Fractal

Μνήμη, χρόνος, συνείδηση. “Τα ηλιοβασιλέματα ημέρες πνιγμένες πορφυρές»

Γράφει η Λίλια Τσούβα //

 

 

 «Μια θλίψη Απρίλης», Ελένη Κοφτερού, εκδ. Κουκκίδα

 

Η ώρα του τσαγιού κι η γεύση ενός μικρού μπισκότου, («μιας μικρής μαντλέν»), γίνεται αφορμή στο μυθιστόρημα του Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, να ενεργοποιηθεί η παθητική μνήμη, ο μηχανισμός εκείνος του μυαλού που μπορεί από μόνος του, μέσω ενός τυχαίου γεγονότος, να ανασύρει «τις ανέγγιχτες εμπειρίες, τις πιο άυλες, αλλά και τις πιο μακρόβιες, τις πιο επίμονες, τις πιο πιστές». Είναι «η μόνη αντίστιξη» του ανθρώπου, σύμφωνα με το συγγραφέα, «στην αμείλικτη ροή του χρόνου», γιατί μπορεί να αναστήσει ένα ολόκληρο στρώμα αναμνήσεων, ο άνθρωπος «να ξαναβρεί το χαμένο χρόνο», να αποκτήσει «τη δυνατότητα μιας μετανάστευσης εκτός Χρόνου, ένα είδος αθανασίας εν τέλει».

Μνήμη, χρόνος, συνείδηση. Αυτά είναι τα θέματα που πραγματεύεται η ποιήτρια Ελένη Κοφτερού στην πρόσφατη ποιητική της συλλογή Μια θλίψη Απρίλης. Μέσα από την αισθητική πετυχαίνει να ενεργοποιήσει και τους δικούς μας ακούσιους συνειρμούς, την ανθρώπινη ζωή όπως βιώνεται μέσα από τα βαθύτερα μυστικά της και να αποδείξει πως η αισθητική βούληση είναι ίσως τελικά η μόνη ικανή δύναμη να βγάλει τον άνθρωπο από την ένταση των εμπειριών του.

Το όνομα της πατρογονικής καταγωγής, του χωριού Γρίβα στο νομό Κιλκίς, ο αποκαλωδιωμένος πλέον τηλεφωνικός αριθμός του πατρικού σπιτιού, οι ολοκαίνουργιες παντόφλες της μητέρας που δεν πρόφτασαν να φθαρούν, η φωτογραφία της στο ταφικό μνημείο γίνονται αφορμή να ανασυρθούν μνήμες χαμένες στα βάθη της συνείδησης και να γεμίσουν οι στίχοι νοσταλγικές στιγμές ευτυχίας και γέλιου, όταν το σπίτι δεχόταν τις επισκέψεις των συγγενών από το χωριό και η παιδική ανάμνηση φέρνει στο νου τα ανέφελα παιδικά χρόνια. Μέσα από την αριστοτεχνική χρήση της αντίθεσης του τότε και του τώρα, η ποιήτρια μας θυμίζει στιγμές που όλοι έχουμε βιώσει και που για πολλούς έχουν χαθεί για πάντα.

Το πρώτο μέρος της συλλογής με τίτλο Αρχή του σκοταδιού κυριαρχείται από τις λέξεις σκοτάδι, σιωπή, απουσία και κατακλύζεται από το βουβό πόνο της απώλειας των γονέων και αγαπημένων συγγενών, θέμα που συναντάμε και στη δεύτερη ενότητα. Κλείνει με το ποίημα Ο πόνος, που μας συστήνει την τρυφερότητα, αντίδοτο στις αδηφάγες συνδηλώσεις.

Ο πόνος

Στις λέξεις δεν υποχρεώνεται

Έχει του λύκου την περπατησιά

και των δακρύων 

διακριτή τη ραχοκοκαλιά.

Κρατά σιωπής

επίμονο αδράχτι

διαπραγματεύεται τα σχήματα

και τις παραλλαγές.

Όπως αγρίμι αχόρταγο

αμάσητα καταβροχθίζει τα φεγγάρια.

Κι άλλοτε ντύνεται με

γούνα μεταξένια

ζωάκι πληγωμένο

θέλει να λογίζεται

για αβρότητες εκλιπαρεί.

Μα εσύ

το αγρίμι μόνο χάιδεψε

κι όλες τις συνδηλώσεις του

με πλέρια τρυφεράδα. 

