Fractal

Διήγημα: “Αλτσχάιμερ”

Του Μιχάλη Μακεδόνα //

 

alzheimer

 

Ένας δάσκαλος, ένας άντρας κοντά στα εξήντα, όρθιος στην τάξη, τώρα διδάσκει κι ακόμα μαθαίνει, ενώ κάνει την ψυχανάλυσή του, διορισμένος, μιλάει για την ύλη μα όχι μόνο, πραγματικά νοιάζεται για το μέλλον των παιδιών που κάθονται μπροστά του. Θυμάται όλα τα ονόματα όσων πέρασαν κι όχι μόνο τα ονόματα όσων άξιζαν.

Ντρίιιιν. Οι μαθητές κάθονται, η παράσταση ξεκινά.

«Θέλω κάποιος από εσάς να μου πει κάτι για εμένα που δεν ξέρω και μετά θα σας μάθω να μιλάτε» «Κύριε, κύριε» «Λέγε» «Έχετε μια βρόμα στον σβέρκο σας» «Καλό!» «Τώρα θα μας μάθετε να μιλάμε;» «Ωραία. Δυο λέξεις. Μπανιέρα, καράφλα. Αν υποθέσουμε πως νομίζετε ότι η λέξη καράφλα σημαίνει μπανιέρα και μπανιέρα σημαίνει τραπέζι, προσπαθήστε να εξηγήσετε σε κάποιον φίλο σας, χρησιμοποιώντας και τη λέξη τραπέζι ότι δεν θέλετε να κάνετε μπάνιο σε μια παλιά μπανιέρα. Έτοιμοι;» «Κύριε, κύριε» «Λέγε» «Μετά την μπανιέρα, ο παππούς έπεσε στην καράφλα κι άνοιξε το τραπέζι του» «Όχι» «Κύριε, κύριε» «Λέγε» «Σιχαίνομαι να αγγίζω την καράφλα του παππού, σιχαίνομαι τον παππού,  το τραπέζι του, σιχαίνομαι να τον βλέπω στην μπανιέρα» «Δεν είστε έτοιμοι ακόμα να μιλήσετε, σκέφτεστε λάθος. Πρώτα θα κάνουμε ανάγνωση, εσύ εκεί στο τελευταίο θρανίο, το παιδί με τα μούσια, διάβασε από τη σελίδα τριάντα στη μέση και μετά» «Κύριε, βαριέμαι» «Διάβασε»

Και ο μαθητής ξεκίνησε να διαβάζει από το καινούργιο βιβλίο που ο δάσκαλος τους είχε φέρει.

«Ο ηλίθιος βαριέται -εκτός των άλλων- και να διαβάσει, βαριέται, μια κατουριέται, μια πεινάει κι έτσι παραμένει ηλίθιος. Εύχομαι να κάνει κάτι καλό, να δωρίσει το σώμα του στην επιστήμη, δεν ξέρει πως έχει πεθάνει. Αυτά τα έλεγαν οι φωνές και μηχανήματα, κρυμμένα πίσω από τους διάφανους τοίχους τον παρακολουθούσαν, τον παρακολουθούσα και τώρα σε παρακολουθώ. Η μάνα σου σε ζητάει από τον άλλο κόσμο, ο πατέρας σου ακόμα ντρέπεται, ήπιε λίγο κρασί στον παράδεισο και τον περιπαίξανε μέχρι και οι άγγελοι.

Ο πορφυρός καραγκιόζης είναι πορφυρά ντεμοντέ. Το πρώτο πορφυρό στεφάνι τότε ακόμα ήταν το τελικό, ζήτω η πορφυρή πραγματικότητα, ζήτω η πορφυρή επιστροφή στην πραγματικότητα, ο πορφυρός συντονισμός των πορφυρών βημάτων των πορφυρών γιγάντων και κάθε κόντρα. Δύο είναι τα χρώματα, το λευκό και το γκρίζο, γιατί το μαύρο -μου είπε κάποτε μια κομμώτρια- δεν είναι χρώμα. Τη ρώτησα, αν δεν είναι χρώμα, τι είναι τότε; Και μου απάντησε, το μαύρο είναι το μαύρο, είναι το μαύρο, είναι το μαύρο, είναι κάτι χοντρό και άσχημο, που μας ρουφάει. Η πορφυρόμαυρη τρύπα; Την ξαναρώτησα. Είχε ακούσει για τρύπες, είχε ακούσει για φτάκταλς κι εγώ είχα ακούσει για αμόρφωτες κομμώτριες.

Η κομμώτρια είχα πάρει κάποτε “συνέντευξη” από έναν νάνο, συνέντευξη με ένα πτώμα, συνέντευξη με κάποιον από το παρελθόν, νεκρό που δανείζεται για λίγο το σώμα κάποιου πορφυρού ετοιμοθάνατου. Μετά τη συνέντευξη πεθαίνει και πάλι, ωωωχ μάνα μου, ωωωχ πατέρα μου τι τη θέλω τη λογοτεχνία; Ωχ πονάω! Και διαβάζω το Νησί ξαπλωμένη σε πορφυρούς βράχους.  Και δεν τελειώνει το παραμύθι μου. Μια πορφυρή τραβεστί στο αίμα της μετράει σφαίρες, μαχαιριές, κατσαβιδιές, ξυλοδαρμούς, βιασμούς, ληστείες, ξανά ξυλοδαρμούς και δεν θέλει να πάθει Αλτσχάιμερ. Δεν θέλει σταυρούς, θέλει μετάγγιση αίματος, πριν πεθάνει όμως θα βγει πλατεία Βάθη, Σόλωνος, Ομόνοια, Συγγρού μια τελευταία φορά, μια τελευταία χαρά»

«Φτάνει, τι καταλάβατε;» είπε ξαφνικά ο δάσκαλος και ο μαθητής σταμάτησε «Κύριε, κύριε»  «Λέγε» «Δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε τόσο πολύ το επίθετο “πορφυρός”»

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top