Fractal

Μιχάλης Μοδινός: “Οι Στυμφαλίδες Όρνιθες δεν είναι πια εδώ”

Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη //

 

modinos_michalis

 

 

Ξεκινώντας από το καινούργιο του μυθιστόρημα «Τελευταία έξοδος Στυμφαλία» ο Μιχάλης Μοδινός μιλά στο Fractal για τα αίτια και την κρίση. Για τα αγαπημένα βιβλία του, για τον ηλεκτρονικό τύπο, την παρακμή και το χιούμορ.

 

-Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το μυθιστόρημα «Τελευταία έξοδος Στυμφαλία», που μόλις κυκλοφόρησε από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας;

Μα προφανές είναι: η κρίση. Ακόμη καλύτερα η Καταστροφή όπως ορίζεται και στο βιβλίο – αδυσώπητη και ίσως μη αντιστρεπτή. Η τελευταία πενταετία διέλυσε τον κοινωνικό ιστό, οδήγησε στην υπανάπτυξη, σάρωσε το πολιτικό τοπίο, αποσυνέθεσε τις όποιες παραδοχές δόμησαν το νεοελληνικό πρότυπο. Ένας βουλιμικός λαός αυτοοδηγήθηκε στην αναξιοπρέπεια και την επαιτεία χωρίς μάλιστα να συνειδητοποιεί τις ευθύνες του. Η κάθαρση δεν επήλθε. Επιχείρησα να πραγματευθώ τη νέα υπαρξιακή μας συνθήκη με όρους λογοτεχνίας γράφοντας ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, πλην βαθιά ριζωμένο σε όσα προηγήθηκαν της καταστροφής – στις δεκαετίες ανεμελιάς ωχαδελφισμού και κατασπάραξης της σάρκας του έθνους. Έτσι θέλησα να γράψω ένα βιβλίο όχι με φόντο ή πλαίσιο την κρίση αλλά με την κρίση πρωταγωνίστρια. Η καταστροφή του ήρωά μου είναι η καταστροφή του τόπου και αυτή ακριβώς η Καταστροφή είναι ο ήρωας της αφήγησης.

 

Stymfalia-Ο τίτλος του βιβλίου είναι συμβολικός ή υπονοεί κάτι για εμάς τους αναγνώστες;

Δυο λόγια για την υπόθεση είναι απαραίτητα: είναι χειμώνας στο όχι πολύ μακρινό μέλλον και ένας μεσήλικας μηχανικός, υποψήφιος αυτόχειρας, παλινδρομεί τις νύχτες μεταξύ Αθήνας και Κορίνθου. Με την οικογένειά του διαλυμένη και χωρίς κοινωνικά στηρίγματα, διασχίζει ένα ζοφερό νυχτερινό τοπίο κοινωνικής καταστροφής, συγκρούσεων και εκπτώχευσης, ανασκάπτοντας τα ερείπια της προσωπικής του ιστορίας – συνυφασμένα με την κατεδάφιση της χώρας. Καθ’ οδόν ανακαλεί στιγμές του βίου του, αρπάζεται από τα γύρω του πράγματα, επανερμηνεύει την πραγματικότητα, αναζητεί τις ρίζες της προσωπικής του αποτυχίας στα χρόνια της ανάπτυξης και της άκοπης ευημερίας, συνθέτει το δημόσιο και το ιδιωτικό προκειμένου να ερμηνεύσει την ατομική και συλλογική αυτοκτονία, αιτιολογεί την απόφασή του ως το υπέρτατο ανθρώπινο δικαίωμα όταν όλα καταρρέουν. Ώσπου η κάθαρση προσφέρεται από όπου λιγότερο θα την περίμενε.
Γράφοντας το βιβλίο θέλησα να προκύψει κάτι τρυφερό, με μαύρο χιούμορ και σαρκασμό, με εικόνες της πολιτιστικής, οικολογικής και κοινωνικής παρακμής πλασμένες με την οικονομία και την καυστικότητα του συνθήματος. Θα λέγαμε ότι η Στυμφαλία μου είναι ταυτόχρονα χρονικό της κρίσης, δοκίμιο για την αποσάθρωση των εθνικών μύθων, σχόλιο για το αίτημα της ευτυχίας, εντέλει ένα πολιτικό αφήγημα. Θέλησα να δώσω μια σοκαριστική έστω απόδειξη ότι η λογοτεχνία μπορεί με τα δικά της μέσα να αποδώσει την κοχλάζουσα πραγματικότητα προσφέροντας τη λύτρωση. Τώρα βέβαια, η ίδια η Λίμνη Στυμφαλία είναι μια επάνοδος στο μυθολογικό μας παρελθόν αλλά και ένας πιθανός τόπος καταφυγής του ήρωα και του γιου του – ένα ολωσδιόλου πραγματικό γεωγραφικό τοπίο ή ένας νέος χώρος υποδοχής ή ακόμη μια αντίστιξή στην αθηναϊκή τερατογέννεση όπου η ζωή είναι πλέον αδύνατη.

