Fractal

Ταξίδια με ένα αστείο Ντεσεβώ, ομοιοκαταληκτώντας με τον εαυτό

Γράφει η Αρχοντούλα Διαβάτη //

 

Παύλος Τριανταφυλλίδης «Μικρά ταξίδια», εκδ. Νησίδες, σελ. 56

 

Το Πάσχα πέρασε, της Διακαινησίμου πέρασε και  κινούμαστε ήδη «πότε στο μαύρο και πότε στο λευκό/ …. σαν τον ίππο στη σκακιέρα», που διαβάζουμε στα Μικρά Ταξίδια, του Παύλου Τριανταφυλλίδη, ενός νέου ανθρώπου στην πρώτη του ποιητική συλλογή- 51 ομοιοκατάληκτα στο σύνολό  τους ποιήματα – με τίτλο, «Μικρά Ταξίδια», εκδ. Νησίδες 2017, μια έκδοση αισθητικά αξιοπρόσεχτη, μινιατούρες  που προσπαθούν να συλλάβουν ιμπρεσιονιστικά το φως της στιγμής  με το δίχτυ της μνήμης και της φαντασίας και στοχαστικά να επανέλθουν κριτικά στον εαυτό.

Το ποιητικό υποκείμενο κάνει αναδρομές με τρυφερότητα στο παρελθόν της παιδικής  ηλικίαςόπως στο ομώνυμο ποίημα, …»με BMX και αυτοσχέδιες μπασκέτες/ ψεύτικα τατουάζ στο παιδικό μας δέρμα / Η εφηβεία σ’ όλα αυτά έβαλε τέρμα / με περιοδικά πορνό και βιντεοκασέτες».

Μετά τις αναδρομές, στην Παραθέριση και στο πατρικό, με ένα Ντεσεβώ παροπλισμένο – ένα πορτοκαλί αστείο Ντεσεβώ / που τόσα χρόνια με αυτό κυκλοφορώ / νιώθοντας μέσα του τη γονική στοργή, όπου πλάθει εκμαγεία σκέψεων και αισθημάτων ,με της γλώσσας τον πηλό, γυρνάει πάντα, ομοιοκαταληκτώντας με τον στοχαστικό του εαυτό.

Η κοινότοπη καθημερινότητα στις ράγες της ρουτίνας γίνεται ύλη ποιητική αξιοθαύμαστη- «με βρίσκει η μέρα με καφέ σε πλαστικό / σε μπουγατσάδικα και σε πρατήρια άρτου  /σκέψεις ανάκατες και σχέδια επί χάρτου / BIC αναπτήρας και πακέτο μαλακό».

Αφηγείται την πόλη του–  «Νιώθω πως ρέω μες στις αρτηρίες της». «Μ’ αρέσει η νέκρα και η φασαρία της / η χάρτινη ρετρό ταπετσαρία της / η κλασικότητα, το καρακιτσαριό της / τα πλοία, τα βαγόνια στο σταθμό της». Και σε άλλο ποίημα (Κληρονομιά), «Τρίβομαι σαν γάτα στα πόδια αυτής της πόλης», Εκείνη «η αφετηρία και το τέρμα του». Ακουαρέλες, εμπρεσιονιστικά ζωγραφισμένη η εντύπωση από τα πράγματα, μικρά σκίτσα αστραφτερά απροσδόκητης γοητείας, κολάζ, σκηνοθετημένα πλάνα από περιπάτους στους τόπους της φαντασίας, υπαρξιακή αναζήτηση, απόηχος ροκ τραγουδιών του ’80: «Αμήχανες εφηβικές αγάπες / αφίσες κολλημένες σε ντουλάπες / κερματοδέκτες, ντροπαλά τηλεφωνήματα / προπονήσεις, βόλτες και μαθήματα». Το απείκασμα πάντα μια λυπημένη έκπληξη ή μια ειρωνική αποδοχή, χωρίς πίκρα και χωρίς δράματα, και πάλι ένα κοίταγμα στον εαυτό: η ισορροπία είναι το ζητούμενο.

Κάποτε-  στο πιο στέρεο και ολοκληρωμένο ποίημα, ένας λανθάνων διδακτισμός που κρύβεται καλά πίσω από τον τίτλο «αυτοκριτική».

«Βάζουν στ’ αμάξι τους δέκα ευρώ βενζίνη / στριφτό τσιγάρο, fredo espresso, κινητό / παίζουνε με τις τράπεζες κρυφτό /  δεν ξέρουν ούτε αύριο τι θα γίνει

Μπροστά σε πληκτρολόγια κι οθόνες /στη γκρίζα σκόνη των εργοταξίων / στα δρομολόγια των φορτηγών ψυγείων /στα πρακτορεία του ΟΠΑΠ συχνοί θαμώνες Εργένηδες, έγγαμοι ή χωρισμένοι / με χαρτοφύλακες ή φόρμες εργασίας /  ημιαπασχόληση και κάρτες ανεργίας / απ’ τις συντάξεις των γονιών εξαρτημένοι

Στριφογυρίζουν γύρω απ’ τον εαυτό τους /μοιάζει άγνωστη λέξη το «εμείς»/ την πάρτη τους, για τ’ άλλα «δε γαμείς» / σκυφτοί κι υποταγμένοι στο γραφτό τους//

τρώνε, αναπαράγονται, κοιμούνται / μα έτσι δεν κερδίζεται η παρτίδα».

Το ποίημα αυτό, όπως και «Το λούκι σου» και ο «Ανθρωπάκος», πρέπει να συσχετισθούν, για την κοινή τους θεματοποιημένη κοινωνική κριτική.

Αλλού ο λόγος στο «γόνιμο παρόν», κι αλλού αντίθετα για τη ζωή «σε άτακτη ωορρηξία», ενώ στα Οικιακά, ένα βλέμμα συμπάθειας σε μια νέα γυναίκα δέσμια στον πατροπαράδοτο ρόλο της: «Με τις ώρες στην κουζίνα / στοίβα τ’ ασιδέρωτα / πτώμα από τη φασίνα/ ζωντανή στον έρωτα». Στον μικροαστό του «Ανθρωπάκου» ωστόσο, το βλέμμα είναι ειρωνικό, θυμίζοντας στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη – «Μόνο τη δουλίτσα του κοιτάει /….τον νοιάζει μόνον ο εαυτός του και τα παιδιά του/Σταυροκοπιέται μα δεν αγαπά αλλήλους…./ …τον τρώει το κήτος κι αυτός πίνει στην υγειά του.

Τυφλοσούρτες μιας ζωής κανονικής, ή Νερά λιμνάζοντα», τα αποποιείται.

Είναι η πραγματικότητα κοιταγμένη μέσα από φίλτρα μιας χαμογελαστής, ειρωνικής έστω, αποδοχής, συχνά καλλιγραφημένη,  με όριο την «ριψοκίνδυνη ζαριά του θυμικού- Θάβει τους πόθους του και τον εγωισμό». Δεν είναι μεγάλα τα Ταξίδια, και είναι πάντα μετ’ επιστροφής, παρόλες τις  χαρακιές ακραίων βιωμάτων, με καρυωτακικό απόηχο τα περισσότερα και παιγνιώδη ειρωνεία: «Ίσως για λίγο να καταδυθώ/ μες στην αιώνια υποβρύχια ησυχία, ή σε άλλο ποίημα, Θα ’ταν ωραία εδώ να μείνω ως το βράδυ / εύθυμος τζίτζικας χωρίς καμιά ευθύνη».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top