Fractal

Διήγημα: “Μονόδρομος”

Της Αναστασίας Μπαμπούλα // *

 

 

 

Πίσω από την τζαμαρία του café Corner, παίζω το αγαπημένο μου παιχνίδι. Με χαλαρώνει να παρατηρώ τους ανθρώπους και να φαντάζομαι πως περπατούν και κινούνται στον ρυθμό της μουσικής. Ο αέρας, σαν μαέστρος συντονίζει σήμερα. Χαμογελώ, όταν με μια ριπή του, συγχρονισμένα θαρρείς, κάποιος συγκρατεί με το χέρι του το καπέλο, κάποιος άλλος κουμπώνει στο παλτό του ένα κουμπί. Το κασκόλ της κυρίας γίνεται εκκρεμές. Ο νεαρός, που βγήκε απ’ το εμπορικό, δεν υπολόγισε σωστά πόση δύναμη να βάλει στην πόρτα κι έκανε μια χορευτική φιγούρα προς τα πίσω. Ο τύπος που πουλά χριστουγεννιάτικα δέντρα, μόλις πρόλαβε να πιάσει ένα, που κλυδωνίστηκε καθώς φύσηξε και παραλίγο να ρίξει σαν ντόμινο όλη τη σειρά. Ένας σκύλος, δίπλα στον πάγκο, παρακολουθεί το περιτύλιγμα μιας ΙΟΝ γάλακτος που περνά από μπροστά του. Το τρίχωμά του αναδεύεται κι ένα ψευτογκί πέφτει από ψηλά, απ΄ το σιρίτι των φώτων, στα πόδια του.

“Πώς και δεν πήγες στα Starbucks; Άνοιξαν την προηγούμενη βδομάδα”, με ρωτά η Καίτη, σερβίροντάς μου τον εσπρέσο και σκύβοντας λίγο παραπάνω προς το μέρος μου. Ακόμη και τώρα, τόσα χρόνια μετά το σχολείο, κάθε φορά που με κοιτά, έχει το ίδιο βλέμμα με τον άλλον σκύλο, απέναντι, που περιμένει τη λιχουδιά απ’ την κυρία του.

“Δεν χαλάω την παράδοση∙ εσπρέσο του Corner πριν πάω σπίτι.”

“Θα μείνεις όλες τις γιορτές;”

“Εννοείται. Έχω να ‘ρθω από πέρσι.”

“Ελπίζω να σε δούμε πάλι. Πάω να βάλω έντεχνο να σε περιποιηθώ”.

Δυστυχώς εγώ δεν μπορώ να σε περιποιηθώ, σκέφτομαι μειδιώντας, όταν αρχίζει να παίζει Τσανακλίδου. Με το “Γερνάω μαμά” βλέπω όλη την εικόνα.

Θ΄ ανοίξει η μαμά. Θα κοιτάξει αμέσως την τσάντα μου και δεξιά κι αριστερά πάνω απ’ τους ώμους μου, ποια κρύβω πίσω μου. Έχω έναν χρόνο σχεδόν που δεν της φέρνω άπλυτα κι είναι σίγουρη ότι σύντομα θα της γνωρίσω τη νύφη της. “Άργησες παιδάκι μου”, θα πει – ενόσω θα μου ξεκουμπώνει το μπουφάν – “κοντεύει να κρυώσει το φαΐ. Δεν ήξερες να πάρεις το προηγούμενο τραίνο;”.

Ο πατέρας μου – τον βλέπω απ΄ το χολ – ανασηκώνει χείλος και ρουθούνι και μας κάνει νεύμα με το χέρι του “τελειώνετε!”. Έχει πάρει θέση εδώ και ώρα στην κορυφή της τραπεζαρίας κι έχει κάνει να τραβήξει το βαρύ έπιπλο προς το μέρος του. Ποτέ δεν χρειάστηκε να ‘ρθει το τραπέζι πιο κοντά, αλλά εκείνος έτσι σφραγίζει την εξουσία του. Κι αμέσως μετά, χτυπά τον καναπέ πλάι του, για να ‘ρθει ο σκύλος. Κι όποτε έχουμε την ανιψιά μου, την καλεί να κάτσει αριστερά του∙ βέβαια, την αγαπημένη του ακροάτρια, αφού όχι μόνο δεν τον διακόπτει, αλλά χαχανίζει συνέχεια με όσα λέει ο παππούς.

Η θεία Τζένη θα ‘ναι στην κουζίνα και θ’ ακουστεί από μέσα “ήρθε το παιδί;”. “Βγενιώ άσε τις κατσαρόλες κι έλα, ήρθε ο Λεωνίδας”, θα λέει σχεδόν την ίδια στιγμή η μάνα μου. Η θεία θα ‘ρθει στην εξώπορτα σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά και με γερμένο το κεφάλι, σαν ζωγράφος, θα με κοιτάξει εξεταστικά. Ο ξάδερφος Αντρέας θα πει τη χαζομάρα του “Λεωνίδα πού ‘ναι οι τρακόσιοι;” και θα γελάσει μόνος του, ώσπου να τον κοιτάξουν όλοι, ένας-ένας με τη σειρά κι όταν η μάνα του δαγκώσει τον διπλωμένο δείκτη της, θα παγώσει το χαμόγελο στα χείλη του.

