Fractal

Μίνως Ευσταθιάδης: “Δεν νομίζω ότι ένας αυτόχθων του Αμαζονίου θα νοιώσει ποτέ καλά στη Νέα Υόρκη”

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

minosΘα μπορούσε να ζει στη Γερμανία, επέλεξε, όμως, εν τω μέσω της κρίσης να γυρίσει. Θα μπορούσε να ζει και να εργάζεται στην Αθήνα. Προτιμά «όπου υπάρχει θάλασσα». Θα μπορούσε να συνεχίζει να γράφει επιτυχημένα θεατρικά. Υπογράφει το πρώτο του αστυνομικό, υπαρξιακό μυθιστόρημα. Ο Μίνως Ευσταθιάδης διεκδικεί τον δικό του τρόπο ζωής, τον δικό του τρόπο γραφής. Το βιβλίο του «Το δεύτερο μέρος της νύχτας» από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» υπήρξε η αφορμή για την συνέντευξη, αιτία η ίδια η ζωή του.

-Κύριε Ευσταθιάδη, γιατί επιλέξατε την Γερμανία ως τόπο του καινούργιου σας βιβλίου;

Νομίζω πως όλες οι ιστορίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τον τόπο που διαδραματίζονται. Κατά κάποιο τρόπο οι ίδιοι τόποι πλάθουν τις αφηγήσεις τους κι όχι το αντίστροφο.
Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από μια βόρεια, μια γοτθική ιστορία. Η Γερμανία είναι κατά παράδοση βουτηγμένη μέσα τους.

 

-Και γιατί επιστρέψατε; Εδώ έχουμε κρίση, δεν είσαστε πιο καλά εκεί;

Δεν θέλησα να διαλέξω το μέρος που ζω βάση οικονομικών όρων. Απλά μου ήταν επώδυνο να μένω μακριά απ’ αυτόν τον τόπο, κι ακόμα περισσότερο μακριά απ’ αυτό το φως. Λένε πως οι γάτες διαλέγουν συγκεκριμένα σημεία στο σπίτι, εκεί που νοιώθουν δυνατότερες. Το ίδιο συμβαίνει και στους ανθρώπους. Δεν νομίζω ότι ένας αυτόχθων του Αμαζονίου θα νοιώσει ποτέ καλά στη Νέα Υόρκη. Μπορεί να κερδίσει πολλά χρήματα, ίσως καταφέρει να γίνει διάσημος ή ακόμα και να εκλεχθεί ως δήμαρχος της πόλης. Μα κάθε βράδυ, μέσα στο στενάχωρο δωμάτιό του, θα ματώνει κρυφά για τον Αμαζόνιο.
Είναι βέβαια θλιβερό να ζει κάποιος σήμερα στην Ελλάδα. Μπορεί να μυρίσει καθημερινά τις σάρκες της, σε αποσύνθεση. Τα αρπακτικά μαλώνουν για την μοιρασιά, ενώ οι θεατές παρακολουθούν από τους καναπέδες. Στην ανάπαυλα προσπαθούν κι εκείνοι ν’ αρπάξουν κάποιο κομμάτι και δεν σταματάνε να περιμένουν την σωτηρία από το μέλλον.

 

Minos-Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας; Αστυνομικό, υπαρξιακό…

Είμαι ο πλέον ακατάλληλος να χαρακτηρίσω το δικό μου βιβλίο. Συνεχώς θέλουμε να γράψουμε κάποια ιστορία και στο τέλος λοξοδρομούμε. Κι έτσι ξεπηδάει κάτι άλλο, αλλιώτικο, κάτι που στην ουσία δεν ορίζουμε εμείς.
Αν έπρεπε να το περιγράψω με λίγες λέξεις, τότε πρόκειται για «ένα αξεδιάλυτο κουβάρι αίματος, αγωνίας και αγάπης».

