Fractal

H μουσική και οι μουσικοί στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Γράφει η  Άννα Πατσώνη[1]

 

 

 

Από όλους τους καλλιτέχνες, τους μουσικούς αγαπώ περισσότερο                                                                                                                                           Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

 

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 1851-1911. Δεξαμενή, Κολωνάκι, Αθήνα.  Φωτογραφία: Παύλος Νιρβάνας.

 

 

Ο μεγάλος Σκιαθίτης, στο διήγημα «Ο Πανδρολόγος» (1902), γράφει για τον Φιλάρετο τον βιολιτζή:

«Σφόδρα περιπαθής – μερακλής – μουσικός ήτο ποτέ ο Φιλάρετος… Άμα εκαλείτο εις γάμον ή χαράν ή άλλην ευωχίαν  δια να παίξη, σπανίως ετύχαινε να έχη άλλους. Έπρεπε να έχη αυτός κέφι. Και το κέφι είναι αυθαίρετο πράγμα· δεν το εκράτει αυτός· εκείνο εκράτει αυτόν… Εγύριζε μεσάνυχτα από την ευωχίαν… Επανήρχετο στο σπίτι, άνοιγε το μαγαζί του… και ευθύς, αντί να τυλίξη το βιολί του με το περικάλυμμα και να το κρεμάση στον τοίχον, το έπαιρνεν εις στο στήθος του, το ενεκολπώνετο, ετραβούσε 2-3 δοξαριές και ήρχιζεν αυτός καθ’ εαυτόν, δια να ευχαριστήσει τον ίδιον εαυτόν του, ένα ήχον περιπαθή, εν μέλος, εν άσμα, το οποίον μάτην θα εξήντλουν τα σβάντσικά των… δια να καταφέρουν τον Φιλάρετον να το επιτύχη να τους το πη…

Δεν επρόκειτο εδώ περιχορδίσματος βιολίου ή παντός οργάνου απλώς· επρόκειτο περί χορδίσματος ανθρώπου, το οποίον είναι όλως διάφορον πράγμα.

Το ετόνιζε, και το έλεγε και το εκελαδούσε πράγματι με απαράμιλλον τρόπον…»

Στον «Γείτονα με το λαγούτο» (1900), λέει η Πολίτισσα η Κατερινιώ:

«Είναι κάμποσοι βιολιτζήδες πόσο μερακλήδες, που καλύτερα παίζουν μονάχοι τους, όταν τους έρχεται το κέφι, παρά όταν τους δίνουν οι άλλοι παράδες».

Στον «Ξεπεσμένο δερβίση» (1896), ο ανέστιος, αποδιωγμένος Ανατολίτης, παίζει στο βάθος της σήραγγας του τραίνου στην περιοχή του Θησείου με το νέι του ένα γλυκύ μέλος «η μουσική εκείνη… είχε στενήν συγγένειαν με τας αρχαίας αρμονίας, τας φρυγιστί και λυδιστί».

Στην «Στρίγγλα μάνα» (1902), το «μέγα παιδίον», όπως αποκαλεί ο συγγραφέας τον γιο της στρίγγλας, τον Ζάχο, κυνηγημένο από την άκαρδη μάνα του, ευνουχισμένο από την αυταρχική της δυναστεία, καταφυγή του έχει το μπουζούκι του. Μ’ αυτό, παίζει άρρυθμα: «Επροσπάθει δια της μουσικής ταύτης να διασκεδάσει την ιδίαν τρέλλαν του… Σαούλ άμα κει Δαυίδ».

Στην «Τρελλή βραδιά» (1901), μια παρέα «κωμαστών» και μια γυφτοπαρέα με γκάιδα, λαγούτο και κλαρινέτο, δίνουν, παρ’ όλο τον σαματά που προκαλούν τόσο κέφι, ώστε «όλον το χωρίον αντήχησεν από την αλλόκοτον, την μεγαλόφθογγον ορχήστραν».