 

-Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με χιούμορ και σαρκασμό. Μπορούν το χιούμορ και ο σαρκασμός να μας απαλύνουν τα καθημερινά μας προβλήματα;

Ε ασφαλώς, έστω και πρόσκαιρα. Εσείς τι νομίζετε; Ειδικά ο αυτοσαρκασμός είναι καίριο συστατικό της διαδικασίας της κάθαρσης. Παραπαχύναμε, μονολογεί κάπου ο ήρωας και αφηγητής. Παραφουσκώσαμε. Πραγματώσαμε στην πρώην Ψωροκώσταινα την κοινωνία της αφθονίας με δανεικά κι αγύριστα, και επιπλέον κάνουμε και μαγκιές στους Ευρωπαίους που μας ζουν. Γίναμε ένας λαός συνταξιούχων ή ένας λαός συνταξιοδοτημένος από την Ιστορία. Υιοθετήσαμε ξένα καταναλωτικά πρότυπα χωρίς πραγματικό αντίκρισμα στον παραγωγικό μας ιστό. Μεταβληθήκαμε σε κοινωνία δουλοπαροίκων και ταυτόχρονα ρίχνουμε το φταίξιμο στους ξένους, τους άλλους, τους αλλοεθνείς. Το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν» είναι το σήμα κατατεθέν της πρόσφατης ιστορίας μας.
Πώς να τα περιγράψει με τους όρους της λογοτεχνίας κανείς όλα αυτά; Δεν είναι διόλου εύκολο. Το ζήτημα είναι, πιστεύω, να ρίχνουμε που και που μια ματιά στον καθρέφτη της αυτογνωσίας μας. Θα διαπιστώσουμε ότι αυτό που προκύπτει μόνο με όρους κωμωδίας μπορεί ίσως να αποδοθεί. Έτσι κι αλλιώς η τραγωδία είναι παρούσα με όλα τα συστατικά της. Λόρδος Βύρωνας και Μαντάμ Σουσού συμβιούν στο ελληνικό δράμα.

 

-Ορισμένα μυθιστορήματά σας όπως αυτό αλλά και τα προγενέστερα Χρυσή Ακτή, Επιστροφή, Άγρια Δύση έχουν πολλαπλές αναφορές στην πολιτιστική και οικολογική παρακμή του τόπου και του κόσμου όλου. Αυτό το γεγονός δεν σχετίζεται όμως και με την παρακμή μιας κοινωνίας που κλυδωνίζεται από την οικονομική κρίση;

Ασφαλώς – και προσπαθώ καθημερινά να το καταδείξω. Η μυθοπλασία δεν μπορεί να αποφύγει την πραγματικότητα παρά την άφθονη φιλολογία περί του αντιθέτου. Οι λογοτεχνικές περσόνες δεν κινούνται σε κενό αέρος ούτε προκύπτουν με παρθονεγένεση. Η οικολογική προσέγγιση -όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ- είναι ο αντίποδας της αφελούς υπόθεσης ότι η ανάπτυξη θα συνεχίζεται επ’ αόριστον. Ότι η Μπελ Επόκ θα είναι εσαεί παρούσα. Ότι οι φυσικοί πόροι είναι ατελεύτητοι. Ότι μπορούμε να χτίζουμε όπου θέλουμε, να ρυπαίνουμε ό,τι θέλουμε, να αναλώνουμε ενεργειακούς και βιολογικούς πόρους ατιμωρητί. Στην Ελλάδα όλα αυτά συνδυάσθηκαν και με μια εκ του πονηρού απάρνηση της πραγματικής οικονομίας, με ένα αρπακτικό συνδικαλισμό περιχυμένο με άφθονο αριστερό λαϊκισμό που τον υιοθέτησε ασμένως και η Δεξιά. Πιστέψαμε ότι μπορούμε να διάγουμε ελεύθερη και πλούσια ζωή χωρίς χειρωνακτική ή άλλη εργασία – μόνο με εμβάσματα, επιδοτήσεις, ευρωπαϊκά προγράμματα και ολίγο τουρισμό. Είναι απίστευτη η απληστία που εκδηλώσαμε ως λαός, χωρίς μάλιστα την στοιχειώδη ευφυία να προβλέψουμε τι θα συνέβαινε στο τέλος της μέρας. Όλη μας η κοινωνική ευφυία αναλώθηκε στην παράκαμψη του νόμου και της καταβαράθρωση των όποιων ηθικών αξιών με την σύμπλευση μάλιστα του κράτους. Για σκεφτείτε την εκπληκτική αυτή αντίφαση όρων –«νομιμοποίηση αυθαιρέτων»-. Και ο λογαριασμός εντέλει μας επιδόθηκε, αν και με διευκολύνσεις εκ μέρους των εταίρων.

