Fractal

Γλυκιά πίκρα από νεράντζια

Γράφει η Αρχοντούλα Διαβάτη //

 

Εύα Μαθιουδάκη «Μικρά πείσματα», εκδ. Το Ροδακιό, 2017, σελ. 136

 

Με το βιβλίο υπό μάλης της Εύας Μαθιουδάκη, μαζί με αρκετά άλλα, αποχώρησα πανευτυχής από την Έκθεση βιβλίου του Μαΐου και με αναγνωστική λαιμαργία άρχισα την ανάγνωση, ίσα ίσα όταν είχα τόσα άλλα βιβλία αρχινισμένα. Έμπαινες γρήγορα, χωρίς προλόγους στο αφηγηματικο σύμπαν της συγγραφέως, που υπαινικτικά ή ειρωνικά, σχεδίαζε ανθρώπους και σκηνοθετούσε καταστάσεις, και με μια δική της ευγένεια και ήπια γελαστή θλίψη, αβίαστα σχεδόν, αφηγούνταν με απλότητα και τέλειωνε  αινιγματικά, με μια ανατροπή τις νόστιμες γλυκόπικρες, βιωματικές και αυτοβιογραφικές κάποτε, Αθηναϊκές, κυρίως, ιστορίες της, ή τέλειωνε με ένα στίχο τραγουδιού, που συχνά στίχος ήταν και ο τίτλος του διηγήματος σφραγίζοντας με ξεχωριστή επιτυχία την αφήγηση (Ήμουνα στη γη βελόνι).

Καλοτυπωμένο, ένα ελκυστικό αντικείμενο το βιβλίο των εκδόσεων ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ-  ωραιότατο εξώφυλλο, με ζωγραφιά του Βικτόρ Βαζαρελί και σχέδια εντός – είναι οργανωμένο σε επτά ενότητες, και  έχει τίτλο ΜΙΚΡΑ ΠΕΙΣΜΑΤΑ, τίτλος που δεν φαίνεται να προκύπτει από τις επιμέρους αφηγήσεις.

Η γλώσσα προφορική και καλοδουλεμένη είναι ενδιαφέρουσα και   συχνά ποιητική. Υπάρχουν βέβαια κάποιες λέξεις άγνωστες συχνά (αγγλικές εκφράσεις και αγγλισμοί) αλλά και αοριστίες και υπαινιγμοί  που δεν ευοδώνονται: η μεγάλη μέση της ζωής κ.α. Υπάρχει ακόμα κάποια ντοπιολαλιά από χωριά της  Κρήτης μάλλον, χωρίς γλωσσάρι (παρασύρα, λαντούρησε, βούργια, αφορδακοί, αμπολή).

Προέχει η χαρά της ζωής με τις χρωματιστές εικόνες των τσιγγάνων στα δυο πρώτα διηγήματα (Το χαλί ) (Οι μοίρες της οδού Σταδίου) και παρ’ όλες τις δυσκολίες της καθημερινότητας , με εκείνην, την αφηγήτρια, μπρος πίσω από το τότε στο τώρα να αυτοσαρκάζεται και πάντως να προτιμάει να σκουπίσει το δάκρυ και να τραγουδήσει (Οι κάλοι). Μια γυναίκα η ηρωίδα των διηγημάτων, πότε φοιτήτρια και πότε ώριμη περιδιαβάζει «στον κόσμο των ανδρών», αναζητώντας την ταυτότητά της, παρατηρώντας και σχολιάζοντας την απουσία του κουλουρά που φορτώθηκε τον αγώνα να ομορφύνει τον βρώμικο αθηναϊκό δρόμο (Διακοπές ), όπως και η ίδια ήθελε σήμερα να στριμώξει το εντός μέσα στο εκτός (Ακάλυπτος), αλλά αρκείται να περνάει  καταντροπιασμένη μπρος από τους ξαπλωτούς ή καθισμένους  μετανάστες (Αέρας καβαλάρης ). Ενδοσκόπηση κι αυτογνωσία οι στόχοι της.

Η Πρωτομαγιά, η μητέρα, το καινούργιο φουστάνι, και η πικρή ματαίωση της αγάπης, στο ξεχωριστό τελευταίο διήγημα της  δεύτερης ενότητας (Τα μπαλώματα).

«Όνειρο ή αλήθεια», ωστόσο η παρακινδυνευμένη  πρόσκληση σε γεύμα με τους συγγενείς, κάτω από τον πεύκο, με τον ήλιο, τα λουλούδια, το κρασί και τους αγαπημένους νεκρούς από ψηλά, σώζεται στο τέλος (Ο πεύκος).

Στα παιδικά χρόνια της αφηγήτριας (Οι υπεραιωνόβιες), με την προτίμηση που της έδειχνε ο αγαπημένος πατέρας, αντηχεί κάτι από τη χάρη της γραφής της Καραπάνου και της Μέλπως Αξιώτη, στις Δύσκολες νύχτες, αποπνέοντας μια έξοχη νοσταλγία και θλίψη.

Ο νεαρός γείτονας (Το ψωμί) «σώζει» το ηλικιωμένο μοναχικό ζευγάρι των μοντέρνων συνταξιούχων στην κακόκεφη βραδιά τους, ενώ στο επόμενο διήγημα (ΤΙΝΥ ΤΙΝΥ CUPS ) της ενότητας,  η ανοιχτόκαρδη αφηγήτρια πέφτει εντελώς έξω στις προσδοκίες της για τον νεαρό που αναπαλαιώνει το πατρικό του σπίτι, παιδί παλιού της γείτονα, για να καταλήξει σε μια αστεία ειρωνική αυτολύπηση.