 

-Θα μας πείτε πώς γράφτηκε; Κάτι σαν το εργαστήρι του συγγραφέα: συνθήκες, εμμονές, κοινές συνισταμένες με τα προηγούμενα βιβλία σας…

Γράφτηκε φθινόπωρο και χειμώνα. Τον περισσότερο καιρό σ’ ένα ξενοδοχείο (έβδομης κατηγορίας) κάτω από μια τρομακτικά όμορφη ευρωπαϊκή πόλη. Έχω ανάγκη την ησυχία και την μοναξιά όταν γράφω. Μα κι όταν ζω. Μάλλον δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με τα προηγούμενα μυθιστορήματά μου. Θα υπάρχουν βέβαια κοινές συνισταμένες, εγώ όμως δύσκολα τις διακρίνω. Ίσως κάποιος πιο αντικειμενικός παρατηρητής να τα κατάφερνε καλύτερα. Μου προξενεί αδιαφορία η ιδέα να γράφω συνεχώς «το ίδιο βιβλίο», έστω κι αν αληθεύει πως στην ουσία οι περισσότεροι συγγραφείς αυτό κάνουν.

 

-Διαδραματίζονται κι εκείνα εκτός Ελλάδας;

Το «Χωρίς γλώσσα» (Καστανιώτης, 2004) διαδραματίζεται εκτός αλλά και εντός Ελλάδος. Περνάει μέσα από πολλά κράτη, προσπαθώντας να ξεχάσει ή ίσως να αγνοήσει τα σύνορα. Θεωρώ την Ελλάδα ως «τόπο μου», μα την Ευρώπη ως «χώρα μου». Ανήκω σε εκείνη την γενιά των πεισματικά ρομαντικών και ρομαντικά άπιστων, που πιστεύουν πως οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη κανενός είδους σύνορα.

 

-«Το γεύμα» αλήθεια πώς προέκυψε; Σας ενδιαφέρει το θεατρικό έργο;

Δεν διαθέτω πραγματική θεατρική παιδεία κι όταν αποφάσισα να γράψω θεατρικό κείμενο, είχα την αίσθηση της ανοιχτής θάλασσας. Ευτυχώς βρέθηκε δίπλα μου η Kathrin Liegmann που έχει σπουδάσει θεατρολογία κι έτσι γλύτωσα τον πνιγμό. Την ευχαριστώ γι’ αυτό. Σταθήκαμε εξαιρετικά τυχεροί αφού «Το Γεύμα» ανέβηκε σε παράσταση και μάλιστα δύο φορές μέσα σε τρία χρόνια. Τώρα, μεταφρασμένο στα γαλλικά και στα γερμανικά, ταξιδεύει κάπου εκεί έξω. Μα δεν είναι αυτό το πιο σημαντικό. Όταν κάθεσαι στο τελευταίο κάθισμα και παρακολουθείς τους ηθοποιούς να παίζουν με τα λόγια που εσύ έγραψες… οι αναπνοές σου αλλάζουν, δυσκολεύουν. Τουλάχιστον έτσι νοιώθω εγώ. Το ταξίδι του θεάτρου κρύβει μια μαγεία που ξεπερνάει τον γραπτό λόγο.

 

-Ο Μπόρχες; Μάλλον του έχετε κι εσείς αδυναμία…

Διαβάζοντας… κάποτε, μάλλον αναπόφευκτα, πέφτεις πάνω στον Μπόρχες. Και τότε, σχεδόν πάλι αναπόφευκτα, απομένεις κοκαλωμένος. Πού θα μπορούσαμε να χαθούμε πιο εκστασιασμένοι από τις λέξεις, αν όχι μέσα στους λαβυρίνθους του;

 

-Ο εσταυρωμένος του βιβλίου σας θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως αλληγορία, ως παραβολή…

Για αιώνες η ανθρωπότητα δεν κρύβει την αδυναμία της στον σταυρό. Φτάνει να αναλογιστούμε πως μια ολόκληρη θρησκεία τον προστατεύει ως ιερό σύμβολό της. Μα δεν απεικονίζει κυρίως τον μοναχικό δρόμο κάποιου βασανιστικού θανάτου;
Ο εσταυρωμένος του μυθιστορήματος έχει κοιτάξει την απόλυτη φρίκη κατάματα. Τον αξίζει… τον έχει «κερδίσει» αυτόν τον θάνατο.

