Fractal

Διήγημα fractal: “Μια ξεχωριστή στιγμή”

Του Άγγελου Ποθουλάκη // *

 

 

 

Δεν το περίμενα, μα ξύπνησα κείνη τη μέρα με μια όρεξη που δεν περιγράφεται. Δηλαδή, περίμενα ότι θα ξυπνήσω καλά, μιας και η μέρα θα ‘τανε ξεχωριστή, μα όχι και με κείνο το τρελό κέφι που μ’ έπιασε με το που άνοιξα τα μάτια μου. Να τονίσω ότι ξύπνησα πριν καλά καλά χτυπήσει το ξυπνητήρι (που το είχα βάλει μάλιστα νωρίς – πολύ νωρίτερα από το φυσιολογικό) και τινάχτηκα πάνω σαν ελατήριο, μ’ ένα καρδιοχτύπι δυνατό. «Σήμερα, σήμερα είναι η μέρα» επαναλάμβανα διαρκώς από μέσα μου σαν ετοιμαζόμουν με την ταχύτητα αργοπορημένου για την επιθεώρηση φαντάρου, τρέχοντας με μεγάλα άλματα από γωνιά σε γωνιά της μικρής μου γκαρσονιέρας. Κάτι φούσκωνε στο στήθος μου κι αναπηδούσε. Στήθος κάποιου τρελά ερωτευμένου. Σ’ ένα τέταρτο ήμουν έτοιμος. Το μπρίκι ήταν πάνω στο γκαζάκι. Ο καφές έτοιμος να βράσει από στιγμή σε στιγμή. Έριξα μια τελευταία, βιαστική ματιά στον καθρέφτη του μπάνιου: το φρεσκοπλυμένο μου πρόσωπο έδειχνε ζωηρό, σα να μην είχα κοιμηθεί μόλις τρεις ώρες και κάτι λίγο, μα σα να ‘χα χορτάσει ένα δεκάωρο βαθύ, ξεκούραστου ύπνου. Μόνο τα μάτια μου που ήταν κάπως πρησμένα έδειχναν άυπνα. Το κοίταξα από όλες τις γωνίες, λυγίζοντας αφύσικα το λαιμό μου, και έμεινα ικανοποιημένος από όλα του τα προφίλ και τις γωνίες. Είχα αρχίσει να στρώνω λιγάκι τα μαλλιά μου, όταν άκουσα θόρυβο απ’ την κουζίνα. Γαμώ… ξεχάστηκα. Ο καφές είχε βράσει και χυνόταν έξω απ’ το μπρίκι, μισοσβήνοντας τη φλόγα από το καμινέτο, απλώνοντας σε μεγάλες φυσαλίδες, γεμίζοντας το μικρό μου σπίτι με την αψιά του μυρωδιά. Τα σκούπισα όπως όπως. Δεν πειράζει, σκέφτηκα. Θα πάω μετά από την καφετέρια ενός φίλου να πιω έναν καφέ της προκοπής. Ανοιξιάτικα και εγώ πίνω ακόμα καυτό ελληνικό που μου έχει περισσέψει από τον χειμώνα. Χάλια μαύρα, δεν πάει κάτω με τίποτα. Μήνες τώρα λέω να πάω να πάρω μια μηχανούλα για espresso μα όλο και κάθε τέλος του μήνα δεν μου περίσσευε ούτε ευρώ. Δηλαδή κάτι περίσσευε, αλλά το έβαζα στην άκρη. Είχα άλλους σκοπούς, σημαντικότερους.

Και έτσι, με τον συνειρμό εκείνο, επανέφερα σε τάξη το κεφάλι μου (το κουφιοκέφαλό μου όπως το αποκαλούσα, μιμούμενος έναν μου καθηγητή στο Λύκειο) και ξαναθυμήθηκα το πλάνο μου για την ημέρα εκείνη. Χαμογέλασα. Επιτέλους, είχε φτάσει η μέρα. Ο χρόνος είχε έρθει να με συναντήσει, μετά από τόσες νύχτες που μετρούσα αντίστροφα. Θα ήταν μια στιγμή ξεχωριστή. Θα το αποκτούσα, επιτέλους, μετά από τόσο κόπο, μετά από τόσους μήνες. Το μόνο που μου έμενε ήταν να κλείσω την μπαλκονόπορτα και να βγω απ’ το σπίτι, κινώντας για τον προορισμό μου. Μα δεν μπορούσα να συμμαζέψω τις σκέψεις μου, ήμουν πολύ αφηρημένος, σχεδόν ένιωθα να κοιμάμαι όρθιος, να ονειρεύομαι με μάτια ανοιχτά που λένε. Έμεινα σαν υπνωτισμένος μπροστά από την πόρτα, μην μπορώντας να την ανοίξω και να βγω, κοιτώντας την με στόμα μισάνοιχτο. Οι σκέψεις μου δεν έδειχναν να μπορούν να ξεκολλήσουν από ‘κείνο ‘κει. Σχεδόν το ‘νιωθα να βρίσκεται στις χούφτες μου, να ψηλαφίζω την ονειρική του επιφάνεια, να το περιεργάζομαι με δέος και λατρεία μαζί. Δεν πίστευα στην τύχη μου που σε λίγη ώρα θα το είχα αποκτήσει. Κούνησα το κεφάλι μου απότομα. Έπρεπε να πηγαίνω, δεν θ’ αργούσα ούτε λεπτό. Βγήκα, κλείδωσα και κατέβηκα τις σκάλες τις πολυκατοικίας σαν να με κυνηγούσαν, πηδώντας τα τελευταία σκαλιά τέσσερα τέσσερα.

