Fractal

Την εποχή του θηρίου, όπου κανείς δε θα εμπιστεύεται κανένα και ο άνθρωπος θα είναι απλώς ένα άβουλο πιόνι στα χέρια της εξουσίας.

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

 

«Ιωάννης  Άγγελος»  Μίκα Βάλταρι, Εκδόσεις Καλέντη

 

johannes_angelos-e1369766671337Ο Ιωάννης Άγγελος, μισός Λατίνος, μισός Έλληνας, γεννημένος στην Αβινιόν, είναι μορφωμένος. Έχει μελετήσει το νομιναλισμό και το ρεαλισμό, κείμενα αρχαίων, μιλά και γράφει γαλλικά, ιταλικά, λατινικά, ελληνικά, τούρκικα και λίγα αραβικά και γερμανικά. Είχε προσχωρήσει στην Αδελφότητα του Ελεύθερου Πνεύματος, αλλά λόγω του φανατισμού τους, τους εγκατέλειψε. Ακολούθησε το δάσκαλό του Νικόλαο Κουζάνο και μαζί αγωνίζονταν για την ένωση των δυο εκκλησιών, γιατί πίστευαν πως πράγματι ο Πάπας αγωνίζεται για την ειρήνη στην Ευρώπη και τη δημοκρατία στην εκκλησία. Έτσι πήρε μέρος για την ένωση και στη Φεράρα και στην Φλωρεντία ως μεταφραστής στη γραμματεία του Πάπα, αλλά γρήγορα αποχώρησε απογοητευμένος, βλέποντας ότι όλα γίνονταν για πολιτικές σκοπιμότητες και προσωπικά συμφέροντα. Φεύγοντας απ’ εκεί κατέληξε σταυροφόρος, όπου το 1444 οι Τούρκοι τον έπιασαν αιχμάλωτο στη Βάρνα κι έμεινε κοντά τους 7 χρόνια. Τον εκτίμησε πολύ ο Μουράτ Πασάς και τον έκανε δάσκαλο του γιού του Μωάμεθ.

Ο Μουράτ Πασάς ήταν φιλειρηνικός και ήρεμος, ενώ ο Μωάμεθ ο γιος του, ήταν παρορμητικός, αδιάλλακτος, οξύθυμος, ανυπόμονος, αχαλίνωτος, άδικος και άπιστος. Έγινε Πασάς από τα 13 του. Είχε πολιορκήσει τις γύρω περιοχές από την Κωνσταντινούπολη, είχε συνάψει ειρήνη με τους Σέρβους και τους Ούγγρους και είχε δεχτεί την ουδετερότητα των Γενοβέζων που κατείχαν το Πέραν. Ο Μωάμεθ επίσης ήταν μορφωμένος. Διάβαζε ελληνικά, λατινικά, αραβικά και Περσικά, γνώριζε μαθηματικά και γεωγραφία, ιστορία και φιλοσοφία και από τότε που ήταν παιδί η Κων/πολη ήταν η έμμονη ιδέα του και ονειρευόταν να την κατακτήσει. Ήταν γρήγορος, αποφασιστικός και δούλευε εντατικά ο ίδιος για να οχυρώσει τον πύργο που έχτιζε στο Βόσπορο, έτσι ώστε με το παράδειγμά του να ξεσηκώνονται οι εργάτες να δουλεύουν περισσότερο και καλύτερα. Προσέλαβε στην υπηρεσία του τον Ούγγρο επιστήμονα Ουρβανό, ο οποίος του κατασκεύασε το μεγαλύτερο κανόνι που υπήρξε εκείνη την εποχή.

