Fractal

Μικρασιατικές μνήμες

Γράφει η Μαρία Λιλιμπάκη – Σπυροπούλου // *

 

«Η Μικρασιατική μου πλευρά» του Κώστα Μ. Σταματόπουλου, εκδ. Καπόν, σελ. 136

 

To  κείμενο που ακολουθεί αποτέλεσε την εισήγησή μου στην παρουσίαση του βιβλίου «Η Μικρασιατική μου πλευρά» του Κώστα Μ. Σταματόπουλου, στο βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ στη Θεσσαλονίκη. Αρχικά, ομολογώ ότι αναρωτήθηκα για το τί ενδιαφέρον θα εξέθετα, καθώς είμαι κατά βάση τεχνικός που διερευνά τον χώρο, με μακρινή και εξ αγχιστείας επαφή με το θέμα, την Μικρασιατική πλευρά. Ζώσες μνήμες από τον Κώστα Σταματόπουλο, ακούσματα για πρόσφυγες και τουρκόφωνους  από μένα, γεννημένη σε αντίστοιχο, του συγγραφέα,  χρόνο, αλλά με πιο περίπλοκες αισθήσεις και εντυπώσεις.

Άρχισα λοιπόν να διαβάζω το βιβλίο και σιγά σιγά εισχώρησα σε ένα, έως πριν, ελάχιστα γνωστό οικογενειακό περιβάλλον. Σε ένα παρελθόν που για τον συγγραφέα βγαίνει απ’ την ανυπαρξία και παρουσιάζεται «ελαφροπάτητο, φευγαλέο, χωρίς έμφαση, με φυσικότητα».  Συνυφασμένο με το παρελθόν αυτό, πρόσωπα, κατοικίες, θέρετρα, εργοστάσια, μετακινήσεις, αλλά και κυνηγητά. Και μετά αναδίπλωση με άλλον έναν οικογενειακό  κλάδο που αγγίζει τη μυθολογική διάσταση με τους Δελφινόσημους. Και σχολιασμοί και αστεϊσμοί και ανεπαίσθητες δόσεις κριτικής και αυτοσαρκασμού. Και ξανά άτομα και κλάδοι οικογενειών που φθάνουν , στους ΤζωρτζΌμηρους και στις προσωπικές μου φιλίες.

Ο ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου «Η Μικρασιατική μου πλευρά» καταθέτει την αφήγησή του, γλαφυρή και εμπλουτισμένη με ιστορικά και γεωγραφικά στοιχεία, με λόγο που κρατά τον αναγνώστη εναργή. Έχοντας πλέον μια χρονική απόσταση από τα γεγονότα, απόσταση που διασφαλίζει μια ψύχραιμη, αντικειμενική και πολύπλευρη αντιμετώπιση, καταθέτει ψηφίδα- ψηφίδα τη γνώση του για αυτά, με αφορμή αλλά και υπόβαθρο το πολυπρόσωπο γενεαλογικό του δένδρο. Το βιβλίο μικρού σχήματος, με 135 πυκνογραμμένες σελίδες, χωρίς διακριτά κεφάλαια, περιλαμβάνει χαρακτηριστικές αναμνηστικές φωτογραφίες οικογενειών και προσώπων που ο συγγραφέας επέλεξε τιμώντας τους, φωτογραφίες που διαμορφώνουν το εικαστικό πλαίσιο σε ανταπόκριση του περιεχομένου.

Η σύνθεση των επι μέρους θεμάτων, το ψηφιδωτό που με τον τρόπο αυτό δημιουργείται και μας προσφέρεται, προβάλλοντας τα έργα και τις μνήμες των ανθρώπων, αλλά και η αυθεντικότητα της αφήγησης, αναβιώνουν μια εποχή που αγγίζει τις μέρες μας. Η ερευνητική ματιά του συγγραφέα, χωρίς ψευδο-συστολές, αναίτιες ενοχές ή θρήνους, αξιολογεί τα πράγματα, όχι χωρίς νοσταλγία, και μας αποδίδει, τι άλλο; την αισθητική του παρελθόντος. Κι απ’ την άλλη πλευρά το συναίσθημα συμβάλλει στο να κατανοήσουμε ζητήματα, θεωρήσεις  και ερμηνείες.

