Fractal

Ταινίες που μπορούν να κάνουν τη ζωή μας πιο όμορφη.

από τη Μαρία Γαβαλά //

 

Ομαδικό πορτρέτο με μια κυρία.
“Some Came Running” (1958) του Βινσέντε Μινέλι.

 

gav1

 

Ένας περιστασιακός συγγραφέας, συνήθως πλανόβιος καβγατζής, πότης και χαρτοπαίκτης, που τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο ορφανοτροφείο, γυρίζει στην πόλη του, κάπου στην Ιντιάνα, μόνο και μόνο γιατί, όπως ισχυρίζεται, μερικοί φίλοι του τον φόρτωσαν μεθυσμένο σε ένα πούλμαν και τον ξαπόστειλαν εκεί (Ντέιβ Χιρς/ Φρανκ Σινάτρα). Μολονότι είναι κυνικός και χλευάζει τον καθωσπρεπισμό και τους κομφορμιστικούς κανόνες της πόλης όπου γεννήθηκε, τον έλκει μια πλούσια και μορφωμένη κοπέλα με αρχές, γέννημα θρέμμα του τόπου του, ενώ απ’ την άλλη υποτιμά και ταπεινώνει ένα «ελαφρύ» και περιπλανώμενο κορίτσι των σταθμών, των ξενοδοχείων και των μπαρ. Έχοντας βαρεθεί τον νομαδικό βίο και τη μοναξιά, σκοπεύει να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί, με λίγα λόγια να αποδεχτεί όλα όσα περιφρονεί και ειρωνεύεται.

Ένας επαγγελματίας χαρτοπαίκτης, ισοβίως ρεμάλι, που αυτοκαταστρέφεται εκ πεποιθήσεως, ο οποίος αρνείται να μπει στον ίσιο δρόμο, όπως και να αποχωριστεί το καπέλο του, ακόμα και στον ύπνο του ( Μπάμα Ντίλερ/Ντιν Μάρτιν). Τούτο το καπέλο είναι η μοναδική στέγη του, το διακριτικό του, το γούρι του αλλά κι ένας τίτλος ευγενείας και τιμής, όλη του η υπόληψη και η συνοπτική ιστορία. Κάτι σαν φύλλο συκής υπό μία έννοια. Όταν του αφαιρείς το καπέλο, τον προσβάλλεις θανάσιμα. Αυτό που είναι στην πραγματικότητα το απορρίπτει με αηδία, ξινίζοντας τα μούτρα μπροστά στην παρδαλή και ασυμμάζευτη Τζίνη, η οποία σε πολλά πράγματα αποτελεί το θηλυκό πιστό αντίγραφό του. Τον εαυτό του, τον έχει περί πολλού. Τον σωσία του (την Τζίνη εν προκειμένω) τον αποκαλεί γουρούνι.

 

gav2

 

Ένα κορίτσι που ισχυρίζεται συνεχώς, με αφοπλιστική αγανάκτηση, ότι δεν είναι «καμιά του δρόμου», η καλόκαρδη και αστεία Τζίνη Μούρχεντ, η οποία παραδέρνει σαν τους άλλους δύο, ψάχνοντας την αγάπη και έναν τελευταίο σταθμό, για να κατασταλάξει υπαρξιακά. Το χρώμα που την καθορίζει είναι το κόκκινο: στα χείλια, στα νύχια, στα μάγουλα, στα αξεσουάρ, στην αμφίεση. Εγκαταλείπει τα καμπαρέ, γίνεται εργάτρια σε εργοστάσιο, προσπαθεί να συμμαζέψει τη ζωή της, δεν καταλαβαίνει όσα σκέφτεται και πράττει ο Ντέιβ, τον αγαπά όμως με όλη την ψυχή και την αφέλειά της. Ποια άλλη από τη Σίρλεϊ Μακ Λέιν.

 

gav3

Ένα κορίτσι από καλό σπίτι, δασκάλα με χαλύβδινη ηθική και ακλόνητες αρχές, μόρφωση και ανωτερότητα, η Γκουέν Φρεντς των αθόρυβων χρωμάτων και των συντηρητικών συνδυασμών, συνήθως σε μπεζ ή σε καφετί (Μάρθα Χάγερ). Τα προσόντα και η καλλιέργειά της τη βοηθούν να καταλάβει την αξία του Ντέιβ, ο έρωτάς της όμως γι’ αυτόν εκδηλώνεται με δυσκολία. Διαθέτει τα γνωρίσματα μιας τυπικής δασκάλας. Αυστηρότητα, αδιαλλαξία, αλαζονεία. Ο έρωτας θα της επιτρέψει να περάσει σε μικρά και σύντομα φωτεινά διαλείμματα αδυναμίας και συγκαταβατικότητας. Όλα όμως τα φαινόμενα, όπως και τα γεγονότα, συγκλίνουν προς τη συναισθηματική ακαμψία της.

