Fractal

Δείγματα σύγχρονης Αραβικής λογοτεχνίας

Μετάφραση από τα αραβικά και επιλογή: Πέρσα Κουμούτση //

 

New

 

Ουαφάα Ουάγκντι

“Τα δεσμά”

 

Τα πράγματα συγχέονται,

τα μέτρα διασαλεύονται,

όλες οι λέξεις λιώνουν,

χάνονται σε ένα ποτάμι μελωδίας.

Και εγώ αναζητώ τα δεσμά μου

στα μάτια σου.

Αναζητώ την αιχμαλωσία

στη σύγχυση των χρωμάτων

στην στιγμή που άφησα πίσω μου την υποταγή

και γεύτηκα την ελευθερία.

Επαναστάτησα εναντίον του δεσμώτη μου,

μα όταν ελευθερώθηκα με βασάνισε η λευτεριά.

Άφησε με να ζήσω τη λάμψη των ματιών σου

Κάνε τα χέρια σου αλυσίδες,

ζέστανε με τη θέρμη τους

την παγωμένη νύχτα.

Επιθυμώ να με σκεπάσεις με φως,

Να βλέπεις μέσα απ’ τα δικά μου μάτια

το μαγικό κόσμο της καρδιάς.

Να υψώσεις κατάρτια

στις θάλασσες της δικής μου αγάπης,

να αλιεύσεις τα μαργαριτάρια της.

Τράβηξέ με στη δική σου τροχιά.

Δεν άδειασε το ποτήρι εντελώς

Ναι,

προτιμώ την αιχμαλωσία σου,

δεν με ελκύει πια η αύρα της ελευθερίας.

 

 

Σοχέρ αλ Μοσάντφα

“Διασυρμός”

 

Θεέ,

εκείνο το κορίτσι

με τα μάτια καρφωμένα στο κενό

περιβάλλεται από τον βορά

με το απόλυτο σκοτάδι

κι από τα δεξιά

από τον ολοφώτιστο θρόνο του ουρανού.

Αλλά αν ο άνδρας με τα λευκά γένια

δεν είναι ο φονιάς της,

τότε γιατί τόσο άκαρδα

τη σέρνει

από ψηλά,

ως τον πάτο

εκείνου του λόφου;

Το όνειρο των κοριτσιών

Τα κορίτσια που ονειρεύονται το Θεό,

στα παρθενικά κρεβάτια τους,

θα εισέλθουν στον παράδεισο.

Κανένας φύλακας δε θα τις εμποδίσει

Ούτε ακόμα εκείνα τα ιερά καταφύγια

που μόλυναν

τους αιχμαλώτους

εκείνα τα απογεύματα.

Εκεί, θα γελάσουν πολύ,

θα χλευάσουν

όποιον προσπαθήσει

να δέσει τις πλεξίδες τους

ή να φιμώσει τους χαρμόσυνους αλαλαγμούς

επιβάλλοντάς τους τη σιωπή.

Προειδοποίηση

Σε κάθε περίπτωση

θα καβαλήσω το επόμενο κύμα.

Θα με ανυψώσει

στον αέρα

και θα καταπιεί τις πληγές μου.

Τους πόνους, την σκόνη της καρδιάς μου

και ένα ψήγμα από το απόβραδο.

Έπειτα θα με βυθίσει πάλι στο νερό,

για να ανυψωθώ μαζί του στο ανώτατο

σημείο

ηδονής.

Μάρτυρας μου ο Νείλος

και ο ήλιος του Θεού

και το φεγγάρι του

και αυτό το κακάδι που πέφτει πάνω μου

από τα σύννεφα.

Τότε μόνο θα νιώσω τη χαρά,

γιατί, το πρώτο κύμα που με έπνιξε

δεν με δίδαξε τίποτα,

ούτε με προειδοποίησε ότι κινδυνεύω.

