Fractal

Ο τόπος της γλώσσας

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος // 

 

«Μια ζωή ακόμα» του Θοδωρή Καλλιφατίδη, σελ. 170, Εκδ. Γαβριηλίδης

 

Ο Ε.Μ. Φόρστερ σταμάτησε να γράφει στα 40 του. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Φίλιπ Ροθ ανακοίνωσε ότι τελείωσε με το γράψιμο. «Θέλω να διαπιστώσω αν σπατάλησα το χρόνο μου γράφοντας», εξήγησε με μιαν ελαφρότητα που αν δεν τρομάζει (πώς μπορεί ένας μέγιστος δημιουργός να σπατάλησε τη ζωή του;) σίγουρα βάζει σε σκέψεις. Τι είναι αυτό που μπορεί να απωθήσει τους συγγραφείς από τις τυπωμένες λέξεις τους; Πότε το métier τους γίνεται καταναγκασμός; Πότε τα βιβλία μετατρέπονται σε τρεμάμενα αποτυπώματα μέσα σε κελί εκούσιας φυλακής; Είναι άλλο το προσφιλές, πλην εκφοβιστικό, writer’s block, όπου η λευκή σελίδα μοιάζει με αδηφάγο ον που κυνηγάει τον συγγραφέα να τον καταπιεί κι άλλο η απόφαση να αποχωρήσει κανείς, με κατεβασμένα όλα τα ιστία, από τον στίβο.

 

introLeft

 

Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης, όπως ο ίδιος δηλώνει στο τελευταίο του αφήγημα «Μια ζωή ακόμα», βρέθηκε σε αυτή ακριβώς τη φάση του μη περαιτέρω. Στο σημείο όπου το γράψιμο έγινε άχθος και το γραφείο που διατηρούσε επί δεκαετίες («λυκοφωλιά» την ονομάζει εκείνος – μια μονιά για ένα αγρίμι, όπως είναι κάθε συγγραφέας) ένας κλειστός χώρος που του προκαλούσε ασφυξία. Για πολλές δεκαετίες, ζώντας στη Σουηδία, ακολουθούσε καθημερινά μια νόρμα κινήσεων και επιλογών. Με το πρώτο φως βρισκόταν στο δρόμο και μέσα στο κρύο και την εωθινή βουή των δρόμων πήγαινε στο γραφείο του για να δουλέψει. Το γράψιμο ήταν δουλειά (μια σκοπιά, όπως γράφει εύγλωττα) και όχι μια απασχόληση για να περνάει τον καιρό του. Ωσάν σταχανοβίτης της γραφής, ακολουθώντας απαρέγκλιτα το καθημερινό του πρόγραμμα, κατάφερε να εκδώσει μια σειρά βιβλίων τα οποία έγιναν γνωστά στη Σουηδία και την Ελλάδα και να του προσφέρουν αναγνωρισιμότητα και χρήματα. Κι έκτοτε… τίποτα. Η απόλυτη άρνηση. Το ακριβές κενό. Ο Καλλιφατίδης βρέθηκε μπροστά σε ένα κούφιο κέλυφος θεωρώντας πως οι μνήμες του χάνονται, πως ο κόσμος στον οποίο αναφέρεται (ένας ενδιάμεσος τόπος μεταξύ Ελλάδας και Σουηδίας) έχει μεταναστεύσει από μέσα του. Μετανάστης και ο ίδιος, ξέρει πολύ καλά πώς είναι να αποχωρίζεται κανείς έναν οικείο τόπο πλέοντας προς το άγνωστο. Η κηλίδα της λήθης δεν εμφανίστηκε μόνο στο πρόσωπό του, τελευταίο απόκτημα της ηλικίας, αλλά και μέσα του.