Κατάφερε και ξέφυγε από τα δίχτυα των Τούρκων και τώρα κυκλοφορεί στην Πόλη του και καταγράφει τα πάντα στο αγαπημένο ημερολόγιό του. Η καρδιά του είναι σα μολύβι, τρέχει το αίμα στις φλέβες του. Μισεί αυτή την ετοιμοθάνατη πόλη που καρφώνει τυφλά το βλέμμα της στο παρελθόν και δεν θέλει να πιστέψει πως η καταστροφή καραδοκεί μπροστά στις πύλες της. Μισεί, γιατί αγαπά και ήρθε να πεθάνει αν χρειαστεί στ’ άγια χώματά της. Έχει ήδη δώσει ραντεβού με το θάνατο να συναντηθούν στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, όμως κανένας από τους άρχοντες της πόλης δεν τον θέλει να βοηθήσει. Τον θεωρούν εχθρό τους, επειδή είναι Λατίνος, ή μήπως τον θεωρούν σπιούνο των Τούρκων; Ευτυχώς ο αυτοκράτορας προσέλαβε το Γενοβέζο Ιουστινιάνη, που του έταξε πως αν βοηθούσε θα του έδινε για αντάλλαγμα τη Λήμνο και τον διόρισε Πρωτοστράτορα και είναι ο μόνος που τον εμπιστεύθηκε και τον πήρε στην υπηρεσία του. Μπορεί να έπαιξε ρόλο και το σακουλάκι με τις πολύτιμες πέτρες που του έδωσε. Όλη η πόλη βρίσκεται σε αναβρασμό. Ο λαός είναι εξοργισμένος με τον αυτοκράτορα και τον φωνάζει «Αποστάτη». Αιτία η υπογραφή για την ένωση των δύο εκκλησιών.

Είναι 12 Δεκεμβρίου του 1452 ο αυτοκράτορας Κων/νος μαζί με τον ψευτοπατριάρχη τον Γρηγόριο Μάμα, που τον διόρισε ο Πάπας Νικόλαος, δέχτηκαν να υπογράψουν την ένωση των δύο εκκλησιών Ανατολής και Δύσης, γιατί πίστεψαν πως σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή ο Πάπας και γενικώς οι Λατίνοι σαν ομόθρησκοι, θα βοηθούσαν το Βυζάντιο να εκδιωχθούν οι Τούρκοι. Έτσι ο Έλληνας Καρδινάλιος Ισίδωρος απεσταλμένος του Πάπα, διάβασε μέσα σε νεκρική σιγή τη διακήρυξη της ένωσης των εκκλησιών στην ελληνική και λατινική γλώσσα μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας και απήγγειλε τροποποιημένο το Πιστεύω, προσθέτοντας την έκφραση κα ι«εκ του Υιού». Ο λαός όμως, όπως και κάποιοι ευγενείς, όπως ο δούκας Λουκάς Νοταράς, αλλά και μοναχοί, όπως ο Γεννάδιος αντέδρασαν και φώναζαν γεμάτοι οργή στον αυτοκράτορα, εκτός από «Αποστάτη», «κάτω η Παπική Αρχή, έξω οι παράνομες προσθήκες», ως επίσης, «καλύτερα το τούρκικο φακιόλι, παρά η λατινική καλύπτρα».

Παρ’ όλο που είναι πολύ στενοχωρημένος για την πόλη του, εν τούτοις νιώθει συγχρόνως και πολύ ευτυχισμένος, γιατί σ’ αυτή την εκδήλωση, του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του την Άννα Νοταρά, την κόρη του δούκα. Από την πρώτη στιγμή αλληλοερωτεύτηκαν, όμως εκείνη επέμενε να παντρευτούν. Βεβαίως, ο πατέρας της ούτε ν’ ακούσει γι’ εκείνον, αφού ήταν ένας άσημος Λατίνος. Εκείνος είχε άλλα σχέδια για την κόρη του, τη μεγαλωμένη για να παντρευτεί αυτοκράτορα. Παρ’ όλα αυτά, αυτοί παντρεύτηκαν κρυφά και ζήσανε μαζί μέχρι την τελευταία στιγμή, που έχασε η Άννα τη ζωή της υπερασπιζόμενη την Κερκόπορτα, που ο πατέρας της είχε πει να τη φυλάνε δικοί του άνθρωποι, γιατί είχε μυστικές επικοινωνίες με τον Μωάμεθ. Κι ενώ πίστευε κι αυτή όπως και ο πατέρας της ότι ήταν ένας άσημος Λατίνος, το τελευταίο βράδυ πριν την άλωση της εκμυστηρεύτηκε ποιος πραγματικά ήταν. Ήταν κι εκείνος Πορφυρογέννητος, εφόσον ήταν εγγονός του αυτοκράτορα Ιωάννη του Ε ΄και ο πατέρας του ήταν ετεροθαλής αδελφός του αυτοκράτορα Μανουήλ, ο οποίος μάλιστα έβαλε και τύφλωσαν τον πατέρα του, για να μην του πάρει το θρόνο.

