύριζε τα πεζοδρόμια και τις διαβάσεις στα φανάρια, αυτή η αέναη βουή, την τρόμαζε αλλά και την προσέλκυε ταυτόχρονα. «Αυτό που αναζητώ είναι οπωσδήποτε κρυμμένο» σκέφτηκε. «Και ποιο μέρος είναι καλύτερο για να κρυφτείς, από εκείνο που περνάς απαρατήρητος, που χάνεσαι μέσα σε ένα σύνολο ετερόκλητων πραγμάτων;».

Και πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε στο πλήθος, και μέσα εκεί ψιθύριζε ανοιγοκλείνοντας τα χείλη.

Μια μπλε παλίρροια.

Το μπλε φτερό που πέφτει από ψηλά.

Τα γαλάζια άνθη του Αγκίσαρου.

Τα μπλε κοράλλια του βυθού.

Μια μπλε ανταύγεια σε πλεξούδα των μαλλιών.

Μια σούπα μπλε με ισπανικό τυρί.

Η μπλε περίοδος του Πικάσο.

Και τότε πέρασε μια σκέψη απ’το μυαλό της. «Ίσως το μπλε που αναζητώ να είναι συμβολικό. Ίσως ακόμη να μην είναι μπλε. Και τότε πώς θα το αναγνωρίσω;» είπε στον εαυτό της και ξαφνικά την κατέλαβε μία απελπισία. Γιατί όσο και αν ένιωθε απολύτως βέβαιη για την παρόρμηση που την είχε κάνει να σηκωθεί από το κρεβάτι και να ξεχυθεί στους δρόμους, βαθιά μέσα της φοβόταν ότι μόλις ένιωθε τις δυνάμεις της να στερεύουν, τις ελπίδες της να λιγοστεύουν, τον ενθουσιασμό της να μαραίνεται, θα εγκατέλειπε την αναζήτησή της. Ή ακόμα χειρότερα, θα αποδεχόταν οτιδήποτε μπλε λαμπύριζε μπροστά της σαν να ήταν το πραγματικό, μόνο και μόνο για να βάλει ένα τέλος, ξεγελώντας τον εαυτό της και καταλήγοντας με ένα άλλο μπλε στη αγκαλιά, με ένα μπλε που δε θα ήταν το δικό της, αλλά το μπλε ενός άλλου. Κλεμμένο, δανεικό.

Σταμάτησε απότομα ανάμεσα στη θάλασσα του πλήθους και έκλεισε τα μάτια χωρίς να νοιάζεται για τον κόσμο που συνέχιζε να περνάει δίπλα της βαδίζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις.

Ένα χαλί από γαλάζιες καμπανούλες.

Μια λιβελούλα.

Ένα κοκτέηλ μπλου λαγκούν.

Μια μπλε γραμμή στο πάτωμα ενός νοσοκομείου.

Ένα ζευγάρι μπλε παπούτσια.

Το μπλε λεωφορείο που φεύγει στις 9 και 10’.

«Θα μπορούσε να είναι τα πάντα αλλά και τίποτα από όλα αυτά», σκέφτηκε και αισθάνθηκε μια αδιόρατη ζάλη καθώς όλα άρχισαν να στροβιλίζονται. Ένιωσε να πέφτει. Όταν άνοιξε τα μάτια βρισκόταν καθισμένη σε ένα παγκάκι. Η γυναίκα με τα μπλε μάτια που την κοίταζε με στοργή, σκύβοντας πάνω της και ρωτώντας την αν αισθανότανε καλύτερα, της θύμισε τη μητέρα της. Το παγκάκι ήταν δίπλα από ένα παρτέρι με πορτοκαλιές, φρούτα είχαν κυλήσει γύρω από τους κορμούς και έφταναν ως τα πόδια της. Δίπλα ακουγόταν πάντοτε η βουή της λεωφόρου σκεπάζοντας τις σκέψεις της. «Πρέπει να φύγω, με συγχωρείτε», είπε και έκανε να σηκωθεί. Η άγνωστη γυναίκα προσπάθησε να την συγκρατήσει, αλλά η Νόρα δραπέτευσε και κατηφόρισε ένα στενό, μπήκε στην πρώτη ανοιχτή πόρτα που βρήκε μπροστά της και κρύφτηκε εκεί μέσα.