Όμως οι βλέψεις μου, νοιώθω να μου παίζουν κρυφτό, ο σκοπός μου να αναζητήσω τον χώρο δεν πετυχαίνει. Και προχωράω. Και γύρω στις δέκα σελίδες πριν το τέλος, διαβάζω το εξής: «…ένα βράδυ, ανεβασμένος στο κάστρο του Πάγου και ατενίζοντας τον κόλπο και την πόλη της Σμύρνης στα πόδια μου, ο λυγμός ανάβλυσε χωρίς να το θέλω από μέσα μου, όταν αντελήφθην το περίγραμμα της πυρίκαυστης ζώνης του 1922». Τότε ο λυγμός του συγγραφέα έγινε και δικός μου . Και ξαναδιάβασα το βιβλίο απ’ την αρχή.

Πάντα  τα πρόσωπα ως τιμώμενα και οι συγγενικές εν πολλοίς σχέσεις τους και πίσω από αυτά κοινωνίες, κοινότητες, ιστορία και πολιτισμός.

Μαθαίνουμε λοιπόν για πρόσωπα που άφησαν ιστορία πίσω τους, όπως για τον Βογιατζόγλου, άνθρωπο αυστηρό και δίκαιο  που «χώμα έπιανε και γινόταν χρυσός», για τους Spierer, για το καπνεμπόριο καθώς και για  ονοματοδοσίες συγγενών με αρχαία ονόματα, όπως Ιρις, Ηβη, Ελλη, Αλκυών, Εριφύλη..…

Διακριτοί και οι τόποι που έζησε ή ταξίδεψε ο συγγραφέας, διαμορφώνουν την προσωπικότητά του και το έργο του: Θεσσαλονίκη, Παλαιό Φάληρο, Λυών, Παρίσι, Πάτμος, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη κά. Οι τόποι αναπαράγονται και προβάλλονται στο έργο και στις αφηγήσεις του, όπου ο χώρος είναι πάντα παρών. Το ομολογεί ο ίδιος, σαν κάτι απόλυτα φυσικό , όταν διατυπώνει στο βιβλίο τη φράση  «να έχω τη γνώση του χώρου» ή όταν λέει ότι έχει πρώτο λόγο η φύση, η φύση που δεσπόζει.

Αναζήτησα την κλίμακα των όσων καταθέτει:  από την κλίμακα των επίπλων, σ’ αυτήν των κατοικιών, των μνημείων, της πόλης, έως την χωροταξική δηλαδή την κλίμακα μιας περιφέρειας ή κάποιων νήσων. Ενα μιντέρι αλλά και σαλόνια, ασημένια σερβίτσια, κοσμήματα, εικόνες συνοδευόμενες  από θρύλους, καθώς και χρηστικά αντικείμενα: το δαντελένιο παρασόλι, βεντάλιες, παραπετάσματα, κεντήματα τοίχου, ασημένια βάζα γλυκού όπως τα αποτυπώνει με την παρατηρητικότητα της παιδικής του ηλικίας έως της υπόστασης του ως ιστορικού. Αυθεντικά έργα τέχνης και κειμήλια, απ’ όπου ξεχωρίζουν ιστορικές οικογενειακές φωτογραφίες  σε μυστηριώδες λεύκωμα με μπρούτζινα εξώφυλλα και ανάγλυφες παραστάσεις από «βαγκνερική όπερα». Όλα τα παραπάνω καλλιεργούν τις προσωπικές εμπειρίες, γίνονται ιστορικές παράμετροι και τεκμηριώνουν την επίσημη ιστορία.