Μέσα από το παιχνίδι της συνυποδήλωσης, μιας γλώσσας ποιητικής που κατακλύζεται από στιγμές γοητευτικού λυρισμού και εικονοποιίας, με την αντίθεση, δυνατό όπλο της ποιήτριας, έτοιμη να ακυρώσει τις λιγοστές εκστατικές στιγμές του λυρικού εγώ, στο δεύτερο μέρος, με τίτλο Από σεντούκι σιωπής, η Ελένη Κοφτερού εκφράζει τις αγωνίες του ανθρώπου της νεωτερικότητας, χαμένου στην αταξία της εποχής.

Η κατακερματισμένη και υποβαθμισμένη φύση του ανθρώπου, η σκληρότητα της νύχτας μέσα σε μια πραγματικότητα ολοένα και πιο ρευστή, απροσδιόριστη, πολυδιάστατη οδηγούν αναπόδραστα σε αδιέξοδο, ενώ η καταφυγή στην ειδυλλιακή εικόνα του φεγγαριού φέρνει γρήγορα την απογοήτευση – παραδοχή: Μα ούτε στο φεγγάρι μην προσβλέπεις. Ανέκαθεν αμέτοχο στις υποθέσεις του φωτός.

Η νύχτα, το φεγγάρι – σε αντιδιαστολή με το φως – και ένα ποιητικό εγώ με διάφορες περσόνες κατακλύζουν τη δεύτερη ενότητα, για να εκφράσουν την ατομική εσωτερικότητα του σύγχρονου υποκειμένου, τις ψυχολογικές του μεταπτώσεις, αλλά και την αυτοαναφορικότητα, στην περίπτωση που η ίδια η τέχνη γίνεται αντικείμενο του εαυτού της.

 

Καύσωνας

Από μικρή συνέχεια κρύωνα.

 Ένας χειμώνας σφηνωμένος

στον λαιμό μου

εμπόδιζε τα καλοκαίρια

τον ουρανίσκο να διαβούν.

 Όταν καιγόταν τα σπαρτά

από του καύσωνα την οργισμένη θέρμη

εγώ κατάπινα παγάκια.

Άκρατη επιθυμία μ΄ έκαιγε

τον χειμώνα να εκδικηθώ

έτσι θρυμμάτιζα

στα παιδικά μου δόντια

τα παιδιά του.  

 

Η αγρύπνια, πρόβλημα του ανθρώπου της μετανεωτερικότητας, για την ποιήτρια είναι ένας γείτονας μοχθηρός και κακοήθης. Επίτηδες λερώνει τα ασπρόρουχα, κλέβει χαμόγελα και λέξεις, σκαλίζει τα σεντούκια της σιωπής.

Η σιωπή είναι χειμώνας των ματιών και ο έρωτας, τι κι αν τον απαρνήθηκε η Κασσιανή;

Κέντημα ανεβατό στο δέρμα σου πρώτος τον ύμνο κείνος διαφεντεύει.

Οι λέξεις τη νύχτα δεν σε λησμονούν. Σκάβουν μικρά λαγούμια στα έγκατα της σάρκας κτίζοντας τις φωλιές τους με γνώριμα υλικά. Ρήματα σ’ ετοιμότητα. Ποιήματα αναχαιτιστικά. Σε ενυδρείο υφάλμυρο καταδικάζονται τα μάτια και το ποίημα.

Η διαχρονική ιστορία της γυναίκας κτίζεται ποιητικά στη δεύτερη αυτή ενότητα μέσα από την Ωραία Ελένη. Ο Όμηρος χρησιμοποίησε ευφυώς το όνομα της Ελένης προκειμένου να συνθέσει τις ραψωδίες του. Όμως εμείς μεταβαίνουμε από την Ελένη της Τροίας και της φατρίας στην απροσκύνητη γυναίκα του Τρίκερι και της Γυάρου, από την Ελένα της μετανάστευσης, της ομορφιάς εμπόρευμα, στην ανώνυμη επαρχιώτισσα αστή και από την Ελένη της προγραμματισμένης χημειοθεραπείας στη θωπευτική καταφυγή στη μνήμη της γιαγιάς Ελένης, σε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής.

Απρίλης, ο μήνας της ανθοφορίας. Όμως στην ποίησή μας «η άνοιξη αναίσχυντα αργοπορεί». Τα «δένδρα γυμνά». Απομένει ως μόνη διαφυγή «η εν δυνάμει πτήση» της ποίησης. Γιατί «πάντα ως πλάσμα φτερωτό λογίζεται η ποίηση».

