Fractal

Διήγημα: “Μια ζωή με χιούμορ”

Του Ιωσήφ Φίλου // *

 

 

 

Είχαν συμβεί πολλά το προηγούμενο βράδυ στο μπαρ. Είχα πιει αρκετά και είχα γνωρίσει μια νέα παρουσία από κοντά. Γι’ αυτό και γι’ άλλα πολλά είχα την ανάγκη να συζητήσω με κάποιον την επόμενη μέρα. Μονάχα που αυτός ο κάποιος είχε πάντα σχέση με τη μητέρα. Η μητέρα, ήταν το άτομο που αντίκριζα κάθε πρωινό, όταν γι’ αυτήν είχε ήδη μπει το μεσημέρι και για μένα ξεκινούσε η μέρα μου. Σχεδόν ποτέ δεν είχαμε καταφέρει να κρατήσουμε μια συζήτηση μεταξύ μας πάνω από δυο λεπτά και αυτό οφείλονταν στις διαφορές που είχαμε ή αναμοχλεύαμε σε οποιοδήποτε θέμα.

Τη στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας, αντίθετα συναισθήματα προκάλεσε η παρουσία του ενός απέναντι στον άλλον. Από τη μεριά μου, μια χαρά άρχισε ν’ αναβλύζει από μέσα μου, που επιτέλους είχε φτάσει η στιγμή να της εκφράσω αυτά που αισθανόμουν, έστω και αν γνώριζα πως στο τέλος μπορεί και να μην έβγαζα καμία άκρη. Η μητέρα όμως, φαινόταν μαζεμένη. Παρότι ενθουσιασμένη και χαμογελαστή με καλωσόρισε στην κουζίνα, μου έδινε την εντύπωση να καταλάβω πως δεν ήθελε και πολύ για να γίνει έξαλλη μαζί μου.

Από καιρό είχα αρχίσει ν’ αμφιβάλλω για το πόσο κατανοητός γινόμουν απέναντι της. Είχα μάλιστα αρχίσει να πιστεύω πως ή ο ένας, ή ο άλλος μιλούσε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα που ποτέ δε θα μπορούσε ν’ αντιληφθεί. Παρόλα αυτά η συζήτηση ξεκίνησε ήπια και το πρώτο πράγμα που της είπα ήταν πως το προηγούμενο βράδυ γνώρισα μια καινούρια παρουσία. Αμέσως μόλις το άκουσε χάρηκε και αφού άφησε τις σαπουνάδες και τα πιάτα στο νεροχύτη, αποφάσισε να καθίσει στην καρέκλα και να δώσει ιδιαίτερη σημασία στο θέμα. Τώρα την είχα ακριβώς απέναντί μου. «Και για πες μου λοιπόν, πώς ήταν η κοπέλα;» με ρώτησε. «Όμορφη και χαμογελαστή!» της απάντησα. «Α, πολύ ωραία! Και για συνέχισε…». Η συνέχεια όμως, δεν ήταν όπως την περίμενε. Αντιθέτως ήταν και η αιτία για να ξεκινήσει η διαμάχη μεταξύ μας. «Όλα ήταν πολύ ωραία μητέρα, μονάχα ένα πράγμα με προβλημάτισε. Τη στιγμή, που της είπα ότι ασχολούμαι με το γράψιμο και εκείνη δεν με πήρε στα σοβαρά.» Η μητέρα πετάχτηκε από την καρέκλα έξαλλη. «Μα, καλά σοβαρολογείς; Έλεγες στην κοπέλα για το γράψιμο; Ε, αν είναι δυνατόν!». Και αφού ξεφύσησε απότομα, ύστερα ήταν η δική μου σειρά να ξεσπάσω. «Ναι μητέρα! Γιατί εκνευρίζεσαι; Επειδή ο γιος σου είναι καλλιτέχνης; Δηλαδή τι ήθελες να της πω, ψέματα;». Η αλήθεια είναι πως ποτέ της δεν είχε εντυπωσιαστεί που μ’ έβλεπε με τις ώρες να γράφω και να δημιουργώ στο σπίτι. Αλλά τώρα που καθόμουν και το έλεγα και στον κόσμο το βρήκε ασύλληπτο. «Ε, τι να σου πω παιδί μου! Δηλαδή, γιατί να έχω ένα τόσο παράλογο γιο;». Και αφού προσπάθησε να ηρεμήσει, ύστερα μου είπε: «Και τελικά τι έγινε;». Ήθελε να μάθει μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. «Ε, δεν ενθουσιάστηκε και έφυγε!». Και τότε ήταν η στιγμή που δικαιώθηκε και άρχισε να ξεσπά. «Και πολύ καλά έκανε η κοπέλα! Να καθόταν μαζί σου να την τρελάνεις όπως εμένα; Μακριά!».

