Fractal

Σταχυολογώντας κοινωνιολογικές ιμπρεσιονιστικές θεωρίες και βιογραφικά ρινίσματα του Γκέοργκ Ζίμμελ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Georg Simmel. “Μητροπολιτική αίσθηση. Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης, και Κοινωνιολογία των αισθήσεων.”  Εισαγωγή Philippe Simay. Μετάφραση: Ιωάννα Μεϊτάνη. Εκδόσεις Άγρα, 2017

 

Μεταξύ των πολλών δοκιμίων  του Γκέοργκ Ζίμμελ, περιλαμβάνονται και ετούτα τα δύο που βρίσκονται στο μικρό βιβλιαράκι των εκδόσεων Άγρα. ‘Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης’, και η ‘Κοινωνιολογία των αισθήσεων’. Μέσα σ’ αυτά ο γερμανός κοινωνιολόγος, εξετάζει την επίδραση που έχει η καθημερινή λειτουργική διαδικασία της μεγαλούπολης στον ψυχισμό των κατοίκων της. Είναι λοιπόν προφανές ότι για τον συγγραφέα του δοκιμίου, μικρή σημασία έχει η μεγαλούπολη αυτή καθ’ εαυτή, αλλά οι ζώντες οργανισμοί που δραστηριοποιούνται σε αυτή.  Η ραγδαία και συνεχής δραστηριότητα και η εναλλαγή εσωτερικών και εξωτερικών ερεθισμάτων, ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό, μας λέει ο Ζίμμελ,  για την τελική διαμόρφωση του ψυχολογικού υπόβαθρου και του ειδικού χαρακτήρα του ατόμου της πόλης, ο οποίος σημειωτέον είναι διαφορετικός σε σημαντικό βαθμό από εκείνον της κωμόπολης ή του χωριού, όπου  ρυθμίζονται περισσότερο από το θυμικό και τις συναισθηματικές σχέσεις των μελών της κοινότητας. Στη μεγαλούπολη λέει ο Ζίμμελ, ο άνθρωπος  ‘… δημιουργεί ένα προστατευτικό όργανο απέναντι στο περιβάλλον του, που απειλεί να τον ξεριζώσει με τους χειμάρρους  και τις αντινομίες του: δεν αντιδρά με το θυμικό, αλλά ουσιαστικά με τη νόησή του…’.

