Fractal

Μισέλ Φάις: “Οι ήρωες συνήθως μας επιλέγουν, δεν τους επιλέγουμε.”

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

M-fais

 

“Η παραφροσύνη σας είναι η απάντησή σας αφενός στην πίστη του Παπαδιαμάντη και αφετέρου στην ειρωνεία του Ροίδη. Το νόσημα του μυελού είναι η πρώτη παράκαμψη που επιχειρείτε τόσο σε σχέση με την κάτωθεν ορθοδοξία, όσο και με τον άνωθεν εξευρωπαϊσμό που διαμελίζουν τον τόπο. Η γενική παράλυσις των φρενών μετά κινητικής αταξίας είναι το ισχυρότερο επιχείρημα μιας μειονοτικής λογοτεχνίας που φιλοδοξεί να παραμείνει μειονοτική…”

 

Διότι “… η λογοτεχνία είναι η μοναδική ίσως ασθένεια όπου πεθαίνεις από το ενδεδειγμένο φάρμακο”.

Έτσι λοιπόν, και με 34 επιστολές <εν μία νυκτί> σαφώς εν θερμώ και μελαγχολικώ βλέμμα, με αποσπάσματα από το μαγευτικό γλωσσάρι του Γεωργίου Βιζυηνού, με αποσπάσματα από τα αρχεία του Δρομοκαίτειου της εποχής και με σπαράγματα ζωής και γραφής του μεγάλου έλληνα συγγραφέα, ένας άλλος συγγραφέας θρακιώτης υπογράφει το δικό του <παραβατικό μυθιστόρημα>.

aypnia“Ελληνική αυπνία” ο τίτλος του.

Και μέσα από τις σελίδες του, εκτός από την πραγματικά άσπλαχνη αϋπνία του Βιζυηνού, η σύφιλη και η θεϊκή τρέλα του, η ποίηση και η τρέλα, η γραφή και η τρέλα, η τέχνη και η τρέλα… <Οι άρρωστες μέρες ενός ψυχιάτρου που διασταυρώνονται με τις παυσίλυπες λέξεις ενός συγγραφέα>. Σε μιαν εποχή <μαζικής δημοκρατίας ευδαιμονισμού>. Στην εποχή <της απολύτου δικτατορίας της εικονικής ευτυχίας>, που δεν είναι παρά <το αντίβαρο μιας παραγκωνισμένης, ωμής, αδιανόητης ζωής που βλέπουμε στην τηλεόραση ή στην διπλανή πόρτα>.

 

– Να ξεκινήσουμε πρώτα από τον τίτλο, κύριε Φάις, ο οποίος μάλλον έχει μια κυριολεκτική διάσταση (τις άγριες αυπνίες του Βιζυηνού) και μια μεταφορική. Γιατί αϋπνία λοιπόν και γιατί ελληνική;

Ο τίτλος προέκυψε ως ο τρίτος δρόμος, ο παράδρομος ανάμεσα στο μπορώ αλλά δεν κοιμάμαι του Παπαδιαμάντη αλλά και μπορώ και κοιμάμαι του Ροΐδη. Οι αϋπνίες του νευροσυφιλιδικού από την Βιζυή είναι περιώνυμες. Πέραν αυτού όμως ο τίτλος έχει, ταυτόχρονα, έναν χαρακτήρα σαρκαστικό και λυτρωτικό. Καθώς, αφενός σαρκάζει προφανή ή καμουφλαρισμένα εθνικά στερεότυπα (ελληνική λεβεντιά, ελληνική ψυχή, ελληνικό ιδεώδες) και αφετέρου αποενοχοποιεί την πιο φθαρμένη λέξη της ελληνικής γλώσσας.

 

– Μας κυνηγούν οι ιστορίες μας; Υπάρχουν κάπου οι ήρωες που βρίσκονται διαρκώς στο κατόπι μας; Γεννήθηκε κάπως παράδοξα αυτό εδώ το βιβλίο, έτσι δεν είναι;

Τις ιστορίες τις φοράς κατάσαρκα (φτάνει να ξυθείς με λύσσα στο κατάλληλο σημείο), τους ήρωες τους περιέχεις (φτάνει να κοιταχτείς επίμονα στον μύχιο καθρέφτη).

Όλα είναι παράδοξα κι όλα είναι τετριμμένα, αυτό που τα διακρίνει είναι το βλέμμα. Αν ευτυχήσει ένα βιβλίο θυμίζει θαύμα που βλέπεις μ’ ανοιχτά μάτια.