Ακόμη και ο δεκανεύς, που κατέφθασε – συνοδευόμενος με άλλους δυο με τα τουφέκια τους – για να επιβάλλει την τήρηση των διατάξεων, και για να οδηγήσει την ιδιότυπη αυτή μουσική παρέα στον στρατώνα για να παραδώσουν τα μουσικά τους όργανα, τους παρακινεί:

«… δεν πρέπει να πάμε ως εκεί βουβά… λέτε και τίποτα στον δρόμο. Και τότε, οι γύφτοι, εύθυμοι, επανέλαβον την διακοπείσαν συναυλίαν των… και η συνοδεία ηκολούθησεν… εκκωφαίνουσα όλον το χωρίον με τους δαιμονιώδους φθόγγους της ορχήστρας της».

 

Πλανόδιοι μουσικοί αρχών του 20ου αιώνα

 

 

Στην «Αποκριάτικη νυχτιά» (1892), ο νεαρός φοιτητής, «ήκουε φωνάς, άσματα, κιθαρισμούς, έξω της αυλής, καθώς οι μουσικοί «έπαιρναν την κιθάραν των,  τα μανδολίνια των, τες φυσαρμόνικές των και με τους φθόγγους της μουσικής εζήτουν να αποκοιμήσωσι τον πόνον της καρδιάς των».

Περιγράφοντας τον χορό «την τελευταία εσπέραν της Τυρινής του έτους 188..» γράφει:

«Η αυλή και η κλίμαξ εφεγγοβόλει, και από όλα τα παράθυρα εξήρχοντο ήχοι μουσικής, ως να ήτο η οικία όλη γιγαντιαίον κύμβαλον εναρμονικώς ηχούν… και όταν… έπαυον ταχύν οι τόνοι της μουσικής, τότε, έξωθεν της αυλής ηκούετο μελαγχολική καντάδα των κιθαρωδών… και ο πτωχός σπουδαστής ήκουε… και εχόρευε μετά της κλίνης του ακουσίως νανουριζόμενος από τα άσματα, την μουσικήν και τας ορχήσεις και έλεγε καθ’ εαυτόν: Χωρίς άλλο δια να εκτιμήσει τις μουσικήν και χορόν, πρέπει να είναι ακροατής μακρόθεν».

Σε πολλά κείμενα του Παπαδιαμάντη υπάρχουν στίχοι τραγουδιών, ερωτικά, άλλα σκωπτικά και άλλοτε θρηνητικά και μοιρολόγια, όπως  στο «Μυρολόγι της φώκιας» (1908). Ακόμη τροπάρια και ύμνοι, αφού ο ίδιος τα γνώριζε από μικρό παιδί, όταν συνόδευε τον πατέρα του τον παπά στις ιερές ακολουθίες πηγαίνοντας στα εξωκκλήσια του νησιού τους, στα πανηγύρια, στις αγρυπνίες.

Στα «Τραγούδια του Θεού» (1912), αναφέρει, κατά τη σειρά των εορτών του έτους, πολλά τροπάρια.

Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης έγραψε για την ψαλτική τέχνη του εξαδέλφου του:

«… ψάλλων με το περιπαθές αλησμόνητον ύφος, μετέδιδε τον ενθουσιασμόν εις τους ακούοντας, οι οποίοι, χωρίς να το θέλουν, τον παρηκολούθουν και αυτοί εις τας αρμονικάς κινήσεις του, ότε εκινείτο και εχόρευεν και ελαφρώς εκτύπα τας χείρας του επί του αναλογίου, χωρίς καμμίαν χασμωδίαν».

Ο Ιωάννης Δαμβέργης, αναφερόμενος «στο μουσικόν φαινόμενον που ήτο ο Παπαδιαμάντης», μεταφέρει μια εξομολόγηση του ίδιου του συγγραφέα: «Δεν ήκουσα κανένα διδάσκαλον. Επήγα όμως εις το Άγιον Όρος  και εκεί, εσπούδασεν η ψυχή μου· όχι εγώ. Τα επήρε το αυτί μου και τα μετέδωκεν».

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αποτύπωσε την πραγματικότητα, όπως ανέβλυζε από τα βιώματά του. Κράτησε τον τονισμό εκείνο, που συντονιζόταν με τον ίδιο τον δικό του αρμονικό τέμπο.

