Fractal

«Μπαλκόνι στο Δάσος», Ζυλιέν Γκρακ

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου // *

 

mpalkoniαπό τις σελίδες 16, 17

Σχεδόν στην κορυφή της πλαγιάς, στην άκρη του δρόμου, είχαν χτίσει μια μικρή εξέδρα εφοδιασμένη με δύο παγκάκια. Από κει το βλέμμα άγγιζε την κορυφή τής λίγο χαμηλότερης αντικρινής πλαγιάς˙έβλεπες τους δρυμώνες να τρέχουν μέχρι τον ορίζοντα, τραχείς και σβαρνισμένοι σαν τομάρι λύκου, αχανείς σαν θυελλώδεις ουρανοί. Στα πόδια σου είχες τον Μόζα, λιγνό και αδρανή, αλυσοδεμένο από την απόσταση στην κοίτη του και το Μοριαρμέ χωμένο στην κοιλότητα της πελώριας αχιβάδας των δασών του σαν τον μυρμηγκολέοντα στο βάθος της χοάνης του. Η πόλη αποτελούνταν από τρεις κυρτούς δρόμους που ακολουθούσαν την αψίδα του μαίανδρου κι έτρεχαν κλιμακωτά πάνω από τον Μόζα σαν ισοϋψείς καμπύλες˙

 

Αν από τις πρώτες σελίδες ένα μυθιστόρημα (που το διάλεξες χωρίς να ξέρεις γι αυτό τίποτα) σε υποδέχεται με θαυμάσιες λέξεις και ανάμεσά τους τα πανέμορφα και ξελογιαστικά σημαδάκια του παλιού καλού καιρού, τις άνω τελείες, που δεν τις συναντάς συχνά στις σημερινές εκδόσεις, τότε νιώθεις, αν μη τι άλλο, ανακούφιση για την επιλογή σου και βεβαιότητα πως όσα θα σου προσφέρει είναι Λογοτεχνία. Και χαίρεσαι διπλά όταν φτάσεις , χωρίς να το καταλάβεις -επειδή στο μεταξύ σε έχει μαγέψει η ξένη γλώσσα, αποδοσμένη εξαιρετικά στην δική σου με την καταπληκτική μετάφραση της Ανθής Λεούση** , σε έχει γραπώσει σε βελουδένιο ιστό το θέμα αυτό καθαυτό, σε έχει συνεπάρει η δεξιότητα της συγγραφής και το βάθος της ματιάς του δημιουργού- στην τελευταία σελίδα και το κλείσεις, ξέροντας ότι τα έχεις όλα γευτεί , όσα σου υποσχέθηκε, κερδισμένα σε μιαν έξοχη τελετουργία ανάγνωσης.

 

Ρισκάροντας να φανώ όχι μόνο ως συνήθως υποκειμενική αλλά εν προκειμένω και υπερβολική -αν και δεν θα ήταν η πρώτη φορά και τι ωραίο πράγμα που είναι η ελευθερία του απλού αναγνώστη και ευτυχώς που υπάρχει -θα πω με σώας τας φρένας ότι το “Μπαλκόνι στο Δάσος” του Ζυλιέν Γκρακ είναι ένα από τα πιο όμορφα και- από μια διόλου συντηρητική ματιά ιδωμένο-τα πιο βραδυφλεγή, πιο ουσιαστικά αντιπολεμικά κείμενα που έχω διαβάσει ως τώρα, τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, τα σχεδόν ή και τω όντι αριστουργηματικά.

 

