Fractal

Στιγμών και στιγμάτων σπουδή

Γράφει η Δήμητρα Γ. Νικολοπούλου // *

 

«Μικρά πείσματα», Εύα Μαθιουδάκη, εκδ. Το Ροδακιό

 

Και στο δεύτερο βιβλίο της Εύας Μαθιουδάκη ο τίτλος η είναι μάλλον ειρωνικός. Όπως ο Αρίστος, «αυτός ο ένας», δεν είναι ουσιαστικά ένας αλλά πολλοί, έτσι και τα «Μικρά πείσματα» δεν είναι καθόλου μικρά. Είναι μάλιστα, κάποιες φορές μεγάλα, όπως αυτό της Καιτούλας, στο «Εσύ με ξέρεις της αγάπης μαστοράκι», ή και τιτάνια, όπως της κυρά-Φρόσως στο «Διυλιστήριο». Είναι μεγάλα ως πείσματα αλλά μικρά ως κείμενα. Τα 57 διηγήματα της συλλογής είναι λογοτεχνήματα-μπονσάι, που εκτείνονται το καθένα σε μερικές μόλις εκατοντάδες λέξεις, επιτυγχάνοντας την αντίστροφη έμφαση: Όσο ισχυρότερο το συναίσθημα, τόσο πιο δωρική η αποτύπωσή του.

Καθένα από τα κείμενα αποτελεί ανάπτυξη σχεδόν μιας μόνο στιγμής. Και ταυτόχρονα απόδοση του πυρήνα μίας τουλάχιστον ολόκληρης ζωής. Η ευαίσθητη ματιά της συγγραφέως συλλαμβάνει μέσα στο ακαριαίο το διαρκές. Μεταρσιώνει το στιγμιότυπο σε αφορμή στοχασμού, αναδεικνύει τη λεπτομέρεια ως πεμπτουσία του καθολικού. Και δικαιώνει τον ποιητή: “Και πολλά μέλλει να μάθεις, αν το ασήμαντο εμβαθύνεις.»

Αν η σύγχρονη ποίηση είναι συχνά πεζολογική, εδώ, αντίστοιχα, η πεζογραφία γίνεται ποιητική. Ο λόγος καθημερινός και λιτός, ισορροπεί συχνά με χορευτική φυσικότητα ανάμεσα στο γλωσσικό μας παρελθόν και το παρόν, ανάμεσα σε τοπικούς ή λαΪκούς ιδιωματισμούς και σε νεολεξίες της τεχνοκρατικής αργκώ. Το ύφος περιδινίζεται ανάμεσα στην σπαρακτική τρυφερότητα, τη λεπτή ειρωνεία και τον υπόγειο κυνισμό, φλερτάρει μερικές φορές ακόμη και με τον υπερρεαλισμό, για να κατασταλάξει τελικά σε έναν ποιητικό ρεαλισμό. Άλλοτε κοντά σε μια αφηγηματική τεχνική που θυμίζει Σαμαράκη και άλλοτε ακροβατώντας σε μια ατμόσφαιρα καβαφική, όπως στο διήγημα «Η μεγάλη μέση», τα «Μικρά πείσματα» μας ταξιδεύουν τελικά ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο με έναν γλυκόπικρο, σαγηνευτικό τρόπο.

Τα διηγήματα κατατάσσονται σε επτά ενότητες με βάση τόσο τη θεματική τους όσο και τη δημιουργική σύλληψή τους, όπως εύγλωττα μαρτυρούν οι τίτλοι των ενοτήτων. Για τη συγγραφέα οι μικρές σκηνές του δρόμου, το υλικό των ονείρων, το βιωματικό υλικό, οι αγαπημένες μουσικές, όλα πυροδοτούν την έμπνευσή της και οιστρηλατούν τη διεισδυτική ματιά, τη στοχαστική της διάθεση και την ιδιαίτερη γραφή της.

