Fractal

Διήγημα: “Θαλασσοβαπτίσεις”

Του Μίλτου Χατζηδάφνη // *

 

 

f6

 

«Θα σου πω μια ιστορία». Αυτό μου απάντησε όταν ρώτησα το όνομα της. «Όταν ήμουν μικρό κοριτσάκι τις διακοπές του καλοκαιριού τις περνούσαμε στην Ελλάδα γιατί η αδερφή του μπαμπά μου είχε παντρευτεί εκεί έναν Έλληνα ψαρά, o οποίος ούτε είχε αφήσει, ούτε σκόπευε ποτέ ν’ αφήσει το νησί του, ούτε για μισή μέρα, όπως έλεγε. Η αδερφή του μπαμπά μου τον ερωτεύτηκε σφόδρα, ερωτεύτηκε και το νησί και δεν έφυγε ούτε και εκείνη ποτέ απ’ εκεί. Έτσι, τα πρώτα χρόνια πηγαίναμε εμείς κάθε καλοκαίρι ανελλιπώς για να τη δούμε. Απ’ όταν τελείωσα το σχολείο, οι γονείς μου συνέχισαν να πηγαίνουν μόνοι τους. Εγώ αποφάσισα ότι δεν μ’ αρέσουν και τόσο τα ταξίδια. Προτιμώ να κάνω βόλτες στην πόλη παρά να μπαινοβγαίνω στα αεροπλάνα και στα βαπόρια… Τέλος πάντων. Με ρώτησες για το όνομα μου… Γι’ αυτό σ’ τα λέω όλα αυτά, μη νομίζεις ότι είναι άσχετα. Στα μάτια σου βλέπω ότι νομίζεις πως είναι άσχετα. Αλλά συνεχίζω για να διαπιστώσεις αμέσως πως δεν είναι καθόλου άσχετα. Τα καλοκαίρια λοιπόν στο νησί, έκανα παρέα με το παιδί του γείτονα που ήμαστε συνομήλικοι. Ήξερε λίγα αγγλικά, πολύ λίγα, αλλά τα κουτσοβολεύαμε. Στα σπαστά αγγλικά μου είχε εξηγήσει ότι στην Ελλάδα όταν γεννιέται ένα καινούργιο παιδί, έτσι είχε πει- a new kid, δεν ξέρω αν ήταν η λέξη που ήθελε να χρησιμοποιήσει ωστόσο, το πηγαίνουν στην εκκλησία, το βουτάνε στο νερό και του δίνουν ένα όνομα. Και αυτό είναι το όνομα του φυσικά, για όλη του τη ζωή, επειδή το βούτηξαν στο νερό. Δεν ξέρω πως ξεκίνησε, ήταν το παιχνίδι μας, κάθε καλοκαίρι στο πρώτο μπάνιο που κάναμε μαζί, στην πρώτη βουτιά, ο ένας φώναζε για τον άλλον ένα όνομα και έπρεπε να το έχει για όλο το καλοκαίρι. Αν γυρνούσε στην προσφώνηση του πραγματικού του ονόματος έπρεπε να κάνει κάτι μετά. Και πάντα ήταν κάτι πολύ ντροπιαστικό, όπως να κατουρήσεις μες στη θάλασσα και παράλληλα να φωνάζεις κατουράω κατουράω. Τις ντροπιαστικές λέξεις που έπρεπε να λέω αν είχα απαντήσει στο πραγματικό μου όνομα, μου τις έλεγε στα ελληνικά για να είναι ήσυχος ότι για παράδειγμα φωνάζω κατουράω κατουράω και όχι απλά κολυμπάω κολυμπάω ή είναι υπέροχα είναι υπέροχα. Τα ονόματα που του έδινα εγώ, του άρεσαν, αν και ποτέ δεν τα πρόφερε σωστά. Τα θυμάμαι στη σειρά. Το πρώτο ήταν Peter, μετά William, David, ήταν η χρονιά που άκουγα πολύ Bowie, ύστερα Tony, και άλλα τέτοια παρόμοια που δεν χρειάζεται να απαριθμήσω τώρα γιατί δεν έχει καμία σημασία και θα σε κουράσω. Απ’ την άλλη, τα ονόματα που μου ‘δινε δεν μου άρεσαν καθόλου. Πρέπει να μην τα σκεφτόταν και πολύ γιατί στην γειτονιά που μέναμε ή σε μια βόλτα κάπου έξω, τα άκουγα πολύ συχνά όσο ήμουν στην Ελλάδα. Δεν ξέρω πως, σχεδόν καταλάβαινα ό,τι μου έλεγαν εκείνοι οι νησιώτες χωρίς να έχω κάνει μαθήματα ελληνικών στο σχολείο ή οπουδήποτε αλλού, και έτσι με την ίδια ευκολία έπιανα και τα ονόματα αν άκουγα κάποιο. Το τελευταίο καλοκαίρι στο νησί, με θαλλασοβάφτισε Ζωή. Μου είχε φανεί πάλι απογοητευτικά συνηθισμένο και τύγχανε στο σχολείο μου να έχω δύο συμμαθήτριες μ’ αυτό το όνομα, όπως το τονίζουμε όμως στην παραλήγουσα Zoe και δεν τις χώνευα κιόλας. Όταν κάτσαμε στην άμμο μου εξήγησε ότι Ζωή σημαίνει life και δεν ήταν μια λέξη χωρίς νόημα όπως ήταν το όνομα των δύο συμμαθητριών μου…»

