Fractal

“Μια ζωή για τρεις” – Διήγημα της Αργυρώς Μαντόγλου

 

 «Πες μου την ιστορία σου και θα σου δώσω κάτι για να τη σβήσεις»,

Όχι αυτό δεν το έλεγε σε κανέναν από τους ασθενείς που έμπαιναν στο γραφείο του, το «φώναζε», όμως, η γλώσσα του σώματός του, η στάση του, η κίνηση των χεριών του. Μόλις περνούσαν στον επιμελώς ουδέτερο χώρο του και κάθονταν  απέναντι του, ο Άγγελος σταύρωνε τα χέρια, έγερνε ελαφρώς προς τα πίσω, οι κινήσεις του αργές, μελετημένες, ώστε να κάνει τον απελπισμένο και καταπονημένο άνθρωπο που είχε έρθει σ’ αυτόν, να ανοιχτεί, να του μιλήσει. Υπήρχαν, βέβαια, φορές που έπρεπε να αρχίσει πρώτος να ρωτάει για να τους παρασύρει, και άλλες που έμπαινε στον πειρασμό να παρέμβει, να διακόψει την αφήγηση, να διορθώσει την ξένη ιστορία.

 

hero2

 

Όσο ο ασθενής μιλούσε, εκείνος σημείωνε κάτι στο χαρτί που είχε μπροστά του, ήξερε πότε θα έκανε μια ερώτηση για να τον προτρέψει να συνεχίσει και πότε να βήξει κοφτά ή παρατεταμένα για να τον κάνει να συντομεύει.

Στη συνέχεια έπαιρνε το συνταγολόγιο και έγραφε τη θεραπευτική αγωγή, είχε τα κατάλληλα φάρμακα για κάθε ψυχικό πόνο -αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά, υπνωτικά και διάφορα άλλα «βοηθήματα».   

Όμως η κυρία Λίλιαν Ξ. που είχε έρθει σήμερα στο γραφείο του ήταν μια διαφορετική περίπτωση. Την ήξερε καλά, την παρακολουθούσε ανελλιπώς τα τελευταία έξι χρόνια, είχε εξαφανιστεί τους τελευταίους μήνες, μέχρι που τηλεφώνησε το πρωί στο κινητό του και τον παρακάλεσε να της κλείσει ραντεβού για την ίδια μέρα. «Δεν μπορούσε να αναβληθεί για αύριο» τον ικέτευσε ταραγμένη, αφήνοντας μια κραυγή, έπρεπε να τον δει κατεπειγόντως, ήταν σοβαρό.

Ήρθε φουριόζα και αναστατωμένη, σα να ήταν η ίδια πλέον αφόρητο βάρος για τον εαυτό της. Στην αρχή δεν καταλάβαινε για ποιο πράγμα του μιλούσε, οι αργές κινήσεις του και οι σιωπές του δεν κατάφεραν να την περιορίσουν, αμέσως μόλις μπήκε στο γραφείο και πριν καθίσει, άρχισε να παραληρεί: «Κάποιος πρέπει να μου το κάνει αυτό γιατρέ. Κάποιος πρέπει να με συνοδεύσει μέχρι το τέλος, να με περάσει απέναντι. Δεν μπορώ να πάω μονάχη μου. Για να πω την αλήθεια, γιατρέ, τον θέλω μαζί μου και απέναντι. Άγνωστο μέρος η άλλη όχθη, πώς να πάω μονάχη μου, εγώ δεν είμαι σε θέση ούτε από το σπίτι μου να βγω, πώς να πάω μέχρι εκεί, κι εδώ δεν μιλάμε για άλλη πόλη, άλλη χώρα, άλλη ήπειρο, ούτε καν άλλο πλανήτη, εδώ μιλάμε για τον άλλο κόσμο γιατρέ, θέλω κάποιον μαζί μου. Άντρα όχι γυναίκα. Θέλω έναν νέο άντρα μαζί μου» μονολογούσε, σα να μη μιλούσε σε γιατρό, αλλά σε ανακριτή.

«Γιατί όχι γυναίκα;» κατάφερε να ψελλίσει αμήχανα. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να παρέμβει σ’ αυτή τη μακάβρια ιστορία που είχε σκαρφιστεί η κυρία.   

