Fractal

Μια σύντομη συνάντηση

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

Moderato_Cantabile«Moderato Cantabile» της Μαργκερίτ Ντιράς, μτφ: Άρης Μαραγκόπουλος, σελ. 112, Εκδ. Τόπος

 

Όταν η Λόρα Τζέσον συνάντησε τυχαία τον Άλεκ Χάρβεϊ. Ήταν της μοίρας τους γραφτό να απαντήσει ο ένας τον άλλον σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό και η αρχική αμοιβαία συμπάθεια άναψε έναν μικρό σπινθήρα κι αυτός έδωσε φωτιά και οι συναντήσεις τους πήραν το χαρακτήρα κανονικότητας. Μια φορά κάθε εβδομάδα βρίσκονταν στο σταθμό ώσπου έφτασαν στο σημείο ζέσεως και κατανόησαν πως ο έρωτας δεν υπέβοσκε, αλλά είχε χρωματίσει τα πρόσωπά τους. Σύντομα, όμως, διαπιστώνουν πως οι κοινωνικές συμβάσεις στις οποίες ήταν προσκολλημένοι (και οι δύο είναι παντρεμένοι) τους αναγκάζουν να διακόψουν βιαίως το ειδύλλιό τους. Αυτή είναι μέσες άκρες η ιστορία της κλασικής πλέον ταινίας του Ντέιβιντ Λην «Brief Encounter» (στα ελληνικά ο τίτλος είχε αποδοθεί ως «Σύντομη συνάντηση»), από το μακρινό 1945.

