Fractal

Στο τέλος θα μείνει μόνο ο αέρας να μιλάει

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

mono-o-aeras«Μόνο ο αέρας ακουγόταν» της Ευγενίας Μπογιάνου, σελ. 240, Εκδ. Μεταίχμιο

 

Σαν δύο σταγόνες νερό: εμείς και οι λεπτομέρειες που μας απαρτίζουν. Μικρές, αδιόρατες, κρυμμένες κάτω από τη στοιβάδα γεγονότων που ρέουν, πλεγμένες στον ιστό της καθημερινότητας που στενάζει· στον ιστό της αράχνης. Μικρές ανεπεξέργαστες ρωγμές που βρίσκονται κάτω από το ρούχο, κάτω από το δέρμα, στο χέρσο χωράφι που ο καθένας προσπαθεί να το κάνει να βγάλει καρπό. Η λογοτεχνία, η καλή λογοτεχνία, είναι αυτές οι λεπτομέρειες. Οι μικρές πέτρες που βρίσκει κανείς στο δρόμο του γράφοντας, διαβάζοντας, βιώνοντας το αποτέλεσμα της τέχνης. Όχι οι μεγάλες πέτρες, οι λιθοδομές, οι κοτρώνες, αλλά εκείνες που τις χώνεις στην παλάμη και χάνονται και κάπου τρίβονται και μένει μια μικρή αμυχή που τρυπάει και λίγο ματώνει. Η Ευγενία Μπογιάνου έχει πιάσει στα χέρια της πολλές τέτοιες μικρές πέτρες. Δεν τις έχει φοβηθεί: ούτε το τρύπημά του, ούτε τις αμυχές. Έχει μιλήσει σε τραύματα, της έχουν αποκριθεί κι αυτά. Ο διάλογος επανέρχεται στα βιβλία της. Σε διάφορα πρόσωπα, σε πλείστες όσες εκδοχές, σε άλλους τόπους, σε άλλες φωνές, αλλά πάντα με τον ίδιο πνιχτό αντίλαλο. Αυτόν που βγάζουν οι άνθρωποι που κάτι κουβαλούν μέσα τους, που κάτι μέσα τους τούς κουβαλάει. Το έκανε στην «Κλειστή πόρτα» (Πόλις, 2012). Το επανέλαβε στο «Ακόμα φεύγει» (Πόλις, 2014). Το κάνει και τώρα με τη νέα συλλογή διηγημάτων της «Μόνο ο αέρας ακουγόταν». Δεν έχει σημασία η φόρμα (αν είναι μικρές ιστορίες ή μυθιστόρημα), αλλά το τριζοβόλημα της θράκας που καίει τα πόδια των ηρώων της. Η φωτιά είναι πάντα αναμμένη και οι άνθρωποί της καψαλισμένοι. Έχει πάρει μυρωδιά η ζωή τους. Οι κραυγές είναι συλλαβιστές. Οι κινήσεις, αν και κουβαλούν καταπιεσμένη δριμύτητα, είναι λιτές, περιορίζονται στα στοιχειώδη. Οι ήρωες της Μπογιάνου (και σε αυτή τη συλλογή) έχουν αφήσει ανεξόφλητα χρέη στο παρελθόν τους, τα οποία έρχονται να στοιβαχθούν στα νέα που τους δημιουργεί το κλειστό παρόν. Πάντα υπάρχει μπροστά τους αυτή η κλειστή πόρτα που ακόμη κι αν ανοίξει κάποια στιγμή δεν τους επιτρέπει να μπουν, μόνο να κρυφοκοιτάζουν αυτό που θα μπορούσαν να γίνουν. Δεν θα γίνουν. Μετεωρίζονται μεταξύ λήθης και μόνιμης ανάγκης να θυμούνται. Το σώμα παλεύει με το μυαλό για το ποιο θα υπερισχύσει. Αυτή τη φορά η Μπογιάνου πιάνει την κάμερα (ναι, έχεις πάντα την αίσθηση μιας κινηματογραφικής καταγραφής) με σκοπό να συλλέξει πιο ευρείες εικόνες από την προηγούμενη συλλογή της. Το κοινωνικό δράμα συμπλέει με το προσωπικό. Κάποιες φορές το ένα καθορίζει σημαντικά το άλλο. Μπορεί ο τόπος και ο χρόνος να μην εμφανίζονται με μιαν αδιαμφισβήτητη δήλωση, όμως, υπονοούνται από τα πολλά συμφραζόμενα που με υπαινικτικό τρόπο μας προσφέρει (πάλι αυτές οι μικρές πέτρες-σήματα για να μην χαθεί ο δρόμος). Είναι μια χώρα που βουλιάζει, είναι οι άνθρωποί της που πέφτουν σε ένα τέλμα δίχως λυτρωμό. Έλληνες, αλλά και μετανάστες (εσωτερικοί και όχι). Τα δράματα δεν κλείνονται μόνο σε τέσσερις τοίχους οικιακής φυλακής, αλλά πλέον αποκτούν ευρύτερο χώρο να αναπτυχθούν. Σε αυτή την κινούμενη άμμο του αστικού τοπίου κάποιοι δεν μπορούν να χωρέσουν. Κάποιοι μένουν για πάντα αλλότριοι, ξένοι, μη αποδεκτοί. Κι όμως, δεν είναι από γεννησιμιού τους αποσυνάγωγοι. Δεν φέρουν κάποιοι στίγμα. Θα έλεγε κανείς πως τυπικά δεν ανήκουν σε αυτό που λέμε κοινωνικό περιθώριο. Φευ, σταδιακά προωθούνται προς αυτό. Προς το νέο κοινωνικό περιθώριο που αγκαλιάζει ανθρώπους κοινούς, καθημερινούς. Σήμερα είσαι εδώ, αύριο δεν υπάρχεις. Χάθηκες από τον χάρτη. Το ίδιο και ολόκληρη η ώρα. Μια τρύπα ορίζει πλέον τα γεωγραφικά της όρια. Τα διηγήματα της συλλογής έχουν διακριτή αυτονομία, αλλά όλα μαζί δημιουργούν ένα σώμα ακόπαστης θλίψης για όσα χάθηκαν και δεν θα ξανάρθουν. Αυτή ακριβώς η ματαιότητα σκοπών και προοπτικών είναι που βασανίσει τους ήρωες της Μπογιάνου. Μπλέκεται στα μαλλιά τους, στα φαγητά που τρώνε, στις λέξεις που εκστομίζουν, ακούγεται στον αέρα που ανασαίνουν. Διότι τελικά, όταν όλο το δράμα θα έχει φτάσει στο ανώτατο σημείο του, αυτό που θα ακούγεται δεν θα είναι κραυγές και οιμωγές, αλλά το μονότονο ψιθύρισμα του αέρα. Και τίποτα άλλο. Πλήρης αποδραματοποίηση κάθε εν εξελίξει πάθους.