Εκεί ολοκληρώθηκε και η συζήτηση μεταξύ μας. Ύστερα, εγώ έξαλλος που δεν με κατανοούσε, κλείστηκα στο δωμάτιό μου και εκείνη από τα νεύρα της ξεσκόνισε ολόκληρο το σπίτι.

Το βράδυ μονάχα ξεμύτισα και αυτό για να πάω σ’ ένα μπαρ, να πιω και να ξεχαστώ. Όμως με το πρώτο ποτό ξέσπασα και άρχισα να ρωτώ απεγνωσμένος την κοπέλα που μου σέρβιρε αν της φαίνονταν όλα αυτά που της έλεγα παράλογα! Τότε και εκείνη, που πηγαινοερχόταν μετά τις παραγγελίες για να μιλήσει μαζί μου, μου έδωσε να καταλάβω πως το δικό μου πρόβλημα της θύμιζε μια δική της άσχετη ιστορία και άρχισε να δυσανασχετεί. Δεν χρειαζόταν τίποτ’ άλλο πλέον για ν’ αντιληφθώ πως κανένας δε με καταλαβαίνει τελικά. Απελπισμένος έφυγα και στο δρόμο συνέχεια αναρωτιόμουν μήπως τελικά όντως μιλούσα αλαμπουρνέζικα και αυτός είναι και ο λόγος που μ’ είχε φέρει σε αυτή την κατάσταση. Μόλις λοιπόν έφτασα στο σπίτι, αμέσως έπεσα στο κρεβάτι και αφού αρχικά όλα γύρω μου γύριζαν λοξά, ύστερα από λίγο κατάφερα να κοιμηθώ και να ονειρευτώ.

Το παράδοξο ήταν πως για πρώτη μου φορά, έβλεπα να εκτελίσσεται η μέρα ακριβώς όπως την είχα ζήσει στην πραγματικότητα -με μια μεγάλη όμως διαφορά. Το πρωί μπαίνοντας στην κουζίνα όπου με περίμενε η μητέρα, της χαμογέλασα και, ενώ περίμενα ν’ ανταποκριθεί στο νεύμα μου, ξαφνικά εκείνη δεν έδωσε και ιδιαίτερη σημασία. Σαν κάθισα στην καρέκλα, μου φάνηκε νευριασμένη. Και για να την ηρεμήσω της είπα: «Καλημέρα μητέρα! Πώς είσαι σήμερα; Όλα καλά;», αλλά εκείνη τίποτα. Συνέχιζε να ασχολείται με τα πιάτα. Έπρεπε να σπάσω τη σιωπή της και για να έβρισκα τον κατάλληλο τρόπο έπρεπε κάπως να την εκνευρίσω. Σκέφτηκα πως δεν είναι ωραίο να τα κρατάει ο άλλος μέσα του. Έτσι λοιπόν συνέχισα να της μιλώ για διάφορα άκυρα θέματα μέχρι που έφτασα να της τραγουδήσω κιόλας για ν’ αντιδράσει. Στο τραγούδι τα κατάφερα! Απότομα της έπεσαν τα πιάτα από το χέρι και αφού έσπασε ένα-δυο, ύστερα γύρισε και μου μίλησε σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα τίποτα. Στην αρχή τρόμαξα και πίστευα πως αστειευόταν, αλλά είδα πως συνέχιζε με πάθος. «Μητέρα συγνώμη, αλλά δεν σε καταλαβαίνω. Τι λες;». Kαι αφού δεν σταματούσε με τίποτα μ’ έκανε να αισθανθώ πως έβγαζε από μέσα της όλα όσα την τυραννούσαν σχετικά μ’ εμένα. Εγώ όμως, ενώ αρχικά είχα τρομάξει, λίγο μετά δεν μπόρεσα να κρατηθώ και άρχισα να γελάω. «Μα, καλά τόσο πολύ σε πείραξε που τραγουδάω; Σου υπόσχομαι πως δεν θα το ξανακάνω» της είπα, αλλά δεν άλλαξε τίποτα. Φαινόταν σαν να με μάλωνε. Εγώ πάλι το βρήκα σαν παιχνίδι. Ίσως να της είχα σπάσει τελείως και τα νεύρα. Αλλά από την άλλη τι ήταν αυτό που την έκανε να μιλάει μια γλώσσα αλαμπουρνέζικη; Δε μπορούσα να βγάλω άκρη. Σε ότι και αν έλεγε έδειχνα ότι συμφωνούσα και με το χαμόγελο στο στόμα λίγο αργότερα άνοιξα την πόρτα και έφυγα.

