Fractal

Για να μην χάνεσαι στις μνήμες και τη λήθη

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

gianaminxanesai«Για να μην χάνεσαι στη γειτονιά» του Πατρίκ Μοντιανό, Εκδ. Πόλις, σελ. 200

 

Ο Προυστ, από τα αρώματα που αναδύει μια μαντλέν βουτηγμένη μέσα στο τσάι, δημιουργεί το μυθιστόρημα- επιτομή «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Ο Όσκαρ Ουάιλντ, στη «Σημασία του να είναι κανείς σοβαρός» λέει πως η μνήμη είναι το ημερολόγιο που όλοι κουβαλάμε μαζί μας. Ω, ναι. Πρόκειται για την απολύτως ιδιωτική λογοτεχνία του καθενός εξ υμών, κατά τον Άλντους Χάξλεϋ. Είναι σωτηριολογική, άραγε; Μήπως λυτρωτική; Ή όπου την αγγίζεις πονεί, που λέει ο Σεφέρης; Ο Μοντιανό δεν αφηγείται, αλλά καταδύεται. Δεν δημιουργεί χαρακτήρες με την έννοια της αυτοφυούς επινόησης. Τα προπλάσματα υπάρχουν διασπαρμένα μέσα στο βίο του. Αυτό που κάνει είναι να τα ανασύρει κομμάτι-κομμάτι, να τους δίδει μυθοπλαστική φόρμα, άρα να εντάσσει κάτι που έχει αποχωριστεί την πραγματικότητά του στα θολά νερά της μνήμης, στη ξηρασία της λήθης, αλλά και στον αφρό της επινόησης. Πρόκειται για μια ρευστή ουσία που στα χέρια του γάλλου νομπελίστα μετουσιώνεται σε μινιμαλιστικά σκίτσα μνημονικής εντρύφησης.

Το «Για να μην χάνεσαι στη γειτονιά» δεν θα παραξενεύσει τους ρέκτες του Γάλλου συγγραφέα. Τουναντίον, τόσο η θεματική του όσο και το ύφος του εντάσσονται οργανικά στο σύνολο του έργου του. Είναι η ζωή του και τα βασικά γεγονότα που την καθόρισαν: η εγκατάλειψη από τους γονείς του, οι επιχειρηματικές συναλλαγές του πατέρα του, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά και η καθοριστική, για τον ίδιο, δεκαετία του ’50 όπου χρειάστηκε να συναρμολογήσει εκ νέου τον εαυτό του. Όλα τα «υλικά» βρίσκονται μπροστά του, μόνο που ο Μοντιανό προχωράει στη μετατροπή τους σε στοιχειώδη σταγονίδια. «Το κάνω για να ψεκάζω, ορισμένες φορές τα νιάτα μου», θα πει κάποια στιγμή σε μια συνέντευξή του.

Κάπως έτσι συμβαίνει και εδώ: ένα παιχνίδισμα της μνήμης. Μια ανάκληση από το παρελθόν που στην αρχή μοιάζει με ανεπαίσθητο άγγιγμα ενός εντόμου και προοδευτικά αφήνει πάνω στο δέρμα ένα σημάδι και αυτό εξαπλώνεται, αποκτά ρίζες και υπόσταση. Στο «Για να μην χάνεσαι στη γειτονιά», ο αποσταμένος πλέον συγγραφέας Ζαν Νταραγκάν, ένας άνθρωπος που δεν επιθυμεί τη συνάφεια με τους ανθρώπους, που έχει τάσεις φυγής και διάγει έναν βίο σχεδόν κλειστοφοβικό, βρίσκεται, από ένα τυχαίο γεγονός, μπλεγμένος στον ιστό του παρελθόντος του. Μια ηλιόλουστη ημέρα δέχεται ένα τηλέφωνο από έναν μυστηριώδη, όπως αποδεικνύεται, άνδρα, τον Ζιλ Οττολινί. Τον πληροφορεί ότι έχει βρει τη χαμένη του ατζέντα, όντως ο Νταραγκάν την έχει χάσει, και επιθυμεί να τον συναντήσει για να του τη δώσει. Η συνάντηση πραγματοποιείται, αλλά δεν είναι καθόλου τυπική – αντιθέτως, ένα γυναίκειο όνομα που εμπλέκεται στην κουβέντα τους, η Αννί Αστράν, ένα κορίτσι των παλαιών καμπαρέ, αίφνης, εκτρέπει τον Νταραγκάν από το παρόν και τον οδηγεί πλησίστιο στο παρελθόν.

