Fractal

Ο λυρισμός του θανάτου και της ασθένειας στην ποίηση του Μήτσου Παπανικολάου

Γράφει η Κωνσταντίνα Κοντοπούλου // *

 

 

Ο Μήτσος Παπανικολάου, γνήσιος εκπρόσωπος του Μεσοπολέμου και λάτρης των επονομαζόμενων καταραμένων ποιητών έκανε αισθητή την παρουσία του σε μια ποίησή με στοιχεία λυρισμού και ρομαντισμού με ιδιαίτερα ευαίσθητη εικονοπλασία χωρίς όμως την απώλεια της απτής ρεαλιστικής απεικόνισης του ψυχισμού της εποχής. Οι δύο συγκρουσιακές πραγματικότητες, ρομαντισμός και ρεαλισμός συναντιούνται και σ’ ένα παιχνίδι εικόνων και στίχων που αναπόφευκτα οδηγεί στη ματαιότητα της ζωής, μια οπτική που εντείνεται και από το πνεύμα της εποχής.

Διαισθητικός και υπαρξιστής, από τα πιο συχνά θεματολογικά του στοιχεία αποτελεί ο θάνατος και η ασθένειά ως μάχη του ανθρώπου με το πεπρωμένο. Ακόμη και ο έρωτας στην ποίηση του Παπανικολάου δεν μπορεί να νικήσει το θάνατο. Αυτό  φαίνεται ολοκάθαρα και στην ποίηση του Κωνσταντίνου Καρυωτάκη αλλά και ξένων εκπροσώπων του ρομαντισμού όπως η Έμιλυ Ντίκινσον. Οι τρεις αυτοί ποιητές μοιράζονται με κοινή λατρεία για λυρισμό το σημείο της μετάβασης μεταξύ θανάτου και ζωής και όλο αυτό τοποθετημένο σ’ ένα πλαίσιο μιας εποχής ιστορικής που τους πληγώνει ιδιαίτερα. Ο πεσιμισμός του Παπανικολάου είναι ένα από τα αυτούσια συναισθήματα της ποίησης του, λαμβάνει όμως υπαρξιακές διαστάσεις και όχι διαστάσεις θρήνου. Εκεί μάλιστα συναντά το ρεαλιστικό στοιχείο. Ο Παπανικολάου φαίνεται ότι αφήνεται χωρίς τρόμο στην έκφρασή των δυισμών  θάνατος-ζωή, θάνατος- έρωτας αναζητώντας την αλήθεια ή ακόμη και την ελπίδα που πηγάζει από τον πηγαίο λυρισμό των συνδυασμών λέξεων που χρησιμοποιεί καθώς και των μεταφορών του. Τι τελικά βασανίζει τόσο τον ποιητή ώστε να αναφέρεται τόσο συχνά στον επικείμενο θάνατο; Είναι η βαθιά επιθυμία του για ζωή που εμφανίζεται σαν αδυναμία αποδοχής του θανάτου αλλά και αδυναμία αποδοχής της συντριβής που θα αποτελούσε ενδεχόμενο της ίδιας της ζωής σε οποιοδήποτε ρίσκο του.

Στο ποίημα του “Βραδινοί Θάνατοι” η νύχτα αποτελεί για τη μέρα ένα είδος θανάτου και προσωποποιείται όπως και η μέρα μέσα από τη σιωπηλή φυγή της ζωής. Η “γαλάζια γάζα” προσδίδει τη χροιά της ασθένειάς η οποία φαίνεται ότι καταλήγει στο θάνατο.

 

Η ζωή αναδιπλώνεται ριγμένη
Σα μια γαλάζια γάζα αχνή
Πάνω απ’ τη μέρα που πεθαίνει
Χωρίς φωνή και μακρινή…
Και μες στο δρόμο που πηγαίνει
Σα μια κηδεία εσπερινή,
Λάμπουν φωτιές από το δάσος
Κι αντιλαλούν οι εσπερινοί

 

Το θρησκευτικό στοιχείο, εναρμονιστής ζωής και θανάτου, δεσπόζει σε αρκετά ποιήματα του καθώς ο απόηχος των τελετών της εκκλησιάς και η θέαση της φωτιάς που λάμπει στο δάσος προσδίδοντας την αίσθηση του μυστικισμού κάποιας ίσως Μεγάλης Παρασκευής και την ιδιαιτέρως έντονη αντίφασή ζωής (λαμπρότητας/φωτιάς) με εκείνη του θανάτου (κηδεία εσπερινή).