από τις σελίδες 84, 85, 86

Αυτή η φλυαρία-σαν κουτσομπολιό σε δωμάτιο αρρώστου-περιείχε τέτοια κενότητα που σου έφερνε ίλιγγο σχεδόν: ξαφνικά, μία φράση μυστηριωδώς υπαινικτική που έχασκε στο τέλος της παραγράφου σε έκανε να σκεφτείς ότι πρέπει να είχανε σκίσει κάποια σελίδα. Ο πόλεμος φωσφόριζε και κάπνιζε εδώ κι εκεί σαν φωτιά στο δάσος που δεν έσβησε καλά˙μια ριπή ανέμου ξαφνικά δρασκέλιζε εκατοντάδες μίλια, σκορπίζοντας σπινθήρες μέχρι μέσα στα πυκνά δάση της Καρελίας. Τί μπορούσε αλήθεια να σημαίνει ένας πόλεμος στην Φινλανδία; Πολύ μακριά, κάτω από άλλους ουρανούς, το τραίνο του κόσμου εξακολουθούσε να προχωρεί αφηρημένο, και οι ειδήσεις δεν πρέπει να ήταν πολύ διαφορετικές απ΄ό, τι συνήθως˙σάστιζες ακόμα και στη σκέψη πως ο πόλεμος αυτός έγινε τόσο κατοικήσιμος-μονάχα η χειρονομία του έμενε βουβή, σαν να την παρακολουθούσες μέσα από ένα παχύ φινιστρίνι:λες και πάνω από την καρδιά της Ευρώπης, πάνω από την καρδιά του κόσμου, είχε κατεβεί μία πελώρια καταδυτική καμπάνα, και είχες παγιδευτεί κάτω από τούτη την καμπάνα, που ο αδρανής αέρας της πίεζε τα μηνίγγια και έκανε τα αυτιά σου να βουίζουν σιγανά. Κάθε τόσο ο Γκράνζ σήκωνε τα μάτια από αυτές τις φυλλάδες και κοίταζε κατά το δάσος:θυμόταν τις κιτρινισμένες εφημερίδες του 1914 που του άρεσε, παιδί, να τις μαζεύει και να κάθεται να τις φυλλομετράει στη σοφίτα-να βρίθουν από αυτή τη βάρβαρη, ανήσυχη σβουνιά πίσω από την γραμμή της εκκίνησης, κι ύστερα μπρος στα μάτια του ανυπόμονου πλήθους ξαμολημένη με μία μόνο πιστολιά του αφέτη:πώς ήταν δυνατόν τούτος εδώ ο πόλεμος να μόλυνε τον κόσμο με την αρρώστια του ύπνου;Κάθε τόσο ένα ξερό φύλλο ξεκολλούσε από το κλαδί και γλιστρούσε αθόρυβα ως το χώμα, ασήμαντο μες τον ψυχρό και καθαρό αέρα, όμως αυτό που ερχόταν δεν ήταν η νάρκη τού χειμώνα˙ συλλογιζόταν πιο πολύ τον κόσμο αυτόν που είχε ξεζευτεί στα πλησιάσματα της χιλιετίας και με τον θάνατο μες στην ψυχή εγκατέλειπε παντού το αλέτρι και το βωλοκόπι, περιμένοντας τα σημάδια. Όχι ότι περίμεναν τούτη τη φορά, σκεφτόταν ο Γκράνζ, τον καλπασμό της Αποκάλυψης:για να λέμε την αλήθεια, δεν περίμεναν απολύτως τίποτα, εξόν, -κάτι που ήδη αόριστα το προαισθάνονταν-την ελεύθερη πτώση που θερίζει τα σωθικά μες στα κακά όνειρα και που, αν είχαν γυρέψει να την προσδιορίσουν-αλλά δεν είχαν καμιά όρεξη στ΄αλήθεια-ίσως να την ονόμαζαν σταμάτημα της ανέμης:το καλύτερο τώρα ήταν λοιπόν ο μεθυσμένος ύπνος στο χείλος του γκρεμού:ποτέ η Γαλλία δεν είχε τραβήξει το σεντόνι πάνω από το κεφάλι της με τέτοιο οργίλο χέρι, και στο στόμα της την γεύση της ναυτίας.

 

Julien Gracq

Julien Gracq

 

Ο Ζυλιέν Γκράκ (αντιγράφω, διορθώνοντας την πληροφορία ότι ζει ακόμα, από την ηλεκτρονική σελίδα των εκδόσεων Ίνδικτος που το κυκλοφόρησαν στα ελληνικά με την μετάφραση της Λεούση) γεννήθηκε στις 27 Iουλίου 1910 στο St. Florent-le-Vieil στις όχθες του Λίγηρα, μεταξύ Nάντης και Aνζέρ. Στο χωριό αυτό έζησε ως τον θάνατό του το 2007, μακριά από τους λογοτεχνικούς κύκλους και την κοσμική προσποίηση. Tην παιδική ηλικία του Ζυλιέν Γκρακ σημαδεύει το οικοτροφείο. Φοιτά αρχικά σε ένα Λύκειο της Nάντης, κατόπιν στο Παρίσι στο περίφημο Λύκειο Henri IV, στην Εcole Normale Superieure και στη Σχολή Πολιτικών Eπιστημών. Kαθηγητής της Iστορίας, καταπιάνεται με τη διπλή του δραστηριότητα το 1937. Aφενός γράφει το πρώτο του βιβλίο, Au chateau d’Argol, και αφετέρου αρχίζει να διδάσκει διαδοχικά στα Λύκεια της Kιμπέρ, της Nάντης, της Aμιένης, και από το 1947 μέχρι τη συνταξιοδότησή του τo 1970 στο Λύκειο Claude-Bernard στο Παρίσι. Θα διδάξει με τo αληθινό του όνομα, Louis Poirier, και θα γράψει με το ψευδώνυμο Julien Gracq μυθιστορήματα, ποίηση, θέατρο και δοκίμια. O ίδιος εκδότης, ο Jose Corti, θα δημοσιεύσει όλα, και τα δεκαοχτώ του, βιβλία.