Ταυτόχρονα επιμένει στην αποστασιοποίηση των σχέσεων των μελών στις πόλεις, όπου η διακίνηση του χρήματος οδηγεί στο απρόσωπο των σχέσεων μεταξύ τους. Κι ακόμα, η οικονομία του χρήματος ‘γεμίζει ουσιαστικά την ημέρα τόσο πολλών ανθρώπων με υπολογισμούς, αριθμητικούς προσδιορισμούς’, με αποτέλεσμα στο τέλος την έκπτωση, ή καλύτερα την μετατροπή, των ποιοτικών αξιών σε ποσοτικές! Το χρήμα, μας λέει, γίνεται ΄…κοινός παρονομαστής όλων των αξιών, γίνεται ο πιο τρομακτικός ισοπεδωτής, κατατρώει δίχως σωτηρία τον πυρήνα των πραγμάτων, την ιδιαιτερότητά τους, την ειδική αξία τους, τη μοναδικότητά τους’.  Όλα τα παραπάνω  οδηγούν μαθηματικά στην    εμφάνιση της επιφυλακτικότητας των ανθρώπων απέναντι στους συνανθρώπους τους και τη δημιουργία ψυχρότητας και αδιαφορίας, κάτι που φαίνεται περίεργο στα μάτια του κατοίκου του χωριού και της κωμόπολης. Η επιφυλακτικότητα, στο τέλος καταλήγει να είναι άκρως απαραίτητη για την επιβίωση, σαν ένας τρόπος διατήρησης της ψυχικής και φυσικής απόστασης μεταξύ των ατόμων. Το κρίσιμο ίσως σημείο που εστιάζει το ενδιαφέρον του ο Ζίμμελ, είναι το γεγονός ότι η ζωή στην μεγάλη πόλη, όπως έχει διαμορφωθεί στις μέρες μας, και φυσικά σε μικρότερο βαθμό στις δικές του μέρες, είναι ότι αντί να αγωνιστεί ο άνθρωπος με τη φύση για την απόκτηση της καθημερινής του τροφής και ικανοποίηση των αναγκών του, για μια απαραίτητη δηλαδή πηγή εσόδων, επιδίδεται σε έναν αγώνα με κάποιον άλλο άνθρωπο!  Τον ελάχιστα γνωστό διπλανό του, ή έναν παντελώς άγνωστο.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, την ‘Κοινωνιολογία των αισθήσεων’, ο Γκέοργκ Ζίμμελ, αναφέρεται στον βασικό και αμφίδρομο ρόλο που παίζουν οι αισθήσεις για την κοινή ζωή των ανθρώπων μέσα στην πόλη. Έτσι από πολλές απόψεις, ετούτο το κείμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προέκταση ή καλύτερα συνέχεια του πρώτου δοκιμίου, ‘Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης’. Αλλά όμως η έρευνα εδώ έχει σαφώς νέες κοινωνιολογικές προεκτάσεις που αφορούν τις αισθήσεις και το ρόλο τους στις σχέσεις των ανθρώπων μέσα στην μεγαλούπολη, τουτέστιν την κοινωνική λειτουργία των αισθήσεων. Και πιο αναλυτικά, ο ρόλος που παίζει η όραση, η ακοή, η ομιλία και η όσφρηση στη σφαίρα των δημοσίων συναναστροφών. Αναγνωρίζει την όραση ως την κορωνίδα των αισθήσεων, γιατί χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να επιτελεστεί ουσιαστική κοινωνικοποίηση, ειδικά μέσα στις μεγαλουπόλεις, όπου ‘… η αντίληψή μας του άλλου ατόμου διαμορφώνεται  από στιγμιαίες οπτικές εντυπώσεις που καθιστούν αμήχανη και δυσχερή την εμπειρία του να απευθύνουμε το λόγο σε αγνώστους…’. Οι πληροφορίες που παρέχονται μέσω της ακοής και του λόγου είναι απλώς συμπληρωματικές εκείνων που μεταβιβάζονται μέσα από την όραση. Αλλά αυτή η τελευταία συναισθηματική ένωση, όμως, καταλήγει ο Ζίμμελ, δεν είναι άμοιρη περαιτέρω αποτελεσμάτων.  Με τα μάτια δεν μπορούμε να πάρουμε, λέει, χωρίς ταυτόχρονα να δώσουμε! Συνυφασμένο με την αίσθηση της όρασης, είναι και η έννοια του προσωπείου. Το πρόσωπο, ως όργανο έκφρασης, ‘… δεν δρα όπως το χέρι, το πόδι, όπως το σώμα όλο, δεν είναι ποτέ φορέας της εσωτερικής ή της εξωτερικευμένης συμπεριφοράς του ανθρώπου, αλλά απλώς την διηγείται…’.

Αναλύει σε βάθος τις αρκετά διαφορετικές σχέσεις του ματιού και του αυτιού προς τα αντικείμενά τους,  τις διαφορετικές κοινωνιολογικές σχέσεις που δημιουργούν στα άτομα των οποίων οι ενώσεις βασίζονται στην μία ή την άλλη αίσθηση. Όσον αφορά τώρα για τις άλλες, τις κατώτερες αισθήσεις, αυτές υστερούν σε κοινωνιολογική σημασία από την όραση και την ακοή, κάτι που δεν έχει εφαρμογή όμως στην περίπτωση της όσφρησης. Ειδικά για την τελευταία, μας αναλύει, ότι συχνά έχει σοβαρές συνέπειες στην κοινωνιολογική σχέση δύο φυλών οι οποίες έτυχε να ζουν στην ίδια επικράτεια. ‘…Η υποδοχή των νέγρων στην υψηλή κοινωνία της Βόρειας Αμερικής αποκλείεται και μόνο από τη σωματική αύρα που αναδίδει ο νέγρος. Συχνά αποδίδεται σε αυτή την αιτία η επανειλημμένη σκοτεινή αμοιβαία αποστροφή Εβραίων και γερμανικών φυλών…’.

