Fractal

Επόμενος Σταθμός: Μοναστηράκι

Κείμενο και Φωτογραφίες: Βερίνα Χωρεάνθη //

 

ver1

 

Η δημοφιλής πλατεία της Αθήνας μέσα από τα ιστορικά κτίρια, τα αρχαιολογικά ευρήματα και τους δρόμους της.

 

Η πλατεία στο Μοναστηράκι είναι μια περιοχή ιδιαίτερη και πολύ σημαντική για τον χαρακτήρα της Αθήνας. Κομβικό σημείο ανάμεσα στις οδούς Ερμού, Μητροπόλεως, Πανδρόσου, Άρεως, Ηφαίστου και Αθηνάς, συγκεντρώνει στοιχεία από διαφορετικές εποχές τα οποία συνυπάρχουν τόσο αρμονικά, που το σύνολο σου δίνει την αίσθηση ότι ‘έτσι έπρεπε να είναι’. Η Βυζαντινή εκκλησία, η Βιβλιοθήκη του Αδριανού στην οδό Άρεως, το ιστορικό κτίριο του παλιού Ηλεκτρικού, οι εγκαταστάσεις του σύγχρονου Μετρό, το τζαμί που σήμερα στεγάζει το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, η Ακρόπολη στο βάθος, η πολυκατοικία με το γκράφιτι στην οδό Αθηνάς, στοιχεία ετερόκλητα κι όμως με έναν ιδιαίτερο τρόπο αλληλένδετα, σημάδια διαφορετικών εποχών, κομμάτια που συμπληρώνουν ένα άρτιο παζλ ιστορίας, χρωμάτων και ανθρώπων.

Η περιοχή πήρε το όνομά της από τη βυζαντινή εκκλησία που βρίσκεται στη γωνία της πλατείας με την οδό Ερμού. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, είχαν χτιστεί στην ευρύτερη περιοχή του Μοναστηρακίου πάνω από 20 εκκλησίες, οι περισσότερες από τις οποίες υπάρχουν ακόμα. Τον 15ο αιώνα, ιδρύθηκε η Μεγάλη Μονή της Παναγίας της Παντανάσσης και χτίστηκε στο Μοναστηράκι βασιλική στη θέση ενός κοιμητηριακού ναού που υπήρχε εκεί τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους. Όταν η εκκλησία της Μονής καταστράφηκε, στα θεμέλιά της χτίστηκε η θολοσκέπαστη βασιλική που υπάρχει μέχρι σήμερα. Μετά το 1867 ο ναός έγινε ενοριακός και τότε η περιοχή ονομάστηκε Μικρομονάστηρο ή, πιο κοινά, Μοναστηράκι.

Η Βιβλιοθήκη του Αδριανού χτίστηκε το 132 μ.Χ.  Είχε ορθογώνιο σχήμα και οι διαστάσεις της ήταν 122 x 82 μέτρα. Σε μια περίστυλη στοά, ειδικά διαμορφωμένοι χώροι χρησιμοποιούνταν για φύλαξη παπύρων και βιβλίων, καθώς και για αίθουσες διαλέξεων. Μέρος της Βιβλιοθήκης καταστράφηκε από τους Ερούλους το 267 μ.Χ., ωστόσο το κτίσμα ανακαινίστηκε στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Βιβλιοθήκη έγινε το εμπορικό κέντρο της Αθήνας και ως την απελευθέρωση λειτουργούσε τόσο σαν εμπορικό όσο και σαν διοικητικό κέντρο. Το 1884 μια πυρκαγιά κατέστρεψε το παζάρι στην ανατολική πτέρυγα, το οποίο ήταν και το βασικό σημείο της εμπορικής ζώνης. Λίγο αργότερα ξεκίνησαν οι ανασκαφές στον χώρο, αλλά το μνημείο έμελλε ν’ ανοίξει για το κοινό μόλις το καλοκαίρι του 2004.