Θα μυρίζει κανέλλα, απ’ το χριστουγεννιάτικο κερί κι από τη σάλτσα της γέμισης. Θα μυρίζει ανθόνερο ο λαιμός της θείας, όπως μ’ αρπάζει και με κλείνει στην αγκαλιά της. Τη βλέπω από παιδί να γεμίζει το στόμα της με ανθόνερο, να φουσκώνει τα μάγουλά της, να σουφρώνει τα χείλη και με το στόμα κλειστό να φτύνει πάνω από το ταψί με τους κουραμπιέδες, μόλις βγουν από τον φούρνο, ζεστοί. “Για να κολλήσει η ζάχαρη”, λέει κάθε χρονιά. “Εσύ τους φτύνεις κι αυτοί δεν βγάζουν άχνη”, της λέω γελώντας εγώ και μου κλείνει το μάτι.

Θα φιλήσω τον μπαμπά. Θα τραβήξει το μάγουλο. “Έλα. Αηδίες. Κοτζάμ άντρας”, θα πει. “Άντε να φάμε. Γυναίκα, φέρ’ το χριστόψωμο”. Θα καθίσω στη θέση μου, θα σκουντήσω το κλαδί του δέντρου – χωράμε ίσα-ίσα τις γιορτές όταν ανοίγουμε την τραπεζαρία – θα κουνηθεί η μπάλα, το λαμπάκι. Ο μικρός Άη Βασίλης θ’ αρχίσει να τραγουδά. “Έλεος πια, βγάλ’ του τις μπαταρίες”, θα πει ο μπαμπάς, “σαν χαλασμένος συναγερμός κάνει”. “Πού ‘ναι η κοπέλα; Είχες πει θα φέρεις παρέα”, θα μουρμουρίσει με απογοήτευση η μαμά. “Θα ‘ρθει σε λίγο”, θα πω εγώ. “Εμείς μπορούμε ν’ αρχίσουμε”.

Σταυρός. Μπουκιές. Μαχαιροπήρουνα. Κρασί. Νερό. Τσουγκρίσματα. Γουλιές. Σαγόνια που μασάνε. Που σκουπίζονται. Που μιλάνε. Να το πάλι το παιχνίδι, τα βλέπω λες μέσα απ’ ένα τζάμι, σαν κωφός που διαχειρίζεται εικόνες και κάποιες δονήσεις, υποψίες ήχων.

Θα χτυπήσει το κουδούνι. Θα τσακιστώ να σηκωθώ. Θα σκουντήσω πάλι τον Άη Βασίλη. Θα σκύψω γρήγορα, κοιτώντας και τον μπαμπά, έχει αρχίσει να τα παίρνει, πεινάει. Θα βγάλω τις μπαταρίες απ’ τον Άη Βασίλη. Θα ξαναχτυπήσει το κουδούνι. Όλοι με κοιτάνε, στην πόρτα δεν πάει κανείς. Περιμένουν εμένα. Ν’ ανοίξω.

Θα είσαι εσύ. Θα σε φιλήσω στο στόμα. Θα αισθανθώ πίσω μου τη σιωπή τους. Το

κράτημα της αναπνοής τους. Θα σε πιάσω απ’ το χέρι. Θα πάμε στην τραπεζαρία. Η μαμά θα κρατάει το μάγουλό της. Ο μπαμπάς το πιρούνι στον αέρα. Ο ξάδερφος τη φράση “το ήξερα”. Η θεία τα προσχήματα, κάνει πως δεν με είδε. Η μικρή Δάφνη τον σκύλο, άσχετο. “Από δω ο Λευτέρης”, θα πω.

Πίσω απ’ την τζαμαρία του Corner πίνω την τελευταία γουλιά του εσπρέσο. Γιορτινά φωτάκια αναβοσβήνουν, μες στο café κι έξω στον δρόμο. Η ματιά μου πέφτει σε μια πινακίδα. Δείχνει προς την κατεύθυνση του σπιτιού μου. Προς το γιορτινό τραπέζι της οικογένειας. One way, γράφει. Σηκώνομαι.

 

 

* Η Αναστασία Μπαμπούλα γεννήθηκε το 1966. Σπούδασε στο τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του ΑΠΘ. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως δασκάλα και διαιτητής του αγωνιστικού Μπριτζ. Πιστεύει ότι η ζωή είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, γι’ αυτό γελά όσο πιο συχνά μπορεί.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top