 

 

Βρισκόμαστε στα γαλλοβελγικά σύνορα στο πυκνό δάσος των Αρδεννών. Β΄παγκόσμιος Πόλεμος. Ο γαλλικός στρατός έχει δημιουργήσει μια σειρά από προστατευμένα οχυρά εν είδει αγροτικών σπιτιών που δεν συμμετέχουν προς το παρόν στον πόλεμο, συντηρούμενα από ολιγάριθμες μονάδες στρατιωτών για να είναι σε θέση να καλύψουν αμυντικές κυρίως ανάγκες όταν και αν αυτές προκύψουν.

Ο έφεδρος υπολοχαγός Γκρανζ τοποθετείται επικεφαλής ενός από αυτά, που βρίσκεται στον ποταμό Μόζα κοντά στο όμορφο χωριό των Φαλίζ. Φτάνει αρχές του φθινοπώρου και γοητεύεται από το τοπίο και την επιβλητική σιωπή του. Αυτός και οι τρεις άντρες που διοικεί περνούν το ειδυλλιακό από άποψη τοπίου και δυνατοτήτων αξιοποίησης του προσωπικού τους χρόνου φθινόπωρο αλλά και τον βαρύ χειμώνα εκεί, χωρίς κανένας πόλεμος να τους διαταράξει την γαλήνη που το πανέμορφο δάσος και η απλή, φυσική ζωή σ΄αυτό συνεπάγεται. Επισήμως περιμένοντας τους Γερμανούς και κατά βάθος ευχόμενος αυτοί να μην έρθουν ποτέ, ο συνετός, ήσυχος, όμως με σάρκα και οστά νεαρός άνδρας ζει σαν να είναι σε ανέλπιστες διακοπές.

Η απειλή των εχθρών μοιάζει πολύ μακρινή αν και απέχουν μόνον λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα και η απομόνωση στο αποκλεισμένο από τα χιόνια οχυρό διασκεδάζει την όποια ανησυχία με την ψευδεπίγραφη ασφάλεια που προτάσσει.

Ο Γκρανζ και οι επίσης νέοι στην ηλικία στρατιώτες του αφού διεκπεραιώνουν με προθυμία τις συνηθισμένες τους υποχρεώσεις χτίζουν λίγο λίγο και μετά επαναλαμβάνουν μηχανικά μια καθημερινότητα ειρήνης, που την εκτιμούν και την απολαμβάνουν ως το μεδούλι. Εκεί ζουν τους έρωτές τους με τις γυναίκες της περιοχής, κυνηγούν, διαβάζουν και ονειροπολούν εμπνεόμενοι από την αξεπέραστη ομορφιά της περιοχής , της απλότητας και της έστω πρόσκαιρης ασφάλειας της ειρηνικής τους ρουτίνας.

Είναι τέσσερις νέοι άντρες, ο Ερβουέ, ο Ολιβόν, ο Γκουρκύφ και ο Γκρανζ, υγιείς και μυαλωμένοι, με γερό κορμί και ζεστή καρδιά που γνωρίζουν ότι τους έστειλαν σε ένα βωμό θυσίας και πως ίσως τους περιμένει μια βίαιη ανατροπή όλων των παραπάνω, αλλά όσο αυτό δεν συμβαίνει, εκείνοι ελπίζουν ότι πράγματι δεν θα συμβεί και γι αυτό ζουν, όπως έρχεται αφτιασίδωτοκαι γι αυτό γνήσιο και πολύτιμο, το σήμερά τους.