Ένας πρωτότοκος αδελφός, εκείνος του Ντέιβ, ευυπόληπτος επαρχιακός κοσμηματοπώλης και οικογενειάρχης με αρχές, προκαταλήψεις, όσια και ιερά. Που δεν ξεχνά ποτέ τι σημαίνει συνεπής κηδεμόνας, δεν καταφέρνει όμως να αποφύγει τα ηθικά ολισθήματα, παρά τις ελεγχόμενες κινήσεις του, τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική συμπεριφορά του ( Φρανκ Χιρς/Άρθουρ Κένεντι).

Τούτα τα πέντε πρόσωπα είναι οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Θα ήμασταν όμως άδικοι αν παραβλέπαμε τον ρόλο και τη σημασία των υπόλοιπων προσώπων, τα οποία προσγειώνονται, συχνά, φουριόζα και σχεδόν απρόσκλητα στη σκηνή που στήνει ο Μινέλι, επιβάλλοντας την άποψη και τις αποφάσεις τους. Μια επαρχιώτισσα γραμματέας που εκτελεί και χρέη ερωμένης, μια νευρωσική έφηβη, μια κυρία του καλού κόσμου της μικρής επαρχιακής πόλης, και ένας ερωτικά προδομένος άντρας που διασχίζει την ταινία σαν ορμητικός χείμαρρος, ζητώντας μανιωδώς εκδίκηση.

Χώροι: το Πάρκμαν της Ιντιάνα, ένα κοσμηματοπωλείο, δύο πλουσιόσπιτα, μια λέσχη για καθωσπρέπει πολίτες, διάφορα μπαρ για ρεμάλια και ανυπόληπτους κάθε λογής, μυστικοί και ύποπτοι χώροι για πόκερ και μαχαιρώματα, κι ένα καταπληκτικά φωτισμένο (και κινηματογραφημένο) λούνα παρκ για το οποίο πρέπει να ξαναμιλήσουμε.

Σε αυτούς τους χώρους και με αυτά τα πρόσωπα, ο Μινέλι κατασκευάζει την ιστορία του, μέσα σε ένα ντεκόρ που δανείζεται κάτι απ’ το όνειρο των ηρώων του ή το βοηθά να υλοποιηθεί, όσο είναι εφικτό. Εκεί, δημιουργός και ήρωες στριφογυρνούν και γλιστρούν σαν χορευτές-χέλια, σε μια χορογραφία-παλίρροια συναισθημάτων, αισθήσεων, πόθων και παθών. Πολλοί μίλησαν για μελό της χρυσής εποχής του Χόλυγουντ. Πώς να παραβλέψουμε όμως πως συγχρόνως πρόκειται για κωμωδία, για αισθηματική κομεντί, για δράμα και περιπέτεια, κοινωνική κριτική, μιούζικαλ ή θρίλερ; Και τι να διαλέξεις πρώτο; Πού να σταθείς περισσότερο; Τέλος, γιατί να μην αφεθείς ελεύθερος, χωρίς σκοτούρες για κατατάξεις και ταξινομήσεις, να παρασυρθείς απ’ αυτό τον καταιγισμό εικόνων και ήχων;

