Fractal

Αφήγημα: “Μνήμες Σαμοθράκης”

Της Άννας Δεληγιάννη – Τσιουλπά // *

 

 

Θυμάμαι. Θυμάσαι;

Ανθίζαν, καρπίζαν τα δέντρα κι εσύ ανάμεσα στο στενό μονοπάτι έτρεχες τις Κυριακές να προλάβεις να χαρείς τα περβόλια. Στο δρόμο σου έβλεπες και τις λυγαριές ανθισμένες κι άπλωνες το χέρι να κόψεις την κορφή που σου έφερνε στα ρουθούνια την έντονη παράξενη μυρωδιά. Πήγαινες στο περβόλι, στο σπίτι σου το αγαπημένο μακριά από διπλανούς τοίχους και μουρμουρητά, για ν’ ανάψει η μάνα το έξω τζάκι να βάλει το μεγάλο μαύρο σιδερένιο τηγάνι και να σου φτιάξει πεντανόστιμες πατάτες που σου έκαιγαν τ’ ακροδάχτυλα αλλά και τη γλώσσα, στην επιμονή σου να τις φας καυτές με ή χωρίς αλάτι.

Θυμάσαι τον κάμπο με τις παπαρούνες κατακόκκινες, να γέρνουν απαλά το κεφάλι στο πράσινο μαξιλάρι και τα πανηγύρια, εκείνο του Άη Γιωργιού που συνέρρεε ο κόσμος από τα χωριά με τα μεγάλα ζώα, φέρνοντας μαζί τα απαραίτητα για το μετά, όταν θα τέλειωνε η θεία λειτουργία! Τα μπρίκια έμπαιναν αράδα στη φωτιά, οι λειτουργιές κόβονταν σε κομμάτια στο μεγάλο μεσάλι, το ούζο είχε την τιμητική του και τα τυριά φρέσκα, σχεδόν ανάλατα, από την τσαντήλα την τυροκομική στην κατανάλωση! Ολόφρεσκα βραστά αβγά, βραστές πατάτες, πράσινα κρεμμυδάκια και πατητές μαύρες ελιές που άφηναν περισσότερη ευχαρίστηση, τη στιγμή που έβγαζες το κουκούτσι στο χέρι για να το πετάξεις πίσω σου όσο πιο μακριά μπορούσες.

Θυμάσαι πώς περίμενες να βουτήξεις στη θάλασσα της Αναλήψεως. Το πρώτο σου μπάνιο μεταξύ κρύου και ζέστης. Αλλά για το καλό! Πλησίαζες την ακτή, δίσταζες μεν, αλλά εκείνη σε προκαλούσε πεντακάθαρη, να πέσεις στην αγκαλιά της! Όσο η μνήμη θα μας συνοδεύει, οι θύμησες θα μας φέρνουν εκεί όπου όλοι λαχταράμε, στη γενέθλια γη, στον τόπο μας!

 

Θυμάμαι. Θυμάσαι;

Σηκωνόμαστε πρωί, όσο πιο πρωί γινόταν, πριν φωνάξει ο κούκος! Οι μοσχοβολιές της Άνοιξης ερχόταν ολούθε. Ψάχναμε μικρά πράσινα καρυδάκια γιατί; Για να μην μας «κουμπώσει» ο κούκος με το λάλημά του, να μη μας γελάσει ο γάιδαρος με το γκάρισμά του! Ένα καρυδάκι το κατάπινες σαν χάπι,για να αποδιώξεις το κακό, να γίνεις σκληρός και άτρωτος απέναντι στα φθονερά λόγια και στα αδηφάγα μάτια! Και ύστερα έπρεπε να πιάσουμε τον Μάη, παλιότερα κλωνάρια καρυδιάς με μολόχες ανθισμένες ή λεμονόχορτο και αργότερα σαν μπήκε η τηλεόραση στη ζωή μας, τρέχαμε στο περβόλια μαζεύαμε αγριολούλουδα και φτιάχναμε κι εμείς στεφάνι να το κρεμάσουμε έξω, πάνω ή στα πλάγια της πόρτας. Πρωτομαγιά καλή ζωή με καλό φαΐ. Αρνί στη σούβλα που αναλάμβαναν να το ψήσουν οι άνδρες της παρέας, τότε δεν υπήρχαν ηλεκτρικές σούβλες και ψήνονταν κι αυτοί λιγάκι, από τον ήλιο αλλά και από τα κάρβουνα. Αρνί γεμιστό στον ξυλόφουρνο. Έμπαινε νωρίς το πρωί, ασφαλιζόταν καλά το μεγάλο σιδερένιο καπάκι και ήταν έτοιμο για το τραπέζι του μεσημεριού. Μέχρι να έρθει η μεγάλη ώρα έφτανες ως εκεί που σκάει το κύμα. Η θάλασσα πάντα γαληνεμένη! Σε προκαλούσε αφού το κύμα χάιδευε την αμμουδιά εκεί στα πόδια σου μπροστά. Έβλεπες γύρω σου πρώτα, και μετά έδινες μια και σήκωνες τα νερά τόσο, που έβρεχαν τους άλλους ώστε να αποτολμήσουν ένα πρώτο μπάνιο, γρήγορο πλην όμως θαλασσινό. Θυμάμαι. Δεν μπορεί κάτι θα θύμισα και σε εσένα.

