Fractal

Οι σπασμένες χορδές μιας κιθάρας

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

mple_1«Μπλε κιθάρα» του Τζον Μπάνβιλ, μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο, σελ. 320, Εκδ. Καστανιώτης

 

Τα πράγματα όπως είναι. Πώς είναι, δηλαδή, τα πράγματα; Τόσο αμφίρροπα, υπολογιστικά και ειρωνικά όπως είναι, φτάνει μόνο μια μπλε κιθάρα για να τους αλλάξει την υπόσταση. Πολύ καλά το έλεγε ο Γουάλας Στίβενς.

Τα μυθιστορήματα «οικογενειακών» δραμάτων, ειδικά αν εμπεριέχουν ζητήματα πίστης και ερωτικών τριγώνων τείνουν να αποκτούν έναν υπόκωφο ρόχθο, σαν κύμα που σκάει στην άκρη της σελίδας καθώς την γυρνάς. Ενδέχεται να είναι και ο ρόχθος των σωμάτων που συνευρίσκονται κρυφίως – με το βάρος των τύψεων, της ενοχής και του φόβου της αποκάλυψης να τα ελκύει και να τα καθιζάνει. Επιπροσθέτως, τούτα τα μυθιστορήματα, αναγκαστικά, ακολουθούν το modus operandi του συγγραφέα. Ως εκ τούτου μπορούν να γίνουν γλυκερά, κυνικά, χαριτωμένα ή να γίνουν σαν κι αυτά του Μπάνβιλ. Ο ιρλανδός συγγραφέας δεν είναι… Τζούλιαν Μπαρνς: δεν αντιμετωπίζει τους ήρωές τους με το ερώτημα «ποιος μπορεί να ξέρει τα μυστικά της ανθρώπινης καρδιάς;»

Όχι, τα δικά του μυθιστορήματα δεν είναι «καρδιόσχημα», αλλά εγκεφαλικά. Επομένως, όταν εμπλέκεται η νοητική διεργασία σε ζητήματα πάθους τότε είναι πολύ πιθανό οι ανατροπές να ακολουθούν μια κυβιστική τροχιά. Να κινούνται μέσα σε ένα πλαίσιο αυτοεξόντωσης. Κοινώς: μην πέσεις στα χέρια του Μπάνβιλ.

Στην «Μπλε Κιθάρα» συμπεριφέρεται με τον… προσήκοντα τρόπο στον Όλιβερ Ότγουεϊ Ορμ, τον κεντρικό του ήρωα. Έναν μεσήλικα, παρηκμασμένο ζωγράφο, αποτυχημένο στις σχέσεις του με το άλλο φύλο, εγωκεντρικό, παγιωμένο λάτρη ενός εργαστηριακού αισθητισμού (άλλο ένα κλειστό κύκλωμα) που τον μετατρέπει σε θεατή της ζωής του. Στην πραγματικότητα, είναι ένας άνθρωπος που προκαλεί τη μοίρα του, βιώνει όλες τις μεταπτώσεις, λαμβάνει το μέρος της συμφοράς που του αναλογεί και στη συνέχεια καταγράφει τα αποτελέσματα.

Ο Μπάνβιλ είναι ένας… Φίλιπ Ροθ, συν το απαράμιλλο βρετανικό χιούμορ και το λεκτικά επικεντρωμένο του στιλ.

Στο μέσο της ζωής του, ο Όλιβερ (ή, μήπως, ένας… άλλος Μπάνβιλ;) βρίσκεται σε μακρινή όχθη από τη γυναίκα του, Γκλόρια. Εκεί, στου δρόμου τα μισά, πολλά ζητήματα έχουν δημιουργήσει μέσα του ένα συμπαγές περίβλημα σκιών: ο γάμος του πηγαίνει κατά διαβόλου, η τρίχρονη κόρη του πέθανε με αδόκητο τρόπο, η καλλιτεχνική του στόφα τείνει να εξελιχθεί σε ένα βουνό από στάχτες και ματαιώσεις. Κάποτε, κατέτρεχε στην αμφιλεγόμενη λύτρωση που του προσέφερε η κλεπτομανία του. Ο Όλιβερ δεν μπορεί να απομακρυνθεί από το πάθος να υφαρπάζει ξένα αντικείμενα. Όχι για «βιοποριστικούς» λόγους, αλλά για να διαρρήξει την επιφάνεια των ακίνητων πραγμάτων. Να τους προσδώσει μια άλλη ποιότητα, να ανασύρει στην επιφάνεια την κρυμμένη τους ιδιότητα. Να, όμως, που, αίφνης, εμφανίζονται και ερωτικά ζητήματα να αναταράξουν την επικράτεια της αισθητικής του προαίρεσης. Έλκεται από τη γυναίκα του φίλου του, Μάρκους, ενός ταπεινού ωρολογοποιού, ενός ανθρώπου χωρίς ιδιότητες. Αυτή η παράνομη σύντηξη των σωμάτων, σε κάθε συνάντησή τους στο ατελιέ του, θα του προσφέρει μια πρόσκαιρη συγκίνηση. Για τον ίδιο είναι μια αφέσιμη απόφαση από τη στιγμή που φωτίζεται από το ελαφρυντικό της αισθητικής του πλάνης. Πραγματοποιεί μια ακόμη «λαθροχειρία»; Αυτό που κάνει ο Όλιβερ είναι να επαναλαμβάνει αενάως τον εαυτό του, καλλιτεχνικό ή μη. Όπως στη ζωγραφική του, το ζητούμενο της δημιουργίας δεν είναι η καταγραφή μιας ακατάλυτης πραγματικότητας, αλλά το απείκασμά της, έτσι και στις σχέσεις τους, οδηγείται σε μια αποστασιοποιημένη «ουδετεροποίηση». Δεν τον λες και ερωτιδέα ολκής. Τα εγκεφαλικά παιχνίδια του κυριαρχούν της όποιας σωματικής απόλαυσης.