Τεντώθηκε και του απευθύνθηκε σα να μιλούσε σε δικαστήριο, το κεφάλι ανασηκωμένο, τα χέρια της να σφίγγουν τα μπράτσα της πολυθρόνας, το σώμα να γέρνει μπροστά, έτοιμο να εκτιναχθεί.

 

d3a

 

«Γιατί ο θάνατος, γιατρέ, είναι μεγάλη μετάβαση. Άντρας με έφερε στον κόσμο γιατρέ, άντρας με ξεγέννησε, άντρας πρέπει να με συνοδεύσει και εκεί. Με άντρες μοιράστηκα τη ζωή μου, σε άντρες αφέθηκα, όχι δεν εμπιστεύομαι τις γυναίκες σε τέτοια θέματα, θέλω ένα χέρι αντρικό, ένα χέρι στιβαρό να με κρατήσει, να με συντροφεύσει σ’ αυτή τη μετάβαση».

«Άσε τη ζωή να κυλήσει, Λίλιαν και θα βρεθεί τρόπος» είπε ο Άγγελος,  κάνοντας μια άνευρη προσπάθεια να την καθησυχάσει.

«Δεν είναι ζωή αυτό που κυλάει γιατρέ, τρύπια βάρκα είναι. Τιτανικός».

Οι παρομοιώσεις της έρχονταν πάντα εις διπλούν, ή ακόμα και εις τριπλούν, σα να μην ήταν αρκετό αυτό που είχε πει, έπρεπε να δραματοποιηθεί με την επανάληψη.

«Πρέπει να αλλάξεις οπτική», επέμεινε, αν και μέσα της έβλεπε μόνο σκοτάδι, πηχτό μαύρο και  φαρμακερό.

«Δεν τη θέλω» φώναζε με πείσμα «δεν θέλω αυτή τη ζωή που καθημερινά μού αφαιρεί κάτι από αυτό που είμαι».

«Τι είσαι Λίλιαν;»

«Είμαι νέα και ωραία. Και έτσι θέλω να φύγω».

«Κανείς δεν φεύγει έτσι Λίλιαν».

«Κάποιος πρέπει να το κάνει αυτό γιατρέ. Κάποιος πρέπει να με σκοτώσει», επέμεινε με ψιθυριστή φωνή που στο τέλος της φράσης υψώθηκε απαιτώντας.

«Λίλιαν αυτή δεν είναι λύση. Θα σε παρακαλούσα να αφήσεις στην άκρη αυτές τις σκέψεις. Ή να τις αναβάλλεις. Αν σε δέκα χρόνια εξακολουθείς να έχεις τα ίδια αιτήματα, μπορείς να έρθεις τότε να το συζητήσουμε. Έως τότε θα σε παρακαλούσα να φροντίσεις τον εαυτό σου, να πάρεις τα φάρμακά σου. Να αλλάξεις λίγο τον αέρα σου, να πας διακοπές, όλα αυτά βοηθάνε».

«Βοήθησέ με γιατρέ. Εσύ θέλω να με βοηθήσεις».

Συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια παρακλητικά, να σφίγγει ανάμεσα στα δάχτυλα το μαντήλι της, να το απλώνει, να το στρώνει, και πότε πότε να το φέρνει στα μάτια για να σκουπίσει δήθεν τα αόρατα δάκρυα της.

Πριν φύγει η Λίλιαν από το ιατρείο, τσαλάκωσε το χαρτί με τη συνταγή που της είχε γράψει, την πέταξε στο πάτωμα και άφησε την κάρτα της, πάνω στο γραφείο του. «Εδώ», είπε, «εδώ είναι η τηλεφωνική γραμμή για την αποστολή. Την αποστολή του τερματισμού». 

Μια μαύρη κάρτα με λευκά γράμματα που έμεινε στη θέση της για ώρες, ήρθαν και έφυγαν τρία, τέσσερα άτομα, μέχρι που βγαίνοντας από το γραφείο την έβαλε στην τσέπη του σακακιού του.

