Fractal

Πέντε ποιήματα

Του Μιχάλη Λαζανά //

 

Από την αδημοσίευτη συλλογή του «Επανεκκίνηση»

 

 f3a

 

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

 

Μοίρασα στα δύο τη φωνή μου μες στο χλωμό της ήχο

να καθρεφτίσω ένα τραγούδι βραχνό.

Ζύγισα με ένα μονάχα άγγιγμα το βάρος που ‘χουν

μέσα τους οι λέξεις που προφέρω:

μια μελώδια απόμεινε για μένα και χίλια λόγια καταφατικά

να γνέφουν στους ανθρώπους.

Σαν δίκαιη πολύ φαντάζει τούτη η μοιρασιά

στα μάτια όσων διακηρύττουνε τους νόμους.

Μα αυτή την πράξη τη γενναία, ποτέ της

δεν τη χάραξε στο μαυροπίνακα η δασκάλα,

όταν μου μάθαινε τον κόσμο.

Κι όλο μεγάλωνα και χώραγα στο στόμα

κύματα, βλέμματα ερημικά κι αστραπές.

Γεύση πίκρας ατέλειωτης, τριγύρω

από τα χείλια και πίσω από το νου.

Και μία γλώσσα ατσάλινη και μόνη, που ‘θελε

να δραπετεύει στο κάθε βήμα της.

Ένας φυγάς που κρίθηκε παράνομος προτού παρανομήσει.

Αυτή η γλώσσα μου κι αυτά τα χείλια μου

κι αυτή η πίκρα που γίνηκε δική μου.

Κι ύστερα εγώ.

Που όλο μεγάλωνα αδιάκοπα.

 

Κι άξαφνα ήρθαν όλοι αυτοί για να με συνεφέρουν.

Μια μέρα γκρίζα διάβηκαν στο χώρο μου

από την πίσω πόρτα που άφηνα ξεκλείδωτη.

Φορούσαν καθωσπρέπει καλημέρες γελαστές

και ένα νάιλον άρωμα κρεμόταν στο λαιμό τους.

Είμαστε οι νικητές του παιχνιδιού, είπαν.

Είμαστε οι γνώστες της ζωής, είπαν.

Είμαστε αυτό που θες να γίνεις, είπαν.

Η μάνα έστρωσε το τραπεζομάντιλο το λευκό

που χρόνια φύλαγε μέσα στις προσευχές της.

Κι ύστερα τοποθέτησε τριγύρω από τα πιάτα

όλες τις συμβουλές τους, μία-μία.

Ένιωσε τη γαλήνη της γυμνή να τρέχει ανάμεσα μας.

Κι ήταν σαν πάντα να τον πρόσμενε αυτόν τον ερχομό τους.

Εκείνοι σπρώξανε τη ματιά μου σε τούτο

το παράθυρο που ατένιζα τις νύχτες.

Ύψωσαν τους δείκτες των πέτρινων χεριών τους

και μου ‘δειξαν το δρόμο που ‘χε βαφτεί

με φωτεινές επιγραφές και μία ψύχρα ακόρεστη.

Τούτος λοιπόν είναι ο δρόμος που θα πάρεις,

ο δρόμος ο σωστός, ξανάπαν.

Μονάχα για να πορευτείς θα αλλάξεις τη φωνή σου.

Οι ήχοι σου θα πάλλονται όμοια με των άλλων.

Κι οι στίχοι σου νεκροί.

Η μάνα το ‘ξερε κι έγειρε δουλικά σ’ αυτό το πρόσταγμα τους.

Εκείνοι το ‘ξεραν ότι δεν είχαν πια άλλο λόγο να πουν.

Και το ‘ξερα και ‘γω ότι τα πόδια μου δεν τη βαστούσαν άλλη ελπίδα.

 

Έχω μια φωνή σπασμένη και μοιρασμένη ανάξια.

Τώρα βαδίζω μια διαδρομή με οδηγίες χρήσεις

γραμμένες στην παλάμη.

Μαζί μου μεγαλώνει κάθε τόσο και η σκιά μου.

Όμως τζογάρω πια για να κερδίσω δυο γουλιές εκτίμηση.

Μετά συλλέγω χειραψίες που μοιάζουν πειστικά γεμάτες φως.

Κι όλο κρατώ τα λόγια εκείνα της κατάφασης μέσα στο πορτοφόλι.

Εγώ όμως το αποφάσισα να γίνω από

αυτούς που όλο νικούν στου κόσμου το παιχνίδι.

Μα σαν γυρίζω πίσω θα βρίσκω ένα τραγούδι να με κοιτά δειλά.

