Fractal

Σκέψεις καθώς, «μόνο ο αέρας ακουγόταν»

Γράφει ο Σταύρος Σταμπόγλης // *

 

«Μόνο ο αέρας ακουγόταν». Συλλογή 14ων διηγημάτων της Ευγενίας Μπογιάνου. Εκδόσεις Μεταίχμιο 2016.

 

Διαβάζοντας, παρά τον ποιητικό τίτλο της συλλογής, δεν θα βυθιστείτε στη σιωπή.  Θα μπορούσα μάλιστα να βάλω  υπότιτλο που μόνο σιγή δεν προδικάζει:  «Μεταγραφές για τη γενναιότητα της επιβίωσης».

Μόλις  άνοιξα το βιβλίο  με ξεσήκωσε  άρωμα καλού κρασιού. Εκλύεται  κι ένας θυμός, αλλά πράγμα παράξενο, σ΄ αγκαλιάζει με τρυφερότητα. Δεν σε λιγώνει παράπονο, ούτε  σε βαραίνουν συναισθήματα αντεκδίκησης.  Εδώ  η  αποδοχή   αποκτά γεύση. Ο λόγος αντί να χαράζει, λιπαίνει.

Η Ευγενία  Μπογιάνου παρατηρεί, κατανοεί,  ανατέμνει με σιγουριά, σκιτσάρει με σταθερές κοφτές γραμμές.  Οι ήρωες της είναι  αληθινοί. Δικοί, οικείοι, γείτονες της διπλανής πόρτας,  άστεγοι της διπλανής στοάς,  πρόσφυγες της διπλανής θάλασσας.  Άψυχα και έμψυχα  ομολογούν με το ηχόχρωμα ενός αναστεναγμού.  Ακολουθώντας το ταχύ οδοιπορικό της Ευγενίας σκέπτεσαι πως οι άνθρωποι παρόλα τα εφόδια, τις παροχές, τον προστατευτισμό, παραμένουν άοπλοι στα  καθημερινά τους  και στο απάνθρωπο μιας ραγδαίας εξέλιξης. Ήρωες ενώπιον υπέρτερων εχθρών. Πρόκειται για  μοναχικούς ιππότες  που σκόρπισαν μετά τη συντριβή. Κοινοτοπία πια η συντριβή· αλλά, ΣΥΝΤΡΙΒΗ. Όπου η γνώση δεν μπορεί να νικά πάντα τον χρόνο, το λάθος, την ανάγκη, τους μετασχηματισμούς, το αναποτελεσματικό, το συμφέρον, την έκπτωση.  Οι ήρωες εδώ  δεν είναι  λαμπροστόλιστοι καβαλάρηδες που μέλει  να θριαμβεύσουν ως νικητές ή μάρτυρες  της πίστης τους. Αντίθετα προβλέπεται  καρτερία εν μοναξιά. Η κατάσταση ανισορροπίας έχει διάρκεια αορίστου χρόνου.  Όλα αυτά εκτίθενται διακριτικά, αράδα την  αράδα,  όπως στάζουν κατά την απόσταξη τα οινοπνεύματα.
Κι  εμείς, υπονοεί η Μπογιάνου, αποδεχόμαστε οδύνη και ωδίνες ως καθήκον απέναντι στη φύση και  τη γνώση. Η συνήθεια, η επανάληψη, είναι  επίπεδα της επιβίωσης. Ακόμη και το κακό συνηθίζεται.  Αλλά  εδώ  μέσα δεν προσφέρεται περίσσευμα παραίτησης  και αυτοσαρκασμού. Αντίθετα  υπάρχει περίσσευμα ανθρωπιάς.  Οι ήρωες της Ευγενίας συλλέγουν  δόξα απώλειας προσπαθώντας να καταλάβουν τον εαυτό τους και το άλλο.

Η Ευγενία εκθέτει την ψυχική κατάσταση των  πρωταγωνιστών  με ακρίβεια, ενάργεια, απλές έννοιες και λέξεις,  οδηγώντας τον αναγνώστη με ασφάλεια στον λαβύρινθο.

