Fractal

Διήγημα: “Πιρουέτες σε μουσικό κουτί”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

f1

 

Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου μόλις πέρασα την εξώπορτα, ήταν τι απαλή και γλυκιά είναι η φράση “μήνας του μέλιτος”. Σαν νέκταρ από ροδοπέταλα. Η γυναίκα που μου επέστρεψε το βλέμμα στον καθρέφτη, μαυρισμένη και πασίχαρη, αποδεχόμενη το χάδι του άντρα που στεκόταν πίσω της, δεν ήμουν εγώ. Τουλάχιστον, όχι ό,τι ήξερα ως τότε. Αυτό που έβλεπα, ήταν μια παιχνιδιάρικη σύνθεση από κοριτσίστικα καμώματα, πνευματώδης και σαγηνευτική. Ενθουσιάστηκα! Έκανα καλά που παντρεύτηκα, ακόμα καλύτερα που παραιτήθηκα από την δουλειά μου. Ο άντρας μου θα πρέπει να είναι η ζωή μου από δω και στο εξής, αυτός και τίποτα άλλο. Και η οικογένεια που θα φτιάξουμε ασφαλώς. Η δεύτερη σκέψη μου ωστόσο, ήταν εντελώς διαφορετική: οι διακοπές, όλων των ειδών οι διακοπές, αποκτούν πολύ σύντομα την ιδιότητα του μύθου. Ξεθωριάζουν και χάνονται αργά στο βάθος της μνήμης, ώσπου μια μέρα καταλήγουν να μοιάζουν με μια ιστορία που κάπου, κάποτε διαβάσαμε. Την αποδιώχνω αστραπιαία. Θα παραμείνω εκστατικά ευτυχισμένη, σαν παιδί που σκέφτεται συνεχώς την ημέρα των γενεθλίων του. Την ονειρεύεται, αδημονεί και σπρώχνει τον χρόνο να περάσει. Στροβιλίζομαι στην μέση του σαλονιού με απροκάλυπτο ενθουσιασμό. Όπως εκείνες οι μπαλαρίνες που κάνουν πιρουέτες ακολουθώντας το ρυθμό του μουσικού κουτιού. Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα ο συνειρμός “κουτί” και βιάζομαι να τον εξαφανίσω.

Μήνες μετά, η ενέργεια εξακολουθεί να κυλά στις φλέβες μου σαν υγρό πυρ. Καθόλου δεν μ’ ενοχλεί ν’ ασχολούμαι μόνο με το σπίτι και τις ανάγκες του άντρα μου. Είμαι λουσμένη στο φως του έρωτα. Κι εκείνος όμως, όποτε γυρίζει προς το μέρος μου, τα μάτια του μόνο τρυφερά είναι, μια γλυκιά σπίθα που ανάβει για να με τυλίξει. Το βράδυ, με το που μπαίνει στο σπίτι, αρχίζει η τελετουργία μας. Δεν είναι ότι το είχαμε προαποφασίσει, ήρθε ομαλά και απλά διατηρήθηκε: στο μπάνιο για να πλύνει τα χέρια του, στο δωμάτιο για ν’ αλλάξει ρούχα, στην κουζίνα για το δείπνο. Εγώ, δυο βήματα πίσω του, εκείνος να μου μεταφέρει τα νέα της ημέρας του, τις συζητήσεις και τα ξινά χαμόγελα των υπαλλήλων μόλις γύριζε την πλάτη του ο κύριος Γενικός, τις γκριμάτσες αποδοκιμασίας γι’ αυτόν τον δύστροπο, τσιγκούνη άντρα με την παράξενα τρεμουλιαστή φωνή. Όλα διανθισμένα με μια δόση χιούμορ, ιστορίες διογκωμένες στα όρια του γραφικού που μόνο σκοπό είχαν να με διασκεδάσουν. Δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου που εγώ δεν είχα ιστορίες να διηγηθώ. Και τί να πω εξάλλου; πώς μαγείρεψα ή πώς φρόντισα τις γλάστρες μας; Μου έφτανε που σκασμένοι στα γέλια μαζεύαμε μαζί το τραπέζι και κουρνιάζαμε στον καναπέ αγκαλιασμένοι, μέχρι να βαρύνουν τα βλέφαρα και, αγκαλιασμένοι πάντα, να πέσουμε για ύπνο. Κάθε μέρα, μια διαφορετική ιστορία με την ίδια κατάληξη: γέλια, αγκαλιά, ύπνος. Είμαι βέβαιη πως αν κάποιος μου έλεγε τότε πως θα έρθει η μέρα που αυτή η τελετουργία θα εξαφανιστεί, θα τον κοίταζα με το ίδιο απορημένο βλέμμα που θα είχα αν μου ανακοίνωνε ότι ο ήλιος δεν πρόκειται να ανατείλει ξανά.