Το τζαμί, που βρίσκεται στη συμβολή της πλατείας με την οδό Πανδρόσου, χτίστηκε το 1759, από τον βοεβόδα των Αθηνών Μουσταφά Αγά Τζισταράκη, και για την κατασκευή του, χρησιμοποιήθηκαν υλικά από παλιά κτίρια. Λεγόταν τότε ότι ειδικά για την παρασκευή του ασβέστη που χρειαζόταν για την κάλυψη των τείχων, ο βοεβόδας διέταξε ν’ ανατιναχτεί μια κολόνα από τον Ναό του Ολυμπίου Διός. Εν τω μεταξύ,  ένας παλιός θρύλος της Αθήνας έλεγε ότι κάθε κολόνα του Ναού είχε παγιδευμένη κι από μία κατάρα – ο ναός, λοιπόν, έλεγε ο θρύλος, θρήνησε τόσο δυνατά την καταστροφή της κολόνας του, που εκείνο το βράδυ έμεινε ξάγρυπνη όλη η Αθήνα, και ηρέμησε μόνο όταν δολοφονήθηκε ο βοεβόδας, που ήταν υπεύθυνος γι’ αυτή την καταστροφή. Ωστόσο επίσημες πηγές αναφέρουν ότι στην πραγματικότητα, γι’ αυτόν τον σκοπό χρησιμοποιήθηκε μια κολόνα από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, κάτι που μάλλον είναι λογικό αν σκεφτεί κανείς πόσο κοντά είναι τα δύο κτίσματα. Μετά την Επανάσταση, το τζαμί χρησιμοποιήθηκε για συνελεύσεις και το 1924 έγινε λαογραφικό μουσείο, ενώ το 1966, κατόπιν κατάλληλης διαμόρφωσης, παραχωρήθηκε στον Ιμπν Σαούντ, τον έκπτωτο βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας, που ήταν εξόριστος στην Ελλάδα, για την προσευχή του.

 

ver2

 

Ο σταθμός του Ηλεκτρικού είναι ιστορικός και από τους παλιότερους της γραμμής Πειραιάς – Κηφισιά. Εγκαινιάστηκε στις 17 Μαΐου του 1895 και είναι, μαζί με τον αρχικό σταθμό της Ομόνοιας, ο δεύτερος αρχαιότερος σταθμός του Κέντρου, μετά τον σταθμό του Θησείου, που είχε εγκαινιαστεί εικοσιέξι χρόνια νωρίτερα, το 1869, όπως και ο τερματικός σταθμός του Πειραιά. Ο σταθμός είχε την αρχική επίσημη ονομασία της περιοχής, ‘Μοναστήριον’, κάτι που μπορεί κανείς ακόμα να διαπιστώσει διαβάζοντας τις πινακίδες στις αποβάθρες. Πάνω από έναν αιώνα αργότερα, στις 22 Απριλίου του 2003, εγκαινιάστηκε στο ίδιο σημείο, αλλά ένα επίπεδο χαμηλότερα, ο αντίστοιχος σταθμός του Μετρό, της γραμμής Αιγάλεω – Εθνική Άμυνα / Αεροδρόμιο. Σήμερα οι δύο σταθμοί συναποτελούν μια από τις πλέον βασικές σιδηροδρομικές αρτηρίες του Κέντρου.

Δίπλα ακριβώς στο κτίριο του Ηλεκτρικού, στην οδό Ηφαίστου, είναι η αφετηρία της υπαίθριας αγοράς με τα δεκάδες εμπορικά καταστήματα και παλαιοπωλεία, το ‘Δημοπρατήριο’, σύμφωνα με την ταμπέλα στην αρχή του δρόμου, που αποτελεί σταθερό πόλο έλξης και κλασικό σημείο αναφοράς όχι μόνο για τους τουρίστες και τους επισκέπτες, αλλά και για τους ίδιους τους Αθηναίους. Χάντρες, χειροποίητα κοσμήματα, δερμάτινα και στρατιωτικά είδη, παλιά έπιπλα, ρούχα και αντίκες είναι λίγα μόνο από τα πράγματα που μπορεί κανείς να βρει στην αγορά του Μοναστηρακίου. Ανάλογη είναι η εικόνα και στην οδό Πανδρόσου, καθώς και στην οδό Άρεως, απέναντι από τις κολόνες της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, και φυσικά στην πλατεία Αβυσσηνίας λίγο πιο κάτω, με τα δεκάδες παλαιοπωλεία, που από μόνη της αποτελεί ένα ακόμα γραφικό και ιδιαίτερα χαρακτηριστικό σημείο της περιοχής του Μοναστηρακίου. Το σωματείο παλαιοπωλών Αθήνας και περιχώρων ιδρύθηκε το 1922 και είχε πρώτο πρόεδρό του τον Γιουσουρούμ, έμπορο εβραϊκής καταγωγής, εξ ου και η ανεπίσημη αλλά πασίγνωστη ονομασία της πλατείας Αβυσσηνίας.