Στο τρίτο μέρος, «Κι η απουσία προτρέπει», η ποιήτρια έρχεται σε μια διακειμενική συνομιλία με ποιητές που αγάπησαν τη θλίψη, τον Καρυωτάκη, τη Σύλβια Πλαθ, τη Λίλλυ Μπρικ, σε μια συζήτηση αμοιβαίας κατανόησης, «σε μια για πάντα εξ αίματος συγγένεια». Η ανάκληση της παράδοσης αφενός συνδέει την ποίηση μιας νεώτερης ποιήτριας με τις παλαιότερες στιγμές της, όπως εκφράστηκαν μέσα από Έλληνες και ξένους ποιητές, αφετέρου αποτελεί όχημα αποτύπωσης της αποσπασματικής φύσης της νεωτερικότητας, που χαρακτηρίζεται από τη θλίψη, μια κατάσταση που ξεκινά από το 19ο αιώνα, με την αρρώστια του αιώνα, δεσπόζουσα έκφραση του ρομαντισμού, το mal du siècle, όπως ονομάστηκε το αίσθημα της αβεβαιότητας και υπαρξιακής αγωνίας, η θλιβερή διαπίστωση ότι ο κόσμος είναι πεπερασμένος, και συνεχίστηκε με το spleen του Μπωντλαίρ, πρόδρομου της νεωτερικότητας, την κατάσταση της βαθιάς μελαγχολίας, που αντιπροσωπεύει το κακό, «δηλητηριάζει τη ζωή και σπρώχνει στην Άβυσσο».

 

Ελένη Κοφτερού

 

Η Ελένη Κοφτερού, μια πολύ ικανή ποιήτρια, χειρίζεται καταπληκτικά το θέμα της θλίψης μαγεύοντας τον αναγνώστη με τη δεινότητα της ποιητικής της έκφρασης. Η τελευταία της συλλογή Μια θλίψη Απρίλης, κόσμημα λόγου συνυποδηλωτικού, εμπεριέχει ποιητικές εικόνες μιας δύναμης καθηλωτικής και παράλληλα παραμυθητικής, ικανής να εκφράσει καίρια την πολιτισμική απαισιοδοξία του ανθρώπου της μετανεωτερικότητας.

Ποίημα εν προόδω

Έκλαιγα στο λεωφορείο.

Παιδί μιας χαϊδεμένης λύπης

πόνος ακκιζόμενος

κρατούσε εισιτήριο του ΚΤΕΛ.

Διεσταλμένες κόρες, βλέφαρα οιδαλέα.

Πριν τη Λαμία ένα κορίτσι ανέβηκε

κι έκλαιγε με λυγμούς

ξεκάθαρη

συνάφεια αίτιου – αιτιατού.

Απότομα στεγνώσανε τ΄ ατροφικά μου δάκρυα.

Άρχισα τη μεθοδευμένη

της λύπης την κλοπή

με του εκκρεμούς τη μέθοδο.

Ταλάντωση γενναία

σε όλους τους συνδυασμούς

αρχίσανε οι λέξεις:

έ ρ ω τ α ς – π έ ν θ ο ς

π έ ν θ ο ς –  έ ρ ω τ α ς

έ ρ ω τ α ς – έ ρ ω τ α ς

π έ ν θ ο ς – π έ ν θ ο ς

έ ρ ω τ α ς – π έ ν θ ο ς

π έ ν θ ο ς  – έ ρ ω τ α ς,

χτυπούν τα κεφαλάκια τους

 

στης εμμονής μου τα τοιχώματα

πονάνε και φωνάζουν

 

εγώ τις ντρέπομαι πολύ

τ’  αυτιά μου κλείνω

κάποτε θα σωπάσουν σκέφτομαι

 

ενοχικά χαμογελώντας

στο κερδισμένο ποίημα.

 

Λίλια Τσούβα

 

 

 

Βιβλιογραφία:

Βλαβιανού, Α. Γκότση, Γ. κ. ά. (2008). Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου έως τον 20ό αιώνα τ. Β΄ (σσ. 286-287, 313-314). Πάτρα: ΕΑΠ.

Travers, M. (2005).  Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, (Ναούμ, Ι. και Παπαηλιάδη, Μ. μτφ.), (σσ. 200-203). Aθήνα: Βιβλιόραμα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top