Η επόμενη σκηνή είχε να κάνει με το μπαρ που γνώρισα την παρουσία. Μπήκα μέσα και ο χώρος ήταν αποπνικτικός. Εκείνη καθόταν στο ίδιο σημείο. Έπρεπε όμως πρώτα να πάρω μια μπύρα. Σπρώχνοντας λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, τελικά κατάφερα να φτάσω στον προορισμό μου. Εκεί με περίμενε ο μπάρμαν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όλα μου φαίνονταν φυσιολογικά. Καθώς όμως προσπάθησα να παραγγείλω, άρχισα να αντιλαμβάνομαι πως και αυτός αντίστοιχα μίλαγε μια άλλη γλώσσα εντελώς ακαταλαβίστικη. Αρχικά του είπα πως θα ήθελα μια μπύρα. Όμως ήταν αδύνατον να συνεννοηθούμε μ’ αυτό τον τρόπο. Αργότερα, σκέφτηκα να του δείξω την κοιλιά μου, αλλά δεν ήταν και τόσο φουσκωτή για να τον πείσω και ν’ αντιληφθεί. Τελικά για καλή μου τύχη ένας διπλανός κρατούσε στα χέρια του την πολυπόθητη μπύρα και μ’ αυτό τον τρόπο τα κατάφερα.

Τώρα πήγαινα και πάλι να συναντήσω για δεύτερη φορά την παρουσία από κοντά. Σκέφτηκα μάλιστα να της ζητήσω και συγνώμη που ενώ κανονικά θα έπρεπε να τη ζητήσω για χορό, εγώ καθόμουν τις προάλλες και της μιλούσα για την αγάπη μου για τη γραφή. Τι το ήθελα όμως; Καθώς, όταν έφτασα σε απόσταση αναπνοής και από εκείνη, ξαφνικά, άκουσα να μου μιλά την ίδια γλώσσα που μιλούσε λίγο πριν και η μητέρα και ο μπάρμαν. Τουλάχιστον αυτή ήταν χαμογελαστή, αλλά και πάλι εγώ δεν έβγαζα άκρη. Ταραγμένος, άνοιξα την πόρτα και βγήκα λίγο έξω να πάρω αέρα και να σκεφτώ τι μου συνέβαινε. Άραγε τελικά αυτοί μιλούσαν αλαμπουρνέζικα και δεν μπορούσα να τους καταλάβω ή εγώ…; Και καθώς συλλογιζόμουν, είδα να βγαίνουν έξαλλοι οι υπεύθυνοι του μαγαζιού και ν’ αρχίζουν χωρίς λόγο να μου φωνάζουν. «Τι συμβαίνει ρε παιδιά;» τους ρώτησα τρομαγμένος, αλλά εκείνοι δεν καταλάβαιναν τίποτα. Κοιτούσε ο ένας τον άλλον και ήταν έτοιμοι να μου ορμίσουν. Ώσπου άρχισα να συνειδητοποιώ πως είχα ξεχάσει να πληρώσω την μπύρα! «Σιγά ρε παιδία, για μια μπύρα γίνεται όλο αυτό; Δεν θα έφευγα χωρίς να πληρώσω, απλά λίγο αέρα ήρθα να πάρω και θα επιστρέψω», αλλά το κατά πόσο είχε νόημα να τους δικαιολογούμαι ήταν παντελώς αδιάφορο για εκείνους. Ευτυχώς, δείχνοντας με το δάχτυλό μου το μπουκάλι, άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους και στο τέλος χαμογελαστοί επέστρεψαν στο μαγαζί.