Παρ’ όλα αυτά, θέλει να πιστεύει, ότι με την εκλέπτυνση του πολιτισμού μας, μάλλον θα βαίνει μειούμενη η αντιληπτική οξύτητα όλων των αισθήσεων, ενώ σε αντίθεση θα αυξάνεται η έκφραση της ευαρέσκειας και της απαρέσκειας που εκείνες προκαλούν. Για τον Γερμανό κοινωνιολόγο, η ζωή μέσα στη μεγαλούπολη θα συνεπάγεται μια ολοένα και περισσότερο επιλεκτική χρήση των αισθήσεων. Η εκτενής και λίαν κατατοπιστική εισαγωγή του Philippe Simay, που βρίσκεται στην αρχή του βιβλίου, διαφωτίζει κάποιες πτυχές του κειμένου, ξένες στον αδαή αναγνώστη που δεν έχει έρθει σε επαφή ξανά με το έργο του γερμανού κοινωνιολόγου.

 

Ο κοινωνιολόγος, φιλόσοφος και κριτικός, Γκέοργκ Ζίμμελ (Georg Simmel, 1858-1918) γεννήθηκε την 1η Μαρτίου του 1858 στην καρδιά του Βερολίνου, στη γωνία των δρόμων  Friedrichstrasse και Leipzigerstrasse. Το συγκεκριμένο μέρος για όποιον δεν γνωρίζει, αντιστοιχεί για πολλούς με την τοποθεσία στην πλατεία Times στη Νέα Υόρκη, ένα μέρος που ταίριαζε κυριολεκτικά με τη ζωή του η οποία βρέθηκε στη διασταύρωση πολλών κινημάτων και  έζησε και επηρεάστηκε  έντονα από τα πολιτιστικά ρεύματα των εποχών του. Ήταν, με άλλα λόγια, ένας σύγχρονος αστικός άνδρας, χωρίς ρίζες, όμως, στην παραδοσιακή λαϊκή κουλτούρα της χώρας του. Έτσι δεν είναι τυχαίο που απ’ την αρχή τα βιβλία του χαρακτηρίστηκαν και πήραν τον τίτλο ‘έξυπνων μεν, αλλά με γεύση μητρόπολης’. Ταυτόχρονα, βρισκόταν κοντά, αλλά και μακρiά, ένας εν δυνάμει συνεχώς περιπλανώμενος, κι’ ας μην είχε κουνήσει απ’ τη θέση του για ένα χρονικό διάστημα, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς που ήρθαν στο προσκήνιο της γερμανικής φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών στο γύρισμα του αιώνα.

Ο Γκέοργκ Ζίμμελ ήταν ο νεότερος από τα επτά παιδιά. Ο πατέρας του, ένας επιτυχημένος  εβραίος  επιχειρηματίας, είχε ασπαστεί το Χριστιανισμό και πέθανε ενόσω ο Γκέοργκ ήταν ακόμα νέος. Ένας φίλος της οικογένειας, ο ιδιοκτήτης ενός μουσικού εκδοτικού οίκου, διορίστηκε τότε κηδεμόνας του μικρού αγοριού. Οι σχέσεις του Γκέοργκ Ζίμμελ με την αυταρχική μητέρα του ήταν μάλλον απόμακρες και ο ίδιος φαινόταν σαν να μην είχε οικογενειακές ρίζες, ένα ασφαλές δηλαδή περιβάλλον, μια βάση, ενώ την ίδια στιγμή μια αίσθηση περιθωριοποίησης και ανασφάλειας φάνηκε στο χαρακτήρα του  νεαρού Γκέοργκ. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, σπούδασε ιστορία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου με μερικούς από τους πιο σπουδαίους ακαδημαϊκούς της εποχής, όπως οι ιστορικοί Mommsen, Treitschke, Sybel και Droysen,  οι φιλόσοφοι Harms και Zeller, ο ιστορικός τέχνης Hermann Grimm,    οι  ανθρωπολόγοι Lazarus και Steinthal  και ο ψυχολόγος Bastian, και βεβαίως αρκετοί ακόμα πέρα απ’ τους αναφερόμενους.