Ωστόσο η ποικιλοχρωμία και η πολυσυλλεκτικότητα της πλατείας δεν σταματάει σε όσα φαίνονται με την πρώτη ματιά.

 

ver3

 

Οι εργασίες για την κατασκευή του σταθμού του Μετρό έφεραν στο φως ένα τμήμα της κοίτης του Ηριδανού και μαζί κομμάτια της ιστορίας της Αθήνας, αφού τα αρχαιολογικά ευρήματα συνδέονται στενά με το ιστορικό παρελθόν της πόλης ανά τους αιώνες και αντικατοπτρίζουν πτυχές της ζωής και της πολιτείας στην πρωτεύουσα σε διάφορες και διαφορετικές εποχές της ιστορίας της.

Κατεβαίνοντας τις κυλιόμενες σκάλες από το επίπεδο της πλατείας, βλέπεις απέναντι την κοίτη του ποταμού. Καθώς πλησιάζεις, αριστερά σου είναι οι δύο είσοδοι στις αποβάθρες του Ηλεκτρικού. Ο σταθμός που ανήκει στο παρόν αλλά σχετίζεται και με το παρελθόν αφού είναι τμήμα του παλιού Ηλεκτρικού, και ο Ηριδανός που είναι μέρος της αρχαίας ιστορίας της, είναι τόσο κοντά το ένα στο άλλο που εκμηδενίζουν την απόσταση των αιώνων που ουσιαστικά τα χωρίζει. Το παζλ συμπληρώνουν οι σύγχρονες εγκαταστάσεις του Μετρό με τις κυλιόμενες σκάλες, τους διαδρόμους, το τούνελ και τις νεότερες αποβάθρες.

Τα ευρήματα γύρω από την κοίτη του Ηριδανού ανήκουν σε διάφορες εποχές και ιστορικές περιόδους, πράγμα που σημαίνει ότι η περιοχή ήταν ιδιαίτερα σημαντική, κατοικούνταν πάντα και ίσως είχε, σε κάποιον άλλο βαθμό και από κάποια άλλη οπτική γωνία, αυτή την τόσο ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που την χαρακτηρίζει σήμερα.

Μπορεί κανείς να δει κομμάτια από κτίσματα που ήταν κατά κύριο λόγο σπίτια, εργαστήρια και αποθηκευτικοί χώροι – δηλαδή κάτι ανάλογο με ό,τι υπάρχει και σήμερα γύρω από την πλατεία.

 

ver4

 

Γλυπτά από μάρμαρο, κομμάτια από κτίρια, ψηφιδωτά δάπεδα, τοιχογραφίες, αγγεία, νομίσματα – δίνουν το στίγμα των διαφορετικών ιστορικών εποχών που έζησε η περιοχή, αλλά και το ιστορικό κέντρο γενικότερα, ενώ διακρίνονται τα ρείθρα, η οικοδομική γραμμή και ένα κτίσμα που ανήκουν στην κλασική περίοδο, ο ημικυλινδρικός θόλος της εποχής του Αδριανού, τμήμα ρωμαϊκής οδού, ένα κτίσμα ρωμαϊκής περιόδου, καθώς και ένα παλαιοχριστιανικό κτίσμα.

Ο Ηριδανός πήγαζε από τον Λυκαβηττό, περνούσε κάτω από τον σημερινό Εθνικό Κήπο, κατέβαινε την οδό Μητροπόλεως, έφτανε στην πλατεία Μοναστηρακίου, διέσχιζε την κοιλάδα του Κεραμεικού, όπου ένα τμήμα του φαίνεται, άλλωστε, έφτανε στην οδό Πειραιώς και κάπου εκεί έστριβε νότια και ενωνόταν με τον Ιλισό. Είχε συνεχόμενη ροή η οποία αυξανόταν όταν έβρεχε πολύ, και πολλές φορές μάλιστα πλημμύριζε. Ο Στράβων αναφέρει ότι ο ποταμός είχε εννέα πηγές, με κυριότερη την Κρήνη του Πάνοπος, βορειοδυτικά της πλατείας Συντάγματος, απέναντι από τις Πύλες του Διοχάρους, στη συμβολή των σημερινών οδών Βουλής και Απόλλωνος. Αναφορά στον Ηριδανό βρίσκουμε και στην ‘Βατραχομυομαχία’, την περίφημη παρωδία της Ιλιάδας: «Ειμί δ’ εγώ βασιλεύς Φυσίγναθος, ος κατά λίμνην τιμώμαι βατράχων ηγούμενος ήματα πάντα· και με πατήρ Πηλαύς αναθρέψατο, Υδρομεδούση μιχθείς εν φιλότητι παρ’ όχθας Ηριδανοίο», συστήνεται με κομπασμό ο βασιλιάς των βατράχων στον ποντικό – «Είμαι ο βασιλιάς Φουσκομάγουλος, που όλοι οι βάτραχοι στη λίμνη με τιμούν σαν αρχηγό τους κάθε μέρα, πατέρας μου είναι ο Πηλέας και μητέρα μου η Υδρομέδουσα, που έσμιξε μαζί της στην όχθη του Ηριδανού» (στίχοι 17-20).