Η όμορφη, παρορμητική, ζωηρή Μόνα είναι η καλόδεχτη κι απρόσμενη χαρά μέσα στην γκριζάδα του οχυρού για τον Γκρανζ. Γιατί όχι;Το γαλάζιο της αδιάβροχο, πινελιά σε πίνακα ζωγραφικής, το κελαρυστό της γέλιο, ο έρωτάς τους στις Φαλίζ σαν αυτοί οι δύο να είναι οι μοναδικοί κάτοικοι ενός εξωπραγματικού πλανήτη ευτυχίας, τα πράγματα, τα ρούχα, οι ματιές, οι ήχοι και οι δεκάδες μικρές στιγμές δεν μπορούν να συνδυαστούν με κανέναν πόλεμο. Ο πόλεμος είναι μια στριφνή και άσχημη υπόθεση, ολότελα αφύσικη μέσα στην τόση ομορφιά του δάσους και των πλασμάτων του, παράλογη και οχληρή που δεν φαίνεται να τους αφορά κι όσο δεν τους αγγίζει ούτε καν η αδιόρατη απειλή του, τίποτα άλλο δεν τους εμποδίζει να ρουφούν αχόρταγα την όμορφη, απλή, a priori ενάρετη στο ασφαλές κουκούλι της, ονειρική αθωότητα της ειρήνης.

Μυθιστόρημα χωρίς φιλολογικές ατέλειες ή τεχνικά λάθη στη δομή του, έτσι λέω, πλήρες αρετών που εντοπίζονται σε όλες τις πιθανές αναλύσεις, που θα επιχειρήσει ακόμα κι ο δύσπιστος αυτός αναγνώστης που νιώθει πρωταρχική του φροντίδα να φερθεί σαν ανατόμος κειμένων και μετά το τέλος της συγκεκριμένης ανάγνωσης θα ψάχνει αδυναμίες και δεν θα ονειροπολεί ξεφυλλίζοντάς το ακόμα μια φορά.

Στην ροή των εξελίξεων και της πλοκής όπως την σχεδιάζει με σταθερό ύφος, λόγο και έμπνευση δείχνοντάς την συνεχώς να κυλά χωρίς να βιάζεται, όλη αυτή η αριστουργηματική, η σχεδόν ψιθυριστή, εσωτερική αφήγηση που θαρρείς ότι κάνει στον κάθε ένα αναγνώστη ξεχωριστά ο Ζυλιέν Γκρακ αφήνονται ολάνοιχτα τα παράθυρα της προσωπικής φαντασίας.

Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα συμβεί κάτι άλλο στον αναγνώστη από το να βυθιστεί στο βιβλίο. Να διαβάζει με προσήλωση και να αποκόπτεται από τα βέβηλα γύρω του. Να αναπνέει τις καθαρές ανάσες της Φαλίζ. Να περπατά ακούραστα υπό καταρρακτώδη, θεσπέσια βροχή παρέα με τον υπολοχαγό και την Μόνα ανάμεσα στα πανύψηλα, σκοτεινά δέντρα, να ακούει συντροφιά με τον Ερβουέ τα πουλιά, να μυρίζει με τον ντροπαλό Ολιβόν το νοτερό Φθινόπωρο, να νιώθει στα μέλη του τον κρύο Χειμώνα κατεβαίνοντας τις χιονοσκέπαστες πλαγιές δίπλα δίπλα με τον Γκουρκύφ, να μοιράζεται με όλους την δική τους Άνοιξη και τα δώρα της των Δαναών που κρατά, καθώς τους κοντοσιμώνει κι αυτή χαμογελώντας και κλέβοντας την ειδυλλιακή γαλήνη.

Ο πόλεμος κι ό, τι θα φέρει, διότι δεν θα τον αποφύγουν, θα ανατρέψει όντως την γαλήνη του δάσους και των κατοίκων του. Θα συμβούν μη αναστρέψιμες καταστάσεις, θα υπάρξουν φοβερές απώλειες κι ας μη μετακινηθεί ο αναγνώστης ούτε μέτρο προς την πρώτη γραμμή του μετώπου. Όλοι μηδενός εξαιρουμένου οι χαρακτήρες που συνθέτει ο Γκρακ μα κυρίως αυτό το είδος έξυπνου, τρυφερού και μαζί ρεαλιστή ανθρώπου, του συνειδητά αυτοσαρκαστικού που προσωποποιεί ο εσωστρεφής και τίμιος Γκρανζ θα δοκιμαστούν καθολικά και θα αιτηθούν έξοδο.