Όπως ο Ορέστης Αλεξάκης, έτσι και ο Θοδωρής Καλλιφατίδης, χρειάστηκε να μετεγγράψει τον εαυτό του. Να τοποθετηθεί σε μια νέα γλώσσα και μέσω αυτής να εκφραστεί. Για τον συγγραφέα η γλώσσα δεν είναι μια επιλογή, αλλά σμίλη. Άνευ αυτής δεν μπορεί να προκαλέσει τους ιλίγγους του γραψίματος. Ο Καλλιφατίδης έφτασε στο σημείο να μην αισθάνεται αυτό το ρίγος του ιλίγγου. Μέσα του και γύρω άρχισε να μετατοπίζεται ο κόσμος. Κι ίσως έχει μεγαλύτερη αξία το γεγονός ότι δεν αντιμετώπισε την «κρίση» ως αποτέλεσμα μόνο του χρόνου που περνάει από πάνω του και σαρώνει, ούτε ως μια (και μόνο) προσωπική μάχη αυτοαναφορικότητας μπροστά στον καθρέφτη του. Οι συντεταγμένες του κόσμου, όπως τον ήξερε, άλλαζαν ανεξέλεγκτα. Η μέχρι πρότινος ανεκτική κοινωνία της Σουηδίας άρχισε να γίνεται κλειστοφοβική και περίκλειστη απέναντι στο μεταναστευτικό κύμα. Η Ελλάδα περιέπεσε στο τέλμα της οικονομικής κρίσης και όλη η Ευρώπη καταφερόταν εναντίον της χρησιμοποιώντας τους πλέον αναξιοπρεπείς χαρακτηρισμούς για τον λαό της. Εν μέσω διασταυρωμένων πυρών, ο Καλλιφατίδης βίωνε τη δική του εναντίωση στη δεδομένη ζωή του. Όταν συμβαίνουν τόσες πολλές αλλαγές πώς ο συγγραφέας μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος; Ειδικά όταν έχει να αντιπαλέψει μέσα του τον γλωσσικό διχασμό που του επιβάλλει η ενδιάμεση κατάσταση στην οποία βρέθηκε επί πολλές δεκαετίες;

 

Ένα ταξίδι στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τους Μολάους, με σκοπό να τιμηθεί από τους συμπατριώτες του, αποτέλεσε τη λύση στο γόρδιο δεσμό. Το καίριο σημείο για να επανατοποθετήσει τον εαυτό του.Αρχικά αποστασιοποιημένος και με μια αίσθηση παραίτησης, αλλά πολύ γρήγορα με μια ανάγκη να ξαναπιάσει το νήμα των μνημών, της γλώσσας, του κόσμου μέσα του, ο Καλλιφατίδης ξεκινάει να κάνει από την αρχή τα πρώτα βήματα μιας ζωής ακόμα. Μιας νέας ζωής μέσα στην υπάρχουσα, θα έλεγε κανείς.

 

Αμφιταλαντευόμενος μεταξύ σουηδικής και ελληνικής γλώσσας, με το κομπιούτερ ανοιχτό να περιμένει τις λέξεις του, πήρε την απόφαση να αποτινάξει από πάνω του τη σκόνη και να ξεκινήσει να γράφει, για πρώτη φορά έπειτα από πενήντα χρόνια, κατευθείαν στα ελληνικά. Τι σημασία έχει αν θα έπεφτε σε γλωσσικά ολισθήματα; Ποιος ο λόγος να εναντιωθεί στην πηγαία παρόρμηση να μιλήσει ξανά μέσα του προτού εκφέρει τον λογοτεχνικό λόγο του; Η γλώσσα είναι από μόνη της ένας αναγκαίος τόπος για τον δημιουργό. Ο μόνος τόπος. Περπατάει τα χέρσα σημεία της, κολυμπάει στα αβαθή της, περιπλέκεται στο φως και τη σκιά της. Ο Καλλιφατίδης αυτή τη φορά δεν ενδύθηκε το ρόλο του μετανάστη. Βρήκε μέσα του αυτό που έπρεπε να σωθεί. Ανεξάρτητα από γεωγραφικές συντεταγμένες και προσχηματικά σύνορα.

Πρόκειται για ένα ειλικρινές βιβλίο, μια αφήγηση ζωής που δεν επιδιώκει να ωραιοποιήσει τα πράγματα ή να τους προσδώσει μια αχλή δόξας. Ολότελα γυμνός μπρος στα δικά του υπαρξιακά αινίγματα, ανεπεξέργαστος, άρα ατόφιος, ο Καλλιφατίδης επανέρχεται με τούτο το αφήγημα à toute force.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top