Οι κατοικίες που περιγράφει αποτυπώνονται σύμφωνα με τις αφηγήσεις  της γιαγιάς ή της προγιαγιάς ή με την παραμονή του σ’ αυτές ή ακόμα και με την ανάμνηση ή τη φωτογραφία που διατηρεί για κάποιες. Χαρακτηριστικότερο όλων το σπίτι στο Αϊντίνι που το περιγράφει αναλυτικά και σχεδιάζει τις όψεις, γεγονός χρήσιμο για την  αρχιτεκτονική τυπολογία της εποχής και του τόπου: Πρόκειται για κοινό και μάλλον ευρύχωρο τουρκόσπιτο, με υπόγειο, με κάποια όμως νεωτεριστικά στοιχεία, χαρακτηριστικά του 20ου αιώνα, κτισμένο σε δύο φάσεις, με την πλέον νεόδμητη να χρονολογείται στο 1900. Τι περίπου μας αφηγείται ένα τέτοιο σπίτι: αρθρωμένο και στους δύο ορόφους γύρω από χωλ χωρισμένο με τζαμωτή πόρτα με χρωματιστά γυαλιά, αποτελείτο στο ισόγειο από σαλόνι, βιβλιοθήκη, γραφείο, τραπεζαρία και  καθημερινό καθιστικό όπου διημέρευαν οι γυναίκες του σπιτιού και οι επισκέπτριες, και τέλος από βεράντα που οδηγούσε στην αυλή. Στον όροφο ήταν οι κρεβατοκάμαρες και μικρό καθιστικό με μιντέρι κάτω από τα παράθυρα του σαχνισιού. Τι ξεχωρίζει; τα καγκελόφραχτα ψηλά παράθυρα, τα κελάρια, το δωμάτιο με τα εικονίσματα, η είσοδος υπηρεσίας, η ανισοϋψής θέση της κουζίνας,  η λινοθήκη, το πλυσταριό, οι αποθήκες, ο κρυφός διάδρομος  που οδηγούσε στον στάβλο, για ώρες κινδύνου και ανάγκης, ο μαντρότοιχος, το μαρμάρινο συντριβανάκι, η στέρνα και τα παγώνια: «Σε ένα τέτοιο σπιτικό ζούσε ολόκληρος κόσμος» σημειώνεται.

 

Κώστας Μ. Σταματόπουλος

 

Από τις πιο γοητευτικές περιγραφές  παραδοσιακής αρχιτεκτονικής χωρίς μάλιστα να προέρχεται από αρχιτέκτονα, είναι αυτή της Πάτμου, που την παρομοιάζει με πόλη σε βυζαντινές αγιογραφίες, περιγραφή που αρμόζει τόσο στην Πάτμο όσο και στην εκεί παλαιότερη κατοικία του. «Σαν γραφική πλην ασύντακτη ανθολόγηση της Πατμιακής κοσμικής αρχιτεκτονικής, που αναμόρφωσε χωρίς να χάσει την γνησιότητα της αισθητικής του ανατολικού Αιγαίου», είναι ο ομολογούμενος  στόχος του συγγραφέα  που διευρυνόμενος, θα έλεγα ότι, διακρίνεται στο έργο του σ’ ό,τι αφορά την αυθεντικότητα.

Αλλά και στην κάποτε μεγαλοαστική περιοχή του Παλαιού Φαλήρου κάνει λόγο για ένα μεγάλο παλιό διώροφο σπίτι στην κορυφή ενός δρόμου, στα ενδότερα της συνοικίας, με μεγάλους ευκάλυπτους, δυο ή τρεις κουκουναριές και ένα παράσπιτο με κεραμιδένια στέγη στην ευρύχωρη αυλή του. Προσωπικά δεν μπορώ να πω αν το συνάντησα, εφόσον εξακολουθεί να υπάρχει, σε πρόσφατους περιπάτους μου στο Παλαιό Φάληρο, είναι αξιοθαύμαστα ωστόσο κάποια αντίστοιχα κτίσματα που γλίτωσαν την λαίλαπα της αντιπαροχής, και τα οποία μαζί με ενδιαφέροντα δείγματα μοντέρνας αρχιτεκτονικής, καθιστούν την περιοχή  ζωντανή απεικόνιση της εξέλιξης και της ιστορίας της αρχιτεκτονικής στην Αθήνα.

Το μπεϊνογλέικο προγονικό, στο Κουσάντασι,  κτισμένο σε απότομη πλαγιά, από μπροστά πολυώροφο, ατένιζε τη θάλασσα, ενώ πίσω είχε δύο μόνο ορόφους: Η περιγραφή απεικονίζει προσαρμογή στην κλίση ενός παλαιότατου κτιρίου.

Μια από τις θαυμάσιες εικόνες, όπως ο ίδιος την χαρακτηρίζει, είναι και ένα καστρομονάστηρο στο νησάκι κοντά στην ακτή, σε απόσταση αναπνοής από την αρχαία Ηράκλεια του Λάτμου, όπου τα μνημεία της φύσης συμπλέκονται με τα ανθρωπογενή, διαφόρων εποχών, σε ένα σχεδόν αξεδιάλυτο μυστηριώδες σύνολο, με πίσω τους το μαγικό βουνό.