 

-Ο δολοφόνος δεν είναι απαραίτητα «ο κακός» και «το θύμα» θα μπορούσε να θεωρηθεί και θύτης, είναι δυσδιάκριτα τα όρια σήμερα ανάμεσα στο καλό και στο κακό;

Τις περισσότερες φορές η στερεοτυπική διάκριση ανάμεσα σε «καλούς» και «κακούς» χρησιμεύει στην εύκολη δικαιολόγηση της βίας. Συχνά όμως ο θύτης και το θύμα κάθονται αντικριστά και κοιτάζονται, οι ρόλοι εναλλάσσονται ακατάπαυστα. Το βλέπουμε σχεδόν καθημερινά να συμβαίνει μπροστά μας. Το καλό ή το κακό αποφασίζεται, και κυρίως εκτελείται, μέσα σε δευτερόλεπτα.
Υπάρχουν, βέβαια, και οι επαγγελματίες του σκότους. Η ακλόνητη πίστη τους -σε οτιδήποτε- φαίνεται πως αποτελεί το αρχαιότερο και ταυτόχρονα το πιο θανατηφόρο όπλο. Αν μπορούσα να αποδώσω ένα μοναδικό κοινό χαρακτηριστικό στους «καλούς» (κι αν υπάρχουν πραγματικά τέτοιοι…), θα έλεγα πως πάντα αμφιβάλλουν.

 

-Επιλέξατε να ζήσετε σε μια επαρχιακή πόλη στην Ελλάδα, πώς είναι η ζωή σας εκεί;

Η ελληνική επαρχία δεν έχει κατορθώσει να βγει από τον ανατριχιαστικό αστερισμό του σκυλάδικου, της φτιαγμένης με διπλή εξάτμιση BMW και της κριτικής του φραπέ. Μικρογραφίες της Αθήνας, με εξίσου γελοίο lifestyle αλλά λιγότερο χρήμα. Εκτάσεις απίστευτης φυσικής ομορφιάς και φοβερών οικολογικών δυνατοτήτων χάνονται ανάμεσα σε τσιμεντένια εκτρώματα και σωρούς από τα σκουπίδια μας. Μα υπάρχουν και άνθρωποι περήφανοι, σιωπηλοί, βγαλμένοι από διαφορετικούς πλανήτες. Που ξοδεύονται μπροστά από κλειστές πόρτες και ανοιχτή πίκρα.
Πάνω απ’ όλα ορθώνεται η θάλασσα. Πολλές φορές δεν καταφέρνω να βρω κανένα νόημα μακριά από το νερό.

 

-Η κρίση και οι κοινωνικές και πολιτικές απόψεις στο βιβλίο, μας έρχονται και από… απέναντι, ακούμε και τον αντίλογο, βλέπουμε και την άλλη όψη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι και ένα βιβλίο πολιτικό; Όλα είναι πολιτική;

Πλήττω θανάσιμα με τα μυθιστορήματα που κρύβουν μαθήματα πολιτικής ορθότητας. Δεν ξέρω όμως πως θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για τον πόνο και το πάθος σε μια κοινωνία, χωρίς να θίξει τις δομές της ίδιας της κοινωνίας. Σίγουρα θέλησα να μιλήσω και για την Ευρώπη. Αυτή που φαίνεται να χάνει συνεχώς το νόημά της, που ξεχνάει τις καταβολές της, που εγκαταλείπει τα παιδιά της. Προσπάθησα να μιλήσω για τις μάσκες που πέφτουν όλο και γρηγορότερα πλέον, να περιγράψω τις μορφές που ξεπηδάνε από κάτω.