 

– «Κι όταν κάποιος ανακατεύεται με τις διαφορές του, οφείλει να είναι προετοιμασμένος για τα χειρότερα. Γιατί; Μα διότι η λογοτεχνία είναι η μοναδική ίσως ασθένεια όπου πεθαίνεις από το ενδεδειγμένο φάρμακο». Εσείς, έχετε «ανακατευθεί με τις διαφορές σας»; Και εν τέλει βάσανο ή βάλσαμο η γραφή;

Σ’ όλα μου τα βιβλία αυτό κάνω: τα βάζω με τις διαφορές μου, για την ακρίβεια μεταμορφώνω τις ψυχικές και σωματικές διαφορές μου σε γλωσσικές – αυτή είναι δεσπόζουσα διαφορά….

Ξέρετε, η γραφή είναι αχάριστη υπόθεση. Κάποιες φορές βέβαια σου σκάει ένα χαμόγελο η «βάσανος», σε χτυπάει φιλικά στον ώμο κάποιος αναγνώστης.

 

– Μας σώζει η τέχνη από την τρέλα, κύριε Φάις;

Ο εαυτός μας είναι το κάτοπτρο (σπασμένο ή όχι) που βάζουμε ανάμεσα στις λέξεις και στα πράγματα για να αντιμετωπίσουμε όλα τα ακραία φαινόμενα. Άρα η τέχνη μας σώζει από τον πολύ ή τον καθόλου εαυτό μας.

 

– Την έρευνα στα αρχεία του Δρομοκαΐτειου, πώς την σκεφτήκατε; Και τι σας άφησε αυτός ο επώδυνος συγγραφικός περίπατος σ’ αυτά;

Είναι γνωστό ότι ο Βιζυηνός έπασχε από νευροσύφιλη. Γνωστό επίσης είναι (έχουν διασωθεί τα χαρτιά εισόδου και «εξόδου» του – το «Αποβιωτήριον») το διάστημα εγκλεισμού του αλλά και ο θεράπων ιατρός του (Τσιριγώτης).

Το ζήτημα είναι αν ο νευροσυφιλιδικός λέγεται Βιζυηνός ή Φάις; Οι μέθοδοι, οι θεραπείες, η πρωτόγονη αγωγή δεν είναι ίδια;

Ειλικρινά, μoυ προξενεί κατάπληξη ότι πέραν από την απουσία φιλολογικής έρευνας, υπάρχει και απουσία κοινωνιολογικής ή ιστορικής έρευνας γύρω από το πολύ σημαντικό αυτό αρχείο.

Ελπίζω, αυτό το μυθιστόρημα να σηματοδοτήσει μια αρχή προς αυτή την κατεύθυνση.

Το τι μου άφησε η επαφή μου μ’ αυτό το υλικό είναι – θέλω να πιστεύω- αποτυπωμένο στις σελίδες.

 

– Τρελαινόταν ευκολότερα ο άνθρωπος, πριν από έναν αιώνα, κύριε Φάις; Ας μην ξεχνάμε ήταν η σύφιλη, μια απλή κατάθλιψη που δεν γνωρίζανε τι να την κάνουν… Είναι η κατάθλιψη αρρώστια της εποχής; Και πόσο ψυχαναγκαστική, τελικά, είναι αυτή η επιβεβλημένη εικονική ευφορία;

Ζούμε ημέρες μαζικής δημοκρατίας ευδαιμονισμού. Φυσικά αυτή η δικτατορία της εικονικής ευτυχίας είναι το αντίβαρο μιας παραγκωνισμένης, ωμής, αδιανόητης ζωής που βλέπουμε στην τηλεόραση ή στην διπλανή πόρτα.

Η σύφιλη στα χρόνια του Βιζυηνού ήταν το Αids της σήμερον. Κάθε εποχή και η αρρώστια της. Μην βαυκαλιζόμαστε λοιπόν. Τώρα μας φαίνονται παιδαριώδεις οι ιατρικές προσεγγίσεις εκείνης της εποχής, όπως και μετά από είκοσι χρόνια οι θεραπεία για το Αids θα λύνεται με ένα εμβολιάκι.

 

– «Οι άρρωστες μέρες ενός ψυχιάτρου διασταυρώνονται με τις παυσίλυπες λέξεις ενός συγγραφέα; Μήπως ισχύει το αντίστροφο;» πόσο τυχαία επιλέγουμε, κύριε Φάις, τους ήρωες μας;

Οι ήρωες συνήθως μας επιλέγουν, δεν τους επιλέγουμε.

 

– Για ποιο λόγο, λοιπόν, σας «επέλεξε» ο Βιζυηνός;

Ο Βιζυηνός είναι ένα εμβληματικό παράδειγμα εκείνου που αρνείται να λογοδοτεί στην καθηλωμένη παράδοση ή στον εκβιασμένο εκμοντερνισμό, είναι ένας κοσμοπολίτης επαρχιώτης. Γι’ αυτό η γραφή του είναι απενενοημένη και μειονοτική. Διότι αντιδιαστέλλεται τόσο με την κάτωθεν ορθοδοξία (ή την αγρυπνία, ή την πίστη) του Παπαδιαμάντη όσο και με τον άνωθεν εξευρωπαϊσμό του Ροΐδη (ή τον ύπνο, ή την ειρωνεία).

