Fractal

“Μικρός Ήρωας” – Διήγημα της Μαρίας Σκιαδαρέση

 

dihg1

 

Βρέθηκε μπόσικος και πέταξε την μπαρούφα. Μετάνιωσε αμέσως μα ήτανε αργά. Αν μαθευόταν, ποια η θέση του ανάμεσα στους φίλους;

Τελευταία μέρα εξετάσεων, Χημεία. Έγραψε άριστα.

Πού θα πάτε διακοπές;

Ο Αλέξης ρώτησε, πάντα αυτός ανοίγει την κουβέντα, ρωτάει κι απαντάει ο ίδιος «πού θα πάτε για σκι –εμείς στην Ελβετία- πού θα πάτε για Πάσχα -εμείς στο Ελούντα Μπιτς. Αρχίσανε κι οι άλλοι, εγώ αυτό, εγώ εκείνο, όλων οι πατεράδες ματσωμένοι, μανάδες σα μοντέλα, χαζεύει ο Λουκάς όταν τις βλέπει να προχωρούν με χάρη προς τα γραφεία της διεύθυνσης.

 

hero2

 

Από τα πιο ακριβά ιδιωτικά της χώρας, κόρες και γιοι ανθρώπων με δύναμη κι επιρροή. Πριν δύο χρόνια είπαν να κάνουν μια καινοτομία που, και παιδιά θα βοηθάει κάθε χρόνο, και θα είναι διαφήμιση γι’ αυτούς. Μετρούν αυτά στον κόσμο τους!

Υποτροφίες λοιπόν, τρεις κάθε χρόνο, για τρία παιδιά που θ’ αριστεύσουν στις εισαγωγικές για το γυμνάσιο, ανεξαρτήτως εισοδήματος, κι αν είναι από επαρχία σαν τον Λουκά, μένουν στο οικοτροφείο της σχολής. Θριάμβευσε ο Λουκάς πέρσι το καλοκαίρι! Πρώτος των πρώτων πέρασε, είκοσι καθαρό σε όλα τα μαθήματα, ακόμα και στη γλώσσα –έχει έφεση στις γλώσσες, ήδη στα δώδεκά του φυσάει στα αγγλικά, διαβάζει σαν τρελός, από εξάχρονος στο φροντιστήριο της πόλης του άριστος κάθε χρόνο, προ τριετίας μάλιστα η διευθύντρια κάλεσε τη μάνα του, δε θέλω χρήματα, της είπε, τέτοια παιδιά σαν το δικό σας είναι διαφήμιση. Κάπως ανάσανε η καημένη που πολεμάει να ζήσουν μ’ εκείνο το μποστάνι, ντομάτες, κολοκύθια, αγγούρια, λάχανα κι όλα τα εποχικά, έχασαν τον πατέρα του νωρίς –δεν είχε κλείσει τα σαράντα, πάνε έξι χρόνια- ανεύρυσμα, είπε ο γιατρός, μια μέρα στο χωράφι έπιασε το κεφάλι του, για λίγο ταλαντεύτηκε μπρος πίσω και ξάπλωσε φαρδύς πλατύς απάνω στα καρότα που μόλις είχαν βγάλει φυλλαράκι. Μέρες δύο σε κώμα κι έσβησε βράδυ, το έμαθε ο Λουκάς την άλλη μέρα που ανοίγοντας τα μάτια είδε τη μάνα μαυροφόρα, στεγνή όπως πάντα, αδάκρυτη. Τον σήκωσε, τον έπλυνε, του έβγαλε το πετσί σκουπίζοντάς τον, «το μεσημέρι είναι η κηδεία» είπε ξερά με τον γνωστό της τρόπο. Καλή γυναίκα μα σκληρή και πάντα θυμωμένη, με τη ζωή, την κούραση, τα χρέη, μετά το θάνατο του άντρα της σκλήρυνε κι άλλο.