Ιδιαίτερη γραφή, κυρίως γιατί κατορθώνει με την ελάχιστη έως ανύπαρκτη πλοκή να υπαινίσσεται στον αναγνώστη τα πάντα χωρίς να του καταθέτει σχεδόν τίποτα. Και ενώ το κάθε διήγημα θα μπορούσε σπερματικά να αποτελέσει υλικό για ολόκληρο μυθιστόρημα, κλείνει διακριτικά πίσω του γρήγορα την πόρτα και μας κλείνει και το μάτι, αφήνοντας τα πολλά και υποφώσκοντα στη διεγερμένη φαντασία μας. Στο «Η Μερσεντέ», για παράδειγμα, μέσα σε 20 σειρές όχι μόνο εξιστορούνται αλλά και αξιολογούνται δύο ολόκληρες ζωές. Και κατ’ επέκταση όλη η μεταπολεμική ελληνική κοινωνία. Στο διήγημα «Το γλυκό» γύρω από «ένα αλογίσιο χαϊμαλί άλλων καιρών και καλπασμών» και ούτε δύο σελίδων ζωντανεύει όλη η παράδοση ως βιωμένη εμπειρία.

Οι μύθοι είναι φαινομενικά υποτυπώδεις, αλλά η αόρατη κόψη τους τόσο αιχμηρή, που καταφέρνει να ξύνει κάθε λανθάνουσα πληγή. Και, με έναν μυστήριο τρόπο, ταυτόχρονα να την παρηγορεί. Στις 125 περ. σελίδες τους έχουν χωρέσει, χωρίς να ασφυκτιούν, σχεδόν όλα τα μεγάλα διαχρονικά ζητήματα αλλά και φωτίζονται όλες οι γωνίες και οι αγωνίες της σύγχρονης κρίσης:

Η αέναη επιδίωξη της επιτυχίας και η θυσία της ευτυχίας. Ο έρωτας ο εστεμμένος, ο έρωτας ο προδομένος, ο έρωτας ο παράνομος ή ο ανεκπλήρωτος, ο έρωτας του φωτός και του σκότους. Οι οικογενειακές σχέσεις με τα βάθη και τα πάθη τους, η απιστία, η ασθένεια, η απώλεια και η ανομολόγητη μοναξιά. Ο πόλεμος και η βία. Η θρησκευτική πίστη και η παράδοση ως ματαιότητα ή ως καταφύγιο . Ο ανίκητος χρόνος, η παρακμή και η φθορά. Αλλά και η οικονομική κρίση, η τεχνολογία, η ανεργία, η νεόφτωχη ελληνική κοινωνία, η μετανάστευση και η προσφυγιά, η αθάνατη ελληνική κουτοπονηριά, οι μειονότητες και οι μειονεκτικότητες, η πανταχού παρούσα νοσταλγία.

Και όλα αυτά ιδωμένα μέσα από χαραμάδες της αδηφάγου καθημερινότητας, που, σαν την «παρασύρα» ή «τα μπαλώματα» των ομώνυμων διηγημάτων, προσπαθεί να μπαλώνει, να συμμαζεύει, να τακτοποιεί, να ξεκαθαρίζει, να παρασύρει στο μάταιο αλλά και γοητευτικό της ζωής.

Τα πρόσωπα, άλλα οικεία στον αναγνώστη, στερεοτυπικές μορφές κάθε φύλου, φυλής τάξης και ηλικίας, και άλλα με μοναδικότητες και ιδιοτυπίες, αντιμετωπίζονται από τον παντογνώστη αφηγητή πάντα με κατανόηση και διάθεση συμπονετική ή και συγχωρητική. Αν και η οπτική γωνία είναι εξωτερική, το συγγραφικό εγώ μοιράζεται πάντα ένα κομμάτι του εαυτού του με τους χαρακτήρες του, τόσο τους πιο συμπαθείς, τους γεμάτους υπομονή και αξιοπρέπεια, αλλά ακόμη και τους δυσάρεστους, σαν για να ξορκίσει την όποια απρέπεια.