Ο Βιζυηνός αρνείται το ρόλο του παρεμβατικού λογοτέχνη, αναλαμβάνει μόνο το ρόλο του ακυρωμένου λογοτέχνη (καθώς όταν τελειώνει το έργο αρχίζει η τρέλα). Πονάει τη Θράκη αλλά από τη σκοπιά της γλώσσας (της γλωσσικής εξορίας, για την ακρίβεια), δεν επιδιώκει ούτε να διασώσει την κοινότητα (Παπαδιαμάντης) ούτε να επιβάλλει θεσμούς (Ροΐδης).

 

– Και σε τι ποσοστό αυτοβιογραφούμαστε νομίζοντας ότι γράφουμε για άλλους;

Με τα τρία πρώτα βιβλία μου (Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου, 1994 Απ’ το ίδιο ποτήρι, 1999,Αegypius monachys 2001) προσπάθησα να απαντήσω στο ερώτημα «ποιος είμαι», ενώ με τα δυο επόμενα προσπαθώ να απαντήσω στο ερώτημα «που βρίσκομαι».

Γι’ αυτό αν με Το μέλι και η στάχτη του Θεού (2002) έσκυψα στην εβραϊκή φύτρα μου, με το πρόσφατο Ελληνική αϋπνία έσκυψα στην χριστιανική – έσκυψα, εννοείται, από τη σκοπιά της πίστης και της καταγωγής σε κρίση, σε αποδιοργάνωση.

Τα δυο τελευταία βιβλία ακολουθούν συναφή στρατηγική: εκείνη της αυτοβιογραφίας ενός άλλου. Μέσα από την αποσυνάγωγη ζωή του Καίμη και την κλονισμένη του Βιζυηνού επιδιώκω να μιλήσω για τον τόπο, για την τέχνη, για τον εαυτό μου.

Μέσω του Βιζυηνού φυσικά επιστρέφω στη Θράκη, στον γενέθλιο τόπο του πρώτου βιβλίου μου.

 

– Και στην <Ελληνική αϋπνία> συναντάμε την φόρμα του κολλάζ όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημά σας αλλά και στο πρώτο μυθιστόρημά σας…

Ακριβώς. Το ψυχιατρικό αρχείο του Δρομοκαίτειου είναι ένα ανεκμετάλλευτο και πολύσημο υλικό. Τα αποσπάσματα που ανθολόγησα αποκαλύπτουν μια βεντάλια από ασθένειες της εποχής του εγκλεισμού του Βιζυηνού (1892-1896) καθώς από τους τρόπους αντιμετώπισής τους.

Η ξύλινη, αρχαΐζουσα, σχεδόν αυτοειρωνική, γλώσσα των γιατρών έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το ζεστό και παρηγορητικό γλωσσάρι του Θρακιώτη συγγραφέα, αποκαλύπτοντας εντέλει πόσο δόλια ουδέτερες είναι οι λέξεις.

Ενδιαμέσως των δυο αυτών γλωσσικών φορτίων κινούνται οι 34 επιστολές ενός περιπαθούς αναγνώστη του πεζογράφου και ποιητή.

 

– Γιατί επιλέξατε την μέθοδο της επιστολογραφίας για να τον συναντήσατε τον ήρωα σας; Και εν τέλει γράφοντας σε ποιον απευθυνόμαστε; Στον εαυτό μας ή στον άλλον;

Στα γράμματα αυτά συναντάμε την κλιμάκωση μιας ερωτικής, μιας μεταφυσικής, μιας ακραίας πνευματικής σχέσης. Μην σας παραπλανά ο πληθυντικός. Είναι μια σχέση που αρχίζει με την προσφώνηση Αγαπητέ κ. Μιχαηλίδη (το πραγματικό όνομα του Βιζυηνού) και κλείνει με το Κύριέ μου (απευθύνεται σε μια μορφή θεότητας ή σε μια μορφή δημίου;).

Η επιστολογραφία διακονεί τον χώρο της ζωντανής απουσίας. Πως αλλιώς θα απευθυνθείς σε έναν δικό σου άνθρωπο που κατοικεί μέσα σου αλλά λείπει;

 

– Επίσης, κρίσιμο στοιχείο της αφήγησης είναι οι χρόνοι….