Βρισκόταν στην είσοδο μιας παλιάς οικοδομής. Η σκάλα έμοιαζε ερειπωμένη, γεμάτη σκόνες, σκουπίδια και ακαθαρσίες στις γωνιές. Από ψηλά ακούγονταν μία μουσική, λίγες μονάχα νότες που επαναλαμβανόντουσαν συνέχεια. Ανέβηκε διστακτικά τα σκαλιά μέχρι τον όροφο, πίσω από μια πόρτα που ήταν ανοιχτή μόλις μια πιθαμή, ξεχείλιζε μια μπλε ανταύγεια. Πίεσε την πόρτα, προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο και διακόψει τη μουσική, και εκείνη άνοιξε χωρίς να τρίξει.

Βρισκόταν σε ένα δωμάτιο όπου τα βαριά παντζούρια έκλειναν έξω τη μέρα και προστάτευαν τη μελωδία από το φως, από τις γρίλιες διέφευγαν λίγες ακτίνες που φώτιζαν αμυδρά τους έντονα χρωματισμένους τοίχους. Οι νότες έμοιαζαν να βγαίνουν μέσα από ένα μουσικό κουτί που το κούρδιζαν τα δάκτυλα ενός μικρού παιδιού, τόσο νοσταλγικό ακουγόταν το παιχνίδισμα των ήχων. Όμως το δωμάτιο ήταν απολύτως άδειο. Και η μουσική έμοιαζε να διαχέεται ολόγυρα απ’ τους τοίχους, χωρίς πραγματικό σημείο πηγής.

Το μπλε δωμάτιο.

Ένα ζευγάρι μπλε παπούτσια.

Το μπλε αστέρι που γεννήθηκε από την έκρηξη μιας σουπερνόβα.

Ένα γιγάντιο μπλε ζαφείρι.

Ο μπλε ελέφαντας που ζήλεψε την ανυπαρξία του άσπρου,

Το μπλε μίας στενάχωρης αλήθειας.

Το μπλε του χωρισμού.

Αποφάσισε ότι έπρεπε να μάθει τι έλεγε το μαγικό τραγούδι. Και στάθηκε στο κέντρο του δωματίου και άρχισε να ψιθυρίζει λέξεις δικές της, λέξεις που χάνονταν σα ψίθυρος μέσα στη μουσική. Λέξεις που δεν υπάκουαν στη σύνταξη καμίας γλώσσας, που απλώς τις άφηνε να αιωρηθούν στο σκοτεινό δωμάτιο χωρίς καμία ντροπή, προφυλαγμένες απ’ το φως. Και όπως τις πρόφερε συνέχεια, άρχισε να τις συνειδητοποιεί, να αποκωδικοποιεί το νόημα και να τις βάζει στη σειρά, σε κάθε νότα και μιαν άλλη. «Εδώ/σου χαρίζω/το πορτραίτο μου…». Και απ’τον ενθουσιασμό της άρχισε να περιστρέφεται με τα χέρια απλωμένα στην αρχή και έπειτα τυλίγοντας τα πάνω στο κορμί της σαν να αγκάλιαζε τον εαυτό της. Και από τα χείλη της ξεπήδησε μια άρια και η φωνή της υψώθηκε ψηλά σ’ ένα κρεσέντο, καθώς η περιστροφή γινόταν όλο και πιο γρήγορη και οι τέσσερις τοίχοι ολόγυρά της εναλλάσσονταν τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινε να βλέπει τις ακμές τους, και όλος ο χώρος εξαϋλώθηκε σε ένα βαθύ απέραντο και σκοτεινό γαλάζιο.

«Εδώ/σου χαρίζω/το πορτραίτο μου/δες /πόσο όμορφα/σου χαμογελάει».

Μια μπλε περιστροφή.

Μια μπλε απαγγελία.

Οι μπλε νυμφαίες του Μονέ.

Μια μπλε απόχρωση στο φάσμα του φωτός.

Η μπλε ταινία του Κισλόφκι.

Το μπλε μίας εβδόμης συγχορδίας.

Μια μπλε ζαλάδα.