 

Georg Simmel

 

Μέχρι τη στιγμή που έλαβε το διδακτορικό του στη φιλοσοφία, το 1881, (η διατριβή του είχε τίτλο ‘Das Wesen der Materie nach Kants physischer Monadologie’) ο Ζίμμελ  ήταν εξοικειωμένος με ένα ευρύ πεδίο γνώσεων γύρω από την ιστορία της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας και των κοινωνικών  επιστημών. Οι γνώσεις του αυτές σημάδεψαν με έντονο τρόπο  ολόκληρη την μετέπειτα σταδιοδρομία του. Βαθιά συνδεδεμένος με το πνευματικό περιβάλλον της γενέτειράς του, του Βερολίνου, τόσο εντός όσο και εκτός του πανεπιστημίου, ο Ζίμμελ δεν ακολούθησε το παράδειγμα των περισσότερων Γερμανών ακαδημαϊκών ανδρών που συνήθως μετακινούνταν από το ένα πανεπιστήμιο στο άλλο, τόσο κατά τη διάρκεια των σπουδών τους όσο και μετά. Αντ’ αυτού, εκείνος αποφάσισε να μείνει στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου έγινε Privatdozent, κάτι περίπου σαν άμισθος υφηγητής, το 1885. Τα μαθήματα που παρέδινε εκεί,  κυμαίνονταν από τη λογική και την ιστορία της φιλοσοφίας, ως την ηθική, κοινωνική ψυχολογία, και κοινωνιολογία. Ακόμα δίδαξε Καντ, Σοπενχάουερ, Δαρβίνο και Νίτσε, μεταξύ των πολλών άλλων. Συχνά, κατά τη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους, προχωρούσε σε εξερεύνηση των νέων τάσεων στην μεταφυσική κοινωνιολογία. Υπήρξε πολύ δημοφιλής λέκτορας και οι διαλέξεις του σύντομα έγιναν σπουδαία πνευματικά γεγονότα, όχι μόνο για τους μαθητές του αλλά και για ολόκληρη την πολιτιστική ελίτ του Βερολίνου. Ωστόσο, η ακαδημαϊκή του καριέρα αποδείχτηκε ατυχής, μάλλον  τραγική θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, άφοβα.

