Fractal

Διήγημα: “Μόνο για το ταξίδι”

Της Βάννας Γ. Πασούλη // *

 

 

 

Ὁ δρόμος γιά τό λιμάνι ἦταν φαρδύς καί ἀπολαυστικός. Ἡ καλοκαιρινή αὖρα τούς ἀνακούφιζε ἀπό τήν ἀφόρητη ζέστη. Ὁ φελλάχος ἁμαξᾶς χτυποῦσε ξένοιαστος τό μαῦρο ἄλογο καί οἱ φοίνικες ὑπακούοντας στά καλέσματα τοῦ ἀνέμου, τούς ὑποδέχονταν ὑποκλινόμενοι. Σέ λίγο θά ἔφταναν στόν ναυτικό ὅμιλο. Ἀνυπομονοῦσε νά δεῖ ξανά τήν ὄμορφη μελαχροινή, πού λίγο καιρό πρίν εἶχε καταφτάσει μέ τούς γονεῖς της στήν πόλη. Κατέστρωνε σχέδια μέ τό μυαλό του πῶς νά τήν πλησιάσει. Σκέφτηκε πώς καλύτερα θά ἦταν ὁ πλάγιος τρόπος. Θά πλησίαζε τόν πατέρα της, δείχνοντας ἐνδιαφέρον γιά τή δουλειά του. Στήν ἀνάγκη, θά ἄφηνε αἰχμές γιά μελλοντική συνεργασία, ἄν καί οἱ δουλειές του μέχρι τώρα δέν σχετίζονταν μέ τοῦ πατέρα της.

Τήν εἶδε νά κάθεται παράμερα, μόνη καί ἀέρινη στήν προβλήτα καί νά περιεργάζεται τόν χῶρο, ἀφήνοντας τό λεπτό καί χλωμό σάν κεχριμπάρι πρόσωπό της στίς θωπεῖες τοῦ πρωϊνοῦ ἥλιου. Οἱ ἄλλοι θαμῶνες τοῦ ὁμίλου ἔπαιρναν τόν καφέ ἤ τό γλυκό τους κάτω άπό τίς ὀμπρέλες, συζητώντας ζητήματα ἐμπορικά καί πολιτικά μέ τήν ἄνεση τοῦ ἀριστοκράτη κοσμοπολίτη πού ξέρει νά ἐλέγχει τίς καταστάσεις.

Τήν περνοῦσε δεκαεπτά ὁλόκληρα χρόνια ἀλλά δίπλα της ἔμοιαζε μέ ὀλύμπιο θεό. Ἐκείνη, τόν ἐμπιστεύτηκε κι ἀφέθηκε ὁλοκληρωτικά στήν προστασία του. Ἦταν μελαχροινή, μέ ὡραῖα χαρακτηριστικά, ἀέρινο περπάτημα καί κατάμαυρα μαλλιά. Τήν ἔλεγαν Ξανθή! Ἐκεῖνος τήν φώναζε ‘κεχριμπαρένια μου’. ‘Καλύτερα νά σέ βάφτιζαν Ἠλέκτρα. Σοῦ ταιριάζει πολύ’ τῆς εἶπε, ὅταν πιά εἶχαν ἀποκτήσει τήν ἀπαιτούμενη οἰκειότητα.
Λίγο πρίν γυρίσει τό καλοκαίρι τήν πλάτη του, εἶχαν δοθεῖ οἱ ὅρκοι τῆς ἀγάπης. Σέ σύντομο διάστημα τήν ἔκανε δική του μέ στεφάνι.

Οἱ δουλειές τοῦ πατέρα της εὐδοκιμοῦσαν χωρίς τή δική του διαμεσολάβηση κι ἐκεῖνος βάλθηκε ν’ἀποτελειώσει τίς κριτικές μελέτες του γιά τόν ποιητή που εἶχε πιά κατακτήσει τούς πάντες μέ τήν οἰκουμενικότητα τῆς ποίησής του. Τόν ἔλεγαν ‘παρακμιακό’, μά πότε ἡ ποίηση, ἡ ἀληθινή ποίηση σάν τή δική του, δέν εἶχε θέμα τά ἀδιέξοδα τῶν ἀνθρώπινων ἐπιλογῶν; Ὁ Ἀλεξανδρινός του ἀσχολήθηκε μέ πανανθρώπινα στοιχεῖα, ζώντας ὁ ἴδιος σέ μεταιχμιακή ἐποχή, ἀντλώντας τά θέματά του ἀπό ἕνα παρελθόν ἀενάως παρόν, βιωμένο στό ἔπακρο μέ τήν ἀνάλογη συμβολή τοῦ αἰσθησιασμοῡ καί τῆς εἰρωνείας. Αὐτό ὑποστήριζε σέ κάθε ὀμιλία καί ἄρθρο του καί εἶχε ξεσηκώσει τούς πάντες στήν περιφερειακή καί μητροπολιτή Ἑλλάδα ὅπου εἶχε γίνει πιά πασίγνωστος ὡς ἕνας ἀπό τούς κύριους μελετητές τοῦ ποιητῆ πού ἀνανέωσε τήν ἑλληνική ποίηση.