modiano_pΒέβαια, ο Μοντιανό δεν επιθυμεί να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία μέσω μιας ρεαλιστικής γραμμικότητας, καθώς ο χρόνος, ο τόπος και τα πρόσωπα έχουν αποκτήσει τη ρευστότητα ενός ονείρου. Η λήθη παλεύει με τη θύμηση. Η μνήμη πυροδοτείται, αλλά και πάλι μπορεί να ψεύδεται. Η επιστροφή στη δεκαετία του ’50 είναι ένα ταξίδι εμπειρίας και ανασκευής. Είναι σαν να περπατάει ξανά το Παρίσι, σε μέρη που περνάει και τώρα καθημερινά, ή που τα έχει ολότελα ξεχάσει, αλλά που σε αυτή την αναδρομή αποκτούν μια επιπλέον διάσταση. Ακολουθεί τα σημάδια που άφηνε μικρός (ονόματα, διευθύνσεις, σημειώματα σε μικρά χαρτάκια) στο δρόμο για να μην χάνεται στη γειτονιά και, τώρα, ως άλλος Κοντορεβιθούλης, ψάχνει να βρει την πορεία του σε χρόνο και τόπο.

Ο Νταραγκάν διηγείται την ιστορία του Μοντιανό. Ο Μοντιανό διηγείται την ιστορία του Νταραγκάν που είναι «σημαδεμένη» από το τραύμα της φυγής της μητέρας του, η οποία τον άφησε στα χέρια της Αστράν. Κομμάτια αυτής της ιστορίας, ο Μοντιανό έχει οικειοποιηθεί σε τουλάχιστον άλλα δύο μυθιστορήματά του, όχι στην έκταση που τους προσδίδει εδώ, αλλά μέσω ενδεικτικών νύξεων. Ο νεαρός Νταραγκάν θα μεγαλώσει ανάμεσα σε περιθωριακούς, γυναίκες ελευθέρων ηθών και μικροκομπιναδόρους. Πρόκειται για μια εξόχως ιδιαίτερη «πανίδα» που θα χαραχθεί στο μυαλό του μικρού παιδιού που ως μεγάλος πλέον δεν μπορεί να την απωθήσει.

Η ικανότητα του γάλλου νομπελίστα να εμπλέκει την προσωπική του ιστορία στο ευρύ κάδρο είναι θαυμαστή. Σε ένα κλίμα μετα-νουάρ, η Κατοχή, τα προσωπικά τραύματα, η απελευθέρωση, ο ψυχικός κάματος και η αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, συνυπάρχουν με θαυμαστή οξύνοια και λεπτότητα που αφηγηματικά υπηρετούνται από έναν μινιμαλισμό σχεδόν μουσικό. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δεν ακολουθεί μια στιβαρή δομή όπου όλα (ονόματα, διευθύνσεις, περιστατικά) ενώνονται αρμονικά για να φτιάξουν μια «στρωτή» ιστορία. Η ομίχλη δεν υποχωρεί σχεδόν ποτέ. Η αλήθεια των γεγονότων διασπάται από τη μνήμη και το αντίστροφο. Ακόμη κι αυτό το «ανακάτεμα» του παρελθόντος, καίτοι δεν είναι βίαιο, αφήνει έκτυπα τα σημάδια της πικρίας και της θλίψης. Ο Νταραγκάν δεν θα βγει αναβαπτισμένος από αυτή η βαθιά βουτιά. Κάτι έχει χαθεί, κάτι δεν μπορεί να ξανακερδηθεί. Πολλές φορές η ίδια η «μηχανική» της μνήμης φτάνει για να μας υποδείξει το άτοπο της επιστροφής: κανένας ποταμός δεν μπορεί να τρέξει από την ανάποδη φορά. Κανένας σταθμός της ζωής, ακόμη αν και τον περπατήσει κανείς από την αρχή, δεν θα μπορέσει να τον μεταφέρει αυτούσιο στα γεγονότα. Πολλώ δε μάλλον να τα ανασκευάσει. Η λεπταίσθητη μετάφραση ανήκει στην Ρούλα Γεωργακοπούλου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top