Ένας ατέλειωτος μεθυστικός χορός. Σταμάτησε και είδε το χώρο γύρω της να συνεχίζει να περιστρέφεται χωρίς εκείνη. Στην ανοιχτή πόρτα στεκόταν ένας νεαρός αξύριστος με φλογισμένα μάτια, τον έβλεπε να την κοιτάζει με απορία μία από τα δεξιά-μία από τα αριστερά, καθώς περιστρεφότανε και αυτός μαζί με το δωμάτιο μέσα στη ζάλη που την είχε κυριεύσει. Κρατούσε μια σακούλα σουπερμάρκετ.

«Όλοι θα απορούν μαζί μου σήμερα» σκέφτηκε ξανά, «αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα απολύτως για αυτό».

Η Νόρα πέρασε από δίπλα του σαν αστραπή και φαντάστηκε ότι του σκάει ένα φιλί στο μάγουλο, αντί για συγνώμη που καταχράστηκε το μυστικό δωμάτιό του. Κατέβηκε τη σκονισμένη σκάλα και ευχήθηκε να ξεχάσει αυτό το μέρος, να μην μπορεί να ξαναβρεί την πόρτα που άνοιξε και την οδήγησε σε αυτό, και έτσι να αφήσει το αγόρι με τα φλογισμένα μάτια ήσυχο και το δικό του μπλε ανέγγιχτο. «Το μόνο που έχω καταφέρει ως τώρα είναι να δανείζομαι από τους άλλους, κάποιος θα έλεγε να κλέβω, μια κλέφτρα είμαι και αυτό θα γίνεται χειρότερο όσο δεν βρίσκω το δικό μου μπλε».

Μια μπλε αστροφεγγιά.

Μια γαλαζοαίματη βασίλισσα.

Η μπλε φωτιά στην άκρη της πυγολαμπίδας.

Ένα ζευγάρι μπλε μακάο που κρύφτηκαν στις φυλλωσιές.

Έξω η συννεφιά είχε πυκνώσει και κάποιες λεπτές ψιχάλες έπεφταν νοτίζοντας την άσφαλτο στο δρόμο.

Η μπλε σελήνη.

Μια μπλε τσιχλόφουσκα.

Το μπλε μιας μελανιάς στο γόνατο.

Στη  σκέψη αυτή η Νόρα σκόνταψε και χτύπησε το πόδι, ένιωσε να ματώνει και σηκώνοντας το φόρεμά της δύο δάκτυλα έμεινε να κοιτάζει την πληγή βρώμικη και σκονισμένη. Ένιωσε ένα χέρι να την αγγίζει, και έπειτα να την τραβάει μέσα στην είσοδο του διπλανού μαγαζιού. Απέναντι της είχε μία κοπέλα για την οποία ένιωσε ότι παρότι δεν την ήξερε, θα ήθελε να την γνωρίζει από καιρό. Είχε ένα ήρεμο, ευγενικό και καθαρό πρόσωπο και τα μαλλιά της είχαν μπλε ανταύγειες.

«Κάθισε λίγο, θα σε περιποιηθώ» της είπε εκείνη και πήγε σε ένα ντουλαπάκι στο βάθος και άρχισε να ψάχνει στο συρτάρι για οινόπνευμα και γάζα.

Το μπλε του οινοπνεύματος.

Το μπλε μίας εβδόμης συγχορδίας.

Κοίταξε γύρω της. Το μαγαζί ήταν γεμάτο με λίθους, κρυστάλλους και ορυκτά, λαξευμένα σε όμορφα σχήματα. Άρχισε να διαβάζει τις ετικέτες, ενώ η κοπέλα της καθάριζε την πληγή από τις σκόνες και το αίμα.

Πορτοκαλί Αχάτης. Λαμπραδορίτης. Χαολίτης ο Λευκός. Οψιδιανός Νιφάς. Ασημένια Φεγγαρόπετρα.

Και κάπου εκεί ανάμεσα στις άλλες, την είδε. Ήταν μικρή, γυαλιστερή και είχε μέσα της συμπυκνωμένο όλο το μπλε του κόσμου. Σαν μαγνητισμένη άπλωσε το χέρι προς αυτήν. Η κοπέλα σταμάτησε και την κοίταξε με απορία. Έπειτα σηκώθηκε και πλησίασε την πέτρα, την πήρε από την προθήκη και την έβαλε στο απλωμένο χέρι της Νόρας.