Βγήκα έξω, στον λαμπερό ήλιο, μ’ έναν μορφασμό. Το δυνατό φως έκανε τα μάτια μου να κλείσουν απότομα, με πόνο και μια λάμψη ενοχλητική. Φόρεσα τα γυαλιά μου. Ήταν παλιά, φθηνά, απομίμησης –από αυτά που πουλάνε στο δρόμο- και είχαν τόσο φθαρεί οι φακοί, που μου θόλωναν την όραση. Πρέπει να τα αλλάξω, σκέφτηκα. Είχα ακούσει ότι αυτοί οι φακοί κάνουν κακό στα μάτια. Μα εκείνη την εποχή δεν είχα φράγκο για φράγκο στις τσέπες μου. Όπως είπα και πριν, ό,τι μου περίσσευε το ‘βαζα απευθείας στην άκρη για να μην μπω στον πειρασμό και το ξοδέψω. Δούλευα αρκετές ώρες, με ένα μεροκάματο καλούτσικο. Καλούτσικο δηλαδή… τρόπος του λέγειν. Αν δηλαδή το συγκρίνω με αυτά που παίρνουν κάτι φιλαράκια μου απ’ το σχολείο , που δουλεύουν σε βουλκανιζατέρ, ξυλουργεία και τα λοιπά. Σε σχέση με το εικοσαράκι το δικό τους, τα τριάντα…φεύγα τα δικά μου έμοιαζαν με περιουσία. Μα όχι πως δεν τ’ άξιζα τα λεφτά αυτά. Τα δούλευα σκληρά, και μάλιστα σε βάρδια βραδινή. Δούλευα σερβιτόρος σε ένα μπαρ απ’ τα μεγάλα και καλά της πόλης. Το πώς έπιασα δουλειά εκεί, ούτε που το θυμάμαι καλά καλά. Πάνε και κάμποσα χρόνια. Θυμάμαι μόνο τις αντιδράσεις των φίλων μου την πρώτη μου μέρα στη δουλειά, όταν ήρθαν για να μου κάνουν σεφτέ που λέμε, να με δουν και να μ’ εμψυχώσουν. Εγώ

έτρεμα σαν το ψάρι, κουβαλούσα τον δίσκο με τα γεμάτα ως πάνω ποτήρια σα να ‘ταν βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Και ‘κείνοι όλοι, μια μεγάλη παρέα, φίλοι όλοι απ’ το σχολείο, μου ‘κλείναν το μάτι σαν περνούσα απ’ το τραπέζι τους και μου ‘γνεφαν κάνοντας γκριμάτσες. Στο τέλος της βάρδιας μου κάναν έκπληξη, περιμένοντάς με όλοι λίγο παρακάτω από το μαγαζί, καθώς γυρνούσα εγώ ξεθεωμένος σπίτι. Η βραδιά μας κατέληξε σ’ ένα τρελό μεθύσι που μας οδήγησε σ’ ένα θολό και ανταριασμένο από το αλκοόλ πρωινό. Δυο μέρες έκανα να συνέλθω.

Ήταν οι μέρες που είχα πρωτοκάνει τη μεγάλη μου ανταρσία. Είχα πάρει τα μπογαλάκια μου και είχα εξαφανιστεί απ’ το σπίτι. Ναι, ναι, την είχα κάνει πια για τα καλά. Τα λεφτά μου έφταναν για ένα καλό γεύμα σε καντίνα με τη συνοδεία αναψυκτικού. Από ‘κει και ύστερα, δεν είχα να κόψω ούτε εισιτήριο. Τι τα θες. Το πάλεψα από ‘δω, το πάλεψα από κει, δεν πήγαινε άλλο. Αρκετά παρέμεινα σ’ εκείνο το κλουβί που άλλοι το λεν πατρικό σπίτι. Όχι, δε με πείραζαν οι βρισιές και τα σπασμένα πιατικά μέρα παρά μέρα, ούτε κάτι κηροπήγια που πετούσαν από άκρη σ’ άκρη του σπιτιού. Ούτε καν και όταν όλα αυτά είχαν εμένα σαν στόχο, πράγμα όχι σπάνιο. Με το βρισίδι γελούσα πια και τα διάφορα σκεύη που πετούσαν προς το μέρος μου τα απέφευγα μαεστρικά, γρήγορος πια απ’ τη χρόνια εξάσκηση. Ίσως να ήταν το ότι δεν έβλεπα μια προοπτική εκεί μέσα, δεν μπορούσα να φανταστώ μια κάποια εξέλιξη. Ή ακόμα και αυτή η ίδια εξέλιξη που διαφαινόταν, δηλαδή η παραμονή μου εκεί τουλάχιστον για τα επόμενα λίγα χρόνια, να μου κούρντισε το νου στον κατάλληλο βαθμό που ήταν απαραίτητο ώστε να πάρω την απόφαση. Και έτσι, ένα βράδυ που όλοι κοιμόνταν την έκανα καπνός. Ένα σακίδιο στην πλάτη μου, το βαρύ από τα κέρματα πορτοφόλι μου στην τσέπη, και φυγή για το άγνωστο. Για το τι θα γινόταν, δεν είχα ιδέα. Με τρόμαζε φυσικά η προοπτική. Ένιωθα τον ίλιγγο του κινδύνου σαν έκανα τα πρώτα βήματα μες στο σκοτάδι, αφήνοντας πίσω μου κλειστή την καγκελόπορτα του σπιτιού. Σα ν’ άκουσα πίσω μου μια φωνή να μου ψιθυρίζει: «Για πού το βάλαμε»; Γύρισα τρομαγμένος με υψωμένα χέρια, έτοιμος να τα ρίξω με δύναμη πάνω σ’ αυτόν που με παρακολουθούσε. Μα δεν υπήρχε κανείς, μονάχα κάτι κλωνάρια είδα πάνω μου να θροΐζουν. Και κατάλαβα ότι το κεφάλι μου έπρεπε να χτυπήσω, που μου ‘παιζε τέτοια παιχνίδια. Αλλά δεν το ‘κανα. Σκέφτηκα ότι θα το χρειαζόμουν τώρα περισσότερο από ποτέ, όσο κούφιο κι αν ήταν. Άσε που πάντα μου ήμουν ευαίσθητος στα χτυπήματα και έβγαζα καρούμπαλα με το παραμικρό. Πού να ψάχνω βραδιάτικα για πάγο. Κατέβασα λοιπόν τα χέρια και έφυγα τρέχοντας μέσα στη νύχτα.