Υπάρχει στο φιλμ μια διαρκής κινητικότητα την οποία αποκαλώ, ποιητική αδεία, «χορογραφία του ασανσέρ». Οι ήρωες ανεβοκατεβαίνουν ακατάπαυστα, πλησιάζουν ή απομακρύνονται απ’ το σημείο όπου βρίσκονται τα πρόσωπα, στα οποία απευθύνεται η ερωτική επιθυμία τους. Ο Ντέιβ θέλει να ανεβεί προς τη δασκάλα κι η Τζίνη προς τον Ντέιβ. Ο Ντέιβ όμως, πατώντας λάθος διακόπτη, χάνει το σημείο όπου βρίσκεται η δασκάλα, κατεβαίνει προς την Τζίνη και τη συναντά. Ο Άρθουρ Κένεντι επιδιώκει συνεχώς την κοινωνική άνοδο και θέλει να συμπεριφέρεται ως υποδειγματικός πολίτης και άψογος οικογενειάρχης, όμως κλονίζεται και παίρνει την κατιούσα, μετά το ολίσθημά του, το ηθικό παραστράτημά του. Η κόρη του, από πολύφερνη νύφη της επαρχιακής χάι σοσάιτι «υποβιβάζεται», μες στον αχανή χάρτη της Νέας Υόρκης, σε απλό, εργαζόμενο κορίτσι. Η Γκουέν, με τη σειρά της, παρά την εξάρτησή της από τις αρχές της κοινωνικής τάξης και της παιδείας της, απαγκιστρώνεται απ’ τον κόσμο της και ξεπέφτει στο μίζερο δωμάτιο του Ντέιβ, επιδιώκοντας να τον ξεκολλήσει και να τον πάρει μαζί της. Σε λίγο όμως ανεβαίνει ξανά μόνη της πάνω, χωρίς εκείνον…

Ο μόνος που δείχνει να μην ενδιαφέρεται για παρόμοιες μετακινήσεις είναι ο Μπάμα- Ντιν Μάρτιν. Εκείνος, μια ζωή ρέπει προς το αλκοόλ, την αλητεία, το πόκερ και τη θυμοσοφία. Οι μετατοπίσεις του είναι περιορισμένες, από μπαρ σε μπαρ, από τσόχα σε τσόχα, από καβγά σε καβγά, πάντα με σκοπό να σώσει την προσωπική του υπόληψη ή να υπερασπιστεί τη ζωή του φίλου του. Πάντοτε παραμένει σταθερά στην ίδια στάθμη. Σε τούτη όμως τη συναρπαστική χορογραφία, ο Ντιν Μάρτιν δεν θα κρατήσει για πολύ τον ρόλο του αμέτοχου, του ανθρώπου που αρνείται με πείσμα να πάρει τα πόδια του και να αποχωριστεί το γούρι του. Στο τέλος της ταινίας, θα περάσει σε πρώτο πλάνο και θα βγάλει το καπέλο του, για πρώτη και μοναδική φορά, υποκλινόμενος μπροστά σε εκείνη την οποία περιφρονητικά αποκαλούσε pig και η οποία τώρα κείτεται βαθιά μες στο χώμα, νεκρή από έρωτα. Το ασανσέρ έχει διαγράψει μια ξέφρενη κούρσα. Από τα ύψη στα βάθη και αντιστρόφως. Έρωτας, θάνατος, ενταφιασμός της Τζίνη, αλλά και απογείωσή της, ανάληψή της μέσω του θαυμασμού των άλλων για το άτομό της, αφού τη συντριπτική υπεροχή της, τώρα που είναι νεκρή, την αποδέχονται όλοι. Τούτο το κλοουνίστικο σώμα, λίγο προτού σωριαστεί άψυχο, γράφει ενστικτωδώς μια διπλή τροχιά. Πέφτοντας πάνω στον άντρα που αγαπά, θέλει να προστατευτεί στην αγκαλιά του από τους πυροβολισμούς, στην πραγματικότητα όμως προστατεύει μόνο εκείνον διότι του χρησιμεύει σαν ασπίδα. Έτσι το στερεότυπο της αδύναμης γυναίκας, που μπροστά στον κίνδυνο τρέχει να κρυφτεί πίσω απ’ την αντρική υπεροχή, αντιστρέφεται με μια πράξη σχεδόν μητρικού ηρωισμού.

 

gav4

 