 

από τις σελίδες 194 και 195

Βάλθηκε να σφυρίζει και έβγαλε το κράνος του˙το κρέμασε στο πλάι από το λουρί, σαν καλάθι˙ που και που άγγιζε την λαβή του πιστολιού του στη ζώνη του που την είχε ξεθηλυκωμένη˙όλη η αίσθηση του κινδύνου είχε εξατμιστεί, αλλά το άγγιγμα του όπλου του δρόσιζε τα δάχτυλα˙όξυνε την παράξενη αίσθησηπου είχε ξαφνικά να είναι αυτάρκης, να μεταφέρει πάνω του τα πάντα. “Με το ραβδί στο χέρι!. . . ” Σκέφτηκε τον Βαρέν με ένα ξεχείλισμα χαράς, ύστερα η θύμηση της Μόνας τον κατέκλυσε μαζί με το άρωμα του μαγιάτικου δάσους: άρχισε να καταλαβαίνει αυτό που ο Βαρέν με τον τρόπο του είχε μαντέψει, αυτό που εκείνη χωρίς να το ξέρει είχε ξεφράξει στη ζωή του:την ανάγκη να λύσει έναν έναν τους κάβους, το αίσθημα του αφερματισμού και της βαθειάς ελάφρωσης που έκανε την καρδιά του να χτυπάει και ήταν εκείνο το παραιτήσου από όλα. “Πάντα μου ήμουν δεμένος με μια σάπια κλωστή”, είπε από μέσα του καγχάζοντας. Πού και που, κλωτσούσε τα χαλίκια στο δρόμο. Σκέφτηκε ακόμα:”Το δάσος. . . είμαι μέσα στο δάσος”. Δεν ήξερε τι να πει περισσότερο˙λες και η σκέψη, κι αυτή πλάγιαζε μέσα του παραχωρώντας τη θέση της σε ένα καλύτερο φως. Να βαδίζει του αρκούσε:ο κόσμος άνοιγε γλυκά στο διάβα του σαν την περαταριά εκεί όπου ρηχαίνει το ποτάμι. -Δεν υπάρχουν Γερμανοί, αποφάνθηκε ξαφνικά κουνώντας το κεφάλι και σηκώνοντας το χέρι του με τον δείκτη τεντωμένο μπροστά του, με την ώριμη φωνή της ειδημοσύνης των μεθυσμένων. Ένιωθε λίγο σαν μέθυσος, που τρεκλίζει μόνο και μόνο γιατί όλοι οι άξονες ταυτόχρονα, ξαφνικά, περνούν από μέσα του:νομοθέτης και δικαστής, άτρωτος, λυτρωμένος. Πέρασε δίπλα στο ναρκοπέδιο και συνέχισε για το σύνορο. Η κατηφοριά του έκρυβε τώρα το οχυρό. Ο κανονιοβολισμός είχε σταματήσει˙η ησυχία ήταν απόλυτη.

 

Ο τρόπος που ο συγγραφέας συνθέτει στις τελευταίες σελίδες, μέσα από συνεχή τριτοπρόσωπη αφήγηση, έναν ρόλο αποκλειστικά για τον Γκρανζ σαν να είναι ο κύριος χαρακτήρας ενός θεατρικού μονολόγου, είναι εκπληκτικός, δεν συναντάμε συχνά τόση μαστοριά. “Ακούμε” την μύχια σκέψη του εφέδρου καθώς αυτή εκφράζεται με λεπτομερή αφήγηση που αφορά ένα πρόσωπο για λίγες ώρες και αν και δεν διακρίνουμε την τυπική φόρμα του μονολόγου, σ΄αυτές και με αυτές εκείνο διατυπώνει μια συγκλονιστική αντιπολεμική θέση ακόμα και με τις κινήσεις του, αυτές που περιγράφει ο συγγραφέας καθώς το εμφανίζει κατάκοπο να επιστρέφει καταβάλοντας προσπάθεια στο σπίτι της Μόνας, μετά τον τραυματισμό του, τον οποίο αρχικά δεν έχει καταλάβει και όλο αυτό χωρίς να ειπωθεί προς κλειστούς και ανοιχτούς ουρανούς η παραμικρή κατάρα για τον πόλεμο και τον θάνατο, από τα χείλη του. . .