Ήταν, όπως αναφέρουν οι σύγχρονοί του, «στην ουσία του μια βαθειά μουσική φωνή, με τον ρυθμό στη φράση του, με την μουσική πνοή που διαχύνεται στο έργο του».

 

 

 

Αντιστοιχίες  της Γυφτοπούλας με την όπερα του Βέρντι Τροβατόρε[2]

 

Α]. Η όπερα Τροβατόρε (Ο Τροβαδούρος) παρουσιάστηκε σε λιμπρέτο του Καμαράνο, βασισμένο στο έργο του Ισπανού Αντόνιο Γκαρθία Γουτίερθο. Συνοπτικά, η υπόθεση έχει ως εξής: Μία τσιγγάνα συλλαμβάνεται πάνω απ’ την κούνια ενός μωρού με την κατηγορία πως επιχειρεί να το σκοτώσει ως μάγισσα. Αυτό το μικρό παιδί είναι ένα από τα δύο παιδιά του άρχοντα. Η Τσιγγάνα Ατζουτσένα, προκειμένου να εκδικηθεί τον θάνατο της μητέρας της, που είχε καεί ζωντανή ως μάγισσα κατά διαταγή του κόμη Ντε Λούνα, έφθασε στο σημείο ν’ απαγάγει το ένα από τα δύο παιδιά του κόμη, τον Μάνρικο τον οποίο κράτησε κοντά της και μεγαλώνοντάς τον του δίδαξε τη τέχνη του τροβαδούρου (τραγουδιστής και ποιητής σε αυτοσχεδιασμούς). Σ’ ένα καταυλισμό Τσιγγάνων στο βουνό, όπου ζει η Ατζουτσένα με τον γιο της τον Μάνρικο, ακούγεται το διάσημο τραγούδι «La zingarella» ( Η τσιγγανοπούλα ) στον ρυθμό του χτυπήματος του σφυριού στο αμόνι: Στη δουλειά, στη δουλειά / Δώστου, χτύπα το σφυρί Ποιος στις μέρες του Τσιγγάνου / δίνει ομορφιά; -Η τσιγγανοπούλα! / Στη δουλειά, στη δουλειά / Δώστου, χτύπα το σφυρί. Η Αουτζένα εξομολογείται στον Μάνρικο ότι όταν έκαιγαν τη «γιαγιά του», την άκουσε να φωνάζει: «Εκδικήσου!» Τότε αυτή έριξε πάνω στη φωτιά, έτσι που ήταν αναστατωμένη, άθελά, το δικό της… παιδί, που κρατούσε στην αγκαλιά της! Όταν τη ρωτά έντρομος ο Μάνρικο: «Δεν είμαι εγώ ο γιος σου; Μα τότε ποιος είμαι;» εκείνη όμως προσπαθεί να θολώσει τα νερά, απαριθμώντας τις θυσίες που έκανε γι’ αυτόν μέχρι να μεγαλώσει. Με το πέρασμα των χρόνων ο τροβαδούρος Μάνρικο και ο αδελφός του, που εν τω μεταξύ είχε αναλάβει την εξουσία, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, του κόμη ντε Λούνα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον έρωτά τους προς την πανέμορφη Λεονώρα. Κι ενώ η κοπέλα αποδεδειγμένα αγαπάει τον τροβαδούρο, ο κόμης, πλημμυρισμένος από εκδίκηση, διατάζει την σύλληψη και τη φυλάκιση του τροβαδούρου και της Ατζουτσένα, όταν ανακαλύπτουν ότι αυτή είναι που έκαψε το παιδί του άρχοντα. Φτάνει η Λεονώρα, παρακαλεί να ελευθερώσουν τον τροβαδούρο τον αγαπημένο της, και για αντάλλαγμα προσφέρεται να γίνει γυναίκα του κόμη. Ο κόμης πείθεται, μα η Λεονώρα, ρουφά από το δαχτυλίδι της δηλητήριο, και λέγοντας «Αντί να ζω για άλλους, για σένα Μάνρικο πεθαίνω…», ξεψυχά. Ο κόμης, μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη, διατάζει να υποβληθεί ο τροβαδούρος  σε φρικτά βασανιστήρια, ενώ ταυτόχρονα σύρει την τσιγγάνα Ατζουτσένα στο παράθυρο του εξώστη, για να τις δείξει τα βασανιστήρια που περνάει ο γιος της, δίνοντας συγχρόνως και την εντολή της εκτέλεσής του

-Βλέπεις; της λέει.

