Fractal

Με λόγο και εικόνα

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

“modus vivendi” κείμενα: Ελευθερία Σταυράκη, ζωγραφική: Τάσος Παπαηλιού, εκδόσεις Παρουσία

 

36 κείμενα που ακροβατούν σε λεπτό σχοινί ανάμεσα στον ποιητικό και τον πεζό λόγο – όλα σε πολύ προσεγμένη γλώσσα  που υπαινικτικά ανοίγει ενδιαφέροντες ορίζοντες ερμηνείας. Σε συνδυασμό με 35 + 1 σχέδια (μαζί με τη ζωγραφιά του εξωφύλλου) από τον Τάσο Παπαηλιού, που υπογράφει αυτό το ξεχωριστό βιβλίο μαζί με την ποιήτρια Ελευθερία Σταυράκη. Οι εικόνες ακολουθούν θεματικά τα κείμενα προσφέροντας την εικαστική εκδοχή των λέξεων. Η φαντασία του αναγνώστη, έτσι κι αλλιώς, προσθέτει τη δική της οπτική πρόσληψη σε ό,τι διαβάζει· εδώ η συνύπαρξη λόγου και εικόνας προκαλεί σε μια ταυτόχρονη ανάγνωση, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο πώς συντελείται μια αυθεντική μετατροπή του λεκτικού τοπίου σε εικαστικό και αντιστρόφως.

Η συλλογή αυτή (δεύτερη προσωπική για την ποιήτρια, μετά την «Ιθαγένεια», εκδόσεις Απόπειρα) διαβάζεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Επιλέγω να τη διαβάσω μέσα από τρία κείμενα, που θεωρώ πως δίνουν το νοηματικό πλαίσιο για να κινηθούν όλα τα υπόλοιπα της συλλογής.

 

Επιφυλακή

Ένα σμήνος μελισσών κατέφθασε απρόσμενα στην πόλη μας. Δεν έχουμε ξαναδεί κάτι παρόμοιο· στους δρόμους, τα μπαλκόνια, ξυστά στους τοίχους των πολυκατοικιών πηγαινοέρχονται ανάμεσα σε πολυδαίδαλα οικοδομικά τετράγωνα. Έχουνε χάσει, λέει, το δρόμο τους και πρέπει να βουίζουν αδιάκοπα, για να μη χαθούν.

Τη μέρα κρύβονται σε διαδρόμους και γραφεία, σχολεία, οικοδομές ή κάτω από τις σκιερές στέγες. Το βράδυ εφορμούν. Εδώ δεν έχει δέντρα, μυρωδιές, λουλούδια να κρυφτείς· τρυπώνουνε απ’ τα παράθυρα, ρουφάνε το νέκταρ των ανυποψίαστων ανθρώπων την πιο αθώα στιγμή του ύπνου τους.

Τα τσιμπήματα αποδεικνύονται επώδυνα, συχνά ολέθρια και σε κάποιες περιπτώσεις θανατηφόρα. Πολλοί συνάνθρωποί μας χάνουν το δρόμο για τη δουλειά ή το σπίτι τους, γίνονται ασυνεπείς πρώτη φορά στη ζωή τους, έτσι χωρίς λόγο· χαμογελούν χωρίς να ξέρουν το γιατί, χωρίζουν τους συντρόφους τους και σμίγουν με αγνώστους – δίχως καμία λογική, δίχως ενοχή ή φόβο.

Όσοι παραμένουν υγιείς ξεσηκώνονται εναντίον των εντόμων. Εδώ δεν έχει δέντρα να κρυφτείς, νερό να πέσεις, λένε, έχει όμως τοίχους και παράθυρα και πόρτες ασφαλείας. Οι υγιείς σφραγίζουν τις εξόδους, σχηματίζουν σμήνος πανίσχυρο, παρατάσσονται σε θέση μάχης, βουίζουν έξαλλοι. Πρέπει να βουίζουν αδιάκοπα, για να μη χαθούν.

 

Όλοι βρίσκονται σε επιφυλακή.