Ύστερα από λίγο μπήκα και εγώ μέσα. Τώρα είχα αρχίσει να πιστεύω πως θα ήταν πιο εύκολο να βρω τον τρόπο να πληρώσω και να φύγω. Όμως τελικά, πάλι άλλα του έλεγα εγώ, άλλα μου έλεγε αυτός. Τι το λογαριασμό του έλεγα για να καταλάβει! Τι ψιλά του έβγαλα για να πληρώσω, εκείνος δεν καταλάβαινε τίποτα! Θυμήθηκα πως είχα αφήσει το άδειο μπουκάλι έξω και πήγα να το πάρω για να του το δείξω. Όταν όμως επέστρεψα με τη μπύρα στο χέρι και του την έδειξα, πάλι άλλα κατάλαβε αυτός, άλλα εγώ. Εκείνος θεώρησε πως με την κίνησή μου αυτή ήθελα να κεράσω όλο το μαγαζί και εγώ πως θα την πλήρωνα και θα έφευγα για να σωθώ. Ό μπάρμαν όμως υπερίσχυσε. Ξαφνικά σαν υστερικός τον είδα ν’ ανοίγει το ένα καπάκι, μετά το άλλο και να τις μοιράζει γύρω του και εμένα, έχοντας εκνευριστεί και αγχωθεί να του λέω στη γλώσσα μου πως έγινε παρεξήγηση. Ωχ, και πώς άραγε θα έβρισκα τον τρόπο να ξεπληρώσω όλες αυτές τις μπύρες ύστερα; Σκεφτόμουν, πιάνοντας το κεφάλι μου και κοιτώντας προβληματισμένος κάτω χαμηλά. Και οι γύρω χόρευαν και περνούσαν τέλεια! Και κάποιος με χτύπησε στην πλάτη με δύναμη και άρχισε να τραγουδάει στην αλαμπουρνέζικη γλώσσα του. Κι εγώ για να μη του χαλάσω το χατίρι, ανοιγόκλεινα τα χείλη μου και έδειχνα σαν να ξέρω τους στίχους απέξω.

Ώσπου κάποια στιγμή εκνευρίστηκα και αποφάσισα να πάω να μιλήσω στην παρουσία. Δεν με πείραζε αν δεν με καταλάβαινε. Δεν με πείραζε αν δεν την καταλάβαινα. Εγώ ήθελα να της μιλήσω σοβαρά. Και με σοβαρό-λυπημένο βλέμμα της ψιθύρισα πως ήθελα να βγούμε λίγο έξω να τα πούμε. Εκείνη όμως με άκουγε και ξεκαρδιζότανε. Τόσο αστεία φαίνονταν άραγε τα σοβαρά μου λόγια στη γλώσσα τους; Αναλογιζόμουν από μέσα μου, μέχρι που κατάφερα να βγω μαζί της έξω. Αμέσως την παρακάλεσα να μ’ ακούσει. Αλλά εκτός του ότι δεν μ’ άκουγε, είδα ξαφνικά να βγαίνει και ένα τσούρμο ολόκληρο από το μαγαζί. «Τι έγινε πάλι ρε παιδιά; Θα μ’ αφήσετε κάποια στιγμή να μιλήσω σοβαρά;» τους ρώτησα σαφώς ενοχλημένος και εκνευρισμένος. Και όλοι μαζί άρχισαν να ξεκαρδίζονται. Είχα μείνει αμήχανος. Πρώτη φορά έβλεπα να μιλάω σοβαρά και να μη με καταλαβαίνει κανείς. Δεν ήξερα πως υπήρχε και γλώσσα αλαμπουρνέζικη που σε κάνει να τα βλέπεις όλα κωμικά. Και για να επιβεβαιωθώ συνέχισα να τους μιλώ με ύφος σοβαρό. Και όσο συνέχιζα, τόσο εκείνοι γελούσαν. Και σιγά-σιγά άρχισε να μ’ αρέσει αυτή η αλαμπουρνέζικη κατάσταση και ν’ αντιλαμβάνομαι πόσο όμορφα είναι να περνάς ωραία και ανέμελα χωρίς να παίρνεις τίποτα στα σοβαρά. Άρχισα μάλιστα να αισθάνομαι τρομερά οικεία απέναντί τους. Μου θύμιζαν τη μητέρα που μου μιλούσε στην κουζίνα αλαμπουρνέζικα και εγώ γελούσα. Και τότε πήρα την πρωτοβουλία και τους είπα πως θα σταματήσω να μιλάω και θα χορέψω. Και στο χορό πήρα την παρουσία και χορέψαμε μαζί. Παν-άσχετος εγώ, χωρίς να ξέρω ούτε ένα βήμα και εκείνη μονίμως χαμογελαστή και ευδιάθετη! Περνούσα τέλεια και δεν σκεφτόμουν τίποτ’ άλλο από το να βρίσκω ένα τρόπο να γελάω και να περνάω όμορφα.