Οι μέρες που ακολούθησαν φάνταζαν στο μυαλό μου κάποτε, όταν κατάστρωνα το σχέδιο απόδρασής μου από το τρελάδικο ‘κείνο που μεγάλωσα, πολύ, πολύ δύσκολες. Τι θα έκανα, πού θα ‘μενα, πότε θα ‘βρισκα δουλειά. Δεν είχα δώσει ποτέ ικανοποιητική απάντηση, όσο κι αν γνώριζα πως είναι ερωτήματα καίρια. Αν θα το έκανα, αν θα έφευγα δηλαδή, δεν υπήρχε δρόμος γυρισμού. Το ήξερα αυτό. Για αυτό και έπρεπε να έχω τα πάντα κατά νου, να έχω αποφασίσει κάθε βήμα που θα έκανα πριν αποτολμήσω την ηρωική έξοδο. Κι όμως. Τίποτα δεν βρήκα, καμία απάντηση δε μου ‘χα δώσει μέχρι τη στιγμή εκείνη που έτρεχα μέσα στη νύχτα μακριά από το σπίτι. Αλλά τέτοιος ήμουν πάντοτε. Βαριόμουν την προετοιμασία, την πολλή τη σκέψη. Βασιζόμουν στην έμπνευση της στιγμής και τη συγκυρία. Βέβαια, τα πράγματα είχαν σφίξει τώρα, το ένιωθα. Δεν υπήρχαν περιθώρια λάθους ή αναβολής των ενεργειών μου. Έπρεπε να δράσω. Και έτσι, για ακόμα μια φορά, οι συμπτώσεις, ή το έμφυτο μου ταλέντο να τη βγάζω πάντα καθαρή, με βοήθησαν. Χτύπησα κάποια στιγμή, σα ξημέρωνε πια, την πόρτα ενός γνωστού μου φοιτητή. Δεν τον ήξερα καλά, σπάνια βρισκόμασταν πια. Ήταν λύση απελπισίας ίσως, μα δεν είχα άλλη επιλογή. Κοντός, αδύνατος και πάντα πρόχειρα ντυμένος, τον είχα γνωρίσει σε κάτι παρέες που κάναμε κάτι ανάμεικτοι – φοιτητές και λυκειόπαιδα- όταν κάναμε πότε πότε μαύρο. Δε θέλω να τα πολυσυζητώ, μη ρωτάς, έχω ξεκόψει άλλωστε χρόνια τώρα. Καλό παιδί, γελαστό και ευχάριστο στην παρέα του. Άλλο δεν έκανε τότε παρά να τριγυρνά στους δρόμους και να μιλάει, μ’ ένα τσιγάρο και ένα κουτάκι μπίρα στα χέρια. Δεν πρέπει να τον έβλεπε πολύ το πανεπιστήμιο, αυτό το μάντευε εύκολα κανείς. Μα εγώ δεν έψαχνα το βράδυ ‘κείνο για αριστούχο, για άνθρωπο έψαχνα. Και αποδείχθηκε ότι τον βρήκα. Μου άνοιξε, έφερε δυο παγωμένες μπίρες και κάτσαμε στο μπαλκόνι μέχρι που ανέτειλε ο ήλιος και μας χτυπούσε στα μούτρα. Μου έστρωσε τότε στον καναπέ και πέσαμε για ύπνο. Δεν με ρώτησε τίποτα όσο καθόμασταν και εγώ τίποτε δεν εξήγησα, παρά μονάχα ότι θέλω για λίγες μέρες να με φιλοξενήσει. Θα πλήρωνα φυσικά σύντομα, και για το κρεβάτι και για το φαί, μόλις έπιανα δουλειά, με τα πρώτα μεροκάματα. Γέλασε τότε και δεν είπε τίποτα, παρά μόνο έφερε άλλα δυο παγωμένα κουτάκια και τσουγκρίσαμε.