 

-Το βιβλίο σας έχει μεταξύ άλλων τα χαρακτηριστικά του πολιτικού αφηγήματος. Αυτό δεν είναι και μια απόδειξη ότι η λογοτεχνία μπορεί να αποδώσει την κοχλάζουσα πραγματικότητα, οδηγώντας στην κάθαρση;

Ίσως – εσείς και οι αναγνώστες σας θα το κρίνετε αυτό. Έχουμε εδώ ένα πολιτικό αφήγημα χωρίς πολιτικούς ή τουλάχιστον χωρίς πολιτικούς ως μυθιστορηματικούς ήρωες. Με ενδιαφέρει το έθνος και η κοινωνία πολύ περισσότερο από την πολιτική τάξη. Η συλλογική ευθύνη θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική υπόθεση. Επιπλέον με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία θα επανανακαλύψει στο μέλλον τον εαυτό της, θα ξαναοργανωθεί, θα αλλάξει τις πολιτισμικές σταθερές της. Αυτό εκφράζει και ο συμβολισμός της Στυμφαλίας ως Τελευταίας Εξόδου – μια απόδραση προς την ρεαλιστική ουτοπία. Αν και οι ίδιες οι Στυμφαλίδες Όρνιθες δεν είναι πια εδώ. Μετανάστευσαν προ πολλού.

 

-Η ζωή στις μεγαλουπόλεις δημιούργησε πολλά προβλήματα. Ποιο είναι το κόστος του να ζεις σε μια μεγάλη πόλη;

Ε καλά, είναι γνωστό. Βάρβαρη αισθητική, απόλυτη αποξένωση, βία ανθρώπου προς άνθρωπο, κατάλυση δημοσίων χώρων, κατάργηση στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ρύπανση, αυτή είναι η εικόνα της Αθήνας που δυστυχώς σπεύδουν να αναπαράξουν και οι επαρχιακές μας πόλεις. Αλλά βέβαια υπάρχουν και άλλες μεγαλουπόλεις στον κόσμο τούτο – το Βερολίνο, η Στοκχόλμη, οι Βρυξέλλες και η Νέα Υόρκη λ.χ. είναι απολαυστικές από κάθε άποψη.

 

-Πόσο χρόνο χρειαστήκατε για να γράψετε το μυθιστόρημα;

Το έγραψα θυελλωδώς μέσα σε ένα μήνα, τον δύσκολο εκείνο χειμώνα του ’12, χωρίς ύπνο και με άφθονο ποτό. Έκτοτε βεβαίως υπέστη πολλές αναθεωρήσεις, απορρίψεις και ξαναγραψίματα. Ειδικά το δοκιμιακό του μέρος σηκώνει προσθήκες, – είναι κάτι σαν ανοιχτή βίβλος όπου τα ιδιωτικά πάθη, η οικογενειακή διάλυση κλπ. συμβαδίζουν με την κοινωνική αποδιάρθρωση. Άπειρα και σοκαριστικά τα παραδείγματα γύρω μας, που θυμίζουν τηλεοπτικά ριάλιτι.