Έτσι να μου θυμίζει πως προχωρούσε κάποτε σιμά μου.

Ίσως και να μπορώ να ενδίδω στα κρυφά στον πειρασμό του.

Μια μελωδία που αρκεί να με λυτρώσει και μια φωνή απρόσωπη

να υψώνεται μπροστά μου, δίχως υπομονή.

Αυτός ο ήχος που είν’ ακόμα τόσο διαπεραστικός για μένα.

Κι ας μοιάζει για τους άλλους μακρόσυρτη σιωπή.

 

 

 

NYXTEΣ

 

Κάτι τέτοιες νύχτες είναι που πετάω

κόκκινα χαλίκια στα σύννεφα μήπως και

πάψει να κρύβεται η χλωμάδα της σελήνης

από τα όνειρά μας.

Ξέρεις για κείνες τις νύχτες μιλάω

με το βιαστικό βήμα της βροχής να παλεύει

να ισορροπήσει στις στέγες μιας γειτονιάς που

αποκοιμήθηκε νωρίς.

Τα αποτυπώματα των χειλιών σου ακόμα ζωντανά

στο μισοάδειο ποτήρι δεν έχουν κάτι να πουν.

Κι η φωτιά που θέλω να με ζεστάνει

δε χωράει στα σκόρπια βιβλία

που βαριανασαίνουν πληγωμένα στο πάτωμα.

Δυο γενιές παλεύουν εδώ γύρω μεταξύ τους

για το ποια θα ελπίζει .

Μα δεν ελπίζει κανείς κι ούτε κρυώνει

σαν φύτρωσαν τούτα τα κάγκελα στο μπαλκόνι.

Μεγάλα κάγκελα ανθιστά για να μας προστατεύουν.

Κούφιες ζωές που κάνουν να γελάσουνε πριν κλάψουν.

 

Καταλαβαίνεις τώρα πως χτυπάει

ο παλμός του ρολογιού κι απόψε ;

Έτσι κι εγώ παίρνω μουτζουρωμένα χαρτιά

και πλάθω τον εαυτό μου.

Εκείνος με κοιτά και δε δειλιάζει.

Μονάχα ταξιδεύει στους καιρούς

και κόντρα στους καιρούς.

Εκείνος μονάχα νιώθει και ζει.

 

 

Ξέρεις για κείνες τις νύχτες μιλάω

που μέσα στα σκοτάδια γεννιέμαι.

Κι ύστερα κάθε αυγή πεθαίνω χαρούμενος.

 

 

ΔΙΚΑΙΩΣΗ

 

Είναι που ξέρω πως πίσω απ’ τα κλειστά παντζούρια

πλανιέται μια νύχτα αλλιώτικη.

Διστακτικό και ετοιμόρροπο το βήμα της μοιάζει

με τρίκλισμα διαβάτη που αναζητά μια λύτρωση στη μέθη.

Οι κουρασμένες γειτονιές έγειραν να αποκοιμηθούν στον ίσκιο της.

Μα τούτο το δωμάτιο το στενό δεν τη χωράει

άξαφνα τόση γαλήνη.

Τριγύρω οι λερωμένοι τοίχοι κρύβουν τις ενοχές τους στο σκοτάδι.

Άραγε πόση ελπίδα αρκεί για να σφραγίσει

το πιο τυφλό μου βλέμμα;

Κάτω απ’ το ξύλινο κρεβάτι μένει ασάλευτη

μια ξεχασμένη θάλασσα.

Φαντάζει ενθύμιο από κείνους τους καιρούς

που έσπερνα στον ύπνο μου ταξίδια.

Κι όμως αυτά τα χρόνια τα αδίστακτα

γεμίζουν μόνο μ’ άπνοια το πέρασμα τους.

Έτσι απέμεινε κι η θάλασσα βουβή να αντανακλά

τη γέρικη ανάσα της · θηρίο λαβωμένο μες τη σκόνη.

Έτσι απέμεινα και γω να ξαγρυπνώ πίσω

από κάγκελα διάφανα, που ύψωσα μονάχος.

Κι απ’ έξω η νύχτα να ραγίζει με τα χνώτα της τ’ αστέρια.

 

Οι χτύποι του ρολογιού έστρεψαν προειδοποιητικά

τον παλμό τους, προς τη λήθη μου.

Σαν κάτι να άλλαζε στον κόσμο που ‘χτισα και έπρεπε να το νιώσω.

Μικρές αχτίδες διαπερνούσαν τώρα θαρραλέα απ’ τις ρωγμές μου.