Πάνω σε αυτό το μοτίβο της συγκεκαλυμμένης παρανομίας που αιματώνεται από το άσβεστο πάθος των δύο ερωτιδέων, η Μαργκερίτ Ντιράς στήνει ένα εκλεκτό δράμα, μια νουβέλα εκθαμβωτικής ομορφιάς, αλλά και οικονομίας μέσων και ύφους . Το «Moderato Cantabile» πήρε το όνομά του από την ομώνυμη σονατίνα του Ντιαμπέλι και σημαίνει «μετρημένη λυρικότητα». Είναι η ιστορία δύο ξένων, της Άννα και του Σοβέν, που συναντιούνται σε ένα καφέ έπειτα από ένα τραγικό συμβάν: στο ίδιο καφέ ένας άνδρας, καταλυμένος από ερωτικό πάθος, σκοτώνει την ερωμένη του. Αυτό το καταλυτικό γεγονός θα προκαλέσει λογής σεισμικές δονήσεις στην επαρχική πόλη και θα αποτελέσει το έναυσμα για να ξεκινήσει ο ερωτικός χορός ανάμεσα στην Άννα και τον Σοβέν. Βρίσκονται σε τακτά χρονικά διαστήματα πίνοντας καφέ, ενώ έξω στο δρόμο ο γιος της  παίζει αμέριμνος. Η Άννα, αν και γυναίκα ενός μεγαλοβιομήχανου, συνηθίζει να κάνει βόλτες έως το λιμάνι που βρίσκεται το καφέ και να συγχρωτίζεται με ανθρώπους κατώτερης τάξης (ο Σοβέν ήταν κάποτε εργάτης στο εργοστάσιο του άνδρα της), μόνο και μόνο για να ξεσκάσει την ανία της καθημερινότητάς της. Όταν ο γιος της τελειώνει τα εξαντλητικά μαθήματα πιάνου που κάνει, τον παίρνει από το χέρι και κατεβαίνουν έως το μικρό καφέ λίγο πριν σχολάσουν οι διψασμένοι για αλκοόλ εργάτες και γεμίζουν τα μπαρ και τα καφέ με τις φωνές τους. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την Άννα. Ακόμη και όταν συζητάει εξαντλητικά με τον Σοβέν για το τι μπορεί να προκάλεσε το ερωτικό έγκλημα, στην πραγματικότητα τον δικό της εαυτό σκάβει, τα μύχια της ζωής της προσπαθεί να ψαύσει. Το δικό της πάθος για την άγνωστο Σοβέν αναρριπίζει μέσα της. Στην πραγματικότητα, η ολιγοσέλιδη νουβέλα της Ντιράς αναφέρεται σε κάποιες συγκεκριμένες –καθοριστικές- ημέρες της ζωής της. Η Άννα ζει, θαρρεί κανείς, μια παράλληλη ζωή. Αυτή που περιβάλλεται από τους πνιγηρούς τοίχους του σπιτιού της, με τον άνδρα της που δεν κατονομάζεται (είναι κάτι σαν βαριά σκιά), τις συναθροίσεις στο σπίτι της, άρα με έναν επίσης περιοριστικό κοινωνικό περίγυρο και τα μαθήματα πιάνου που κάνει ο γιος της (ισχυρή είναι και η παρουσία της δασκάλας του, μιας δεσποτικής γυναίκας που λειτουργεί και ως… αστυνόμος προς τη μητέρα). Υπάρχουν, όμως, και οι βαθιά συναισθηματικές στιγμές που περνάει με τον Σοβέν. Μπορεί η σχέση τους να μην έχει προχωρήσει σε διάπυρες εκμυστηρεύσεις, μπορεί κανείς να μην επιλέγει να θραύσει την επιφάνεια που πατάει, εντούτοις κάθε φορά που συναντιούνται ο μαγνητισμός (ακόμη και η σημειολογία των σωμάτων τους) δηλοί πολλά για τη σχέση που προσπαθούν να οικοδομήσουν. Είναι προφανές πως αυτοί οι δύο κόσμοι δεν μπορούν να συνυπάρξουν και ο ένας είναι φτιαγμένος για να διαλύσει τον άλλον. Η λεπτή γραμμή που τους χωρίζει, το ενδιάμεσο μέρος είναι η Άννα, αν διαρραγεί τότε μόνο σκάνδαλα μπορεί να προκαλέσει. Δεν είναι τυχαίο πως σε μια από τις συναντήσεις της με τον Σοβέν, η Άννα φεύγει μεθυσμένη και καταλήγει στο σπίτι της (γίνεται πάρτι εκείνη τη στιγμή) σε κακή κατάσταση προκαλώντας ανάλογα σχόλια. Ιδιαίτερη βαρύτητα στις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στο βιβλίο είναι αυτή ανάμεσα στην Άννα και το γιο της. Ένα παιδί που καλείται να παίξει ένα ρόλο που δεν επιθυμεί (του καλού μαθητή και του εν εξελίξει πιανίστα) και το οποίο η μητέρα του το βλέπει να μεγαλώνει πλέον, δίχως όμως να θέλει να χάσει την παιδικότητά του. Ήχοι, μυρωδιές και έντονα χρώματα δημιουργούν ένα υποβλητικό φόντο στη νουβέλα. Θα έλεγε κανείς πως η Ντιράς παίζει με όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη και κινητοποιεί το αφήγημα βάσει αυτών των εξωλεκτικών στοιχείων (το φως που εισβάλλει στην κάμαρα ή σε ένα τραπέζι του καφέ), οι βροντώδεις φωνές των εργατών όταν καταφτάνουν στο καφέ για να βρέξουν το στόμα τους με αλκοόλ  ή ακόμη η μεθυστική μυρωδιά από τις μανόλιες που ανθίζουν και αναστατώνουν.

 

Marguerite Duras

Marguerite Duras

 

To «Moderato Cantabile» ουσιαστικά εδραίωσε τη φήμη της Ντιράς. Μπορεί να εντάσσεται στο nouveau roman, εντούτοις είναι μια κατηγορία μόνο του. Πρόκειται για μια λεπτοδουλεμένη νουβέλα όπου ακόμη και οι διάλογοι έχουν ενεργητικό ρόλο στην προώθηση της ιστορίας. Καθετί που λέγεται δηλώνει μια πράξη ή μια πρόθεση για πράξη. Χωρισμένη σε οκτώ κεφάλαια, η νουβέλα διατρέχει μια εβδομάδα στη ζωή της Άννας. Η Ντιράς δεν «σετάρει» το δράμα σε έναν συγκεκριμένο τόπο ούτε και σε ορισμένο χρόνο. Τα πάντα φτάνουν στον αναγνώστη μέσω αντανακλάσεων. Ωστόσο, πολύ ισχυρών για να του διαφύγουν. Οι κραδασμοί, αν και υπόγειοι, είναι έντονοι. Το τέλος, δε, είναι κάτι παραπάνω από υποβλητικό και συντριπτικό για το «παράνομο» δίδυμο. Η καίρια μετάφραση, καθώς και το προλογικό σημείωμα ανήκουν στον Άρη Μαραγκόπουλο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top