 

-Είσαστε ερευνητής, κριτικός, περιβαλλοντολόγος, ταξιδευτής, πεζογράφος. Υπήρξατε εκδότης της Νέας Οικολογίας, ιδρυτής και πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος, συνεργασθήκατε με διεθνείς οργανισμούς. Πώς τα προλαβαίνετε όλα αυτά;

– Έχω πολλές ζωές κι αυτό μου δίνει ζωή. Βέβαια δεν τα κάνω όλα μαζί. Κατά βάθος τώρα που το σκέφτομαι, ίσως καταπολεμώ την ανία της ύπαρξης, αυτή την σταθερά που κατά τους νευρολόγους/ επιστήμονες του εγκεφάλου διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα άλλα θηλαστικά.

 

-Ποια είναι η σχέση σας γενικότερα με τον ηλεκτρονικό τύπο;

Όχι κακή – αν και δεν εμπιστεύομαι την εντροπία της ηλεκτρονικής φλυαρίας. Απορώ με τους συγγραφείς που περνούν τη μέρα τους στο facebook. Ενδεχομένως κάτι παραπάνω από μένα γνωρίζουν αλλά ο εκδημοκρατισμός της οικουμενικής φλυαρίας μόνο κακό μπορεί να κάνει στη λογοτεχνία. Κατά τα άλλα η πρόσβαση σε αξιόλογα έντυπα όπως το δικό σας είναι ένα σημαντικό κέρδος που πάντως μπορεί να χαθεί λόγω έλλειψης τεκμηρίωσης και δυσκολίας τιθάσευσης του υλικού. Λέξεις και εικόνες φτερουγίζουν γύρω μας κατά εκατομμύρια και στέκουμε αβοήθητοι μέσα σ’ αυτό τον ορυμαγδό. Εκτός και αν αναπτύξουμε τα κατάλληλα νοητικά εργαλεία για να διαλέξουμε την χρήσιμη πληροφορία – κάτι διόλου εύκολο.

 

-Αλήθεια πώς περνάει μια δημιουργική ημέρα σας;

Δεν υπάρχει μη δημιουργική μέρα, θέλω να ελπίζω. Ακόμη και στην χειρότερη περίπτωση κάτι θα κάνω, κάτι θα διαβάσω, αν όλα είναι καλά κάτι θα σχεδιάσω για το μέλλον αναμένοντας την επίσκεψη της Μούσας στην οποία –και δεν αστειεύομαι καθόλου- πιστεύω ολόψυχα.

 

-Ποιο βιβλίο έχετε στο προσκεφάλι σας;

Το Homo Faber του Μαξ Φρις και τους Θλιμμένους Τροπικούς του Κλωντ Λεβί- Στρως.

 

-Τι βιβλία θα μας προτείνατε να διαβάσουμε ;

E τώρα αυτό δεν είναι κι εύκολο. Σίγουρα τους κλασσικούς, ειδικά αν έχουμε και συγγραφικές φιλοδοξίες. Ο Φλωμπέρ και ο Ντοστογιέφσκι μας φέρνουν στα ίσια μας, μας καθιστούν ταπεινούς μας θυμίζουν ότι όλα έχουν ειπωθεί και απομένει να τα αναπροσαρμόσουμε στο δικό μας πλαίσιο. Αν ήταν να επιλέξω ένα και μόνο ένα σύγχρονο ελληνικό βιβλίο θα πρότεινα το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου και από τον 19ο αιώνα την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη. Πρόκειται για αρχετυπικά έργα. Σ’ ότι αφορά την σύγχρονη παραγωγή, αυτή καθοδηγείται από την αγγλοσαξονική επέκταση και προτυποποίηση. Από τον Ντος Πάσσος ως τον Φώκνερ κι από τον Ουίλλιαμ Γκόλντινγκ στον Τζ. Μ. Κουτσί ο κατάλογος είναι μακρύς. Ίσως κάποια άλλη στιγμή έχουμε τον χώρο και τον χρόνο να πούμε περισσότερα. Ας προσθέσω απλώς ότι στην χειμαζόμενη γαλλική λογοτεχνία ο σοκαριστικός Ουελμπέκ είναι μια φωτεινή εξαίρεση – ειδικά το τελευταίο του Ο Χάρτης και η Επικράτεια, έργο που μας αφορά άμεσα και στην Ελλάδα καθώς περιγράφει ένα μέλλον όπου η Ευρώπη έχει καταντήσει θεματικό πάρκο.
Θα πω συμπερασματικά ότι το μέλλον –και όχι μόνο το λογοτεχνικό μας μέλλον- θέλει δουλειά πολλή.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top