Απόσπασμα από το διήγημα ΣΤΕΛΛΑ. «Στο μπαρ τη φώναζαν Αθηναία, παρόλο που ήξεραν πως ήταν Θεσσαλονικιά. Έτσι τους έκατσε από την αρχή, έτσι έμεινε. Ήταν κάτι σαν τίτλος τιμής και της άρεσε. Όταν έσκυβαν να της δώσουν τα λεφτά, κοιτούσαν  – πάντα στα κλεφτά,  παρ΄  όλη την  τύφλα τους- τα βυζιά της,  όπως τα  τόνιζε μέσα από το ντεκολτέ. Δεν την ενοχλούσαν οι ματιές τους. Όχι πια. Παλιά ίσως, αλλά όχι τώρα. Τώρα που κόντευε τα σαράντα μάλλον την ευχαριστούσαν κιόλας. Πόσο ακόμα; Έναν  χρόνο, δυο, τρία, μετά θα γίνω αόρατη.»

Ο αναγνώστης πιάνεται στο αγκίστρι απ΄ την  πρώτη παράγραφο.  Να ενδεικτικά τρεις από  τις δεκατέσσερις εκκινήσεις με ρυθμό μετρονόμου, ή τύμπανο κελευστή. Ήχος απλός στην κόψη των εννοιών

-Διήγημα ΣΤΕΛΛΑ. «Το τηλεφώνημα τη βρήκε στην Καλαμάτα, στο μπαρ  ¨Εξώστης¨ στην παραλία, ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι με ήλιο. Φυσούσε αέρας που παρέσερνε μαζί του λόγια και αισθήματα. Το τηλεφώνημα όμως ήταν κεραυνός εν αιθρία.»

-Διήγημα  ΜΟΝΟ Ο ΑΕΡΑΣ ΑΚΟΥΓΟΝΑΝ. «Κανονικά πρέπει να συστηθώ. Να πω το όνομά μου. Ονομάζομαι… Όμως δεν το κάνω. Δεν έχω καμιά όρεξη να το κάνω. Δεν έχει σημασία. Τι θα άλλαζε αν το έλεγα; Θα έβρισκα αυτά που έχασα; Θα γυρνούσα  πίσω αποκεί που ξεκίνησα; Όχι. Θα παρέμενα όπως είμαι τώρα. Θα παρέμενα μια μόνη γυναίκα. Μια γυναίκα χωρίς όνομα.»

-Διήγημα Η ΠΑΡΤΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΧΑΜΕΝΗ ΑΠΟ ΧΕΡΙ. «Στην αρχή κρεβατώθηκα για τα καλά, όταν όμως το κρύωμα εξελίχθηκε σε πνευμονία και μπήκα στο νοσοκομείο κατάλαβα πως θα πέθαινα. Τους τελευταίους μήνες της ζωής μου ζούσα με την Λιλή. Σπουδαία γυναίκα η Λιλή, ήταν ανακάλυψη του γιου μου, αυτός τη βρήκε και μου την έφερε. Μεσόκοπη αλλά καλά κρατημένη, με δυο μεγάλα στήθη σαν πεπόνια που ακόμη κάθονταν στη θέση τους, φαντάσου πόσο ζουμερά θα ήταν κάποτε. Πρώην νοσοκόμα, σαν να λέμε πρώην μπάτσος.»

Η Ευγενία γράφει  ρεαλιστικά αλλά δεν προκαλεί. Θυμάται, φλέγεται, ομολογεί εν οικονομία. Όμως δεν φοβάται να μας τα ρίξει χοντρά.

Απόσπασμα από το διήγημα ΑΝ ΥΠΗΡΧΕΣ ΕΣΥ ΝΑ Μ΄ ΑΝΤΙΚΡΥΣΕΙΣ. «Ήρθε μετά από λίγο κρατώντας ένα πακέτο και μου είπε : -Έχει τα καλύτερα σουβλάκια  της γειτονιάς- και μια μυρωδιά κρεμμυδίλας έφτασε στη μύτη μου. Κάθισε δίπλα μου και, κοιτώντας με λίγο απολογητικά , δάγκωσε την πρώτη μπουκιά. Αυτό ήταν. Τα μάγια λύθηκαν. Το ίδιο βράδυ , στο σπίτι του, πηδηχτήκαμε σαν τα σκυλιά. Και λίγο αργότερα τον ξέχασα.»

Απ΄ το επιμέρους μας οδηγεί  στην ουσία της εποχής μας.  Φωτογραφίζοντας το ορατό εκθέτει το κεκαλυμμένο.  Παράγραφοι γροθιές. Η διήγηση γίνεται  όχημα και ταξιδεύει τον αναγνώστη στο ρευστό του κοινωνικού γίγνεσθαι. Θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι η Ευγενία Μπογιάνου μιλάει στη συνείδηση μας με καθολικό τρόπο. Όπου κάθε λέξη κρατά την ουσία της  και συγχρόνως διαθλάται στο γενικό.