Ήρθε η μέρα που κλείστηκαν στα τείχη ο καθένας στη θέση του. Ήταν καμιά δεκαριά χιλιάδες μάχιμοι. Οι Τούρκοι εκατοντάδες χιλιάδες και συνεχώς έρχονταν ενισχύσεις από την Ανατολή. Ο αυτοκράτορας έβαλε τον Ιουστινιάνη να υπερασπιστεί μαζί με τους άντρες του την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Την Πύλη που βρισκόταν στο παλάτι των Βλαχερνών την υπερασπιζόταν ο βάιλος της Βενετίας Μινότο με τους άντρες του. Την Πύλη που βρισκόταν ανάμεσα στο παλάτι του Πορφυρογέννητου και στη Χαρσία Πύλη την υπερασπίζονταν οι τρεις αδελφοί Γκουακάρντι, νεαροί τυχοδιώκτες βενετσιάνικης καταγωγής που προσέφεραν με αμοιβή τις υπηρεσίες τους. Αυτοκρατορικός στόλος δεν υπήρχε παρά κάτι σαπιοκάραβα δεμένα στο λιμάνι, γι’ αυτό ο αυτοκράτορας με χίλιες υποσχέσεις και παρακάλια έπεισε να μείνουν όσα Βενετσιάνικα πλοία υπήρχαν στο λιμάνι και έδεσαν με αλυσίδα το λιμάνι για να μην μπορεί κανένα ξένο καράβι να μπει.

Οι Βυζαντινοί στη διάθεσή τους είχαν κάποιες βομβάρδες, όμως το δυνατό τους όπλο ήταν το υγρό πυρ. Επίσης είχε προσλάβει ο αυτοκράτορας τον Γερμανό επιστήμονα Γκραντ για να βοηθήσει στον εξοπλισμό, αλλά και στην καταστροφή λαγουμιών, που οι Τούρκοι προκειμένου να φτάσουν και να μπουν στην πόλη, χρησιμοποιούσαν τα πάντα. Ο Μωάμεθ είχε μαζί του Σέρβους ειδικούς λαγουμιτζήδες, που τη νύχτα άνοιγαν λαγούμια κάτω από τη γη. Ο Μωάμεθ ξεκίνησε με μικροεπιθέσεις με σκοπό να τους εξουθενώσει και να τους εξαντλήσει, όπως και τα κατάφερε. Κράταγε όμως για το τέλος τους γενναίους γενίτσαρους, ίσως γιατί περίμενε να δει αν θα ερχόταν κάποια βοήθεια για τους Βυζαντινούς, για να δράσει ανάλογα.

Και η μεγάλη επίθεση έγινε στις 28 Μαΐου 1453. Δεν ήταν δυνατόν χίλιοι εξαντλημένοι πολεμιστές που μείνανε, γιατί η βοήθεια που περίμεναν από τον Πάπα και τους Λατίνους δεν ήρθε ποτέ, να τα βάλουν με δώδεκα χιλιάδες πάνοπλους γενίτσαρους και χώρια άλλους εκατό χιλιάδες Τούρκους, παθιασμένους για λεηλασία. Ο Μωάμεθ άλλωστε τους είπε πως μόνο τα δημόσια κτίρια ήταν δικά του, τα άλλα μπορούσαν να τα λεηλατήσουν.