Περάσανε έτσι πέντ’ έξι μέρες. Εγώ να τρέχω τα πρωινά από μαγαζί σε μαγαζί και να ρωτάω για δουλειά, αυτός να λείπει, στη σχολή του ή ποιος ξέρει πού αλλού, και τα απογεύματα να καθόμαστε να καπνίζουμε και να ανακατώνουμε στα στομάχια μας καφέ και μπίρα, μπίρα και καφέ. Τεκέ του το ‘χα κάνει το σπίτι είν’ η αλήθεια. Μα εκτός από μια κάποια ενοχή για αυτό, αυτό που κυρίαρχα ένιωθα ήταν η ηδονική απελευθέρωση της μοναξιάς. Ναι, ήμουν μόνος πια, δεν είχα να δώσω λογαριασμό σε κανέναν, όριζα εγώ τη ζωή μου όπως ήθελα, κανόνιζα τη μέρα μου όπως επιθυμούσα. Έμενα νηστικός αν το ήθελα, ή έπεφτα μεθυσμένος στο κρεβάτι, γυρνούσα όλη μέρα στους δρόμους ή έμενα σπίτι. Χωρίς ενοχλητικές ερωτήσεις, χωρίς ανακρίσεις και φωνές, χωρίς εξηγήσεις και απαντήσεις ψεύτικες και δικαιολογίες που απαιτούσαν την πιο τρελή φαντασία για να συλληφθούν. Αυτή η αίσθηση με έκανε να ξεχνιέμαι για λίγο από τον μεγάλο φόβο μου, φόβο μήπως δεν τα καταφέρω, μήπως αναγκαστώ να γυρίσω κάποια στιγμή στο σπίτι, ή μήπως ψάξουν να με βρουν και με σύρουν πίσω με τη βία. Είχα να φάω πολλά χαστούκια, στην καλύτερη. Και μόνο που τα σκεφτόμουν, έτριβα νευρικά τα μάγουλά μου, που μόλις είχα αρχίσει να ξυρίζω, και ένιωθα σχεδόν χειροπιαστά το κάψιμο που θ’ άφηναν οι σκληρές παλάμες του πατέρα μου.

Προχώρησα στον δρόμο, ανάμεσα σε περαστικούς που χάζευαν βιτρίνες, που κοντοστέκονταν κοιτάζοντας τις προθήκες τους με μηχανική περιέργεια, αφήνοντας κάτω τις βαριές σακούλες απ’ τα προηγούμενα ψώνια για να μην τους κουράζουν. Παραδίπλα ζητιάνοι που είχαν κάτσει κάτω και φώναζαν κάτι αλαμπουρνέζικα, διανομείς που κουβαλούσαν πακέτα, παιδάκια στα καρότσια τους που στρίγγλιζαν, βιαστικοί που μιλούσαν δυνατά στο κινητό τους, υπάλληλοι που έτρεχαν από μαγαζί σε μαγαζί ψάχνοντας ψιλά. Και όλοι αυτοί σε ένα πεζοδρόμιο τόσο δα μικρό. Ήταν ένα όργιο. Στον δρόμο λαμαρίνες, γυαλισμένες και μη, κόρνες και μουγκρητά, εκνευρισμός και μούντζες και κακό. Χαμογέλασα κοιτώντας ψηλά, σαν από αγαλλίαση, και έπεσα κατά λάθος πάνω σ’ έναν σαραντάρη που κουβαλούσε ίσα με πέντε τσάντες του σουπερμάρκετ σε κάθε χέρι. Κοίτα μπροστά σου ρε μαλάκα!, μου έκανε ξέπνοα, λαχανιασμένος. Του ανταπέδωσα τον χαρακτηρισμό αδιάφορα, μόνο και μόνο για να δώσω μια απάντηση, και συνέχισα χαμογελαστός και ανάλαφρος. Τι ωραία μέρα! Πόσο μου άρεσε το Σάββατο, ο κόσμος αυτός που βγαίνει έξω για να φωνάξει, να τρέξει, να ψωνίζει, να παζαρέψει, να βριστεί εν ανάγκη. Να βγάλει τ’ απωθημένα της εβδομάδας βρε αδερφέ. Υπέροχα, υπέροχα! Τι τα ‘θέλω και τα θυμάμαι τα παλιά, τι αξία έχουν τέλος πάντων;