Ο χώρος είναι άλλοτε ο σκληρός, εξουθενωτικός αλλά και πλάνος μικρόκοσμος του αστικού κέντρου, άλλοτε τα προάστεια ή η ελληνική ύπαιθρος, φορτωμένα με την ιστορία τους, την αβάσταχτη αλλά και μονάκριβη.

Πραγματικός πρωταγωνιστής στα «Μικρά πείσματα» είναι όμως ο χρόνος. Ο Χρόνος που φέρνει σε όλους την κούραση και τη φθορά, σε κάποιους την παραίτηση και σε άλλους τη σοφία. Παρελθόν, παρόν και μέλλον αλληλοδιαπλέκονται και κονταροχτυπιούνται, με το παρόν μετέωρο και το παρελθόν να βαραίνει πολύ, ανησυχητικό αλλά και καλοδεχούμενο το μέλλον, που τολμά να κρυφοκοιτάζει σχεδόν παντού ως άγνωστη προοπτική. Ο χρόνος που δυναστεύει αλλά και νοηματοδοτεί τη ζωή των ηρώων με το δικό του ανίκητο πείσμα και με της μνήμης το χάδι ή το μαστίγιο, ο χρόνος που αλώνει αλλά και ανανεώνει το χώρο, που φέρνει το τέλος ή τη νέα αρχή.

Ο χώρος και ο χρόνος είναι άλλωστε δεδομένα της φύσης, που στα «Μικρά Πείσματα» είναι καθοριστική. Η φύση σκηνογραφεί σε πολλά από τα διηγήματα τη δράση, ή τη συμπληρώνει, σε άλλα όμως η ίδια πρωταγωνιστεί, όπως στο «Η στιγμή». Η φύση δεν είναι στο έργο της Μαθιουδάκη απλώς το περιβάλλον, το πλαίσιο δηλαδή που περιβάλλει το ανθρώπινο είδος. Αντίθετα, ο άνθρωπος εντάσσεται και υποτάσσεται εν μέρει σ’ αυτή, όπως και όλα τα πλάσματά της. Η Φύση εδώ είναι κάποτε σκληρή και αποδίδεται με νατουραλιστικές εικόνες αλλά τις περισσότερες φορές, κυρίως στην ύπαιθρο, είναι λαμπερή, παρήγορη και λυτρωτική, όπως στο διήγημα «Ο Πεύκος». Σε αυτές τις στιγμές απογειώνονται και οι περιγραφές.

 

Εύα Μαθιουδάκη

 

Επιστρέφοντας στον τίτλο μετά την ανάγνωση του βιβλίου, γεννιέται η ανάγκη να αναρωτηθείς αν τα μικρά πείσματα συνθέτουν τελικά, πράγματι, το ένα το μεγάλο. Το ανθρώπινο πείσμα ενάντια στην φθορά, την απαισιοδοξία και την απόγνωση. Να αναρωτηθείς αν η ζωή είναι σαν το διήγημα « Ο καφές», μικρές χαρές, που κι αυτές δεν προφταίνεις ποτέ ν’ απολαύσεις. Ή αν πάλι, όπως στο «Ψωμί», είναι η ζέστη της ανθρωπιάς που εν τέλει κερδίζει. Ή αν, έστω, έχουμε όλοι σαν τον αφηγητή κάποιους «Μπαλαντέρ», να επιστρατεύουμε στην περιρρέουσα απελπισία.

Όταν Ρώτησα τη συγγραφέα ποιο είναι το αγαπημένο της διήγημα της συλλογής, μου διάβασε «Τα τζούφια». Είναι μάλλον η δική της απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα. Γιατί όσο υπάρχουν γύρω μας μάτια που μπορούν να διαβάζουν στην πορεία μιας νεραντζιάς τη μοίρα όλου του κόσμου την γλυκόπικρη, να τη συμπονούν, και να την υψώνουν σε τέχνη, μπορούμε και εμείς ακόμη να ελπίζουμε.

 

 

* Η Δήμητρα Γ. Νικολοπούλου είναι Φιλόλογος

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top