 

από την σελίδα 232

Μα όλα αυτά του ήταν αδιάφορα. Δεν συνέβαινε τίποτα. Δεν υπήρχε κανένας. Μόνο αυτή η πεισματάρα σκιά η αμυδρή κι επίφοβη, που κυμάτιζε προς το μέρος του χωρίς να τυχαίνει το βυθό της λήθης του-η εκκωφαντική αυτή σιωπή. Όμως η κούραση τώρα του μολύβωνε το κεφάλι και τον νάρκωνε-ένιωθε να τον κατακλύζει μια βαρειά νύστα. Ξάπλωσε πάλι φαρδύς πλατύς στο στρώμα, δίχως να γδυθεί, με τη μιά του κνήμη γυμνή:η σιωπή ξανάκλεισε πάνω του σαν ήσυχο νερό. Θυμήθηκε πως την άκουγε κάποτε, πλαγιασμένος δίπλα στην αποκοιμισμένη Μόνα:τη συλλογίστηκε και κείνη για ένα λεπτό:είδε ξανά το δρόμο κάτω από τη βροχή όπου την είχε συναντήσει, όπου είχαν τόσο γελάσει όταν είχε πει “είμαι χήρα”. Αλλά ακόμα και η σκέψη αυτή ξεθώριαζε:σαν να ανέβαινε άθελά του σε πιο ελαφριά νερά. Άκουσε το σκύλο να γαβγίζει δυό τρεις φορές ακόμα, ύστερα από την άκρη της λόχμης τη φωνή του γκιώνη, ύστερα δεν άκουσε τίποτα πια:γύρω του η γη ήταν νεκρή σαν χιονισμένη πεδιάδα. Η ζωή ξανάπεφτε στη γλυκερή εκείνη σιωπή του ασφοδελού λειμώνα, μονάχα η ελαφριά τούτη προστριβή του αίματος στο αυτί, όπως ο ήχος της απρόφταστης θάλασσας μες το κοχύλι. Καθώς γύριζε μ΄όλο το βάρος του στο πλάι, άκουσε να τρίζουν στην τσέπη του οι τσίγκινες ταυτότητες˙

 

Το “Μπαλκόνι στο Δάσος” το διαβάζεις έκπληκτος για την σεμνή ομορφιά του, χωρίς να είσαι σε θέση να του ασκήσεις τυπική κριτική, επειδή απλά στέκει πάνω από τις συνήθεις προσδοκίες, είναι ένα από τα λεπτεπίλεπτα εκείνα κείμενα που ή τα λατρεύεις ή αδιαφορείς και στην δεύτερη περίπτωση δεν έχει νόημα να συνεχίσεις, καλύτερα να το αφήσεις γιατί είναι ξεχωριστό σε όλα τα επίπεδα, είναι ένα μπαούλο με μικρά και μεγάλα θαυμάσια λογοτεχνικά μυστικά που καλείσαι να ανακαλύπτεις σταδιακά και το οποίο καταλάβαίνεις ότι γέμισε λίγο λίγο, έχοντας από την μια σαν τροφοδότη του την αχνή ευαισθησία και την δροσερή αφέλεια η οποία πηγάζει από τις προσωπικότητες κάποιων ηρώων και ισορροπώντας από την άλλη, έχοντας για πηγή την σύνεση και το υφέρπον αίσθημα ευθύνης των υπόλοιπων που σηκώνουν το δραματουργικό βάρος.

Ομολογώ την συγκίνησή μου και το προτείνω ανεπιφύλακτα.

 

* Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Νομική, έχει ασχοληθεί με την αργυροχρυσοχοΐα ως το 2004, είχε ένα καλλιτεχνίζον βιβλιοπωλείο ως το 2012. Έχει το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

 

** Διαβάζοντας στάθηκα στην λέξη φελιάζω. Λοιπόν φελί σημαίνει φέτα (όχι το τυρί βέβαια) άρα φελιάζω θα πει κόβω σε φέτες, δηλαδή αν είναι κομμάτι γης οριοθετώ . Η Λεούση έχει κάνει πολύ ποιητική μετάφραση χωρίς να βγάλει λέξεις από το κεφάλι της, νομίζω, αν κρίνω απ΄αυτήν τουλάχιστον.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top