Συνέχισα την πορεία μου, επαναφέροντας τον εαυτό μου σε τάξη, συγκεντρωμένος τώρα απόλυτα στον σκοπό μου. Έπρεπε να βιαστώ, δεν είχα καθόλου καιρό. Ξάφνου με έπιασε μια ξαφνική ανησυχία, έντονη, σα να την είχα από καιρό και να μου βγήκε μαζεμένη σε μια στιγμή. Κοίταξα νευρικά πίσω μου. Έπρεπε να προσέξω λιγάκι, να μαζευτώ, να μη δίνω στόχο. Δεν ήταν δα και κάτι το απλό αυτό που επρόκειτο να κάνω. Ήταν ελάχιστοι αυτοί που το είχαν καταφέρει στην πόλη. Ελάχιστοι και πολύ συγκεκριμένοι. Τους ήξερες βλέποντάς τους, το μάντευες ότι είναι ικανοί για κάτι τέτοιο. Για τον δικό μου κύκλο, ούτε λόγος. Θα ήμουν ο πρώτος και, για κάμποσο καιρό μετά, ο μοναδικός. Ναι, ναι, έπρεπε να αποφύγω τον συνωστισμό, να μη με προδώσει η στάση μου, το περπάτημά μου. Ως και το βλέμμα μου έπρεπε να προσέξω. Στερέωσα καλά τα γυαλιά πάνω στη μύτη μου και συνέχισα κόβοντας δρόμο από ένα στενό. Μα έκανα λάθος τραγικό μέσα στη φούρια μου. Στο δρόμο αυτό έστεκε, συμπιεσμένο από δυο μεγάλα φαρμακεία, ένα μακρόστενο και σκοτεινό καφενεδάκι. Έτσι όπως το ‘βλεπες έμοιαζε σα να ‘θελε να χωρίσει δυο παρδαλούς γίγαντες, ένας άσχημος, μαυριδερός νάνος…Μα πώς μου ‘ρχονται ώρες ώρες και τα λέω έτσι; Α, ναι. Σχετίζεται και με ‘κείνον ‘κει τον καφενέ. Εκεί λοιπόν συχνάζει ένας παλιός μου δάσκαλος, καθηγητής στο λύκειο. Κείνος που μ’ έλεγε κουφιοκέφαλο ντε. Μα το ‘λεγε χαϊδευτικά. Καλό ανθρωπάκι ήτανε, πρόθυμος να βοηθήσει πάντα και δαιμόνιος όταν ήθελε να βρει τρόπους να τσιγκλήσει τους μαθητές του. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, από τότε δηλαδή που έφυγα από το σπίτι, παρατώντας την τρίτη λυκείου στη μέση, τον είχα πετύχει δυο τρεις φορές να κάθεται στο τραπέζι που ‘ταν στο πεζοδρόμιο, καπνίζοντας, με μια εφημερίδα μπροστά του.

Η θέση μου ήταν επικίνδυνη τότε, το ήξερα, μα κατά βάθος χάρηκα που τον είδα. Είχε πάντα σταθεί ενθαρρυντικός -ο μόνος ίσως- και ειλικρινής. «Αγόρι μου, η τεμπελιά σε κρατάει εσένα πίσω. Άφησε την και θα δεις πως θα σ’ αφήσει και σένα να προχωρήσεις». Κάπως έτσι μου τα έλεγε και έπειτα μου ‘κλεινε το μάτι. Φιλόλογος, από τους πιο αγαπητούς στο σχολείο, του άρεσε φαίνεται το πώς διάβαζα και όλο με έβαζε να κάνω εγώ την ανάγνωση από το κείμενο που θα παρέδιδε. Του άρεσε και το πώς έγραφα μάλλον, μιας και είχε διαβάσει στην τάξη μέσα κάποιες εκθέσεις μου, χωρίς όμως ν’ αναφέρει τ’ όνομά μου. Και μου ‘ρχόταν τότε εμένα να χαθώ από προσώπου γης από ντροπή, σαν άκουγα τις σκέψεις μου τις ίδιες από κάποιον άλλον ˙ και κοκκίνιζα φαίνεται γιατί εκείνος σα διάβαζε όλο με κοιτούσε και τα μάτια του μισόκλειναν γελαστά. Μα ήταν και άνθρωπος ευρύς, με όρεξη και κέφι για τη ζωή. Ήταν υπεύθυνος για τις μαθητικές παραστάσεις. Την τελευταία χρονιά ‘κείνη χρονιά, με επίλεξε για πρωταγωνιστή μιας κωμωδίας που ήθελε ν’ ανεβάσουμε. Οι διαμαρτυρίες μου πήγαν στον βρόντο. Έφτασε στο σημείο να με εκβιάσει με απόρριψη στα μαθήματά του αν δεν έπαιρνα μέρος. Και πήγα έτσι με βαριά καρδιά στην πρώτη πρόβα και στις υπόλοιπες που ακολούθησαν. Μα στο τέλος, η απροθυμία μου αυτή να παίξω, φαίνεται συνέβαλλε στο να παίξω καλά, να μπω στο πετσί του ρόλου που λέμε, όπως και έγινε κατά γενική ομολογία, μιας και ανεβάζαμε το έργο κάποιου Ρώσου όπου ο ήρωας (Πορκαλιόσαν τον λέγανε νομίζω ή κάτι τέτοιο) αφού πείθεται να παντρευτεί το σκάει τελικά την τελευταία στιγμή από το παράθυρο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν ήταν κι άσχημη η περίοδος εκείνη. Επανέρχομαι όμως.

Την πρώτη φορά που μ’ είδε λοιπόν να περνώ με φώναξε κοντά του και ‘γω πήγα απρόθυμα και τον άκουσα πρώτα να με γαμωσταυρίζει και έπειτα να με ρωτά πώς είμαι και τι θα γίνω. Είχε μάθει βλέπετε, μέσω του διευθυντή που ‘χε επικοινωνήσει με τους γονείς μου να τους ρωτήσει σχετικά με την παρατεταμένη μου απουσία απ’ το σχολείο. Μα και ‘κείνοι δεν είχαν ασχοληθεί περαιτέρω με τη φυγή μου, σαν τους ενημέρωσα πως ζω και είμαι καλά και πως είχα κλείσει πια τα δέκα οχτώ (σε περίπτωση που είχαν ξεχάσει τα γενέθλιά μου), απασχολημένοι καθώς ήταν με τον λυσσαλέο αφανισμό των εναπομενόντων πιατικών του σπιτιού, και μ’ ένα διαζύγιο που όλο έκανε να βγει και ολοένα ακυρωνόταν διαδοχικά τα τελευταία κείνα έξι χρόνια. Πάντως χαιρόμουν για αυτούς πραγματικά, μιας και μάθαινα ότι ήταν καλά, μέσα στα δικά τους πλαίσια φυσικά, και ζούσαν όπως άλλοτε. Το μόνο ανησυχητικό σημάδι ήταν όταν έμαθα ότι η μάνα μου πήγε κάποια στιγμή σε οδοντίατρο για να δει τι μπορεί να της κάνει με δυο δόντια που της είχαν πέσει, άγνωστο πώς για τον γιατρό, μα προφανές σε μένα. Ανησύχησα, δεν το κρύβω, μα ευθύς θυμήθηκα ότι ήταν μάλλον τα αντιγυρίσματα από εκείνον ‘κει τον σπασμένο καρπό του πατέρα μου, σαν τον χτύπησε μια νύχτα η μάνα μου με τον πλάστη στο κεφάλι και τον έριξε κάτω, κάπως άτσαλα είναι η αλήθεια. Είχε επέλθει ισορροπία. Όλα ήταν καλά.