Θα μπορούσε να την πετάξει, να μη την κρατήσει, κι όμως, όταν βρέθηκε στο αυτοκίνητο και το μαύρο φαρμάκι της γυναίκας συνέχιζε να πλημμυρίζει τη σκέψη του, κατέβασε το τζάμι και την έδωσε στον πρώτο άνθρωπο που πλησίασε για να του καθαρίσει το παρμπρίζ. Ήταν ένας ψιλόλιγνος νεαρός και όταν έσκυψε να πάρει την αμοιβή του, ο Άγγελος έβγαλε και του έβαλε στο χέρι τη μαύρη κάρτα.

Θυμάται τα μάτια του, τα βαθιά και καρτερικά μάτια του, φορούσε ένα πορτοκαλί φθαρμένο πουκάμισο και στο εκθαμβωτικό φως του φάνηκε σαν ένας από εκείνους τους φακίρηδες που ξέρουν με τα μαγικά τους να κάθονται σε καρφιά, να σταματάνε την αναπνοή τους, να ανασταίνονται. Ένας τέτοιος τύπος θα έβρισκε μια λύση για τη Λίλιαν.

 Τα μάτια του θυμήθηκε όταν είδε τη φωτογραφία, τρεις μήνες αργότερα στις ειδήσεις. Το ήξερε αυτό το πρόσωπο. Ήταν οικείο. Του είχε δώσει κάτι για να σβήσει την ιστορία του.  Του είχε βάλει στο χέρι την μαύρη κάρτα.

 Ήταν Αφγανός. Το είπαν στις ειδήσεις, όταν τον βρήκαν σε ένα πάρκο, πεταμένος σαν ψόφιο σκυλί, δίπλα σε έναν κάδο απορριμμάτων. Είχε καταναλώσει άγνωστο δηλητήριο. Πολλοί από αυτούς τρώνε στα σκουπίδια ό,τι βρουν, είπαν.

Αναγνώρισε το πρόσωπό του, τα καρτερικά του μάτια.  Έμαθε και το όνομά του. Έμαθε πως ήταν πατέρας δυο παιδιών. Η οικογένεια του παρέλαβε το πτώμα, είπαν. Ένα ερώτημα που δεν τέθηκε στις ειδήσεις και προφανώς κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να το διαλευκάνει. Η σύζυγος με τα δυο παιδιά του είχαν έρθει εδώ, λίγο πριν ο Αχμάτ πεθάνει. Σα να το ’ξεραν. Μπορεί και να το ’ξεραν. Κανείς δεν νοιάστηκε.

Μια ζωή για τρεις.

Περίμενε να δει και το πρόσωπο της Λίλιαν στις ειδήσεις, αλλά μάταια. Δοκίμασε να τη βρει. Τηλεφώνησε κάμποσες φορές. Μια μονότονη αντρική φωνή, επαναλάμβανε πως η κυρία είχε φύγει στο εξωτερικό και δεν θα επέστρεφε πριν το τέλος Σεπτέμβρη.

Όταν ρώτησε πού είχε πάει, του είπε κοφτά πως δεν ήξερε.

Η κυρία πάντα λείπει τέτοια εποχή.

Κάποιοι σβήνουν και γράφουν την ιστορία των άλλων, μόνο και μόνο επειδή μπορούν.  

Κάποιοι έχουν την πολυτέλεια να αλλάζουν γνώμη.

 

 

amantogloyΗ Αργυρώ Μαντόγλου σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία, Φιλοσοφία (BA), μεταπτυχιακές σπουδές στην Κριτική Θεωρία στο University of North London. Έχει εκδώσει ποιήματα και πεζά και ασχολείται συστηματικά με τη μετάφραση. Κείμενά της και κριτικά σημειώματα έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Έχει επίσης μεταφράσει έργα των Τζορτζ Έλιοτ, Βιρτζίνια Γουλφ, Χένρι Τζέιμς, Άντζελα Κάρτερ, Τζιν Ρις, Τζανέτ Γουίντερσον, Τζόις Κάρολ Οουτς, Άλι Ζμιθ, Ζέιντι Σμιθ, Πίτερ Κάρεϊ και άλλα σπουδαία ονόματα της σύγχρονης αγγλόφωνης πεζογραφίας. Και έχει γράψει τα μυθιστορήματα: «Βιρτζίνια Γουλφ cafe», «Βλέφαρα με τατουάζ», «Bodyland Χωρασωμάτων», «Όλα στο μηδέν», «Λευκή ρεβάνς».

 

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Οι ήρωες του Καλοκαιριού»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top