 

Μια αίσθηση ανασφάλειας που προκαλείται από τον ορατό κίνδυνο αλλά και τον φόβο απέναντι σε αδιόρατες απειλές πολύμορφες. Η φύση στην απρόβλεπτη  (άρα εχθρική) εκδοχή της, και οι άνθρωποι ανυπεράσπιστοι οι περισσότεροι, επιθετικοί σαν ένα νέο σμήνος οι πιο λίγοι – εκλεκτοί ίσως ή θύματα μιας επιβαλλόμενης ομοιομορφίας άραγε; Και πάνω απ’ όλα ο δισήμαντος λόγος, που δημιουργεί εικόνες κατά βούληση και ερμηνεύεται ανάλογα με τη θέση που ο καθένας επιφυλάσσει για τον εαυτό του. Μέσα από το κείμενο αυτό η ποιήτρια δίνει το κατάλληλο κλίμα, προκειμένου να στηθεί το σκηνικό των υπολοίπων, τα οποία διαφοροποιούνται ως προς τη διάθεση του ποιητικού υποκειμένου να κοιτάξει είτε προς τα ένδον ευρισκόμενα ασταθή της ύπαρξης είτε να αποδώσει ένα λόγο εμφορούμενο από κοινωνικά μηνύματα. Και οι δύο αυτές συνθήκες γραφής συναντώνται σε ένα και το αυτό σημείο: η ευαισθησία του ποιητικού λόγου επιχειρεί να δώσει μια εικόνα του κόσμου όπως είναι αλλά και όπως θα μπορούσε να μεταμορφωθεί.

 

Ελευθερία Σταυράκη

 

Η πεντάμορφη και το τέρας

Η Αριάδνη έψαχνε να βρει μιαν άκρη, καθώς σκούπιζε τον ιδρώτα στο μέτωπό της. Το αποτέλεσμα της μονομαχίας δεν είχε κριθεί ακόμη. Αν και γνώριζε πως το αγαπημένο της τέρας πάντα εύρισκε το δρόμο να τη συναντήσει μετά τη νίκη, ανησυχούσε. Ο νέος που ήρθε ετούτη τη φορά είχε στα μάτια του μια λάμψη που τη φόβιζε.

Τι θα γινόταν, άραγε,  αν σκότωνε για χάρη της το τέρας, αν κατακτούσε το λαβύρινθό της – βασίλειο και αστείρευτη πηγή της εξουσίας της ως τώρα;

Η Αριάδνη δίστασε για μια στιγμή, ζυγίζοντας στο χέρι της ένα κουβάρι σκέψεις.

 

Το εσωτερικό τοπίο προσφέρεται για καθοριστικές επανεκτιμήσεις: ποιος είμαι – ποιος ο κόσμος που με περιβάλλει – ποια η θέση μου μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Τα τρία βασικά γνωστικά ερωτήματα σε συνεκτίμηση, σε αναζήτηση της αγαστής συνύπαρξης μέσα σε ένα κοινωνικό σώμα που επιδιώκει την ομοιομορφία, περιθωριοποιεί τη διαφορετικότητα και πάνω απ’ όλα δημιουργεί τον μύθο της απόλυτης ευτυχίας μέσα στην ομογενοποιημένη εικόνα. Κι όμως, το καίριο ερώτημα (μας προτείνει η ποιήτρια) ίσως αφορά μόνον τον ρόλο του τέρατος και αυτόν του τιμωρού. Το θαυμαστό τέρας οικτρόν ιδείν, ωστόσο ένα και ξεχωριστό. Ποιος έχει τη δύναμη να το σκοτώσει μέσα του; Και με τι θα το αντικαταστήσει στην αδυσώπητη μάχη της προσωπικής καταξίωσης;

 

Η εκμετάλλευση του υπεδάφους

Η μάνα και ο γιος ήταν φτωχοί,

έπρεπε να βρουν μια λύση

-μέσα στην κρίση ήταν όλα πιο δύσκολα-

Η μάνα έστειλε το γιο της να ψάξει

στο υπόγειο·

εκεί είχε φυλαγμένα τα παλιά κειμήλια,

σκαλισμένες όμορφες στιγμές της οικογένειας,

τη δύναμη της γιαγιάς, που κάποτε

τους έφερε σ’ αυτά τα χώματα,

παλεύοντας τον κίνδυνο της θάλασσας

και τον απέναντι εχθρό,

σε μια παλιά κορνίζα έγνεφαν άγρυπνα

τα μάτια του παππού,

κατέληγαν σε δυο ποτάμια δρόμους,

που ’χε πάρει κι είχε αφήσει

για να τους συναντήσει.