 

Το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι, στο οποίο είχα καθίσει γιατί ήταν δίπλα στο παράθυρο ήταν αρχικά άδειο και συνειδητοποίησα ότι είχε γεμίσει από δύο παρέες των δύο ατόμων μόνο όταν άδειασε η δική της καρέκλα δίπλα στην δική μου. Δεν θυμάμαι τις φυσιογνωμίες τους. Δεν θυμάμαι με τι συνόδευσα το δείπνο μου. Αν είχα πάρει κρασί ή μπύρα. Θυμάμαι μόνο ότι έφυγε βιαστικά χωρίς καλά-καλά να ολοκληρώσει την πρόταση της και δεν μου πέρασε καν απ’ το μυαλό να της ζητήσω το τηλέφωνο της όταν έσμπρωξε προς τα πίσω την καρέκλα της και σηκώθηκε να φύγει. Βλέποντας το ρολόι στον καρπό της είπε ότι είχε αργήσει με τη φλυαρία της και από ώρα έπρεπε να είχε συναντήσει μια φίλη της έξω απ’ το Γκρόσβενορ Παρκ όπου θα έβλεπαν μια ταινία στη βραδινή υπαίθρια προβολή. Τώρα η ταινία θα είχε αρχίσει, είπε, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της, αλλά είπε επίσης, ότι ούτως ή άλλως, ήταν μια απ’ αυτές τις παλιές κλασσικές ταινίες του ‘80 ή του ’90 που παίζουν στις θερινές προβολές και είχε δει εκατοντάδες φορές και το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να απολαύσει τη μαλακή βραδιά που δεν ήταν και τόσο συχνές μέχρι τότε, εκείνο το καλοκαίρι. Αλλά να που ήταν τυχερή γιατί είχε κλείσει τα εισιτήρια πριν καιρό χωρίς να ξέρει τι καιρό θα έκανε.

Την είδα να βγαίνει απ’ την πόρτα και να χάνεται στη μαλακή, χρησιμοποιώ τη λέξη της, βραδιά, αργά. Δεν είχε επιταχύνει το βήμα της για όσο την έβλεπα απ’ την τζαμαρία να περπατάει στην Beak Street ανάμεσα σε άλλους περαστικούς. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, δεν μου είχε πει το πραγματικό της όνομα, αλλά την τελευταία στιγμή που την έπιασε το βλέμμα μου πριν στρίψει και χαθεί απ΄ το οπτικό μου πεδίο, μου φάνηκε ότι δεν ήταν απαραίτητο να λέγεται κάπως, να έχει τουλάχιστον ένα όνομα, να έχει ένα μόνο όνομα, καθώς συμπορευόταν με όλους τους υπόλοιπους αγνώστους που χωρίς όνομα περιδιάβαιναν κάτω απ’ το τελευταίο φως της ημέρας στο σούρουπο.

 

 

* Ο Μίλτος Χατζηδάφνης γεννήθηκε στο Ροδολίβος Σερρών το 1984. Σπούδασε Διοίκηση Επίχειρήσεων και απ’ το 2011 ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο ”Ο τελευταίος ήρωας” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top