Με ρώτησε λοιπόν ο δάσκαλος τι θα ‘κανα και του ‘πα πως είχα πιάσει και δουλειά και δικό μου σπίτι και πως όλα ήταν καλά, δε χρειαζόταν ν’ ανησυχεί. Τον ευχαρίστησα ιδιαιτέρως για το ενδιαφέρον του και κίνησα να φύγω πριν προλάβει να πει άλλη κουβέντα. Η συνάντηση επαναλήφθηκε ύστερα άλλες δύο φορές, πάντα στο ίδιο σημείο. Μα την τελευταία, όταν πια είχε αρχίσει να γίνεται κάπως φορτικός με το αναθεματισμένο του ενδιαφέρον, του απάντησα κοφτά πως δε χρειάζομαι βοήθεια ούτε ελεγκτή κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι μου. Τον είδα που χλόμιασε ο έρμος και τον λυπήθηκα λιγάκι. Μα δεν το μετάνιωσα, όχι. Είχα άλλωστε πάει και με γυναίκα μόλις την προηγούμενη μέρα. Ένα τσουλάκι ήταν, απ’ αυτά του σωρού, μα όπως και να το κάνεις άντρας ήμουν πια, όχι κάνα παιδαρέλι που δίνει αναφορά σ’ όποιον τη ζητά. Έφυγα, αφήνοντάς τον να κουνάει το κεφάλι με χείλη σφιγμένα, σα να με οίκτιρε ˙ εμένα ή τον εαυτό του ή και τον κόσμο ολόκληρο, ποιος ξέρει.

Και να που ξαναπερνούσα απ’ το δρόμο κείνο, απρόσεχτος όπως πάντα. Μα τώρα δικαιολογούμουν, η μέρα δεν ήταν μια από τις συνηθισμένες. Πέρασα στην απέναντι πλευρά του δρόμου και σαν έφτασα στο ύψος του καφενείου τάχυνα το βήμα μου, κοιτώντας χαμηλά. Κράτησα για λίγο την ανάσα μου. Τίποτα. Καμιά φωνή. Είχα ξεφύγει. Προχώρησα έτσι γρήγορα, στρίβοντας συνεχώς για να πάρω τον πλέον απόμερο δρόμο που μπορούσα, και όσο προχωρούσα τόσο ανέβαιναν οι παλμοί μου, τόσο μου κοβόταν ολοένα και περισσότερο ο αέρας. Έφτανα, αυτό ήταν. Είχε έρθει η μεγάλη στιγμή. Έστριψα μια τελευταία φορά και βγήκα στον κεντρικό. Ήταν η μεγάλη, η τελική ευθεία. Σταμάτησα λίγα μέτρα πριν τον προορισμό μου, νιώθοντας χαμένος. Με είχε κυριεύσει μια έξαψη που μόνο στον έρωτα είχα ακούσει να λεν’ πως γεννιέται. Εγώ την ένιωθα τώρα για πρώτη φορά. Άναψα τσιγάρο. Το κάπνισα ασυναίσθητα, ρουφώντας με μανία ώσπου με ζάλισε. Ήταν αυτό που χρειαζόμουν. Προχώρησα παραπατώντας και πέρασα από δυο αυτόματες πόρτες, μπαίνοντας μέσα.

Ο αέρας ήταν ψυχρός, τα κλιματιστικά θα δούλευαν φαίνεται στο φουλ. Παράξενο, ο χώρος μού ‘μοιαζε σκοτεινός, παρά τα τόσα φώτα στο ταβάνι και στους τοίχους, παρά το πάτωμά που γυάλιζε ολόλευκο. Και από άλλους ανθρώπους μέσα, τίποτα. Εγώ και δυο άλλοι που γυρόφερναν αφηρημένα στις γωνιές, ρεμβάζοντας, με τα χέρια στις τσέπες. Προχώρησα , συνεχίζοντας να παραπατάω, μέχρι τον πρώτο πάγκο. Πίσω του στεκόταν ένας νέος, λίγα χρόνια μεγαλύτερός μου και κάτι σκάλιζε σοβαρός στο πίσω μέρος του πάγκου όπου δεν έφτανα να δω. Σήκωσε το κεφάλι και φόρεσε ευθύς ένα όλο ευγένεια χαμόγελο. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;

Του εξήγησα στα γρήγορα, χωρίς περιττές κουβέντες. Σα να σοβάρεψε, να με κοίταξε υπολογιστικά. Έδειχνε να αμφιβάλλει για κείνο που άκουσε. Του επανέλαβα τις δυο λέξεις που έπρεπε να ακούσει για να βεβαιωθεί. Φυσικά, φυσικά, έκανε δισταχτικά, σα μπερδεμένος. Κι όμως, μέσα από την αργόσυρτη φωνή του και από το απορημένο βλέμμα του, έβλεπε κανείς ένα είδος θαυμασμού ανάμεικτου με φθόνο. Η στάση του είχε αλλάξει ξαφνικά, έγινε κάπως πιο επίσημη, πιο κοφτή. Μισό λεπτό σας παρακαλώ.

