Fractal

Στο τελωνείο της Μνήμης

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

«Το δέντρο του Ιούδα» του Μιχάλη Μακρόπουλου. Εκδ. Κίχλη, σελ. 117

b198819«Ξέρεις κάτι, η Ελλάδα πεθαίνει! Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα. Και πεθαίνουμε. Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα να πεθάνει γρήγορα γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο. Μωρή φύση, μόνη σου είσαι, μόνος μου είμαι κι εγώ, πάρε ένα μπισκότο!»

Δεν ξέρω γιατί, Αγγελόπουλο μου θύμισε το βιβλίο, ειδικά εκείνο το αριστουργηματικό «Μετέωρο βήμα». Και τον Βέγγο στην χιονισμένη άβυσσο ολομόναχο να την δωροδοκεί. Και τους στυλίτες να τα βλέπουν αφ’ υψηλού, ισορροπώντας σαν τον Ηλία, τον κεντρικό ήρωα της νουβέλας, στο χάος:

“«Βλέπεις αλλιώς τα πράγματα όταν έχεις περάσει τη μισή σου ζωή πάνω σε στύλους» έλεγε. «Τα βλέπεις στο σωστό τους μέγεθος».

«Και σαν ποιο είναι δηλαδή το σωστό τους μέγεθος, ρε Τάκη;» τον ρωτούσαν.

«Μικρά», αποκρινόταν αποστάζοντας σε μια λέξη τη σοφία που ‘χε αποκομίσει μέσα σ’ ολάκερη ζωή»”.

Τον Ηλία της κρίσης που έχοντας χάσει τα πάντα, την δουλειά του, την γυναίκα του από έναν πλούσιο γείτονα, τα παιδιά του γιατί δεν ξέρει πώς να τα θρέψει, επιστρέφει. Ηττημένος κατά κράτος στο πατρικό του, «το Δελβινάκι ψηλά στο Πωγώνι, στα ελληνοαλβανικά σύνορα» και στη χήρα μάνα του. Η επιστροφή είναι ήττα ενίοτε, ειδικά όταν γυρίζοντας τα φτερά σου είναι σπασμένα.

Η δύναμή του θα είναι η φύση, το χειμωνιάτικο τοπίο της ορεινής Ηπείρου και τα τηλεφωνήματα στις κόρες του. Στο πλευρό του, ο παλιός αδελφικός φίλος του, ο Κωτσομεντής ο αστυνόμος. Θα του δώσει το παλιό αμάξι του και έναν φάκελο με χρήματα. Θα προσπαθήσει να τον προστατέψει από τυχόν συναπαντήματα, ο μικρόκοσμος ενός χωριού, ας μη το ξεχνάμε, διαθέτει τα πάντα. Η παθογένεια και η κρίση απλώνεται σαν πανώλη, σ’ αγγίζει, δεν γίνεται κανείς να την αποφύγει. Μια νεαρή γυναίκα που θα βρεθεί βάναυσα δολοφονημένη θ’ ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου. Ένα χαμένο κουμπί θα αποτελέσει την λύση στο αίνιγμα. Αλλά η προδοσία και η φιλία έχει αόρατα ή μεταβαλλόμενα σύνορα, το μόνο σταθερό, η παντοδύναμη φύση και οι επιλογές, τελικά, του καθένα.

Μια ιστορία φίλιας, προδοσίας και μοναξιάς με μοναδική σταθερά «το δέντρο του Ιούδα» και τα υπαρξιακά αδιέξοδα. Η ζωή που γυρίζει από την ανάποδη σαν πολυφορεμένο τρύπιο πουλόβερ: «Ήδη μακριά του, αυτές σε μια ζωή όπου ο Ηλίας δεν υπήρχε πλέον, αυτός σε μια ζωή όπου εκείνες δεν υπήρχαν ποτέ, και συναντιόνταν σ’ ένα σύνορο, ένα άλλο Συνοριακό Σταθμό, στο τελωνείο της μνήμης. Εκδρομές, γιορτές, φωνές γέμιζαν τις σελίδες του διαβατηρίου που ‘χε λήξει και δεν ανανεώθηκε».