-Ουρανέ!

-Πέθανε!

-Αυτός ήταν ο αδελφός σου! φωνάζει η Ατζουτσένα στον κόμη δυνατά. Ω μάνα! Πήρες την εκδίκησή σου…

-Κι εγώ ζω ακόμη!

 

 

Β]. Η Γυφτοπούλα (1884) δημοσιεύεται σε επιφυλλίδες[3] επί έξι μήνες και μεταφράστηκε στα ιταλικά το 1855 ως  δράμα με έξι πράξεις. Υπόθεση σύνοψη: Ένας βοσκός σώζει ένα κοριτσάκι που ο ειδωλολάτρης φιλόσοφος, Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων  το έχει ρίξει σ’ ένα καταρράχτη. Όμως το νήπιο το αρπάζουν από τον βοσκό ιππότες και το παραδίδουν σ’ ένα φράγκικο μοναστήρι. Από κει το αρπάζει πάλι ο Γεώργιος Γεμιστός και το παραδίδει σ’ ένα σιδεράδικο γύφτων. Η κόρη, η Αϊμά, μεγαλώνει και ανάβει τον ερωτικό πόθο στον θεωρούμενο ως αδελφό της Μάχτο. Μετά από περιπετειώδεις καταδιώξεις και ραδιουργίες, η Αϊμά βρίσκεται στο άντρο του Γεμιστού, όπου καταφθάνει ο Μάχτος που «αναπνέει» σιωπηλός τον έρωτά του βλέποντας την όμορφη Αϊμά. Όμως ένας ξαφνικός σεισμός συντρίβει τα είδωλα στο εργαστήριο του φιλοσόφου. Καθώς πέφτουν τα αγάλματα, καταπλακώνουν τον Μάχτο και την Αϊμά, που μένουν αγκαλιασμένοι.

 

Μια υποθετική πρόταση: Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μήπως είχε ακούσει ή είχε διαβάσει σε επιφυλλίδες του Τροβαδούρου; Οι μελωδίες του Βέρντι ήταν γνωστές, όπως διαπιστώνεται από δημοσιεύματα των τότε εφημερίδων. Σ’ ένα του διήγημα «Οι Παραπονεμένες» (1899), περιγράφει τα οργανέτα που περιδιάβαιναν στον Καρνάβαλο, τα λεγόμενα «κομιτάτα». Οι λατέρνες της εποχής έπαιζαν παραλλαγές από γνωστές άριες και ιταλικές μελωδίες. Ας επιχειρήσουμε μια «παραλληλία» μεταξύ των δύο έργων:

 

 «Παραλληλία» ή αδρός συσχετισμός;

 

[1ος Συσχετισμός ]

 

1.Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ  (1884)

 

Τσιγγάνα: Αϊμά. Αρπαγή της και απαγωγή από ιππότες. Εγκλεισμός αρχικά σε φράγκικο μοναστήρι και μετά στο σιδεράδικο: Τραγούδι: Με το βαριό, με το βαριό / για το σφυρί για το σφυρί / τρελλαίνεται κι η λυγερή / λυγερή λυγερή / μες στη φωτιά μες στη φωτιά / παίζει ο Γύφτος τη ματιά. Έρωτας περιπαθής του Μάχτου προς την Αϊμά.  Ο Γεώργιος Γεμιστός, υπεροπτικός και αλαζονικός με ερωτικές βλέψεις προς την Αϊμά. Αϊμά: «κόρη διαρκώς κυνηγημένη». Η Αϊμά αγνοεί την καταγωγή της, αφού από νήπιο μεγαλώνει στο σιδεράδικο Τσιγγάνων που τη μεγαλώνουν σαν κόρη τους. Ο Μάχτος «έτρεχε να σώσει την Αϊμά ή ίνα συναποθάνη μετ’ αυτής». «Πένθιμο τέλος» για τους δύο ερωτευμένους, που πέφτουν νεκροί μετά από τον σεισμό.  (Η Γυφτοπούλα, κριτική έκδοση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος εκδ. Δόμος, Αθήνα 1984).