Από την προϊστορία ακόμα, όταν γύρω από τον Ηριδανό δεν υπήρχαν κατοικίες, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έθαβαν τους νεκρούς τους στις όχθες του ποταμού, αλλά και στις βαλτώδεις εκτάσεις του Κεραμεικού. Σιγά-σιγά, ο οικισμός επεκτάθηκε προς και γύρω από το ποτάμι, και η επίδραση ήταν αμφίδρομη: απ’ τη μια το ανθρώπινο στοιχείο προσαρμόστηκε στην ύπαρξη του ποταμού, κάτι που φυσικά επηρέασε την επιλογή των θέσεων για το χτίσιμο σπιτιών και άλλων κτισμάτων, κι από την άλλη, καθώς ο Ηριδανός περνούσε από μια περιοχή που γινόταν όλο και πιο κατοικημένη, ήταν εκτεθειμένος σε λύματα και σκουπίδια, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να μετατραπεί, αναπόφευκτα, σε βούρκο. Σύμφωνα με τον Παυσανία πάλι, τα νερά του Ηριδανού ήταν πολύ βρώμικα, και μάλιστα ούτε τα ζώα που έβοσκαν στην περιοχή δεν πλησίαζαν για να πιουν νερό. Κάτι ανάλογο αναφέρει και ο Καλλίμαχος, στο μη σωζόμενο σύγγραμά του ‘Συναγωγή Ποταμών’: «Γελάν ούτως θαρρεί γράφων τάς τών Αθηναίων παρθένους αφύσεσθαι καθαρόν γένος Ηριδανοίο, ού καί τά βοσκήματ’ απόσχοντ’ αν» –  «είναι άξιος γέλιου αυτός που ισχυρίζεται ότι οι κόρες των Αθηναίων έπαιρναν καθαρό νερό από τον Ηριδανό, αφού ούτε τα κοπάδια της περιοχής δεν πλησίαζαν το ποτάμι».

Κατά την αρχαιότητα, ο Ηριδανός ήταν ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο χτίζονταν τα σπίτια στην περιοχή. Η οικοδομική γραμμή οριζόταν από δύο μονοπάτια, βόρεια και νότια, ενώ τα κτίρια χτίζονταν και στις δυο πλευρές. Αργότερα, με διαταγή του Αδριανού, το ποτάμι σκεπάστηκε με πλινθόκτιστο θόλο και μετατράπηκε σε υπόνομο. Στο βόρειο όριο χτίστηκε τοίχος αντιστήριξης, ενώ η οικοδομική γραμμή υποχώρησε κατά τεσσεράμισι μέτρα. Το Ρωμαϊκό Βαλανείο, τμήμα του οποίου έχει ανασκαφεί επί της λεωφόρου Αμαλίας έξω από τον Εθνικό Κήπο, στο ύψος της Αγγλικανικής Εκκλησίας, συνδεόταν επίσης με την περιοχή του Ηριδανού.

Ο Ηριδανός ήταν από τα πρώτα ποτάμια της Αθήνας που αποτέλεσαν αντικείμενο συστηματικής ανθρώπινης επέμβασης, ώστε να μπορεί κάθε φορά να προσαρμόζεται στις ανάγκες τόσο των κατοίκων όσο και των οικοδομικών ιδιαιτεροτήτων της περιοχής – αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός λόγος που το μεγαλύτερο μέρος του καλύφθηκε με τον καιρό.