Ακόμη κι έτσι, όμως, εμπλέκεται σε ένα γαϊτανάκι εξελίξεων που τον ξεπερνούν.  Ο άνδρας της Πόλυς, της παράνομης σχέσης του, αντιλαμβάνεται κάποια στιγμή ότι η γυναίκα του τον απατάει και πηγαίνει στον Όλιβερ για να ζητήσει μια πρόχειρη «ίαση». Φυσικά και δεν έχει καταλάβει ότι μιλάει με το… αντίπαλος δέος της συζυγικής κλίνης. Υπό το φόβο της αποκάλυψης, ο Όλιβερ παρατάει τα πάντα: σπίτι, πίνακες, τη βολή του, τη γυναίκα του. Τρέπεται σε φυγή, όπως έκανε πάντα, πηγαίνει στο πατρικό του σπίτι, κι εκεί, με τη βοήθεια της απόστασης, βλέπει από ψηλά τα ερείπια που έχει αφήσει πίσω του δίχως όμως να μπορεί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Τι περιμένει; Να πέσει η καταδίκη επί της κεφαλής του. Είπαμε: η δεσποτεία της μοίρας είναι έντονη στη ζωή του Όλιβερ. Είναι, άλλωστε, αυτός που ξεδιπλώνει τα νήματά της. Του αρέσει να τα μπλέκει με μια αψηφισιά αγοριού που θέλει να καταστρέψει ένα αγαπημένο του παιχνίδι.

 

John Banville

John Banville

 

Φυσικά, η πληρωμή θα έρθει κατά δόσεις. Η Πόλυ θα τον κατηγορήσει για εγωκεντρισμό, απάθεια, συναισθηματική αμβλύνοια. Είναι κάτι που δεν γνώριζε μέχρι τώρα; Κι όμως, είναι διαφορετικό όταν ακούς την ετυμηγορία από πρώην αγαπημένο στόμα. Το στείρο ύφος της κατηγορίας δεν καταπίνεται εύκολα. Μα, να ήταν μόνο αυτό; Η γυναίκα του τού αποκαλύπτει ότι πριν καν εκείνος οδηγηθεί στην αγκαλιά της Πόλυ, εκείνη είχε ήδη έρθει κοντά στον Μάρκους. Οι «αδελφές ψυχές» ενώθηκαν συναισθηματικά και σωματικά. Η Γκλόρια έμεινε έγκυος από τον Μάρκους, ο οποίος χάθηκε ξαφνικά σε δυστύχημα με το αυτοκίνητό του.  Η Πόλυ τον παρατάει για έναν τρίτο άνδρα, ένα πάλαι ποτέ πριγκιπόπουλο που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν του γέμιζε το μάτι.

Θα πίστευε κανείς πως αυτά τα αλλεπάλληλα menage a trois αποτελούν το κεντρικό στρατήγημα του Μπάνβιλ στο στιλ «δες τι μπορείς να πάθεις αν τα μπλέξεις». Κι όμως, δεν είναι αυτός ο κεντρικός σκοπός του. Η παραλυτική αβεβαιότητα του Όλιβερ είναι το αποτέλεσμα μιας κρίσης ταυτότητας στο κατώφλι της μέσης ηλικίας. Οι στοχασμοί του σε θέματα τέχνης (προβάλλει συνεχώς τον εξωτερικό κόσμο σε πίνακες, χρώματα, γραμμές και φωτοσκιάσεις), σχέσεων, απώλειας και αγάπης δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πορεία προς την παθητικοποίηση. Ο Όλιβερ είναι ένα… ανοιχτό βιβλίο γεγονότων μιας ζωής έξω από τη ζωή.

Από την άλλη, ο Μπάνβιλ δεν είναι ένας συγγραφέας πράξεων. Τα μυθιστορήματά του, κι τούτο εδώ, καλύπτονται από ένα στρώμα γλωσσικής ευμάρειας και ηθικής αδιαφάνειας. Επειδή, όμως, διαθέτει ένα οξυμένο συγγραφικό αισθητήριο καταφέρει να βλέπει τις πράξεις των ηρώων του, να τις κάνει απτές και «τελικές». Ακολουθώντας τον «κανόνα» του Φλωμπέρ περί «ορθής λέξης», την οποία οφείλει ο συγγραφέας πάντα να βρίσκει, ο Μπάνβιλ εξαντλεί κάθε δυνατή πιθανότητα εξεύρεσης της λέξης που θα προσδώσει τον πυρήνα αυτού που θέλει να καταδείξει.

Αν είναι στιλίστας; Από τους καλύτερους του είδους.

Το να μεταφράζει κανείς τον ιδιοσυγκρασιακό τρόπο γραφής του Μπάνβιλ είναι από μόνο του ένα στοίχημα που δεν εξασφαλίζει εξαρχής ευκταίο αποτέλεσμα. Η Τόνια Κοβαλένκο το… πέτυχε και με το παραπάνω και μας παραδίδει ένα κείμενο γεμάτο από… Μπάνβιλ. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν σαν γκρεμισμένος πύργος από λέξεις, πράξεις και κυρίως σκέψεις.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top