 

Στ’ απομεινάρια της σκονισμένης ιστορίας

βρήκε ο γιος την άκρη του δικού του τρόπου σκέψης

που έκανε τη ζωή λιγότερο ακατανόητη.

Κρέμασε στο σαλόνι το τάβλι

του παππού που μάσαγε τα πιόνια του

κι έστησε μια νέα παρτίδα.

 

Δεν ήξερε πού πήγαινε·

αν κάπου θα ’φτανε και πότε.

Ήξερε μόνο από πού ερχόταν.  

 

Η ποίηση της Ελευθερίας Σταυράκη έχει το προνόμιο να ανοίγεται στον αναγνώστη της. Χρησιμοποιώντας τη μεταφορικότητα του λόγου, όσο τη χρειάζεται η ποιητική φόρμα που υπηρετεί, δημιουργώντας υπαινιγμούς, που βοηθούν την κατανόηση και δεν υποκρύπτουν την αλήθεια τους, κατορθώνει να μιλά με ειλικρίνεια στον αποδέκτη της. Προσφέρει έναν ανοιχτό ορίζοντα μιας έστω αμυδρής ελπίδας, έτσι όπως δημιουργεί εικόνες γήινες, αποκαλυπτικές μιας αναγκαίας στροφής που χρειάζεται ο σύγχρονος άνθρωπος, προκειμένου να μη χάσει εντελώς την ψυχή του. Να μάθει από πού έρχεται, να αναζητήσει τις ρίζες εκείνες που τον οδηγούν πίσω στον χρόνο και του δείχνουν μια ζωή λιγότερο πολύπλοκη, λιγότερο βολική, μα στηριγμένη σε σταθερότερες αξίες. Να κρεμάσει στο σαλόνι το τάβλι του παππού που μάσαγε τα πιόνια του και να στήσει μια νέα παρτίδα. Ίσως αυτοί οι τελευταίοι στίχοι να δίνουν και εν συντομία όλο το περιεχόμενο της συλλογής.

Η Σταυράκη έδειξε πρώτα το κλίμα, την ύφή της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Κατόπιν στράφηκε στον μέσα χώρο που ζητούσε έναν επαναπροσδιορισμό. Τέλος πρόσφερε τα υλικά για την ανανέωση του τοπίου. Μοιρασμένη θεματικά στα τρία η συλλογή της -τουλάχιστον με την προσωπική μου ανάγνωση- επιβεβαιώνει τον τίτλο· ένας τρόπος να επιτευχθεί η καταξίωση κάθε ατομικής ιδιαιτερότητας μέσα στους σκληρούς κανόνες της ομογενοποιημένης εικόνας. Ακόμη κι αν αυτό προϋποθέτει την ανατροπή τους ή έστω την επαναδιατύπωσή τους.

 

Τάσος Παπαηλιού

 

Τα σχέδια του Τάσου Παπαηλιού αποδίδουν εικαστικά ακριβώς αυτή τη δύσκολη πραγματικότητα. Πρόσωπα ενσωματωμένα σε μπερδεμένες εικόνες, πότε με χρώμα και πότε με το σκληρό ασπρόμαυρο, σαν να επιθυμούν τη διαφυγή τους, όσο κι αν έχουν περίτεχνα εμπλακεί στη διαμόρφωση του σκηνικού. Ηρεμούν μόνον όταν εγγράφονται μέσα σε εικόνες που μας οδηγούν προς τα πίσω στον χρόνο, όπως η ζωγραφιά που συνοδεύει τον υπαινικτικό λόγο ενός από τα καλύτερα κείμενα «Η εκμετάλλευση του υπεδάφους».

Στο σύνολό της μια έκδοση αξιοπρόσεκτη και ως προς τον λόγο της και ως προς το εικαστικό και αισθητικό μέρος της.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top