 

Ευγενία Μπογιάνου

 

Πλάθει  αστραπιαία  χαρακτήρες.  Σκηνογραφεί και σκηνοθετεί ψυχές, γεγονότα και χώρους  μ΄ ελάχιστο  υλικό. Μιλώ για τον πλούτο της  λελογισμένης αφαίρεσης. Λες, «…μα είμαι κι εγώ εκεί…», χωρίς να σε παραξενεύει το παράλογο.  Η σκέψη μέσω του εξαιρετικού μιας γραφής  ταξιδεύει πιο γρήγορα απ΄ το φως, διεισδύει πιο βαθιά  απ΄ το φως. Κάτι σαν μαγεία. Κάτι σαν αναπάντεχο δώρο παρηγοριάς από το εχθρικό του σύμπαντος. Χημεία της φύσης.  Η κίνηση εξυψώνει  το ταπεινό σε βαθιά ανάλυση αιτιών. Και ορίστε η δεύτερη παράγραφος  του πρώτου διηγήματος.

«Η Στέλλα έστυψε με δύναμη το σφουγγάρι και διέσχισε δυο φορές την μπάρα, μια πάνω, μια κάτω, και πάλι απ΄ την αρχή το ίδιο. Το κάθετο μεσημεριανό φως έπεφτε πάνω στο ξύλο, κάνοντας και τον παραμικρό κόκκο σκόνης να δείχνει ανάγλυφος. Θα την γλείψω, θα την κάνω να εξαφανιστεί. Έβαλε όλη της τη μαεστρία για να εξουδετερώσει τη σκόνη, που δεν ήταν μόνο σκόνη, ήταν και ανυπακοή, και διατάραξη της κοινής ησυχίας, και παραλογισμός – όλη η ένταση που είχε συσσωρεύσει μέσα της τους τελευταίους μήνες βρίσκονταν εκεί: στη σκόνη πάνω στην ξύλινη μπάρα.»

Οι ήρωες της Ευγενίας Μπογιάνου αντέχουν πιότερο κι απ΄ τις πέτρες. Διότι κινούνται. Παρά τα βάρη που κουβαλούν. Έτσι  υπομένουν και τη σιωπή του μέλλοντος. Εν δυνάμει προφήτες  διασχίζουν με γνώση και έργο  αναπόφευκτες ήττες. Νοιώθω πως εδώ μέσα «ελπίζω» σημαίνει κινούμαι. Και κινούμαι σημαίνει γενναιότητα. Λίγα ενδεικτικά στοιχεία τώρα  για τα  τρία  πρώτα διηγήματα.

[1. «ΣΤΕΛΛΑ». Η ηρωίδα κατά βάθος ξέρει. Ακόμα και για εκείνα που την εκπλήσσουν. Έχουμε την καθημερινότητα μιας εργαζόμενης, μορφωμένης, ταλαντούχας, μοναχικής, μάλλον όμορφης και ίσως ακόμα επιθυμητής στα σαράντα της χρόνια,   γυναίκας. Μετά τη μεγάλη προδοσία, και στα δίχτυα μιας μοναξιάς λίγο πολύ επιλεγμένης.   Αλλά κινείται.  Έντονα συναισθήματα και εικόνες μας κερδίζουν με μια εξαιρετικά ποιητική ανατροπή-εύρημα στο τέλος,  όπου η αποδοχή μοιάζει με ξεκλείδωτη πόρτα στο μέλλον. Μια ηρωίδα που ο αναγνώστης ή ο θεατής, δεν την λυπάται, δεν την μέμφεται,  αλλά την ερωτεύεται. Την υποστηρίζει . Θαυμάσιο σενάριο για μια κινηματογραφική  ταινία δρόμου.

Διήγημα, «ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ».  Σαν μονόλογος  άστεγου. Η  εικόνα μιας εποχή που την ορίζει η ανισορροπία, ο κακοήθης πραγματισμός. Κάποιος προσπαθεί να μας ευαισθητοποιήσει για το παραφορτωμένο στομάχι της Μητρόπολης καθώς υπερφωτίζεται σαν ρεκλάμα ψεύδους. Είδος εξέλιξης που μάλλον επιβάλλεται από τα πάνω.