Μια γλυκιά φωνή όμως από κάποια άλλη διάσταση μακρινή και γνώριμη, άθελά της αποφάσισε να δώσει τέλος στ’ όνειρό μου και να μ’ επαναφέρει και πάλι πίσω στην πραγματικότητα. Η μητέρα, που την προηγούμενη μέρα είχε γίνει έξαλλη μαζί μου, πλέον είχε ηρεμήσει και βρισκόταν πάνω από το κεφάλι μου. Οι ρόλοι όμως είχαν αλλάξει. Τώρα εκείνη ήταν πρόσχαρη και χαμογελαστή και εγώ ένας έξαλλος που επιθυμεί να ξεθυμάνει!

«Γιατί πάντα μητέρα να μου κόβεις τα όνειρα και τις φιλοδοξίες;» τη ρώτησα. Κι αφού ξαφνιάστηκε από τον τόνο της φωνής μου, αμέσως μου είπε «Τι λες παιδί μου; Δεν καταλαβαίνω»…«Και πώς να καταλάβεις μητέρα; Αφού και εσύ η ίδια σε αυτό το όνειρο μου μιλούσες αλαμπουρνέζικα» συνέχισα νευριασμένος να της απαντώ. Η μητέρα δεν ήταν εντελώς σίγουρη και μέχρι να συνειδητοποιήσει ακριβώς τι συνέβη, κρατούσε μαρτυρικά την υπομονή της για να μην ξεσπάσει. «Δηλαδή τι θες να μου πεις; Ότι σου διέκοψα ένα όνειρο που μιλούσα αλαμπουρνέζικα;»…«Ναι και όχι μόνο εσύ, αλλά και όλος ο κόσμος γύρω μου». Μόλις άκουσε πως πήγα να βγάλω και τον κόσμο παράλογο, εκεί ήταν και η στιγμή που οι ρόλοι επανήλθαν στα φυσιολογικά τους δεδομένα. «Α, γεια να σου πω! Εγώ ήρθα μες την καλή χαρά να σου μιλήσω και να σου ζητήσω συγνώμη που εχθές ήμουν απότομη απέναντί σου και εσύ συνεχίζεις το χαβά σου! Ε, ως εδώ λοιπόν! Έχεις φτάσει σε σημείο να μου θυμίζεις εκείνον που οδηγούσε ανάποδα, άκουγε στο ραδιόφωνο πως κάποιος τρελός πάει προς το αντίθετο ρεύμα και αυτός ατάραχος αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν να θεωρούν μονάχα έναν τρελό, όταν υπήρχαν απέναντί του εκατοντάδες! Σοβαρέψου επιτέλους!». Όμως δεν άντεξα και θιγμένος από την άδικη σύγκριση που μου έκανε της απάντησα: «Δεν ξέρω αν αυτό το παράδειγμα σ’ εκφράζει για τα δικά μου δεδομένα, το μόνο που ξέρω και είμαι σίγουρος, είναι πως κι εγώ αν άκουγα από το ραδιόφωνο τη δική σου φωνή να με προειδοποιεί, να είσαι σίγουρη πως θ’ ακολουθούσα την ίδια κατεύθυνση με τον κύριο». Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε μία ακόμα σοβαρή συζήτηση ανάμεσα μας. Εκείνη έξαλλη μαζί μου, που δεν έπαιρνα τίποτα στα σοβαρά, βγήκε από το δωμάτιο και ξέσπασε στην καθαριότητα και τη μαγειρική. Κι εγώ χαμογελαστός, άνοιξα το παντζούρι και αντίκρισα ένα πανέμορφο και καταγάλανο ουρανό που μου έφτιαξε τη διάθεση και με γέμισε αισιοδοξία.

Τελικά, ποτέ μου δεν έμαθα πως ολοκληρώθηκε αυτό το όνειρο. Αν όντως ο κόσμος γύρω, μου μιλούσε ακατανόητα ή αν η μητέρα είχε δίκιο και μιλούσα εγώ στον κόσμο αλαμπουρνέζικα. Μα, στην πραγματικότητα ποτέ μου δεν απογοητεύτηκα κιόλας από την απότομη ολοκλήρωσή του. Κάποιο βράδυ, βρέθηκα ξανά στο ίδιο μπαρ, χόρεψα μαζί με την παρουσία και στην συνέχεια το ξημέρωμα μας βρήκε αγκαλιά ν’ αγναντεύουμε την ομορφιά του κόσμου γύρω μας και να χαιρόμαστε το άνθος της ανέμελής μας νιότης!

 

 

 

* Ο Ιωσήφ Φίλος ξεκίνησε αρχικά να σπουδάζει οικονομικά, όμως λίγο αργότερα συνειδητοποίησε πως έχει κλίση στην λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή, αγαπάει τη ζωή και του αρέσει να μοιράζεται μαζί με τους ανθρώπους τις σκέψεις του.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top