 

ver5

 

Στα νεότερα χρόνια, η βασική πηγή του Ηριδανού ήταν στο τέλος της οδού Δημοκρίτου, όπου υπήρχε ένα μικρό σπήλαιο κι από κει ανάβλυζε νερό σε τόσο μεγάλη ποσότητα, ώστε επαρκούσε για την ύδρευση όλης της περιοχής του Κολωνακίου. Σήμερα, μετά την ανάπλαση της πλατείας Μοναστηρακίου και την παράδοσή της τον Δεκέμβριο του 2008, το κομμάτι της πάνω από την κοίτη του Ηριδανού έχει μείνει ανοιχτό, περιφραγμένο με μεταλλικό κιγκλίδωμα, ώστε να μπορούν οι περαστικοί να βλέπουν από ψηλά μέρος της κοίτης, ενώ γύρω απ’ αυτό το άνοιγμα, ανάμεσα στα απλά πλακάκια της πλατείας, έχουν τοποθετηθεί πλακάκια με σύμβολα κυρίως του νερού και της θάλασσας, καθώς και μια κυματιστή λευκή γραμμή που οριοθετεί συμβολικά τη θέση του ποταμού από κάτω.

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο βοεβόδας Χασεκής, τύραννος τότε των Αθηνών, έχτισε το 1788, με τη συνδρομή Χριστιανών και Μουσουλμάνων που ζούσαν εκεί, τείχος για την προστασία της περιοχής από επιδρομές. Λέει ο Μακρυγιάννης στα ‘Απομνημονεύματά’ του: «Μια ημέρα πήγαινα με τον Γκούρα σεργιάνι καβάλλα. Με κολάκευε· ήθελε να μου δώση μίαν ανιψιά του γυναίκα. Μου λέγει: «Του Χασεκή τα υποστατικά, ελιές, περιβόλι κι’ όλη την περιφέρεια θα την πάρω εγώ δι’ όσα μου χρωστάει το Έθνος».

Το τείχος αυτό συνέπιπτε σε μεγάλο βαθμό με το τείχος του Θεμιστοκλή. Ξεκινούσε από την Ακρόπολη, έφτανε στο Θησείο, συνέχιζε στην περιοχή Ασωμάτων και στη σημερινή πλατεία Κουμουνδούρου, έφτανε στις οδούς Ευριπίδου και Σοφοκλέους, ανέβαινε προς την πλατεία Κλαυθμώνος, διέσχιζε τις οδούς Σταδίου και Πανεπιστημίου, έφτανε στη λεωφόρο Αμαλίας και την Πύλη του Αδριανού, συνέχιζε προς την οδό Μακρυγιάννη και τα ριζά της Ακρόπολης για να καταλήξει και πάλι στην Ακρόπολη. Περιέκλειε την περιοχή του Μοναστηρακίου και άλλες κατοικημένες εκτάσεις, καθώς και ορισμένες περιοχές που δεν ήταν οικοδομημένες, ενώ οι πύλες του είχαν χαρακτηριστικές ονομασίες: Πόρτα του Δράκου, Πόρτα του Μωριά, Μενιδιάτικη Πόρτα, Καμαρόπορτα, Μεσογείτικη Πόρτα, Πόρτα των Τριών Πύργων.

Μια περιοχή, λοιπόν, ιδιαίτερα φορτισμένη όχι μόνο από την ιστορία της, αλλά και από ό,τι άφησαν πίσω τους οι γενιές ανθρώπων, ντόπιων, ταξιδιωτών και κατακτητών, που έζησαν και πέρασαν από κει. Κτίσματα, γεγονότα, δρόμοι, ιστορίες, κατά έναν περίεργο τρόπο δεν εξαφανίζονται με το πέρασμα του χρόνου, ακόμα κι αν δεν έχει μείνει απ’ αυτά παρά μόνο μια αναφορά σε κάποιο βιβλίο, αλλά αφήνουν στην πλατεία το σημάδι τους ανεξίτηλο, απαραίτητο κομμάτι του διαδραστικού κολάζ μιας πόλης που κρύβει στα υπόγεια και την ατμόσφαιρά της πολλά περισσότερα απ’ όσα φαίνονται στην επιφάνεια.

 

Πηγές: Δήμος Αθηναίων, ΗΣΑΠ, Αττικό Μετρό, Υπουργείο Πολιτισμού, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή.

 

[Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Αθηναϊκό Ημερολόγιο 2011 των εκδόσεων Φιλιππότη.]

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top