Ὁ ἐρχομός τους στήν Ἑλλάδα ἦλθε ἀπότομα καί ὀδυνηρά. Ἔμελλε νά γνωρίσουν κι αὐτοί μιά δική τους παρακμή καθώς φεύγοντας ἆρον ἆρον ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια δέν πρόλαβαν καί δέν μπόρεσαν νά περισώσουν τήν περιουσία τους. Οἱ καλές, ξένοιαστες μέρες ἔμειναν πίσω τους.

Ἡ ἐγκατάστασή τους στήν Ἀθήνα ὑπῆρξε δύσκολη. Ἡ Ξανθή γινόταν πολλές φορές δύστροπη, ἄλλοτε ἀπόμακρη. Σάν κακομαθημένο παιδί πού τοῦ παίρνουν τό παιχνίδι μέσα ἀπό τά χέρια του, πεισμάτωνε συχνά καί τοῦ κάκιωνε λές κι ἦταν αὐτός ὑπεύθυνος γι’αὐτό πού τούς συνέβη. Τόν πίστεψε, τοῦ δόθηκε ὁλοκληρωτικά, καί τώρα αἰσθάνεται ἀπέναντι στίς καταστάσεις ἀνυπεράσπιστη. Ὁ θεός της γκρεμίστηκε ἀπό τό βάθρο του. Μέ τά δικά του πράγματα ἀρνιόταν ν’ἀσχοληθεῖ. Ἔμενε κλεισμένη στόν δικό της κόσμο, λιγότερο πραγματικό, περισσότερο τῆς φαντασίας. Ἐκεῖνος ἔχασε, ἄχ τί ἔχασε! Τήν πόλη-σύμβολο, τίς ἀναμνήσεις του, τά παιδικά κι ἔφηβικά του χρόνια, τούς πρώτους ἔρωτες, τίς ἡδονές της, τό ξύπνημα αἰσθήσεων καί νοῦ μέσα ἀπό τούς πνευματικούς της κύκλους, ὅλη τή ζωή του. Ὅμως ἦταν ἀποφασισμένος νά σταθεῖ ὄρθιος. ‘Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σάν θαρραλέος’ ἔλεγε καί ξανάλεγε, ἀποχαιρέτισε τήν ποθητή πόλη καί γρήγορα συνδέθηκε μέ τούς ντόπιους ἐκδότες γιά νά συνεχίσει τίς πνευματικές ἀναζητήσεις του.

 

……………………………………//…………………………………………………

 

Τό μικρό διαμέρισμα στά Ἐξάρχεια τοῦ ἀρκοῦσε. Ἀπό τότε πού ἔμεινε μόνος, μετά τόν χαμό τῆς Ξανθῆς περιορίστηκε σέ μικρές κυκλικές σχεδόν πορεῖες γύρω ἀπό τό σπίτι του καί τό κέντρο τῆς Ἀθήνας. Ταξίδι στήν Ἀλεξάνδρεια δέ ξανάκανε, μονάχα ἐκεῖνο μέ τήν Ξανθή καί τόν πατέρα της εἴκοσι σχεδόν χρόνια μετά τό φευγιό τους. Ἡ κεχριμπαρένια του δέν ἔντεξε. Ἔκλαψε καί μελαγχόλησε ὅταν περάσανε ἔξω ἀπό τό παλιό τους σπίτι, τίς ἀποθῆκες τοῦ πατέρα της,τόν ναυτικό ὅμιλο, τό Πατριαρχεῖο, τό καφεπωλεῖο τοῦ Σοφιανόπουλου, τόν Ζέφυρο, τό γηροκομεῖο.

Ὅταν τήν κήδεψε δέν ὑπῆρχε σχεδόν κανείς ἐν ζωῆ ἀπό τούς συγγενεῖς τους. Μόνο μιά μακρινή ξαδέλφη της μέ τά παιδιά της. Ἕξι – ἑπτά ἀκόμη φίλοι καί συνοδοιπόροι στίς ἀναζητήσεις καί μελέτες του καί ὁ ἐκδότης του πού τοῦ στάθηκε σάν ἀδελφός.