Για δεκαπέντε χρόνια, ο Ζίμμελ  παρέμεινε Privatdozent. Το 1901, όταν ήταν σαράντα τριών ετών, οι ακαδημαϊκές αρχές τελικά συναίνεσαν να του χορηγηθεί  ο βαθμός του Ausserordentlicher καθηγητού, κάτι σαν έκτακτου καθηγητού, ενός καθαρά τιμητικού τίτλου που  δεν του επέτρεπε όμως  να πάρει μέρος στις υποθέσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας και απέτυχε να του αφαιρέσει το μακροχρόνιο στίγμα του αουτσάιντερ στο Πανεπιστήμιο. Την εποχή εκείνη ο Ζίμμελ ήταν ένας άνθρωπος του οποίου η φήμη είχε εξαπλωθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ήταν ήδη ο συγγραφέας έξι βιβλίων και περισσότερων από εβδομήντα άρθρων, πολλά από τα οποία είχαν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, πολωνικά, και ρωσικά. Ωστόσο, κάθε φορά που ο Ζίμμελ προσπαθούσε να κερδίσει μια ακαδημαϊκή προαγωγή, η αίτησή του για περίεργο λόγο απορριπτόταν. Κάθε φορά που μια ανώτερη θέση προκηρυσσόταν σ’ ένα από τα γερμανικά πανεπιστήμια, ο Ζίμμελ κατέθετε εκ νέου τα απαιτούμενα δικαιολογητικά γι’ αυτή. Αν και στις αιτήσεις και στα πιστοποιητικά του υπήρχαν συστατικές επιστολές πολλών από τους κορυφαίους μελετητές και ανθρώπους της εποχής του,  το τελικό αποτέλεσμα ήταν η αποτυχία. Παρ’ όλες τις απογοητεύσεις όμως που έλαβε από την ακαδημαϊκή κοινότητα, θα ήταν λάθος να τον δούμε και να τον αντιμετωπίσουμε ως ένα πικραμένο αουτσάιντερ, γιατί συνέχιζε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της πρωτεύουσας της Γερμανίας, του Βερολίνου, με συνεχή συμμετοχή σε διάφορους πολιτιστικούς κύκλους. Παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις των φιλοσόφων και κοινωνιολόγων και ήταν συνιδρυτής, με τους Weber και Toennies, της Γερμανικής Εταιρείας Κοινωνιολογίας. Έκανε πολλούς φίλους στον κόσμο των τεχνών και των γραμμάτων. Χαρακτηριστικά υπήρξε στενός φίλος των δύο κορυφαίων ποιητών της Γερμανίας, των Ράινερ Μαρία Ρίλκε και Στέφαν Τζορτζ, ενώ τακτικά συνομιλούσε με καλλιτέχνες, κριτικούς τέχνης, δημοσιογράφους και συγγραφείς. Άνθρωπος της πόλης του, συχνά βρισκόταν στη διασταύρωση πολλών πνευματικών κύκλων, αλλά και απολάμβανε ταυτόχρονα την ελευθερία από τους όποιους περιορισμούς αυτής της  θέσης. Εδώ όμως πρέπει να τονίσουμε ότι η όποια αίσθηση άνεσης από την οποία διακρινόταν, ενισχυόταν από το γεγονός ότι ήταν απαλλαγμένος από οικονομικές ανησυχίες, αφού ο  κηδεμόνας του, είχε φροντίσει να του αφήσει μια σεβαστή περιουσία, έτσι ώστε δεν  τον βασάνιζαν οικονομικά προβλήματα, όπως τόσους Privatdozent και έκτακτους καθηγητές στο γερμανικό πανεπιστήμιο πριν τον πόλεμο. Στα χρόνια του Βερολίνου, ο Ζίμμελ και η σύζυγός του Γερτρούδη, την οποία είχε παντρευτεί το 1890, ζούσαν μια αρκετά άνετη ζωή. Η σύζυγός του ήταν φιλόσοφος και με το ψευδώνυμο Marie-Luise Enckendorf, δημοσίευε κείμενα πάνω σε ποικίλα θέματα, όπως η φιλοσοφία της θρησκείας και της σεξουαλικότητας. Το σπιτικό τους είχε γίνει κέντρο για συγκεντρώσεις και συζητήσεις ανάλογων θεμάτων, και παρά το γεγονός ότι ο Ζίμμελ βίωσε πολλάκις την άρνηση των ακαδημαϊκών επιτροπών επιλογής προσωπικού, απολάμβανε εν τούτοις την υποστήριξη και τη φιλία πολλών επιφανών ακαδημαϊκών ανδρών. Ο κοινωνιολόγος, πολιτικός και οικονομολόγος,  Μαξιμίλιαν Μαξ Βέμπερ (1864-1920), ο φιλόσοφος Χάινριχ Ρίκερτ (1863-1936), ο Έντμουντ Χούσερλ (1859-1938) και ο Αδόλφος φον Χάρνακ (1851-1930) σε επανειλημμένη βάση προσπάθησαν να του δείξουν με τον τρόπο τους την ακαδημαϊκή αναγνώριση που τόσο περίτρανα άξιζε. Όταν παρέδιδε μαθήματα, στην εξέδρα, ήταν σαν ένα είδος βιρτουόζου μιλώντας με απότομες χειρονομίες και στριφογυρίσματα, σταματώντας δραματικά και στη συνέχεια απελευθερώνοντας και εκστομίζοντας ένα χείμαρρο εκθαμβωτικών προσωπικών ιδεών και απόψεων. Εν όψει της τεράστιας επιτυχίας του Ζίμμελ ως λέκτορα, θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ενοχλητικό για αυτόν, όταν τελικά κατάφερε τον πολυπόθητο ακαδημαϊκό στόχο του, να γίνει δηλαδή τακτικός   καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, ουσιαστικά στερήθηκε της ευκαιρίας να διδάξει στους φοιτητές του. Έφτασε στο Στρασβούργο, ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο στα σύνορα μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, το 1914, λίγο πριν όλες οι τακτικές δραστηριότητες του πανεπιστημίου διακοπούν από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Οι περισσότερες αίθουσες διδασκαλίας μετατράπηκαν τότε σε στρατιωτικά νοσοκομεία περίθαλψης τραυματιών. Η τελευταία του προσπάθεια να εξασφαλίσει μια πανεπιστημιακή έδρα στη Χαϊδελβέργη, σε δύο κενές θέσεις που δημιουργήθηκαν το 1915,  αποδείχτηκε ανεπιτυχής, όπως και οι προηγούμενες προσπάθειες. Λίγο πριν από το τέλος του πολέμου, στις 28 Σεπτεμβρίου 1918, ο Γκέοργκ Ζίμμελ πέθανε από καρκίνο του ήπατος.