Η εμμονή του Μινέλι στις προτιμήσεις της Τζίνη προς το κόκκινο χρώμα είναι ένας σιγανός ψίθυρος, ένα ρεφρέν, κάτι σαν μυστικό που εκστομίζεται λίγο-λίγο και κοινοποιείται εξίσου αργά, μια προειδοποίηση για το τραγικό τέλος της. Η αιμάτινη κηλίδα που σχηματίζεται στην πλάτη της και λερώνει τα δάχτυλα του Σινάτρα είναι τόσο έντονη όσο και τα διακριτικά της φιλαρέσκειάς της. Η Τζίνη βάφεται στα κόκκινα κάθε που θέλει να δηλώσει τον έρωτά της. Είτε στον Ντέιβ απευθείας, είτε να το ομολογήσει, με έμμεσο τρόπο στην αντίζηλό της Γκουέν. Για παράδειγμα, η σκηνή στο κολέγιο, ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Η αυστηρή και εντελώς αμακιγιάριστη Γκουέν, άκρως επιβλητική, καθισμένη στην έδρα της δασκάλας, μιλάει στους μαθητές της για την υπερβολή, την παραφορά και τον αμοραλισμό των καλλιτεχνών. Πίσω απ’ την πόρτα της σχολικής αίθουσας, η πορφυρή Τζίνη διορθώνει στα γρήγορα το μακιγιάζ της, ανασηκώνοντας τους ώμους μιας και δεν καταλαβαίνει λέξη από τούτη τη διδασκαλία. Όσο κι αν η δασκάλα επιμένει πως οι καλλιτέχνες μπορούν να σπάσουν το φράγμα ανάμεσα στο «ηθικό» και το «ανήθικο», μια πόρτα αποτελεί εκ παραλλήλου και το όριο δύο κόσμων, εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους. Από τη μια ο κόσμος των καμπαρέ, των φτηνών ξενοδοχείων, κι απ’ την άλλη εκείνος του κολεγίου και της μόρφωσης. Η ψυχή όμως, το σύμπαν των δύο ερωτευμένων γυναικών, έστω κι αν δεν έχουν κοινό σημείο επαφής, δεν διαφέρουν και πολύ επί της ουσίας. Διότι, στο βάθος, οι δύο γυναίκες σκέπτονται και αποδέχονται τα ίδια πράγματα. Αγαπούν τον Ντέιβ γι’ αυτό που είναι πραγματικά. Μπορεί να μην τον καταλαβαίνουν (περίπτωση Τζίνη) ή να διαφωνούν μαζί του (περίπτωση Γκουέν), αλλά αν ήταν διαφορετικός δεν θα γύριζαν ούτε να τον κοιτάξουν.

 

gav5
Όσον αφορά στην τελική σκηνή της καταδίωξης και του φόνου στο λούνα παρκ, όπου και η τελευταία πράξη της τραγικής κωμωδίας στην οποία πρωταγωνιστεί η Τζίνη, η δράση λειτουργεί ως “προφητεία” του θανάτου της (προοικονομώντας τον κατά κάποιο τρόπο). Η τελετή του γάμου, που προηγήθηκε, έχει ως συνέχεια μια σειρά από μικρές λεπτομέρειες που απορρέουν από (ή δηλώνουν) μια επιθυμία που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Ζητάει να πάρει μαζί της το μαξιλαράκι που της χάρισε ο Ντέιβ, για να ακουμπήσει πάνω του το κεφάλι της, νεκρή λίγα λεπτά αργότερα. Και δύο ενέργειες γεφύρωσης του χάσματος της αδυνατότητας, εξ’ ου και άκρως δραματικά φορτισμένες: στέκεται για να χαϊδέψει ένα παιδάκι (αφού δεν θα γίνει ποτέ μητέρα) και χαζεύει την επίδειξη παρασκευής ενός γλυκίσματος (αφού δεν θα γίνει ποτέ της νοικοκυρά). Το φόρεμά της, τούτη τη φορά, είναι λευκό διότι μόλις παντρεύτηκε, ο Μινέλι όμως, απ’ την αρχή της σκηνής έχει φροντίσει να σκορπίσει παντού τα χρώματα που εκείνη προτιμά. Έτσι, ολόκληρο το λούνα παρκ στριφογυρίζει βυθισμένο σε κόκκινα φώτα κι ο δολοφόνος περιφέρεται σε παρόμοια φόντα, φλογισμένα κι ανησυχητικά, ξετρελαμένος θαρρείς απ’ τις ανταύγειες που υπενθυμίζουν διαρκώς τον τρόπο ζωής και τη μοίρα μιας γυναίκας-παλιάτσου. Ο κλόουν Σίρλεϊ, αφού τελείωσε την παράστασή του, θα αποσυρθεί και θα σιγήσει πίσω από μια μάσκα που συνεχίζει, ερήμην του, το γκροτέσκο παιχνίδι, μέχρις ότου σβήσει και το τελευταίο φωτάκι πάνω στη σκηνή.

(Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος, αρ. τεύχους 36, Καλοκαίρι 1984, με τον τίτλο Τελευταίος σταθμός. Το κείμενο έχει υποστεί τροποποιήσεις και γλωσσική επιμέλεια).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top