Άνοιξε μια μικρή πόρτα πίσω του, που δε φαινόταν με μια πρώτη ματιά, σα να ‘ταν καμουφλαρισμένη, ολόλευκη καθώς ήταν χωρίς σημάδι κανένα πάνω. Γύρισε σύντομα με ένα κουτί στα χέρια. Η καρδιά μου πήρε τρελό ρυθμό. Εκείνος κράτησε το πακέτο χαμηλά, κρυμμένο από τον πάγκο. Να σας το βάλω σε μια σακούλα;

Έγνεψα αρνητικά, ανυπόμονος. Όχι, δεν τη θέλω τη σακούλα σας. Δε θα το εμπιστευόμουν κανονικά ούτε στα χέρια μου τα ίδια, πόσο μάλλον σε μια φτηνιάρικη σακούλα από νάιλον. Αλλά τι να ‘κανα, στα χέρια θα το έπαιρνα. Αυτά διέθετα, αυτά θα χρησιμοποιούσα. Το άφησε απαλά πάνω στον πάγκο μπροστά μου με μια κίνηση όλο νόημα, συνωμοτική σχεδόν. Μα μετά βίας τον κοιτούσα πια. Το έπιασα βιαστικά και το ακούμπησα σ’ ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί που είχα απλώσει. Το τύλιξα τριγύρω, με το χαρτί, έτσι που κάλυψα κάθε του επιφάνεια, και τσάκισα το χαρτί στις γωνίες, έτσι που να μην ανοίξει και φανεί το παραμικρό. Το βλέμμα του υπαλλήλου έδειχνε επιδοκιμαστικό μέσα στην απληστία του. Το άρπαξα σταθερά, έβγαλα απ’ την τσέπη μου ένα μάτσο χαρτονομίσματα, τα πέταξα μπροστά του, μουρμούρισα ένα ευχαριστώ και κίνησα να φύγω, αφήνοντάς τον να στέκει εκεί με μια ονειροπολούσα αποχαύνωση, με μάτια καρφωμένα εκεί που είχε πρωτύτερα αφήσει το κουτί.

Τώρα άρχιζε η επιστροφή. Ο δρόμος φάνταζε διπλά επικίνδυνος τώρα που το είχα στα χέρια μου, που το έσφιγγα ανάμεσά τους, όπως κρατάνε άλλοι τη ζωή αγαπημένου ανθρώπου. Το ξέρω πως δεν έπρεπε να εφησυχάσω μα, για να πω την αλήθεια, ούτε που θυμάμαι το πώς έφτασα στο σπίτι. Όλο μου το σχέδιο για τη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσω κατά τον γυρισμό είχε πάει περίπατο. Υπνοβατούσα. Μα δε μου ‘τυχε καμιά αναποδιά. Η συγκυρία με είχε πάλι ευνοήσει. Έφτασα κάποια στιγμή, μπήκα και κλείδωσα την πόρτα πίσω μου. Άφησα το χαρτί με το οποίο το είχα τυλίξει να πέσει και κράτησα το κουτί γυμνό. Και τότε ένιωσα σα να ξύπνησα από κάποιο όνειρο. Η έκσταση υποχώρησε, όμως ένιωσα σα να πολλαπλασιάστηκαν όλες μου οι αισθήσεις. Στη φαινομενικά λεία επιφάνεια του, μπορούσα εγώ να αισθανθώ τις γραμμές που διέτρεχαν όλο του το σώμα. Κάθε κίνηση, ακόμα και η πιο ανεπαίσθητη, μου έφερνε στα αυτιά τον ήχο από το περιεχόμενό του που κουνιόταν, αναδευόταν θαρρείς, σα ζωντανό ή σαν έτοιμο να εκκολαφθεί, να γνωρίσει τον κόσμο. Μπορούσα να αναγνωρίσω κάθε απόχρωση του παρδαλού κουτιού, να την ονοματίσω, να τη συγκρίνω με καθεμιά από τις υπόλοιπες. Ναι, ήταν η ώρα.

Κάθισα κάτω οκλαδόν και άρχισα να το ανοίγω προσεχτικά. Παρατήρησα ότι τα χέρια μου έτρεμαν, ότι ζαλιζόμουν ελαφρά. Ήταν η δίνη της προσμονής που με παρέσερνε; Ή κάτι πιο πεζό, όπως το ότι είχα να φάω απ’ το προηγούμενο μεσημέρι; Αδιάφορο. Συνέχισα με τη δουλειά εκείνη ώσπου άνοιξα και την τελευταία θήκη που απέμενε. Πήρα το περιεχόμενο στα χέρια μου και το κράτησα απαλά.

Το νέο μου κινητό, ψιθύρισα. Το κινητό μου.