Πού πάτε διακοπές το καλοκαίρι;

Κανείς δεν ξέρει τίποτα για τα βαλάντια των παιδιών με υποτροφία, σωστή πολιτική του διευθυντή, δε θέλει διακρίσεις, έχει και αέρα ο Λουκάς, άγνωστα  σε όλους τα κεσάτια του, μόνο πως είναι επαρχιώτης ξέρουν, εξ ου και οικότροφος. Δεν πρόλαβε επίσης να κάνει ακόμα φιλίες κολλητές, όλοι τους μια παρέα, κυρίως στη μπάλα, κομπλάρει κιόλας να ανοιχτεί ακούγοντας τους άλλους και μένει σιωπηλός. Δε σε συμφέρει ν’ ανοίγεις τα χαρτιά σου σε τύπους σαν κι αυτούς, εύκολοι στο σνομπάρισμα και την καζούρα. Γι’ αυτό, δεν ξέρει πώς του ήρθε και πέταξε απερίσκεπτα «με κάλεσε ο μπαμπάς στην Κένυα για σαφάρι!» Άνετο ύφος, τάχα συνηθισμένος σε τέτοιες ταρζανιές. Μείναν τα σπόρια αμίλητα ολόκληρο λεπτό, ο Αλέξης σαν να έχασε το χρώμα του, δεν του άρεσε που ο ήρωας της παρέας θα ήταν άλλος απ’ αυτόν το προσεχές φθινόπωρο.

Πλάκα μας κάνεις, ρε μαλάκα;

Τι πλάκα, ρε; Όλα με περιμένουν, κάσκα, στολή και όπλο ακόμα! Μου υποσχέθηκε ο πατέρας μου, που ζει στην Αφρική εδώ και χρόνια, πως φέτος επιτέλους θα με πάρει να πάμε για κυνήγι! Αυτή είναι η δουλειά του, θα έλεγα το χόμπυ του, να κυνηγάει άγρια ζώα σ’ ολόκληρο τον κόσμο».

Μετά απ’ αυτό τον πήρε ο κατήφορος και μίλησε για όλα τα θαυμαστά που ζει ο μπαμπάς του, αλλά κι αυτός μέσα από τα μηνύματα που συνεχώς του στέλνει.

Πέσαν απάνω του ρωτώντας τί και πώς! Θα σας τα πω όταν έρθω, πρώτη φορά πηγαίνω, έκοψε την κουβέντα κι έφυγε σφαίρα απ’ την παρέα να τους αφήσει να χωνέψουν τον ρούμπο που τους έκανε.

Μετά δυο μέρες ανέβηκε στο σπίτι. Θερμοκρασία Αφρικής στον κάμπο, τουλάχιστον σ’ αυτό έπεσε μέσα! Δήλωσε στη μητέρα του πως φέτος θα τη βοηθήσει, είναι μεγάλος πια. Στα μάτια της σαν να τρεμόπαιξε η ευτυχία, μια λάμψη τρυφερότητας τον έλουσε, ακόμα και το στόμα της δεν μπόρεσε να κρατηθεί, αντράκι μου, εσύ, μεγάλωσες και με βοηθάς! Πρώτη φορά ο Λουκάς ένιωσε την παλάμη της τόσο ζεστή απάνω στο κεφάλι του.

Δυο μήνες στη ντομάτα· πότισμα, ξεβοτάνισμα, κουβάλημα τελάρων, να πάει η μάνα στις λαϊκές που στήνει πάγκο, πολλή η ντομάτα φέτος, καλή ποιότητα, σφιχτή και ζουμερή σαν μπούτι αθλήτριας. Ήρθε ο Λουκάς και έδεσε, μαύρισε το πετσί του, ξανθύναν τα μαλλιά του, πιο ανοιχτά δείχνουν τα μάτια του τα πράσινα, έριξε μπόι απότομα, τα παντελόνια κόντυναν, θέλει καινούργια. Σίγουρα στο ξεκίνημα της σχολικής χρονιάς θα πει το ναι επιτέλους και η Δάφνη να φάνε αυτό το παγωτό και να τα πούνε, λαχτάρα του Λουκά εδώ και μήνες.