 

2.ΤΡΟΒΑΤΟΡΕ  (1853)

 

Τσιγγάνα: Ατζουτσένα. Αρπαγή του Μάνρικο. Συχνά υπάρχουν Ιππότες επί σκηνής. Τραγούδι: «La zingarella»: Στη δουλειά, στη δουλειά / Δώστου, χτύπα το σφυρί / Ποιος στις μέρες του Τσιγγάνου / δίνει ομορφιά; / -Η τσιγγανοπούλα! / Στη δουλειά, στη δουλειά / Δώστου, χτύπα το σφυρί. Έρωτας φλογερός του Μάνρικου προς Λεονώρα. Ο αγέρωχος κόμης Ντι Λούνα, που διαδέχεται τον πατέρα του, είναι ερωτικός αντίζηλος του Μάνρικο. «Διαρκώς κυνηγημένοι οι Τσιγγάνοι»: το ίδιο ισχύει για την Ατζουτσένα και τον θεωρούμενο γιο της. Τον Μάνρικο τον μεγαλώνει μια τσιγγάνα που παριστάνει τη μάνα του. Ο Μάνρικο αναρωτιέται για την καταγωγή του στον καταυλισμό των Τσιγγάνων. Η Λεονώρα, για να σώσει τον αγαπημένο της, θυσιάζει τη ζωή της. Στο τέλος υπάρχει κι εδώ ο θάνατος των δύο ερωτευμένων. (Τζουζέπε  Βέρντι, Il Trovatore, Σειρά, Μουσική 2, Ζαχαρόπουλος, Σ.Ι, Αθήνα 1988).

(2ος Συσχετισμός)

 

1.ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΟΥΡΑΝΙΤΣΑΣ (1902) (τομ.10ος εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ)

 

Ο πατέρας του νεομάρτυρα Κωνσταντή,[4]  όταν χήρεψε, πήρε για δεύτερη γυναίκα μια χήρα που είχε κι αυτή από τον πρώτο της γάμο ένα κορίτσι, την Ουρανίτσα, που γεννήθηκε το 1800. Η Ουρανίτσα παντρεύτηκε στα 16 της χρόνια, μα αυτοκτόνησε στα 18 της από διαβολές  της πεθεράς της, που, χωρίς λόγο, την κατηγόρησε ότι το παιδί που γέννησε  ήταν εκτός γάμου με τον γιο της. Την έθαψαν σ’ ένα νησί , όχι στα μνήματα, και μετά από χρόνια κάτι ψαράδες αντιλήφθηκαν μια μοσχοβολιά στον τάφο της. Κι έκτοτε το νησί από το Μαραγκός το ονόμασαν «Το νησί της Ουρανίτσας».

 

2.Η ΧΗΡΑ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ (1905) (Τομ. 11ος  εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ)

 

Η Χρυσή παντρεύτηκε τον Κωνσταντή το 1805. Ο Κωνσταντής μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη, επειδή δεν αρνήθηκε την πίστη του. Άρα, ο Κωνσταντής με την Ουρανίτσα ήταν ετεροθαλή αδέλφια. Όταν έγινε η ανακομιδή των οστών του αυτά μοσχοβόλησαν.

 

 

Αριστερά, λίγο πιο πάνω από την πόλη της Σκιάθου, το νησί της Ουρανίτσας, όπως είναι σήμερα.

 

 

 

[1]  Η Άννα Πατσώνη γεννήθηκε το 1991 στη Θεσσαλονίκη και είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής της γενέτειράς της.