Στη χαριτωμένη υπαινικτική ιστορία (Ο Πύργος του Άιφελ), η αφηγήτρια, κοπέλα εντελώς ανεξάρτητη και χειραφετημένη, εκλαμβάνεται από τον νεαρό καρδιοκατακτητή ως θηλυκό και ιδιοτελής. Ο έρωτας έρχεται, αλλά εκείνη είναι που βάζει το τέλος.

Περασμένα ξεχασμένα, θα ‘λεγε κανείς, πάντως το ταξίδι στη Γαλλία είχε δυσάρεστες εκπλήξεις με «τραγούδια της κλάψας» στη διαδρομή και ταλαιπωρίες και χρονοτριβές μες στο κρύο, αλλά με τους μοναχικούς σωφεραίους να της συμπαραστέκονται γενναία (Οι σωφεραίοι).

Μια γωνιά αυτάρκειας, καλοσύνης και απλότητας κοντά στη φύση είναι τελικά η περίοδος που περνά η εγγονή –αφηγήτρια στους παππούδες, στους κήπους και στο περιβόλι, στη νότια Κρήτη (Το γλυκό) (Η παρασύρα) (Το φαί), ευκαιρία για έναν ύμνο στην  ευλογημένη οικιακή οικονομία του τότε.

 

Εύα Μαθιουδάκη

 

Στην ενότητα «Στο παρά πέντε», πρωταγωνιστεί η ιδιομορφία του καφέ, ως αυτοσκοπού και αστείου σύμβολου ανεξαρτησίας και δημιουργικότητας (Ο καφές).

Επίσης, στην ίδια ενότητα, ένα χαριτωμένο διήγημα (Οι μπαλαντέρ), όπου μυθοποιείται και θεματοποιείται το κενό που νιώθει η χειρουργημένη αφηγήτρια μετά το αναισθητικό που έλαβε.

Στο παρά πέντε πάντοτε, πηγαίνοντας για ψώνια αναθυμάται η αφηγήτρια παλιότερες μέρες που έβγαινε με τη μητέρα της, τότε που ήθελε να χτίσει έναν άλλο, εαυτό, ανεξάρτητο – «ήθελε να σφυρίζει κλέφτικα σαν αγόρι και να πηδά με τα χέρια στις τσέπες βαθιά λασπωμένα χαντάκια..»( Τσίτια και πικέ ).

Στο (9/11), από τα πιο καλογραμμένα της ενότητας αλλά και της συλλογής, είναι πολύ αργά για τον ήρωα της αφήγησης. Όταν βρίσκει το θάρρος να ξαναγυρίσει στη δουλειά και να σταθεί στα πόδια του, τον βρίσκει το κακό.

Ένας μετανάστης ολοκληρώνει σαν γυναίκα και άνθρωπο την μοναχική Κική, όταν αυτή του επιτρέπει να μπει στο σπίτι της και τη ζωή της, στο μεγαλύτερο διήγημα (Ξύπνα, μικρό μου, κι άκουσε) της προτελευταίας ενότητας.

Πισωγύρισμα στον καιρό του σχολείου. Η αφηγήτρια τολμάει, βρίσκει μια αυτοπεποίθηση ως κοπέλα και μαθήτρια, αντιμετωπίζει μια ήττα αλλά τώρα πια είναι αποφασισμένη (Μπορεί να το ’χουν πλανέψει).

Περήφανη η μετανάστρια Σβετλάνα καταπίνει τη λύπη της και σηκώνεται και φεύγει χωρίς εξηγήσεις, όταν την απολύει ξαφνικά το νεαρό αφεντικό (Όταν πέφτει το σκοτάδι ).

Μια πικρή ιστορία (Εσύ με ξέρεις στην αγάπη μαστοράκι) είναι εκείνη του Ανέστη και της Καιτούλας, που ανεξαρτοποιήθηκε, ενώ εκείνος έμεινε στάσιμος.

Στην τελευταία ενότητα, άλλη μια πικρή εξαιρετικά καλογραμμένη είναι η συγκινητική ιστορία ενός μοναχικού (Ντυμένο σε προσέχουνε). «Από τον γάμο του τρία γατιά του είχαν μείνει. Από την πτωχευμένη επιχείρηση τίποτα».

Οι δοξαστικές ετοιμασίες της αφηγήτριας που έχει έξοδο απόψε και είναι ερωτευμένη (Αυτά που μου ’χες μάθει τα θυμάμαι, στίχοι Ιωάννας Γεωργακοπούλου), είναι το θέμα του σπαρακτικού προτελευταίου διηγήματος.

Το μετείκασμα αυτής της ανάγνωσης, η απόλυτη αναγνωστική απόλαυση από τις επιμέρους αφηγήσεις. Μια γυναίκα ξεδιπλώνει ηρωικά πτυχές του εαυτού της μέσα στο χρόνο, ανιχνεύοντας το νόημα του βίου (στο μότο της εισαγωγής: το νόημα του βίου στις λεπτομέρειες), δίνοντας το λόγο στην επιθυμία και στην ενδοσκόπηση, με χιούμορ αντιμετωπίζοντας την ασυνεννοησία  και τα κλισέ της καθημερινότητας (σαν χαλκομανία η καθημερινότητα).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top