«Αυτό ήθελες;» της είπε.

«Δεν ξέρω, ίσως. Πώς λέγεται;».

«Είναι ο Κυανίτης ή αλλιώς, Δισθενής».

«Ο Δισθενής…».

«Βλέπεις αυτές τις γραμμές; Έχει διαφορετική αντοχή στις δύο διευθύνσεις, μικρότερη παράλληλα με στη διεύθυνσή τους και μεγαλύτερη κάθετα σε αυτές». Πήρε την πέτρα και έκανε ότι την πιέζει με την παλάμη της σαν να ήθελε να την συνθλίψει. «Τώρα αντέχει. Βλέπεις; Και τώρα… -έστριψε την πέτρα αλλιώς- και τώρα σπάει, συνθλίβεται». Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε η θλίψη. Αλλά η πέτρα δεν έσπασε και Νόρα άπλωσε το χέρι και την ξαναπήρε.

«Όπως και εγώ» ψιθύρισε. «Κάποιες φορές αντέχω. Κάποιες ραγίζω. Και δεν μπορώ ποτέ να προβλέψω ποιο απ’τα δύο θα συμβεί». Κατέβασε το βλέμμα προς τα κάτω και αντίκρισε το ματωμένο πόδι. Το αίμα στην πληγή είχε επιτέλους σταματήσει.

«Αναζητούσα βλέπεις κάτι μπλε…».

Η κοπέλα γέλασε.

«Και τελικά το βρήκες».

«Πώς είμαι σίγουρη ότι είναι το δικό μου μπλε και όχι το μπλε ενός άλλου;».

«Η πέτρα αυτή φορτίζεται από εσένα, από το σώμα σου, και όχι από τον ήλιο όπως οι άλλες. Αν την τοποθετήσεις κάπου εδώ -είπε και έδειξε ένα σημείο πάνω ακριβώς από τον αφαλό- εσύ και αυτή θα γίνεται ένα».

Η Νόρα συνέχιζε να την κοιτάει καχύποπτα, και έτσι η κοπέλα είπε: «Αλλά το πιο-πιο σπουδαίο είναι ότι έχει ακόμη μία ιδιότητα. Λένε ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανάκτηση ονείρων. Θα ήθελες να το δοκιμάσουμε;».

Το πρόσωπο της Νόρας φωτίστηκε.  «Ανάκτηση ονείρων; Εννοείς των ονείρων που χάθηκαν; Δικών μου ονείρων; Μπορούμε; Τώρα;».

«Ναι γιατί όχι; Θα είναι τέλειο, σαν πραγματικός υπνωτισμός. Κράτα γερά την πέτρα μέσα στο χέρι σου και φερ’το στο στήθος, κλείσε τα μάτια. Και τώρα γύρνα πίσω στο όνειρό σου, αυτό που ξέχασες. Πες μου τι βλέπεις…».

«Τις μπλε νυμφαίες του Μονέ -τη μπλε σελήνη -μια μπλε τσιχλόφουσκα».

«Τι άλλο βλέπεις;».

«Ένα ζευγάρι μπλε παπούτσια – το μπλε του οινοπνεύματος-μια μπλε ανταύγεια σε πλεξούδα των μαλλιών- μια μπλε απαγγελία».

«Τι είναι όλα αυτά; Πήγαινε πίσω στο όνειρό σου».

«Δε θέλω, δεν μπορώ… Μια μπλε γραμμή στο πάτωμα ενός νοσοκομείου-τα μπλε παράθυρα σε ένα κυκλαδίτικο σπιτάκι-το μπλε μίας εβδόμης συγχορδίας».

«Διώξε τα όλα αυτά, είναι απλώς αντιπερισπασμοί. Πού βρίσκεσαι;».

«Στο στρώμα, με το μαξιλάρι αγκαλιά. Έχω μόλις ξυπνήσει».

«Τι σκέφτεσαι;».

«Σκέφτομαι ότι χρειάζομαι απεγνωσμένα κάτι μπλε».

«Βλέπεις; Χρειάζεσαι την ανάκτηση του ονείρου».

«Μια μπλε τουλίπα-η μπλε απόχρωση στα φτερά μιας Ulysses butterfly-το μπλε σε ένα κοράλλι του βυθού».