Σε αντίθεση με όλους τους άλλους κοινωνιολόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω,  το  ενδιαφέρον του Γκέοργκ Ζίμμελ για  την τρέχουσα επικαιρότητα και τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, ήταν γενικώς ελάχιστη. Περιστασιακά σχολίαζε άρθρα εφημερίδων για τα καθημερινά θέματα, όπως για παράδειγμα,  την κοινωνική ιατρική και τη θέση των γυναικών στην κοινωνία, αλλά χωρίς να επεμβαίνει ή αναλίσκεται περισσότερο. Υπάρχει, όμως, μια σημαντική εξαίρεση, εδώ! Με το ξέσπασμα του πολέμου, ρίχτηκε στον πόλεμο προπαγάνδας με πάθος και πρωτόγνωρη ένταση. ‘Αγαπώ τη Γερμανία’, έγραφε και θέλω να ζήσει και ‘ας πάνε στην κόλαση όλα όσα αφορούν τον πολιτισμό, την ηθική, την ιστορία, ή ο Θεός ξέρει τι άλλο’. Μερικά από τα γραπτά του, εν καιρώ πολέμου, είναι αρκετά επώδυνα για να τα διαβάσει κάποιος σήμερα, γιατί αποπνέουν ένα είδος υπερπατριωτισμού τόσο ξένου με την ανεξάρτητη προηγούμενη στάση στη ζωή του. Καθ’ όλη την καριέρα του, τα συναισθήματά του είχαν καταφέρει να διατηρηθούν σε μια απόσταση από τα συμβάντα, με ψυχρό  ορθολογισμό, αλλά  κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, υπέκυψε στην επιθυμία για μεγαλύτερη εγγύτητα, επικοινωνία και επαφή με την κοινωνία.