Διήγημα, « Ο ΛΟΥΣΙΑΝ ΦΡΟΙΝΤ ΠΙΝΕΙ ΤΣΙΠΟΥΡΟ». Ιδιαίτερη ποιητική γραφή.  Οι συμβολισμοί, η αφαίρεση και οι μεταφορές μας οδηγούν σε σκιερά  αθανασίας. Το σκοτάδι εδώ  διαφυλάσσει και προστατεύει τη μνημοσύνη της πόλης.  Η πόλη είναι το χωνευτήρι των μαρτύρων της. Είναι και το λίκνο του μέλλοντος όπου οι  ποιητές της  δεν φεύγουν  ποτέ. Σε συναντούν θες δεν θες καθώς επιμένουν με πείσμα,  αρκεί να γνωρίζεις,

αρκεί να είσαι έτοιμος.

Σε όλα τα διηγήματα η  ουμανιστική οπτική,  ο σύγχρονος ρεαλισμός, και η αποδοχή ξεχειλίζουν.  Η τρυφερότητα απλώνεται θαλπωρή.  Η άφεση μάλλον προσπαθεί να κρυφτεί, χωρίς επιτυχία. Η άφεση μοιάζει στη γνώση, κατεβαίνει βαθιά, γίνεται

πολύτιμο ίζημα.

Τελικά προτείνει  λύση στους ήρωες της η συγγραφέας;  Όχι δεν προτείνει ακριβώς λύση. Ίσως γιατί από γενική άποψη δεν διαφαίνονται λύσεις  σήμερα, παρά μόνο διαχείριση και ελιγμοί. Η αποδοχή, (και η επαλήθευση που της συμπαραστέκεται), είναι η αφετηρία της κίνησης, αν και προηγούνται αντικειμενικά οι μετασχηματισμοί. Σκέπτομαι πως σε τέτοιο περιβάλλον   θα συμβεί η  θερμοκρασία σύλληψης. Αυτά  μου αφήνει ως επίγευση  η Ευγενία Μπογιάνου.

«Μόνο ο αέρας ακουγόταν» λοιπόν, και αξίζει  ν΄ ακουμπήσουμε αυτόν τον «αέρα» στο κομοδίνο μας.  Κάτι σαν πολύπτυχο εικόνισμα. Κάτι σαν συναξάρι αντιθέσεων. Κάτι σαν δοξαστικό της συνάφειας  των πραγμάτων.   Κάτι σαν ισχυρή ραχοκοκαλιά   να συγκρατεί τα συντετριμμένα σώματα. Αυτό νομίζω πως στάλαξαν μέσα μου οι 14 Μεταφορές  της Ευγενίας Μπογιάνου.

Τελειώνω με την ακροτελεύτια παράγραφο της συλλογής. Πρόκειται για ένα μικρό ποίημα με ένδυμα πρόζας. Στο τέλος  η Ευγενία αφήνεται πάλι στην ποίηση όπως ξεκινά με τον τίτλο στο εξώφυλλο. Όπως  ολοκληρώνεται ένα οικοδόμημα με τον ιστό  κατάκορφα. Κι ο ιστός να βυθίζεται στο χάος. Όπου η αγάπη γίνεται μίτος στο χάος. Έτσι  ενοποιούνται τα 14 ανεξάρτητα τμήματα σ΄ ένα σώμα. Μα είναι τόσο σύνθετη η γραφή της Ευγενίας; Όχι, αντιθέτως είναι ιδιαίτερα απλή, όσο και το πλούσιο χώμα που πατάμε. Και να η ακροτελεύτια «στροφή»…

«Ίσως κιόλας να έπαιρνες το κορμί μου αγκαλιά. Μπορεί να

έβαζες το κεφάλι μου ανάμεσα στα στήθια σου. Αυτό θα

έκανες. Κι  εγώ θα ακουμπούσα επάνω σου και θα ένοιωθα

την ανάσα σου. Μια πάνω, μια κάτω. Θα σε μύριζα. Μαμά,

θα έλεγα. Και συ θα με άκουγες.»

 

 

ΑΝΤΙΚΥΡΑ 2016

 

 

* Ο Σταύρος Σταμπόγλης είναι Αρχιτέκτων DESA-Μέλος ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ και ΤΕΕ. Γεννήθηκε το 1946  στην Αθήνα. Δημοσίευσε για πρώτη φορά  το 2007. Έχει δημοσιεύσει 8 ποιητικές συλλογές και δυο συλλογές διηγημάτων. Τελευταία ποιητική συλλογή «Διηγήσεις πόλεων» Κέδρος 2016. Είναι μέλος του «Κύκλου Ποιητών». 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top