 

Και στον ορίζοντα που εχάθη
Η ώρα σβήνει και σωπαίνει
Παν’ απ’ τη μέρα που πεθαίνει
Και τη γαλάζια σκίζει γάζα-
Κι ο θάνατός της μας καλεί
Μ’ ένα φιλί τριανταφυλλί…

 

Ένας ολόκληρος κόσμος διάψευσης και ηθικών θανάτων παραμονεύει στην ποίηση του Παπανικολάου για να καθρεπτίσει όλους εκείνους τους μύθους που τόσο μάταια αναμοχλεύονταν την εποχή του Μεσοπολέμου σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Στο “Αφιέρωμα” η βουβαμάρα των λευκών θαλάμων, το αδύναμο φως και η λευκότητα παραπέμπουν σε αίθουσες νοσοκομείων όπου παραμονεύει ο θάνατος.

 

Να μια ζωή που πριν να ζήσει ακόμα θα πεθάνει,
Μέσα στο μάκρος των λευκών θαλάμων, θλιβερά
Κάτ’ απ’ το φως το αδύναμο, που η μέρα το’ χει υφάνει
Λευκό για να σκεπάσει τόσα μάτια θαμπερά,
Πριν έρθει ακόμα ο θάνατος χλομός ναν τα χλομιάνει.
Και σας σκεπάζει την καρδιά η πιο μεγάλη λύπη,
Κάποιου θανάτου – αλίμονο!- που ίσως σε λίγο ρθεί

 

Το θρησκευτικό στοιχείο στην ποίηση του Παπανικολάου δε στέκεται ως ηθικολογία ή ως αποκούμπι πάταξης του θανάτου, παρά σαν ένα ακόμη υπαρξιακό στοιχείο που συντελεί στο ξετύλιγμα της έννοιας της χρονικότητας και της τοποθέτησης μέσα σε αυτήν της αλλαγής κατάστασης απο τη ζωή στο θάνατο. Στο ποίημα του “Της Μεγάλης Παρασκευής” διακρίνει κανείς έντονα την ικανότητα του ποιητή να αποκωδικοποιεί στοιχεία του ψυχισμού του, που χρησιμοποιούνται ως άμυνες απέναντί στην πραγματικότητα που επιθυμεί να ακολουθήσει “κι αν επέθανε αυτός άλλον έχω αναστησει” τονίζει μιλώντας για τον έρωτα.

 

Ένας έρρως μονάχα δεν θρηνεί πεθαμένος
Κι αν επέθανε αυτός άλλον έχω αναστήσει.
Στην ζωή μου κι αν είμαι νικητής, νικημένος,
Κάποια αγάπη θα μείνει και μ’ εμένα θα σβήσει.
Συλλογίζομαι εκείνα που αγαπούσα παιδάκι
Και που τίποτα τώρα Δε μου δίνουν δεν είναι…
Ω Νυμφίε κι εσένα Επιτάφιε θρήνε!…
Τα λουλούδια, οι καμπάνες, τ’ αναμμένο κεράκι,
Στου φτωχού Ναζωραίου το κορμί κάποιο δάκρυ…
Σας εξέχασα; Τότε γιατί κλαίω σε μι’ άκρη;
Ωστόσο ας προχωρήσουμε… Τίποτε πια δεν μένει
Στο τελείωμα του δρόμου μας ο τάφος περιμένει-

 

Ο “Νυμφίος”, ο “Ναζωραίος” και οι “καμπάνες” δανεισμένα από την θρησκευτική παράδοση μετουσιώνονται σε σύμβολά ζωής κι ελπίδας.
Η απλότητα με την όποια παραθέτει την αισθητή μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωσή, δείχνει το μεγαλείο της διάψευσης που έχει υποστεί μέσα σ’ αυτή την αλλαγή. Ο “επιτάφιος θρήνος” έρχεται σαν απόκομμα μοιρολογιού για όλη αυτή την ονειροπόληση της παιδικότητας που επισκιάστηκε από την πραγματικότητα του θανάτου.

Ο Παπανικολάου δίνει το δικαίωμά στον αναγνώστη να γυρίσει πίσω σε μια εποχή απτού ρομαντισμού και ταυτόχρονα σκληροπυρηνικού ρεαλισμού μέσα στην οποία η ιστορία του τόπου, η επιρροή από γαλλικά και αμερικανικά λογοτεχνικά ρεύματα που με έμφαση στη θεματική της μελαγχολίας (αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το “Spleen” του Baudelaire και τα σκοτεινά ποιήματα του αμερικανού Έντγκαρ Άλαν Ποε “Άναμπελ Λι” και “Το Κοράκι”του οποίου τη φανερή δυστυχία καταγράφει και ο Κ. Καρυωτάκης στη ποίημά του “Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων” καθώς και πολλών άλλων εκπροσώπων του ρομαντισμού της εποχής) αλλά και η έμφυτη ευαισθησία του κατά τη διάρκεια των πολιτικών αλλαγών του ’20 και ’30 φαίνονται χαραγμένα βαθιά στην ποίηση του Παπανικολάου.

 

* Η Κωνσταντίνα Κοντοπούλου είναι Υποψήφια Διδάκτωρ Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ. (c.kont@yahoo.com)

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top