Ο Ζίμμελ, ήταν παραγωγικός συγγραφέας. Περισσότερα από διακόσια άρθρα του εμφανίστηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες κατά τη διάρκεια της ζωής του, και πολλά άλλα δημοσιεύθηκαν μετά θάνατον. Έγραψε δεκαπέντε σημαντικά έργα στους τομείς της φιλοσοφίας, της ηθικής, της κοινωνιολογίας και της πολιτιστικής κριτικής, και ακόμα άλλα πέντε ή έξι λιγότερο σημαντικά.  Μετά την διατριβή του, η πρώτη του δημοσίευση, με τίτλο ‘Über sociale Differenzierung’ (1890), ήταν αφιερωμένη στα κοινωνιολογικά προβλήματα, αλλά για μια σειρά ετών στη συνέχεια, δημοσίευσε κυρίως στον τομέα της ηθικής και φιλοσοφίας της ιστορίας, επιστρέφοντας στην κοινωνιολογία μόνο σε μεταγενέστερη χρονολογία. Τα δύο σημαντικά πρώιμα έργα του, τα ‘Προβλήματα της Φιλοσοφίας της Ιστορίας’ και οι δύο τόμοι στην ‘Εισαγωγή στην Επιστήμη της Ηθικής’, δημοσιεύθηκαν στα 1892-1893. Το 1900, ακολούθησε η ‘Φιλοσοφία του χρήματος’ (Philosophie des Geldes), ένα βιβλίο στο μεταίχμιο μεταξύ της φιλοσοφίας και της κοινωνιολογίας.  Μετά από κάποια κείμενα για τη θρησκεία, τον Καντ, τον Γκαίτε, τον Νίτσε και τον Σοπενχάουερ, ο Ζίμμελ προχώρησε στην σημαντική κοινωνιολογική εργασία του, την ‘Κοινωνιολογία’, το 1908.  Μεγάλο μέρος του περιεχομένου του, όμως, είχε ήδη δημοσιευθεί προηγουμένως σε άρθρα εφημερίδων. Ακολούθως στράφηκε μακρiά από κοινωνιολογικά ερωτήματα για σχεδόν μια δεκαετία, αλλά επέστρεψε με τον μικρό τόμο που δημοσιεύθηκε το 1917, τα ‘Βασικά ζητήματα   της Κοινωνιολογίας’. Τα άλλα βιβλία του, κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του, ασχολούνταν με την πολιτιστική κριτική (Philosophisch Kultur, 1911), με κριτική λογοτεχνίας και τέχνης, (‘Γκαίτε’, 1913, και ‘Ρέμπραντ’, 1916), και με την ‘Ιστορία της Φιλοσοφίας’ (Hauptprobleme der Philosophie, 1910). Στην  τελευταία δημοσίευση του, ‘Άποψη για τη ζωή’ (Lebensanschauung, 1918), παραθέτει την φιλοσοφία που είχε εκπονήσει προς το τέλος της ζωής του για θέματα που τον απασχολούσαν φαίνεται έντονα.

Επειδή δεν ήταν σε θέση να αναπτύξει ένα συνεπές κοινωνιολογικό ή φιλοσοφικό σύστημα, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Ζίμμελ δεν κατάφερε να δημιουργήσει δική του ‘σχολή’  ή να αφήσει  μαθητές πίσω του. Με τη συνηθισμένη του διαύγεια και αυτοσυνείδηση, σημείωσε τα  συναισθήματά του στο ημερολόγιο λίγο πριν από το αίσθημα του θανάτου του: ‘Ξέρω ότι θα πεθάνω χωρίς πνευματικούς κληρονόμους, όπως θα έπρεπε. Η  κληρονομιά μου θα είναι, τρόπον τινά σε μετρητά, θα διανεμηθούν σε πολλούς κληρονόμους…’.

Όπως και πράγματι έγινε! Μεταξύ των Αμερικανών κοινωνιολόγων που επηρεάστηκαν από τον Ζίμμελ, ήταν αναμφισβήτητα ο Ρόμπερτ Παρκ (Robert Park, 1864-1944). Όποιος διαβάσει το έργο του τελευταίου, δεν μπορεί να παραβλέψει τη βαθιά επίδραση που άσκησε πάνω του ο Ζίμμελ. Αλλά και πολλοί ευρωπαίοι επηρεάστηκαν αρκετά από τα κείμενά του. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι μαρξιστές φιλόσοφοι Γκέοργκ Λούκατς και Έρνστ Μπλοχ, ο φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Μαξ Σέλερ, και αρκετοί ακόμα φιλόσοφοι, οι οποίοι αισθάνονται κυριολεκτικά ευγνωμοσύνη γι’ αυτόν, για τους δικούς τους ο καθένας λόγους!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top