Χωρίς ίχνος αστεϊσμού

Το χρυσοποίκιλτο ξιφίδιο

με τα πράσινα στολίδια

την καρδιά ενός νέου κοριτσιού

μοιάζει να πλησιάζει περιπαιχτικά.

Το κυκλώνουν μύγες,

ενώ ένα φωτοστέφανο

τυλίγει το ταραγμένο στήθος της.

Το ξιφίδιο, φαίνεται, ότι δεν κάνει πλάκα

και πως στο πρόσωπο της δολοφονημένης

δεν υπάρχει ίχνος αστεϊσμού.

Αλ Τζουμούτι Άμαλ

Η Μάνα μου πριν την Κατοχή

Υπολόγιζε τα χρόνια της (ζωής της),

μετρώντας ένα ένα τα νεκρά παιδιά της.

Έπειτα κατέφευγε στην προσευχή.

Ζύγιζε

το μερίδιο του βίου

που της είχε απομείνει,

και τυλιγόταν στο ρούχο της απελπισίας.

Έπειτα, κάρφωνε το κουρασμένο βλέμμα της

στη παρατεταμένη

δυστυχία

και ούρλιαζε:

Φτάνει πια,

Δεν σου αρκούν όλα αυτά;

Για πόσο ακόμα θα

κρύβεσαι

στο ψέμα ενός άχρηστου

κι απατηλού φυλαχτού!

 

 

Φάτεν Αλ Ναουάουι

“Μεταξύ δυο εποχών”

 

Σκύβω στο δωμάτιο,

ζαρώνω σε εκείνη τη γωνιά

ανάμεσα στους δυο τοίχους.

Ο πρώτος έχει κλειστή την πόρτα προς το δρόμο

ο δεύτερος με παίρνει σε ένα ταξίδι χωρισμού.

Ταλαντεύομαι ανάμεσα σε δυο εποχές

η πρώτη συρρικνώνεται στην ίδια

κόγχη

η άλλη σκορπίζεται

πάνω στα χαρτιά.

Με καβαλάνε τα νώτα ενός γρύπα

που πετά ανάμεσα στις τροχιές

σαν θραύσμα αστεριού.

Με σπρώχνει πάλι προς το τοίχο της σιωπής

προς το χρόνο που συνδέεται με τη γη.

Τα λευκά χαρτιά μου αντανακλούν το πρόσωπό μου,

με συνοδεύουν σαν άλογα που κολυμπούν

προς την κοίτη του ποταμού.

Η ηχώ από το καλπασμό τους προκαλεί τη θλίψη μου,

μαζί μου θρηνούν τα ερείπια του ναού.

Κλαίνε και οι κίτρινοι οβελίσκοι

που ξεπετάγονται

μέσα

από την άμμο.

Χτίζουν μια χήρα γέφυρα,

που οι θυελλώδεις άνεμοι

και η σκόνη των Χαμσίν,

σβήνουν την επιγραφή

και το μυστήριο.

Χάθηκε, απολιθώθηκε σαν μια νύμφη, που

η κόκκινη βαφή

έσβησε απ’ τις παλάμες της

πριν από τη γαμήλια τελετή.

Έρχεται πάλι για να με ρίξει σε μια

ακτή,

χωρίς γέφυρα,

σε μια καρέκλα που χάθηκε κι αυτή στο χρόνο.

Ζαρώνω πάνω στην καρέκλα, στο βάθος του δωματίου,

ένας βολβός του ματιού μου πέφτει ανάμεσα στα πόδια

κοιτάζω προς το τζάμι του παραθύρου.

Ο δρόμος αρπάζει τις βλεφαρίδες μου,

κλείνει μπροστά στο πρόσωπό μου

τα δυο παραθυρόφυλλα

κι αποσπά με βία τη μια από τις δυο εποχές.

Η άλλη αναχωρεί ηττημένη,

εξαφανίζεται μέσα στην οπή

ενός οχυρωμένου τείχους

και έπειτα με εγκαταλείπει εκεί,

και φεύγει για το ταξίδι του χωρισμού.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top