Σ’ όλα τα παραπάνω σημαντικό μερίδιο στην ιστορικότητα έχουν οι φωτογραφίες,  έργα φωτογραφικών εργαστηρίων της Σμύρνης, Αθήνας, Κωνσταντινούπολης, Μάντσεστερ, ή Ερμούπολης, που αποτελούν μια πλούσια πινακοθήκη ανθρώπινων τύπων της ελληνικής αστικής τάξης στις δύο πλευρές του Αιγαίου και στα εμπορικά νησιά. Από τη φωτογραφία ο συγγραφέας βγάζει αρχιτεκτονικά συμπεράσματα και συνθέτει την εικόνα του συνόλου.

Πολύτιμο κειμήλιο η σπάνια  καρτ ποστάλ χρονολογημένη τον Απρίλιο- Αύγουστο 1922 από το καμένο Κουσάντασι/ Ν. Εφεσο, με το νησί των πουλιών και το οχυρό του και με το τριώροφο καμπαναριό του αρχιτέκτονα Κουφουδάκη:  Η πόλη είναι σωρός ερειπίων μετά τον βομβαρδισμό από την Αντάντ στις 10 Φεβρουαρίου 1916  και ιδιαίτερα από το γαλλικό πολεμικό, παρά τις προσπάθειες των ντόπιων Τούρκων να την προστατεύσουν. Την καταστροφή της ελληνικής συνοικίας αποτελείωσαν οι Τουρκοκρήτες, τις επόμενες μέρες.

Ανάλογη είναι η λεπτομερής περιγραφή των χαρακτηριστικών των μοναστηριακών μετοχίων, όπως το μετόχι της μονής του Θεολόγου, όπου τα κυπαρίσσια  σηματοδοτούν τον τόπο, και ο συγγραφέας επικεντρώνει την προσοχή του στην ευάλωτη περίφραξη, στο παρεκκλήσι, σε ένα πιθάρι και ιδιαίτερα σε ένα πηγάδι « στόμιο του οποίου ήταν ένα τρυπημένο μαρμάρινο ιωνικό κιονόκρανο, ασβεστωμένο». Συγκινητικό είναι το γεγονός ότι τα χρόνια που μεσολάβησαν έως την εκ νέου επίσκεψη του, στο μετόχι με το όνομα Patmos (στη Μικρά Ασία), τα ίχνη του είχαν συρρικνωθεί και οι μνήμες επίσης.

Πώς αλήθεια εμφανίζεται εδώ το Βυζάντιο από έναν ειδικό;  Μα, με τις βασιλικές, τα μοναστηριακά μετόχια, το εντυπωσιακό τριώροφο βυζαντινό ανάκτορο των Βατάτζηδων στο Νυμφαίο, τη μικρή εκκλησία στον αρχαιολογικό χώρο των Σάρδεων, τα καστρομονάστηρα κά. Και η μετά εποχή; ξεχώρισα τον χαρακτηρισμό, για κάποιον σημαντικό Έλληνα κάτοικο της Κωνσταντινούπολης, σε νεκρολογία σε τουρκική εφημερίδα, ως τον τελευταίο βυζαντινό.

Τέλος η κλίμακα της περιφέρειας, όπου οι πορείες γίνονται αφηγήσεις και καταλήγουν σε αυθεντικές ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ισάξιες αυτών του Κώστα Ουράνη, Κοσμά Πολίτη, Μπρούς Τσάτουιν κά. Συσχετίζονται με αναφορές από τη  ζωή της εύπορης αστικής τάξης για μαρτυρούμενα ταξίδια στην Ευρώπη, μεσοπολεμικά, όπως στη Βιέννη (για γιατρούς),  ή ακόμα παλαιότερα, το 1878, στο Παρίσι για επίσκεψη στην Τρίτη Διεθνή Εκθεση, ταξίδι που άφησε ημιτελές ημερολόγιο. Οι αφηγήσεις πάλλονται από συναισθήματα και συγκινήσεις .