«Ονειρεύτηκα… ξεκίνα έτσι, σαν να είσαι έτοιμη να το αφηγηθείς».

«Ονειρεύτηκα… δεν ξέρω… όλα είναι σκοτεινά, θαμμένα μες γη κάτω από εκατομμύρια τόνους μπλε κρυστάλλων που με σκεπάζουν».

«Εκατομμύρια κυανίτες… δεν είναι εκεί για να απομακρύνουν από το όνειρό σου αλλά για να σε φέρουν πιο κοντά σε αυτό, να σε βοηθήσουνε να φτάσεις πιο βαθιά. Συνέχισε να σκάβεις».

«Μια μπλε αστροφεγγιά-μια γαλαζοαίματη βασίλισσα-μια μπλε περιστροφή».

«Τι βλέπεις εκεί κάτω;».

«Ένα μπλε όνειρο που θέλω να ξεχάσω. Δεν ξέρω, είναι κάπως περίεργο, δεν βλέπω τίποτα, ακούω μόνο κάποιες λέξεις, αλλά αυτό είναι λάθος, αυτό έγινε μόλις τώρα, λίγο πριν. Χόρευα γύρω από τον εαυτό μου, περιστρεφόμουνα συνέχεια σαν τρελή, μέχρι που με διέκοψε εκείνο το αγόρι που έμπαινε από την πόρτα με ψώνια την ώρα που έβρισκα τις λέξεις».

«Ποιες λέξεις; Πες μου τις λέξεις αυτές αν τις ακούς ξανά μες στο μυαλό σου…».

«Είναι από μια Άρια του Μότσαρτ.  Εκείνη μπαίνει σε ένα δωμάτιο και τον βλέπει πεσμένο κάτω στο πάτωμα, και αρχίζει να του τραγουδά: Εδώ, σου χαρίζω το πορτραίτο μου… δες πόσο όμορφα σου χαμογελάει… Και πράγματι από τα χείλη της μαζί με τις αιθέριες νότες ξεπηδά ένα αληθινό χαμόγελο».

«Σου χαρίζω το πορτραίτο μου… αλλά αυτό είναι αλληγορικό, αφού εκείνη βρίσκεται εκεί… Δεν είναι σαν να του χαρίζει στην πραγματικότητα τον ίδιο τον εαυτό της;».

«Ναι τον εαυτό της, τον εαυτό μου …δες πόσο όμορφα σου χαμογελάει… τώρα είμαι μέσα στο όνειρο και εκεί μπορώ να πιάνω τις πιο ψηλές νότες τόσο τέλεια, κρυστάλλινα, σαν αληθινή σοπράνο… μια μπλε νότα-το μπλε βελούδο-ένα χαλί από γαλάζιες καμπανούλες–ο μπλε ελέφαντας που ζήλεψε την ανυπαρξία του άσπρου».

«Και εκείνος ποιος είναι; Πώς αντιδρά στο άκουσμα του τραγουδιού;».

«Α, είναι ένα αγόρι που αγαπώ… Στην αρχή κοιμάται βαθιά-πολύ βαθιά, τίποτα δεν μπορεί να τον ξυπνήσει. Έπειτα πλησιάζω και τραγουδώ ψιθυριστά μέσα στο αυτί του. Αυτό μοιάζει να τον αναταράζει, αναδιπλώνεται, τυλίγεται σαν έμβρυο γύρω από τον εαυτό του για να προστατευτεί, νομίζω ότι το τραγούδι μου τον τρομάζει».

«Θέλει να παραμείνει και αυτός μέσα στο όνειρό του».

«Ίσως, στο τέλος όμως καταφέρνω και τον ξυπνώ, έχω στα χέρια μου ένα μουσικό κουτί και το κουρδίζω και από μέσα ξεπηδά ένας ονειρικός σκοπός ενώ η φωνή μου υψώνεται ψηλά σαν διαπασών… δες πόσο όμορφα σου χαμογελάειιιιιι…. Εκείνος κάνει έναν μορφασμό μέσα στον ύπνο του αλλά ακόμη δε σηκώνεται, νομίζω ότι τώρα πια με ακούει και προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει αυτό που τραγουδώ.

«Ο μορφασμός εκφράζει πόνο;».