Η απόλυτη μοναξιά και η ήττα της παλινόστησης, η κλίμακα τελικά αυτής καθ’ εαυτής της προδοσίας.

 

b198819α

 

«Στάθηκε, ξένος αυτός ανάμεσα στους χωριανούς, κι ένιωσε ένα μούδιασμα να κυριεύει το κορμί του’ ένιωσε να παραδίδεται, τελικά, σε κάτι που ως τα τώρα το αντιμαχόταν. Οι μορφές των αγίων στους τοίχους του φαίνονταν πιο κοντά του απ’ ό,τι οι άνθρωποι γύρω του. Καταλάβαινε τη σιωπή τους, την καρτερική τους απάθεια, την απάνθρωπη καλοσύνη τους. Το σακάκι τον στένευε στους ώμους και δεν κούμπωνε μπροστά. Είχε ιδρώσει, μεσ’ από το πουλόβερ ένοιωθε φουντωμένο το δέρμα του. Κι έπειτα κρύωσε ο ιδρώτας στο σβέρκο και στη ράχη του, και μια γαλήνη απλώθηκε στο κορμί του. Τα μάτια του, υγρά, αντιφέγγισαν τη φλόγα των κεριών. Όλοι οι χωριανοί ήταν διάφανοι τώρα, και μόνο οι άγιοι είχαν ύλη. Κι ήταν δίπλα του. Ν’ άπλωνε το χέρι, θα τους άγγιζε. Τ’ άπλωσε, το κορμί του ακολούθησε το τεντωμένο του χέρι, κι ο Ηλίας λιγοθύμησε».

Η μεγάλη απόφαση που αποτελεί καθαρά, δική μας υπόθεση. Μια αλλόκοτη εσωτερική, τελικά, δικαιοσύνη. Οι πολυφορεμένες μας σχέσεις κι ας έχουμε αλλάξει πια πρόσωπα: «Ανοίγοντας τα μάτια, πεσμένες στο δάπεδο της εκκλησίας, πρόσεξε πόσο αλλιώτικα ήταν τα παπούτσια που φορούσαν οι γυναίκες στο χωριό’ πώς, ακόμα και τα καινούργια, έδειχναν παλιά. Και τα ρούχα τους, ακόμα κι όταν ήταν μόλις αγορασμένα, έδειχναν πολυφορεμένα, σαν να ήταν το κορμί διαφορετικό στο χωριό, μαθημένο να ντύνεται αλλιώτικα, πρακτικά, κι έφερνε κάθε ρούχο στα μέτρα του με το που το φορούσε – να δείχνει παλιό από το πρώτο φόρεμα».

Με λιτό, σχεδόν γυμνό αφηγηματικό τρόπο, μια ιστορία όπου η φύση αποτελεί την θεότητα, τιμωρεί, παρηγορεί ή εξιλεώνει:

«Το ‘κοβε αγάλια μπροστά από το γήπεδο του Πωγωνάτου και κατηφόριζε από το δρόμο πάνω από τον Λάκκο του Ντεληγιάννη προς τον κεντρικό που πήγαινε από το Χάνι Δελβινακίου μέχρι την Πωγωνιανή. Αραιά και πού με καμιά γειτόνισσα, συχνότερα μόνη. Της άρεσε αυτός ο περίπατος, ξεμπλεκόταν ό,τι σκέψεις ήταν πρωτύτερα κουβάρι στο μυαλό της. Κι όριζε το χρόνο, κόβοντας τη μέρα στα δυο: πριν τον περίμενε, έτσι είχε κάτι να περιμένει, και κατόπιν ήταν κουρασμένη. Βέβαια, προτιμούσε να κάνει με παρέα τον καθημερινό περίπατο’ τότε μιλούσε αντί να ξεμπλέκει σκέψεις που έπειτα θα γίνονταν ξανά κουβάρι, και με την κουβέντα τις λησμονούσε ολότελα. Αλλά καλά ήταν και μόνη».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top