Μήνες κι άλλοι μήνες να περνούν, κι εγώ να εξακολουθώ να αγαπώ όλο τον κόσμο. Εκείνος, υποκύπτει στον ενθουσιασμό μου αβίαστα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει θορυβώδικο δείπνο με όλη την οικογένεια. Γονείς, θείοι, ξαδέλφια, όλοι γύρω από ένα τραπέζι, δεν είναι του γούστου του. Για πρώτη φορά, τον βλέπω να καλύπτει με δυσκολία την δυσφορία του και μόνο όταν υποδύομαι το θλιμμένο βλέμμα του κουταβιού αναγκάζεται να βγει από την αποστασιοποίηση για να συμμετάσχει υποτυπωδώς στην συζήτηση. Οικογενειακά δείπνα τέλος λοιπόν, δεν θα τον υποχρεώσω να κάνει κάτι που δεν θέλει. Αγάπη θα πει κατανόηση.

Κι ύστερα, απέκτησε τη συνήθεια να καλεί τους φίλους του κάθε Κυριακή. Ποδόσφαιρο, μπύρες και αλαλαγμοί, τη μοναδική μέρα που μοιραζόμασταν ολόκληρη. Όλος αυτός ο ατέρμονος χείμαρρος ακατάληπτων ορολογιών, μου προκαλούσε σχεδόν σωματικό πόνο. Στην αρχή, είπα να κάνω μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης, παραδόθηκα γρήγορα όμως, ψάχνοντας εξόδους διαφυγής: επίσκεψη στη μαμά, διάβασμα, σινεμά με τις φίλες, Τέλος και στις Κυριακές μας. Αδιαμαρτύρητα ασφαλώς, αγάπη θα πει να παίρνεις χαρά απ’ τη χαρά του.

Κάθε μέρα μας γίνεται πανομοιότυπη με την προηγούμενη, αδιάφορα οικεία. Την ίδια ώρα πρωινό, βιαστικά και σχεδόν αμίλητα. Φιλί μηχανικό στα όρθια, δεύτερο φιλί το βράδυ την ώρα της επιστροφής, κατάκοπο αυτό, και δείπνο χυμένος στον καναπέ βλέποντας ειδήσεις μόνος του. Αρχίζει να δουλεύει και κάποια Σάββατα κι όταν δεν δουλεύει, πετάγεται απ’ το κρεβάτι αξημέρωτα, εφευρίσκοντας φανταστικές επισκευές σε ανύπαρκτες ζημιές, στον κήπο ή στο αυτοκίνητο, τακτοποίηση στο δώμα όπου είχε εγκαταστήσει ένα μικρό εργαστήριο, ή χωμένος πίσω από μια στοίβα χαρτιά. Ζούσα παρακολουθώντας τις διαθέσεις του, ώσπου άρχισα κι εγώ να αδιαφορώ για την αδιαφορία του. Δεν θυμάμαι πότε πάψαμε να κάνουμε έρωτα. Ήταν σαν όλα να έχουν ειπωθεί μεταξύ μας πια. Ανάμεσά μας, βαρείς ογκόλιθοι χειροπιαστής σιωπής. Ανταλλάσσαμε δυο κουβέντες, καμιά φορά αγγιζόμασταν, μπορεί και τυχαία. Πάντα μέσα σε απόλυτη σχεδόν νέκρα. Αθόρυβα και κάπως σαν φυσικά ήρθε και το τέλος στις τελετουργίες μας, αν ζεις στο ίδιο σπίτι, αν κοιμάσαι κάθε βράδυ στο ίδιο κρεβάτι με τον έρωτά σου, αρκεί. Κανείς δεν είπε πως η ζωή είναι μόνο γέλια και χαρές, αγάπη θα πει κάθε μέρα μοίρασμα.

Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα πως ήμουν ακροβάτης και περπατούσα πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί. Κοιτούσα ίσια μπροστά ψάχνοντας να βρω το τέρμα που αχνοφαινόταν. Όσο πλησίαζα όμως, τόσο εκείνο απομακρυνόταν. Το ερμήνευσα, όπως με βόλευε. Θ’ απολαμβάνω την αγάπη του ακριβώς όπως απολαμβάνω τον ήλιο: η ύπαρξή του είναι αδιαμφισβήτητη αλλά καλύτερα να χαίρεσαι τη ζέστη του χωρίς να τον αντικρίζεις κατάματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top