«Ο πόνος ο δικός μου είναι που τον κάνει να πονά. Τα τζάμια τρίζουν από το τραγούδι και οι τοίχοι ολόγυρα αρχίζουν να ποτίζουνε με υγρασία, το μπλε στάζει από την οροφή σαν φρέσκια μπογιά, μπορώ να το μυρίσω, έχει τη μυρωδιά του πνιγμού, αλλά τα λόγια της Άριας το ξορκίζουν και αντιστρέφουν τη ροή, η μπογιά πηγαίνει προς τα πάνω, αποσύρεται έχοντας προλάβει να στάξει λίγες μόνο ζουμερές σταγόνες στο πάτωμα που απλώθηκαν και φτιάξανε μια κρούστα. Πατάω πάνω τους ξυπόλητη και βλέπω τις πατούσες μου να αφήνουν μπλε σημάδια έτσι όπως περιστρέφομαι και τον περικυκλώνω, ο χορός εγγράφει αλλεπάλληλες τροχιές που τον τυλίγουν σαν αόρατα δεσμά, εκείνος παλεύει τώρα για να αντισταθεί αλλά αυτό προϋποθέτει να ξυπνήσει και να σηκωθεί, να με αντιμετωπίσει έτσι όπως χορεύω και τραγουδώ ολόγυρά του και αυτό είναι που τον τρομάζει πιο πολύ από όλα, πιο πολύ από τις υψίφωνες κραυγές, πιο πολύ και από τις μυστικές μου λέξεις. Τα μάτια του ανοίγουν ξαφνικά, το στόμα του ζητάει οξυγόνο, σημάδι ότι πνίγεται, μέσα στις κόρες του αντί για αγάπη βλέπω έναν ψυχρό καθρεπτισμό… Ξεχνάω το σκοπό μου και όλα χάνονται… Μια μπλε απαγγελία-μια μπλε απόχρωση στο φάσμα του φωτός-ένα ζευγάρι μπλε μακάο που κρύφτηκαν στις φυλλωσιές-το μπλε μιας στενάχωρης αλήθειας».

«Παρακολούθησε τη μουσική, μην την ξεχνάς, μην την αφήνεις να χαθεί».

«Η μελωδία έχει χαθεί, έχει μετατραπεί σε ένα επίμονο μονοτονικό βουητό, σε ένα θόρυβο που εκφράζει αγωνία, αναμονή, δεν ξέρω τι εκφράζει, το τίποτα, το τέλος-το μπλε του οινοπνεύματος-το μπλε μίας εβδόμης συγχορδίας-την αναπήδηση από ένα μπλε μπαλάκι-το μπλε μιας μελανιάς στο γόνατο».

«Μη δραπετεύεις απ’το όνειρο, μην το ξεχνάς, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί!».