 

 

Πέραν τώρα των αναφορών στο χώρο και των περιηγήσεων, ο Κώστας Σταματόπουλος θίγει οριακά, πρόσθετα ζητήματα όπως το πέρασμα από τον μεγαλοϊδεατισμό στην οικουμενικότητα, με ευρύτητα πνεύματος που συμπυκνώνει την πολιτισμική του ταυτότητα. Στη διήγησή του εμπλέκει το φυσικό με το ανθρωπογενές και το άυλο, ώστε ιδέες, υπερβατικότητα, μυστικισμός, και ψήγματα μεταφυσικής να καθιστούν πλουραλιστική την αφήγηση, ενώ εκθέτουν με ρεαλισμό  θέματα στο πλαίσιο μιας εποχής που άλλοι αποσιωπούν. Βρήκα εξαιρετική την κρίση των πράξεων του Αγίου Πολυδώρου που, κατά την 3η Σεπτεμβρίου 1794 «κατάφερε επί τέλους να μαρτυρήσει». Στον προβληματισμό μου για την αποχώρηση του Αγίου Γεωργίου από το εξωκκλήσι του, κατέληξα με περισυλλογή, ότι ναι, σίγουρα ο άγιος «απέσυρε τη χάρη του» ταυτόσημη της λατρείας που χάθηκε οριστικά από εκεί.

Ο Κώστας Σταματόπουλος  μας μεταφέρει τα λόγια του Μιχαλάκη Βογιατζόγλου, του μεγαλύτερου καπνέμπορου στην βόρεια Ελλάδα, μεταπολεμικά, με ενδιαφέρουσα  στάση έναντι των Τούρκων, κοινή, κατά τον συγγραφέα, στους περισσότερους πρόσφυγες.  «Οι μεν και οι δε, λέει, ήσαν παιδιά της ίδιας γης, και όσα τους ένωναν, καθώς είχαν ζήσει ανέκαθεν μαζί, ήσαν πολύ περισσότερα απ’ όσα τους χώριζαν κι ας είχαν συμβεί τόσα και τόσα στέρεα και βαρύγδουπα». Από την άλλη πλευρά στο βιβλίο αναφέρει  μικρά τρυκ, όπως το ξυλαράκι που υποτίθεται ότι φανέρωνε την αλήθεια, δε λέει όχι σε σκοπούς από βαλσάκια, σε ακουαρέλες και καρτ ποστάλ, σε δράσεις, σχέσεις και επαφές .

Και ενώ το βιβλίο αποτελεί τιμή τους προγόνους που συνιστούν το οικογενειακό δένδρο, για ό,τι τους χρωστάει, ας μη παραβλέψουμε το προσωπικό υπόβαθρο του συγγραφέα, αξιακό και μορφωτικό, υπόβαθρο που χρειάζεται για να εκτιμήσει κάποιος ό,τι του παραδόθηκε. Ωστόσο θα ήταν χρήσιμο να είχε παραθέσει σχεδιάγραμμα των προσώπων του γενεαλογικού δένδρου, προκειμένου οι αναγνώστες να αποτυπώνουν τα ονόματα, για να μην αδικηθεί η μνήμη ή η παρουσία κάποιων.

Ως προς δε τις υπαρξιακές διερωτήσεις του Κώστα Σταματόπουλου,  σε σχέση με πράγματα που δεν έκανε στο καιρό τους, πώς δηλαδή «άφησε να φύγουν από την ζωή» συγγενικά αγαπημένα πρόσωπα, ανεξάντλητες πηγές πληροφοριών και αναμνήσεων, χωρίς να αξιοποιήσει τις μικρασιατικές τους ρίζες, ίσως να διασκεύαζε τις εντυπώσεις του αν αποδεχόταν το εξής:  όσο κι αν είχε εκμεταλλευτεί τις αφηγήσεις της μικρασιατικής πλευράς, πάντα η αίσθηση ότι δεν τις αξιοποίησε στο έπακρο θα υπήρχε, το ανικανοποίητο αίσθημα επίσης, γιατί αυτό συμβαίνει σε πρόσωπα αγαπημένα που έχουν φύγει αφήνοντας πίσω τους μνήμες και πολιτισμό.

 

 

* Η Μαρία Λιλιμπάκη – Σπυροπούλου είναι Δρ Αρχιτέκτων, Αρχαιολόγος

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top