[2] Ιταλική όπερα σε τέσσερις πράξεις. Ανεβάστηκε για πρώτη φορά στη Ρώμη το 1853. Έπειτα στο Ιταλικό θέατρο στο Παρίσι στις 23 Δεκεμβρίου 1854 και με γαλλικό λιμπρέτο του Ε. Πασίνι στην Όπερα των Παρισίων στις 12 Ιανουαρίου 1857.

[3] Η Γυφτοπούλα είναι το τρίτο και εκτενέστερο έργο του Παπαδιαμάντη και δημοσιεύτηκε στην Ακρόπολιν (21.4-11.10.1884) […]. Ο τόπος, όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση, είναι η Πελοπόννησος και χρόνος -ο κατεξοχήν χρόνος του μυθιστορήματος-οι μήνες Απρίλιος και Μάιος του μοιραίου για τον Ελληνισμό έτους 1453. Το πρόσωπο γύρω από το οποίο πλέκεται το μυθιστόρημα είναι η δήθεν γυφτοπούλα Αϊμά, ύπαρξη αρκετά μυστηριώδης, όπως μυστηριώδεις είναι οι βλέψεις και τα αισθήματα που τρέφει για το πλάσμα αυτό ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλήθων ή Γεμιστός. […] Παρακολουθώντας ο αναγνώστης τις τύχες αυτής της διαρκώς κυνηγημένης κόρης, θα συναντήσει στις σελίδες του μυθιστορήματος αγνούς και ανόσιους έρωτες, απαγωγές, αγοραπωλησίες ψυχών και σωμάτων, νυχτερινές καταδιώξεις και αποδράσεις, φυλακίσεις σε φραγκικά μοναστήρια, αποστασίες, εξωμοσίες, μυστηριώδεις τελετές, παραδεισιακά όνειρα και εφιάλτες, σκοτεινά εγκλήματα, φιλόσοφους, γύφτους, στρατιωτικούς, ανθρώπους της ταβέρνας, Έλληνες, Λατίνους, Λεβαντίνους κ.λπ. κλπ.”. (Από το προλογικό κείμενο «Κατά ουτοπιστών» του φιλολογικού επιμελητή της έκδοσης Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου).

[4] Το διήγημα αρχίζει ως εξής: «Εἶχε γηράσει πολὺ ἡ γραῖα Φωλιὼ τοῦ Ματαρώνα, χήρα τοῦ Γιάννη Καρπέτη. Καὶ ὅμως ἦτον ἀκόμη στὰ καλά της, ὁπωσοῦν ἀκμαία, καὶ ὅλαι σχεδὸν αἱ ὁμιλίαι της φρόνιμοι. Αὐτὴ μοῦ διηγήθη πρὸ δεκαετίας ―τώρα εἶναι ἀποθαμένη πρὸ πέντε ἐτῶν― αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐνθυμήθην, τέλος, νὰ γράψω σήμερον, κατὰ Φεβρουάριον τοῦ 1902. “Ἔτσι πλιό, παιδάκι μου, ὅταν ἐστεφανώθη ἡ μάννα μου μὲ τὸν πατέρα μου, ἦτον χήρα ἀπὸ ἄλλον ἄνδρα, κ᾽ ἐκεῖνος ἀπὸ ἄλλην γυναῖκα ἀπόχηρος. Ὁ ἀφέντης μου ―ἔτσι τὸν ἐκράζαμε τότε τὸν πατέρα― ἀπὸ τὴν πρώτη γυναῖκα εἶχε δυὸ παιδιὰ μικρά, ἕνα γυιὸν μεγαλύτερον, τὸν Κωσταντή, ποὺ τὸν ἐσκότωσαν ἄδικα οἱ Τοῦρκοι στὴν Πόλη, κ᾽ εἶπαν πὼς ἁγίασε. Σὰν ὄνειρο τὸ θυμοῦμαι. Ὅταν ἤμουν ἐγὼ ὣς πέντε χρόνων κορίτσι, πανδρεύθη ὁ Κωσταντής, κ᾽ ἔκαμ᾽ ἕνα παιδί, κ᾽ ἐπῆγε στὴν Πόλη μὲ τὸ καράβι, καὶ πλέον δὲν ξαναγύρισε».

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top