Αναμφίβολα. Οι επιστολές γράφονται «εν μία νυκτί», σαν να πρόκειται για μια μυστική, για μια ανομολόγητη σκέψη που συνδέει τον αποστολέα με τον σιωπηλό παραλήπτη.

Ενώ οι ημερολογιακές σημειώσεις του ψυχίατρου στο Δρομοκαίτειο, που καλύπτουν την έσχατη επιδότηση του Βιζυηνού, φυλλομετρούν ανάποδα το χρόνο: αρχίζουν με το φτερούγισμά του Βιζυηνού (15.4.1896) και κλείνουν με τον εγκλεισμό του (14.4.1892).

Το μόνο στοιχείο που ακολουθεί τη φορά των δεικτών του ρολογιού είναι οι λόγιες, οι «θρακιώτικες» και οι δάνειες (τούρκικες ή ξένες) λέξεις του συγγραφέα. Το επιλεκτικό γλωσσάρι Βιζυηνού, διακρίνει λέξεις όχι μόνο άγνωστες στο πλατύ κοινό αλλά και έναν αποσιωπημένο πλούτο της ελληνικής, στο όνομα μιας «ρέουσας», «απρόσκοπτης» και εύπεπτης χρήσης της γλώσσας μας.

 

– Απ’ τις σελίδες σας παρελαύνουν, εκτός από τον Βιζυηνό, ο Καρυωτάκης, ο Καβάφης, ο Κάφκα… σαφώς όχι οι ευκολότεροι των ανθρώπων; Αρρώστια ή λύτρωση, η γραφή; Και εν τέλει πόσο δίχως αυτήν θα ήταν τα πράγματα ακόμα χειρότερα;

Στο μυθιστόρημα δεν υπάρχει μόνο η οριζόντια ανάγνωση του Βιζυηνού ή η κάθετη της εποχής του αλλά και η διαγώνια: οι προβολές και οι αντανακλάσεις του ανθρώπου και του έργου στο παρόν και στο μέλλον της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

 

– Στα όρια κινούνται όλα, όμως, σ’ αυτό το βιβλίο: το μυθιστόρημα, που είναι και δεν είναι μυθιστόρημα, ο ήρωάς του που είναι και δεν είναι του κόσμου τούτου, ο αφηγητή, που πάσχει και δεν πάσχει… στα όρια συναντάμε, τελικά, ό,τι αληθινό κι ό,τι σπουδαίο;

Πρόκειται για ένα παραβατικό μυθιστόρημα. Για ένα μυθιστόρημα που, ενώ γράφεται, ταυτόχρονα ονειρεύεται πως γράφεται ένα μυθιστόρημα. Γι’ αυτό ένα μυθιστόρημα που αλληθωρίζει προς το επιστολικό δοκίμιο, στην αντι–βιογραφία, στη θρυμματισμένη πρόζα, στην πλάγια αυτοβιογραφία, πάνω από όλα όμως σαγηνεύεται από την έκσταση της ποίησης.

 

fais_m

 

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ

Ο Μισέλ Φάις Γεννήθηκε την πρωταπριλιά του 1957 στην Κομοτηνή. Βιοπορίζεται από την κριτική λογοτεχνίας και από την επιμέλεια βιβλίων.

Το μυθιστόρημα <Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου> (1994), η συλλογή διηγημάτων <Απ’ το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες> (1999) και το αφήγημα <Aegypius monachus> (2001) συγκροτούν μια άτυπη τριλογία. Το μυθιστόρημά του <Το μέλι και η στάχτη του Θεού> (Πατάκης, 2002) αποτελεί τη λογοτεχνική μεταμόρφωση της μακροχρόνιας έρευνάς του πάνω στη ζωή και στο έργο του Τζούλιο Καίμη. Το 2000 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή <Απ’ το ίδιο ποτήρι>. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Εχει πραγματοποιήσει δυο εκθέσεις φωτογραφίας (<Υστερο Βλέμμα>, 1996 και <Η πόλη στα γόνατα> 2002) ενώ συμμετείχε στη <Fotosynkyria 2003>).

Δραματοποιήθηκαν από σκηνής: <Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου> (από τον Θοδωρή Γκόνη ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κομοτηνής, 1995) και <Aegypius omachus> από τον Περικλή Χούρσογλου, Πολιτιστική Ολυμπιάδα, 2003). Συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο.

Το μυθιστόρημα <Ελληνική Αυπνία> κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις <Πατάκη> και όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημά του, ο συγγραφέας, πατάει στα χνάρια της αυτοβιογραφίας ενός άλλου- εν προκειμένω το προσωπείο του είναι ο Γεώργιος Μ. Βιζυηνός (1849- 1896).

 

Η συνέντευξη του Μισέλ Φάις είχε γραφτεί για το περιοδικό Salve. Δημοσιεύεται σήμερα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top