 

Θυμάμαι. Θυμάσαι;

Λουξ, καρέκλες, ξύλινοι καναπέδες και μικρά τετράγωνα ξύλινα ή στρόγγυλα σιδερένια τραπέζια. Ο μπάλος που σε λίγο θα άρχιζε περίμενε τους νιόπαντρους, τα παλικάρια και τις κοπέλες τις οποίες συνόδευαν οι γονείς για να τις καμαρώσουν, καθώς θα χόρευαν στη μέση του χορού ή μπροστά, κρατώντας τον νιο με το μαντήλι αλλά ποτέ τελευταίες. Στο νησί μας δεν έπρεπε να μείνει γυναίκα στο τέλος θεωρούνταν υποτιμητικό! Μια εβδομάδα ετοίμαζαν τα ρούχα για τον μπάλο και άλλο δεν έκαναν παρά να βάζουν ένα ρούχο και παπούτσια και να καθρεφτίζονται στον έξω καθρέφτη της μονόφυλλης καρυδένιας ντουλάπας με τα δυο ή το ένα συρτάρι στο κάτω μέρος. Οι οργανοπαίχτες μαζεύονταν νωρίς για να κουρδίσουν τα βιολιά και τα λαούτα για να συντονιστούν αφού τα χαρτονομίσματα πάνω στο τσακίρ κέφι θα έβγαιναν βίαια από τις μικρές τσέπες του στενού παντελονιού.

Εκεί χορεύοντας θα άφηναν σε ένα βράδυ αρκετό χρήμα. Οι νέοι μπροστά στις λυγερόκορμες κοπέλες, ένιωθαν λεβέντες, χρήσιμοι, έτοιμοι να κερδίσουν τα μάτια εκείνης, που δίχως άλλο την είχαν ήδη ερωτευτεί. Εκεί μέσα στο χορό με το ούζο και τη ρετσίνα με την πορτοκαλάδα και τη γκαζόζα περίμεναν ανταπόκριση! Εκεί, μόνο εκεί αλάφρωναν οι άντρες από τις σκοτούρες της καθημερινότητας εκεί διασκέδαζαν με αυτή τη μία και μόνη επιλογή. Ο μπάλος το καταφύγιό μας, η απέκδυση της παιδικότητας, η αρχή της ωριμότητας. Αφού πήγαινες στο μπάλο σήμαινε ότι ήσουν γαμπρός ή νύφη, και εφεξής θα έδινες το παρόν σε κάθε πανηγύρι, σε κάθε γλέντι. Θυμάσαι, αν ήσουν αγόρι έφτιαχνες σιγά-σιγά τη μπόλκα κι αν ήσουν κορίτσι άφηνες πίσω τα ωραιαπλέξουδα μαλλιά σου, προτιμώντας να τα ρίξεις ελεύθερα στις πλάτες προσέχοντας την φράντζα σου ή το πώς θα τα πιάσεις στα πλάγια. Με αλογοουρά και πλεξούδες δεν παρουσιαζόσουν σε τέτοιες εκδηλώσεις. Εκεί, στα χρόνια τα παλιά προσπάθησε να βρεις τον εαυτό σου, ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια! Εκεί που σχεδόν αβασάνιστα χόρευες και καμάρωνες μέσα στη γλύκα, την ομορφιά και τα χαμόγελα!

 

Θυμάμαι, θυμάσαι;

Οι ελιές, αιωνόβιες, χοντρόκορμες και κούφιες, ή νέες, καλλίγραμμες, στόλιζαν τις πλαγιές και τα περβόλια, με το ωραιότατο γκριζοπράσινο φύλλωμά τους! Είχαν και δεν είχαν καρπό, άλλες πολύ, άλλες λίγο έως καθόλου. Ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, η ελαιοσυλλογή ξεκινούσε τέλη Οκτωβρίου, αρχές Νοεμβρίου μέχρι τα Χριστούγεννα ή πολύ αργότερα μέχρι τον Άγιο Αθανάσιο ή και τον Άγιο Χαράλαμπο!

Στις 14 Σεπτεμβρίου έλεγαν πως «σταύρωνε» το λάδι δηλαδή ο καρπός μπορούσε ήδη να χρησιμοποιηθεί αρχικά ως ελιά τσακιστή! Ήταν ωραία να περπατάς κάτω από τα παραφορτωμένα κλωνάρια και να κόβεις τις μεγάλες γυαλιστερές ελιές για να τις τσακίσεις με μια στρογγυλή πέτρα από τη θάλασσα να τις ξεπικρίσεις, αλλάζοντας τρεις-τέσσερις φορές το νερό, να φτιάξεις άλμη με τη βοήθεια ενός ωμού αβγού και να τις κρατήσεις σε πλαστικό δοχείο! Οι μέρες περνούσαν, οι ελιές από πράσινες γυρνούσαν σε σκούρο γαλανό, τότε έφτιαχνες χαραχτές ή νερολιές! Τρεις χαρακιές με μαχαιράκι στην κάθε ελιά και την έριχνες σε ένα πλαστικό δοχείο με νερό. Πάλι τρία-τέσσερα νερά και συντήρηση σε άλμη!

Όσες έμεναν στα δέντρα ωρίμαζαν και άρχιζε η ελαιοσυλλογή. Ο κάθε νοικοκύρης με εργαλεία, δίχτυα, βέργες, καλάθια, κοφίνια πλησίαζε με την οικογένειά του τα δέντρα και μάζευε τον καρπό. Κουραστική δουλειά αλλά και ευχάριστη! Όσοι είχαν ελαιώνες –κτήματα με πολλές ελιές- προσλάμβαναν εργάτες, άνδρες ραβδιστές και γυναίκες μαζώχτρες και μαγείρισσα! Όλα τα νέα, τα κουτσομπολιά τα μάθαινες κάτω απ’ την ελιά!

 

 

* H Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας, κριτικός.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top