Πριν φύγει τον Σεπτέμβρη για Αθήνα, έβγαλε η μάνα του και τού ’δωσε λεφτά. Καλά λεφτά! Κράτα να έχεις, μεγάλωσες, μονάχος σου εκεί πέρα κάτι θα θες να πάρεις, μη σου λείψει. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ήλιε μου, το αξίζεις, του είπε βουρκωμένη κι έμεινε ο γιος με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε τέτοια άγνωστη γλύκα. Δε στάθηκε μόνο σ’ αυτό, μα άνοιξε τα δυο μπράτσα της κι έσφιξε το κεφάλι του στο στήθος.

Να έχεις την ευχή μου, αγόρι μου. Εφέτος με ξεκούρασες. Ήρωά μου!

Να που είμαι ήρωας λοιπόν, σκεφτόταν ο Λουκάς στο λεωφορείο του ταξιδιού για την Αθήνα με την ψυχή κουβάρι από τα αισθήματα· καμάρι που καμάρωσε η μάνα του γι’ αυτόν, φόβο μην καταλάβουν τα παιδιά το ψέμμα του για το σαφάρι, τρόμο να μην ακούσει η Δάφνη το ρεζίλι του και τον διαγράψει.

Κι άξαφνα παίρνει την απόφαση! Θα τους το πω εγώ, και μάλιστα θα πω όλη την αλήθεια, πως το σαφάρι ήτανε πλάκα κι όλο το καλοκαίρι δούλεψα για τη μάνα μου, πως πήγαμε καλά και πως απόκτησα λεφτά απ’ τη δουλειά μου σαν τους μεγάλους. Ποιος απ’ αυτούς μπορεί να πει πως έβγαλε λεφτά δικά του ως τώρα; Μονάχα εγώ! Άλλωστε, μόλις με δούνε να κερνάω τη Δάφνη παγωτό, θα το χωνέψουν!

 

 

SkiadaresiΗ Μαρία Σκιαδαρέση γεννήθηκε στην Αθήνα το 1956. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολήθηκε με την προϊστορική αρχαιολογία και αργότερα με τη νεότερη ιστορία. Έργα της: Το μυθιστόρημα “Άτροπος ή Η ζωή και ο θάνατος της Βενετίας Δαπόντε” (Πατάκης, 1996), η νουβέλα “Και νεκρούς ανασταίνει”, (Πατάκης, 1997), η συλλογή από νουβέλες “Κίτρινος χρόνος” (Πατάκης, 1999), το δοκίμιο “Το έργο του Ρήγα Βελεστινλή” (αφιέρωμα στα 200 χρόνια από το θάνατό του, Μεταίχμιο, 1998), το διήγημα “Η ζημιά” σε συλλογικό τόμο (Μεταίχμιο, 2002), το μυθιστόρημα “Με το φεγγάρι στην πλάτη” (Καστανιώτης, 2003), η συλλογή διηγημάτων “Όπως οι άπιστοι κι εμείς” (Καστανιώτης, 2005), το μυθιστόρημα “Χάλκινο γένος” (Πατάκης, 2013). Και τα βιβλία για παιδιά: “Καλημέρα-Καληνύχτα” (Δελφίνι, 1994). “Κωνσταντίνος Κανάρης” (Ιστορική μονογραφία), (Άμμος, 1997), “Ο θησαυρός του Ασπρογένη” (Πατάκης, 1998), “Ρήγας Βελεστινλής” (Ιστορική μονογραφία) (Άμμος 1997), “Γιλάν, η πριγκίπισσα των φιδιών” (Φαντασία, 2004), κ.ά. Πρόσφατο μυθιστόρημά της «Χάλκινο είδος».

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top