«Αλλά το βουητό είναι πραγματικά ανυπόφορο, νομίζω ότι πηγάζει από αυτόν, είναι η δική μου μουσική απέναντι σε εκείνον, είναι το χαμόγελο που πάγωσε στα χείλη του πορτραίτου μου απέναντι στην ψύχρα των ματιών του, είναι όλη η αγάπη με την οποία θα ήθελα να τον περικυκλώσω απέναντι στα δεσμά που τον πνίγουν και του στερούνε τις αναπνοές.  Είμαι εγώ και αυτός και η μπλε ροή που έχει αντιστραφεί ξανά και κατεβαίνει κύματα απ’τους τοίχους, παίρνω μπογιά στο χέρι μου και βάφω το κορμί μου, αρχίζω από το στήθος μου και προχωράω προς την κοιλιά, πάνω στον αφαλό αφήνω μια μπλε σταγόνα που αρχίζει να κυλάει χαμηλά, ανάμεσα απ’τα πόδια μου, και εκείνος να τα παρακολουθεί όλα αυτά με πάθος, τώρα έχει σηκωθεί όρθιος, και η ψηλή κορμοστασιά του με σκεπάζει, με κυριεύει, νιώθω τώρα εγώ με τη σειρά μου την ανάγκη να προστατευτώ και πέφτω προς το πάτωμα και με τα χέρια σκεπάζω το γυμνό κορμί μου, αλλά αυτός στέκεται τώρα πάνω μου, κρύβει τα στήθη μου μες στις παλάμες του και το μπλε χρώμα τον ποτίζει και αυτόν, ο μονοτονικός σκοπός τώρα κυριαρχεί ολοκληρωτικά, οι νότες απ’την Άρια έχουν αποτραβηχτεί χιλιόμετρα μακριά, δεν τις θυμάμαι ούτε αυτές, ούτε τα λόγια που έλεγα, μόνο το σώμα μου να ενώνεται με το δικό του, τη μπλε μπογιά ανάμεσά μας, τη μπλε σταγόνα που κύλησε ανάμεσα απ’τα πόδια μου και που εκείνος ψάχνει να την βρει εξερευνώντας με τη γλώσσα, ουρλιάζω απελπισμένα στην ίδια μονοτονική συχνότητα και από το στόμα μου ξεπηδούνε όλα αυτά που βρίσκονταν κρυμμένα, οι μπλε νυμφαίες του Μονέ- το μπλε λεωφορείο που φεύγει στις 9 και 10-ένα γιγάντιο μπλε ζαφείρι-η μπλε ουρά ενός αεροπλάνου-το μπλε του χωρισμού- και όλα αναμειγνύονται σαν χείμαρρος και πλημυρίζει το δωμάτιο με εκατομμύρια εκδοχές του μπλε, εκατομμύρια λάμψεις, εκατομμύρια όνειρα μέσα στο όνειρο αυτό, ο πόνος, το απόσταγμα του πόνου μέσα στη σταγόνα που εκείνος συνεχίζει να αναζητά, μόνο που δεν την βρίσκει για να την γευτεί, και όταν προχωράει μέσα στο κορμί μου πιο βαθιά, εκείνη μετατρέπεται σε δηλητήριο και τον παγώνει, το μπλε και άψυχο κορμί του που δεν μπορώ να το ζεστάνω μες στην αγκαλιά μου, να του εμφυσήσω τη ζωή, τις λέξεις δε θυμάμαι πια για να του τραγουδήσω και έτσι μαζί πνιγόμαστε και απ’ τον πνιγμό ξυπνάω».

 

Η Νόρα κρατούσε πάντοτε σφιχτά στην αγκαλιά την πέτρα, σαν να ήταν ένα παγωμένο σώμα που έπρεπε να το ζεστάνει για να το διατηρήσει στη ζωή. Η κοπέλα με τις μπλε ανταύγειες στα μαλλιά την κοίταζε με προσοχή. Έπειτα έσκυψε ξανά πάνω από την πληγή στο γόνατο και έδεσε προσεκτικά μια γάζα.

«Είσαι έτοιμη», της είπε.

Σηκώθηκε προσεκτικά. Πριν φύγει άφησε την πέτρα στην αρχική της θέση, μέσα στην προθήκη ανάμεσα στις άλλες. Ένιωσε έναν ανεπαίσθητο ηλεκτρισμό στα δάκτυλά της. Έπειτα άνοιξε την πόρτα, βγήκε και δεν επέστρεψε ποτέ ξανά, ούτε στο όνειρο, ούτε στο αγόρι του ονείρου, ούτε και στο δικό της μπλε.

 

 

 

* O Αποστόλος Λαγαρίας γεννήθηκε στη Λάρισα και έζησε στην Θεσσαλονίκη, στο Παρίσι και στο Ηράκλειο. Αγάπησε όλες τις πόλεις του, άλλωστε είναι αρχιτέκτονας-πολεοδόμος και μιλάει για αυτές μέσα από τα βιβλία του. Από το φθινόπωρο του ’15 ζει στην Αθήνα αν και είναι ερωτευμένος με το Βερολίνο. Έχει βραβευτεί σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και έχει δημοσιεύσει εργασίες σε ευρωπαϊκά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Είναι μουσικός και με το καλλιτεχνικό όνομα Strange C συμμετέχει σε συγκροτήματα της ανεξάρτητης/εναλλακτικής ροκ σκηνής, ενώ γράφει και μουσική για θέατρο και ταινίες. Από το 2012 οπότε και άρχισε να ασχολείται συστηματικά με τη συγγραφή, έχει εκδώσει συλλογές διηγημάτων, έχει γράψει μυθιστορήματα και νουβέλες, ενώ έχει διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχει βραβευτεί τρεις φορές από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top