Μα είναι δυνατόν ποτέ να ξημερώνει σ’ αυτά τα σκούρα μέρη;

Έσφιξα στο χέρι τούτη τη στιγμή της πρώτης, γυάλινης αυγής .

Έπειτα άνοιξα το παράθυρο και χάρισα στον άνεμο

μια αλήθεια, που ‘μενε κλεισμένη στο συρτάρι μου.

Καλημέρα.

 

 

 

ΜΕΤΩΠΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ

 

Κίτρινα φώτα στις λεωφόρους της νύχτας μου .

Ήχοι σιωπής , πνιγμένα κορναρίσματα ,

ιστορίες ζωής που αγκαλιάζουν την φλεγόμενη άσφαλτο .

Στο φανάρι έχει ανάψει κόκκινο εδώ και αιώνες .

Και εγώ που έχω ξεμείνει

σε τούτο το μποτιλιάρισμα των ματωμένων ονείρων ,

προσμένω ακόμα να διασχίσεις το δρόμο μου .

Δε χωράνε πια , φοβισμένοι διαβάτες εδώ πέρα .

Μονάχα περαστικοί της φυγής , που κοιτάνε κατάχαμα γιατί δεν πρέπει να σ’ αντικρίσουν στα μάτια .

Γαντζώνω τα χέρια μου σ’ ένα τιμόνι ,

που ‘στριβε πάντα σε άλλη κατεύθυνση

από κείνη που ‘θελα .

Αφουγκράζομαι τους ιδρωμένους παλμούς

που ξεμακραίνουν από το γκάζι μου .

Συνομιλώ για λίγο με τις ανάσες

που με ποτίζει η εξάτμισή μου .

Όλα συνηγορούν πως ήρθε η ώρα να ταξιδέψω

για πρώτη φορά , πέρα από τις θλιβερές μελωδίες

αυτής της συνοικίας .

Θα οδηγήσω κι ας πουν ότι παρανόμησα

πίνοντας αρκετές σταγόνες ελπίδας , πριν φτάσω ως εδώ .

Κι αν τυχόν θελήσεις να έρθεις μαζί μου

θα στο απαγορέψω , με την απελπισία ενός «όχι» διάφανου .

Τέτοια ταξίδια δε χρειάζονται συνοδηγούς ,

διαδρομές μοναχικές τα κυβερνούν .

Ξέρω πως μέχρι την αυγή θα έχω συγκρουστεί μετωπικά

με τη σελήνη .

 

 

ΥΓΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

 

Το καλοκαίρι που υποσχέθηκα να σου φέρω

το ξέχασα στην τσέπη του μπουφάν μου .

Μη μου θυμώσεις γι’ αυτό .

Φταίει η αλμύρα που κρατάω στα μάτια μου .

Έτσι ξεχνώ καμιά φορά τις διαδρομές μου .

Όμως σήμερα βγήκα νωρίς

να μαζέψω κογχύλια από την άσφαλτο .

Ύστερα θέλησα να κάνω μια βουτιά

στη σιωπή που κρύβει

το συνωστισμένο τσιμέντο του κόσμου μου .

Δεν δροσίστηκα .

Κι εσύ που έχεις αφήσει

κόκκινες πατημασιές στην άμμο

-έτσι για να σε θυμάται η θάλασσα-

αναπνέεις ακόμα από τις αναμνήσεις

που σου φέρνει ο άνεμος .

Μη μου πεις πως δεν τηρώ τις υποσχέσεις μου .

Είναι που τέλειωσαν και τα κογχύλια

στην άσφαλτο .

Αλλά κάπως έτσι μάθαμε να ζούμε .

Με τον ιδρώτα να κυλάει στην καρδιά

Είναι που τα σπίτια μας ψήλωσαν πολύ

και άλλαξαν χρώμα .

Εγώ φοβόμουν όμως τα ύψη και το γκρίζο .

Είναι και που οι άνθρωποι

μάθανε να μιλάνε μία μόνο γλώσσα .

Κι εγώ είχα αλήθεια τόσες άλλες λέξεις να πω .

Έτσι όλα αυτά γίνανε η αλμύρα

που κρατάω στα μάτια μου .

Καταλαβαίνεις τώρα ;

Καμιά φορά αν χρειαστεί

λέω την ανάγκη μου , αφηρημάδα .

Ξέχνα τα όλα .

Μπες μόνο μέσα μη βραχείς .

Πες ότι φταίω εγώ

μα η μπόρα που θα έρθει δεν είναι καλοκαιρινή

και θα κρατήσει .

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top