 

johannes_angelos-e1369766671337b

 

Παραμονή του μεγάλου αγώνα, όλοι πήγαν να προσευχηθούν και μάλιστα οι Βενετσιάνοι και οι Γενοβέζοι αγκαλιάστηκαν και υποσχέθηκαν να πολεμήσουν γενναία. Ο αυτοκράτορας επίσης αγκάλιασε φίλους και απλούς ανθρώπους από το λαό και ζήτησε να τον συγχωρήσουν. Οι καμπάνες χτυπούσαν ασταμάτητα. Εν τω μεταξύ όλοι αμέσως μετά πήγαν στη θέση τους. Το μεγάλο κανόνι που είχε ήδη τοποθετηθεί μπροστά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού έριχνε συνέχεια και αποτελείωσε τα τείχη που ήταν ετοιμόρροπα, από τις προηγούμενες βολές του κανονιού. Ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και τον πήραν οι δικοί του στο πλοίο και έφυγαν ανενόχλητοι. Στο πρώτο φως του πρωινού πάνω στους δύο πύργους της Κερκόπορτας, που είχαν διατηρηθεί ανέπαφοι, κυμάτιζαν οι κόκκινες σημαίες με το ασημένιο μισοφέγγαρο του σουλτάνου. Μετά από λίγο έφυγαν ανενόχλητοι οι Βενετσιάνοι, τους ακολούθησαν τα αδέλφια Γκουακάρντι, ως και οι Κρήτες που δεν παρέδιδαν στους Τούρκους τους πύργους της Ακρόπολης, αποφάσισαν τελικά να φύγουν κρυφά φοβούμενοι την οργή του Μωάμεθ.

29 Μαΐου 1453 η Πόλις Εάλω. Ο Μωάμεθ ανακηρύχθηκε διάδοχος του αυτοκράτορα. Αναγνώρισε τον Πατριάρχη που εξέλεξαν οι Έλληνες, τον Γεννάδιο. Αποκεφάλισε όλους τους Έλληνες ευγενείς και αυτούς που είχαν αξιώματα στην αυτοκρατορία, ακόμα και το Νοταρά με τους γιούς του, διότι τους είπε, ότι αφού πρόδωσαν τον αυτοκράτορά τους, εύκολα θα πρόδιδαν και αυτόν. Έγιναν μεγάλες καταστροφές, κάηκαν σχεδόν όλα τα βιβλία της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης, καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν όλοι οι θησαυροί των εκκλησιών και μοναστηριών. Χάρισε τη ζωή σε φτωχούς για να εργαστούν για το βασίλειό του, χάρισε τη ζωή στους γεωγράφους, ιστορικούς και μηχανικούς του αυτοκράτορα και τους πήρε στην υπηρεσία του, δεν χάρισε όμως τη ζωή στους φιλοσόφους. Ακόμα και τον Ιωάννη Άγγελο, αφού είπε να του βάλουν τα πορφυρά υποδήματα, γιατί ήξερε πως ήταν Πορφυρογέννητος και ήθελε να τον εκτελέσει έτσι, σα βασιλιά, έβαλε τους δήμιούς του και με μαχαίρια του έκοψαν τις φλέβες και όταν ξεψύχησε του έκοψε το κεφάλι.

Ο Ιωάννης Άγγελος παρακάλαγε να πεθάνει, γιατί γνώριζε πολύ καλά τον Μωάμεθ και πίστευε ότι ο Μωάμεθ με το μεγάλο του κανόνι εγκαινιάζει μια νέα εποχή. Την εποχή του θηρίου, όπου κανείς δε θα εμπιστεύεται κανένα και ο άνθρωπος θα είναι απλώς ένα άβουλο πιόνι στα χέρια της εξουσίας. Ακόμα κι αν ο σουλτάνος ορκιζόταν στον προφήτη του με το χέρι στο Κοράνι, θα γελούσε από μέσα του, γιατί τον ήξερε καλά ότι δεν πίστευε σε τίποτα. Λόγω όλων αυτών ο Ιωάννης Άγγελος δεν ήθελε να ζήσει με τίποτα στη νέα αυτή εποχή που έρχεται, όπου η μοίρα της Δύσης θα είναι σώμα δίχως πνεύμα, ζωή δίχως ελπίδα. Σκλαβιά, τόσο απελπισμένη σκλαβιά, που ο σκλάβος δε θα ξέρει πια πως είναι σκλάβος. Πλούτος δίχως χαρά, πολυτέλεια που δε θα μπορείς να την ευχαριστηθείς. Ο απόλυτος θάνατος του πνεύματος.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top