 

mpogianou_e

Ευγενία Μπογιάνου

 

Η Μπογιάνου με αυτή τη συλλογή μπαίνει ακόμη πιο βαθιά στο κοινωνικό είναι δίχως να ξεχνάει τις ατομικότητες. Δεν είναι η κοινωνία δίχως τους ανθρώπους της, ούτε τα όντα σε εργαστηριακές καταστάσεις αναλυόμενα. Η ενδοσκόπηση είναι κοινή: για τους πολλούς και τον καθένα ξεχωριστά. Αυτό που έχει μείνει αναλλοίωτο από βιβλίο σε βιβλίο είναι η πρόθεση της Μπογιάνου να μιλήσει απλά, κατανοητά, ευθύβολα. Διατηρώντας πάντα την ικανότητα της εικονοποιίας, της οικονομίας, αλλά και μιας βαθιά ποιητικής ματιάς (καίτοι η ίδια δεν είναι ποιήτρια), η οποία όχι μόνο δεν ακυρώνει το ρεαλιστικό υποστύλωμα των ιστοριών της, αλλά τους δίνει ένα πηγαίο ξεπέταγμα δημιουργώντας ακόμη πιο ισχυρές ταυτίσεις. Άνθρωποι που έχασαν τη δουλειά τους ή το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Μετανάστες που είδαν να πνίγονται τα όνειρά τους (και όχι μόνο) στα κύματα. Γυναίκες που έμειναν μόνες. Άνδρες που δεν φέρουν κανένα ισχυρό στίγμα επιβολής. Ηλικιωμένοι που έχασαν το χρόνο. Νέοι που βλέπουν το μέλλον να δραπετεύει. Άνθρωποι οικείοι χαμένοι από καιρό, πεθαμένοι ή άλλοι που πλησιάζουν στο τέλος. Όλοι τους με ένα χρέος να τους ακολουθεί και μια πληγή να τους τραγουδάει. Η Μπογιάνου καταγράφει αυτές τις νότες, βάζει τη μια δίπλα στην άλλη, φτιάχνει μια παρτιτούρα που μιλάει για εμάς. Εμείς είμαστε όχι άλλοι. Είμαστε οι άλλοι που δεν καταφέραμε να γίνουμε εμείς. Και συνεχίζουμε να τραγουδάμε εις μάτην.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top