Τά ἔπιπλα εἶναι στριμωγμένα μέσα στό μικρό διαμέρισμα. Σήμερα ἔνιωσε τήν ἀνάγκη νά τραβήξει τίς κουρτίνες, νά δεῖ λιγάκι τόν ἔξω κόσμο. Τόν ‘ἔσω’ τόν ξέρει καλά, ἄν καί δέν εἶναι σίγουρος πολλές φορές. Τό κουρτινάκι στό παράθυρο τῆς κουζίνας τοῦ χαϊδεύει τό πρόσωπο καθώς φουσκώνει ἀπό τό φύσημα τοῦ ἀνοιξιάτικου ἀέρα. Κι ἐνῶ τά μάτια του κοιτοῦσαν χωρίς νά βλέπουν, ξαφνικά ἀπό τό παράθυρο τῆς ἀπέναντι κουζίνας ἐμφανίστηκε τό πρόσωπο μιᾶς μελαχροινῆς κοπέλας πού κάτι ἔκανε στόν νεροχύτη. Τήν θαύμασε ὥρα πολύ καί μόλις αὐτή σήκωσε τά μάτια τόν χαιρέτισε μ’ἕνα νεῦμα κι ἕνα χαμόγελο. Αἰσθάνθηκε ντροπή, σάν νά τόν ἔπιασαν νά κάνει κάτι ἄνομο, τέντωσε κι αὐτός τά χείλη σ’ἕναν χαιρετισμό κι ἀμέσως ἀποσύρθηκε στό γραφεῖο του.

Μιά παράξενη νευρικότητα τόν κατεῖχε ὅλο τό ἀπόγευμα, πάσχιζε νά τακτοποιήσει τά χειρόγραφά του, ὥσπου χτύπησε τό τηλέφωνο. Ὴταν ὁ φίλος του, ὁ καθηγητής, πού περίμενε μιάν ἀπάντηση γιά τό θέμα τῆς εἰσήγησής του στό συνέδριο γιά τόν Καβάφη. ‘Ἀποφάσισες, φαντάζομαι, μέ τί θ’ἀσχοληθεῖς. Δέν ἔχουμε πολύ χρόνο’. ‘Ναί’, ἀπαντᾶ ἐκεῖνος χωρίς νά σκεφτεῖ πολύ.‘Λοιπόν’; ‘Τοῦ σώματος ἡ μνήμη: ὁ ἐρωτικός Καβάφης’. ‘Καλῶς. Περιμένω τό κείμενό σου ἕως τήν ἄλλη ἑβδομάδα’.

Ἔγραφε σάν τρελός ὅλο τό βράδυ. Μονολογοῦσε: ‘Καί γέρος πιά θ’ἀράξω στό νησί; Ποιό νησί; Γιατί ν’ἀράξω; Μόνο γιά τό ταξίδι γίνεται ὅλο αὐτό. Τά ἡδονικά μυρωδικά. Μόνο για τό ταξίδι ἀξίζει. Τί ἡδονή ὑπερτάτη!’

Οἱ πρῶτες πόρτες εἰσόδου στίς γύρω πολυκατοικίες ἄρχισαν ν’ἀνοιγοκλείνουν. Σηκώθηκε μουδιασμένος, σκεφτόμενος, σάν νά μάλωνε τόν ἑαυτό του ὅτι αὐτά τά ἀθλήματα σάν τό ἀποψινό εἶναι γιά ἄλλες ἡλικίες. Ἐκεῖνος εἶναι πιά γέρος ἄνθρωπος.Ἔπρεπε νά προσέχει τήν ὑγεία του. Κι ὅσο σκεφτόταν αὐτά, τραβοῦσε τό κουρτινάκι τῆς κουζίνας χαμογελώντας μέ ἡδονή στή θέα τῆς μελαχροινῆς φοιτήτριας πού ἔψηνε καφέ στήν ἀπέναντι κουζίνα.

 

 

* Ἡ Βάννα Πασούλη γεννήθηκε στήν Ἀθήνα ὅπου σπούδασε Νομικά καί Νεοελληνική καί Βυζαντινή Φιλολογία στό καί Γλωσσολογία σε μεταπτυχιακό ἐπίπεδο, στήν Φιλοσοφική Σχολή Ἀθηνῶν. Ποιήματα καί διηγήματά της ἔχουν δημοσιευτεῖ σέ διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Ἔχει ἐκδώσει τήν ποιητική συλλογή «Μέρες τοῦ νόστου»(Ἠριδανός). Ἐργάζεται στή Μέση Ἐκπαίδευση.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top