 

-Ο ήρωάς σας, ο φτηνός ντετέκτιβ με το αμερικανικό όνομα και την ελληνική καταγωγή, το «διαμαρτυρόμενο γουρούνι», ο θύτης, το θύμα, μοιάζουν είδη υπό εξαφάνιση, με ταυτότητα σύνθετη, θα θέλατε να μας πείτε κάτι γι’ αυτήν ειδικά την επιλογή;

Με ενδιαφέρουν όλα τα υπό εξαφάνιση είδη. Ειδικά μάλιστα εκείνα που απειλούνται λόγω της «ιερής» ανθρώπινης δραστηριότητας. Μου φαίνεται ότι εκεί ακριβώς κρύβεται η κωμικότερη τραγωδία μας: Στην ψευδαίσθηση ότι είμαστε σημαντικότεροι από οτιδήποτε άλλο στον πλανήτη.
Είναι σαφές το επόμενο βήμα: Αφού ως άνθρωποι διαθέτουμε το μοναδικό δικαίωμα να αξιολογούμε την κάθε ζωή, τότε και η ζωή κάποιων ανθρώπων δεν μπορεί παρά να είναι σημαντικότερη από κάποιων άλλων. Η παγίδα που έχουμε στήσει αποδεικνύεται απόλυτη, δηλαδή τέλεια. Καταστρέφουμε ό,τι βρούμε στο πέρασμά μας, ενώ ταυτόχρονα (κατ)αναλώνουμε και μερικούς από εμάς.

 

-Υπάρχουν κοινές συνισταμένες, εμμονές, στα βιβλία σας; Κάτι που να επαναλαμβάνεται σαν μοτίβο ή ύφος; Το αγκάθι σας; έτσι δε λένε; Ότι η λογοτεχνία από τα αγκάθια και τις σκιές της, τα φαντάσματα και τις εμμονές της πως ζει;

Η λογοτεχνία, η τέχνη γενικότερα, ζει σκουντουφλώντας ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Η πάλη τους την θρέφει, τα φαντάσματα τη νανουρίζουν τις νύχτες.
Πώς θα μπορούσα να έχω γλυτώσει εγώ από τις εμμονές;
Ο χαμένος χρόνος. Η αναπόφευκτη μοναξιά. Η φυγή ως τελευταίο καταφύγιο. Και φυσικά η ανθρώπινη ήττα.

 

-Γιατί γράφετε; Τι είναι αυτό που σας δίνει μόνο η γραφή;

Για κάποιους από εμάς, νομίζω πως ο Κιούμπρικ το διατύπωσε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο: «κάνουμε ταινίες για να μην τρελαθούμε».
Η γραφή χαρίζει μικρές ανάσες ελευθερίας. Είναι σωτήριες οι ώρες που ζούμε σ’ εκείνο τον άλλο κόσμο, τον φανταστικό. Πώς αλλιώς θα αντέξεις την τυραννία της πραγματικότητας;

 

* Ο Μίνως Ευσταθιάδης σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Ανόβερο. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα «Έξοδος» (εκδόσεις Ανατολικός, 2000) και «Χωρίς γλώσσα» (εκδόσεις Καστανιώτη, 2004). Το έργο του «Το Γεύμα» πήρε το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό πρωτότυπου θεατρικού έργου της εταιρείας «Θέατρο-Εργαστήριο» το 2011. Την ίδια χρονιά ανέβηκε στην Αθήνα στο θέατρο «Άρτι» και εκδόθηκε το 2012 (εκδόσεις Ευρασία). Το 2014 παίχτηκε στο «Act» στην Πάτρα. Έχει μεταφραστεί στα γερμανικά και στα γαλλικά. Το μυθιστόρημά του «Το δεύτερο μέρος της νύχτας» έχει μεταφραστεί στα γερμανικά και θα εκδοθεί στη Γερμανία το 2014 (Acabus Verlag). Εκ πεποιθήσεως ταξιδεύει και ζει κοντά στη θάλασσα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top