Ήταν το νέο μοντέλο της Pear. Δυο κάμερες τεράστιας ανάλυσης, φτιαγμένο από ανοξείδωτο ατσάλι με φινίρισμα εφάμιλλο έργου τέχνης, οθόνη κάμποσων εκατομμυρίων χρωμάτων και –το σημαντικότερο- δεν είχε κουμπί ούτε για δείγμα. Όχι, όχι, τίποτα. Όλα γίνονταν με την αφή. Με απαλές, λεπτές κινήσεις. Οι λειτουργία αφής ανταποκρινόταν και στο φύσημά σου σχεδόν σύμφωνα με τους κατασκευαστές. Μάλιστα ανέφεραν στις οδηγίες χρήσης ως αναγκαία την αγορά συγκεκριμένης θήκης, φτιαγμένης φυσικά από τους ίδιους για να είναι συμβατή με το συγκεκριμένο μοντέλο, ώστε «να προστατεύεται το κινητό από το ενδεχόμενο ισχυρού αέρα και να αποφευχθούν ανεπιθύμητες ενέργειες». Κάποιοι ηλίθιοι βέβαια έβγαιναν και αμφισβητούσαν τη χρησιμότητα αυτής της ευαισθησίας. Θα γέμιζε, έλεγαν, ο κόσμος από αθέλητες κλήσεις, λάθος μηνύματα. Παρεξηγήσεις μεταξύ φίλων, χωρισμοί σε ζευγάρια, άσκοπη χρήση των τηλεφωνικών γραμμών των πρώτων βοηθειών, της αστυνομίας και της πυροσβεστικής από τυχαίες κλήσεις, μέχρι και διπλωματικά επεισόδια μπορούσαν λέει να προκληθούν. Ένα χάος, γενικά. Μόνο για πρόκληση Αρμαγεδδώνα που δεν το κατηγόρησαν. Όλοι ξέραμε φυσικά ότι στην πραγματικότητα δεν είχαν τα λεφτά να τ’ αγοράσουν. Ἠ ίσως και να ‘ταν από κείνους ‘κει τους παλαβούς που ονειρεύονται το μέλλον της ανθρωπότητας πάνω στα δέντρα. Και, πραγματικά, δεν ξέρει κανείς τι να κάνει με όλους αυτούς. Να θυμώσει ή να τους λυπηθεί;

Ξαναγύρισα στο θέαμα μπροστά μου. Το άφησα απαλά από το ένα χέρι μου στο άλλο, να το αισθανθώ καλύτερα μέσα στις παλάμες μου που έτρεμαν. Κοίταξα τα χέρια μου καλά, που ήταν ενωμένα σαν σε προσευχή, με το κινητό εκείνο στη μέση. Είχε μια δύναμη η εικόνα αυτή, μια αίσθηση μιας κάποιας ολοκλήρωσης, ενός τέλους αναντίρρητου κι απόλυτου, μα που δεν ήταν παρά μόνο η αρχή για μια πορεία ονειρική, ηδονική, γεμάτη πρωτοειδωμένες συγκινήσεις. Χριστέ μου, τι λέω; Το ανατρίχιασμά μου φαίνεται ότι με έκανε και ποιητή. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, η στιγμή ήταν ποιητική, ναι. Τέτοιο μυρμήγκιασμα από πάνω ως κάτω, μόνο μια ποιητική πράξη μπορεί να σου προκαλέσει. Ήθελα να τη θυμάμαι εκείνη τη στιγμή, την τόσο ξεχωριστή. Έπρεπε να τη θυμάμαι! Και έτσι, έπιασα το παλιό μου κινητό από κάτω (Θεέ μου, πόσο είχε παλιώσει τελευταία!) και έβγαλα μια selfie. Την κοίταξα. Ήταν θολή. Το τρεμάμενο απ’ τη συγκίνηση χέρι μου, βλέπεις. Δεν πειράζει. Θα βγάλω άλλη αργότερα.

Έβαλα το καινούριο μου κινητό στη φόρτιση και το απόθεσα απαλά στο κομοδίνο. Άφησα τη συσκευασία στο πάτωμα, ανοιγμένη, με τα σακουλάκια και τα βιβλιαράκια των οδηγιών σκορπισμένα δεξιά κι αριστερά. Ένιωθα πολύ εξαντλημένος. Ξάπλωσα με τα ρούχα στο κρεβάτι, κοιτάζοντας το κινητό που φόρτιζε. «Ώσπου να σηκωθώ θα ‘ναι έτοιμο» σκεφτόμουν διαρκώς, επαναλαμβάνοντας τη φράση μέσα μου. «Και τότε…». Χαμογέλασα. Θυμήθηκα που μου είχε πει κάποτε ένας γνωστός μου, ψευτοδιανοούμενος της σειράς κι αντιπαθητικός τύπος, πως «η κατανάλωση είναι πράξη ερωτική». Σα να σάρκαζε όταν το ‘λεγε, έτσι μου ‘μοιαζε. Μα είχε πέσει διάνα. Το ‘βλεπα πια καθαρά. Πού να ‘ξερε…

Τα μάτια μου βάρυναν, η υπερένταση έφυγε από πάνω μου απότομα, κυνηγημένη θαρρείς από την αίσθηση του θριάμβου. Ο αυχένας μου χαλάρωσε, άφησε το κεφάλι μου να χαθεί μέσα στο μαξιλάρι. Βυθίστηκα σ’ έναν ύπνο χωρίς όνειρα, βαθύ και μεγάλο.

 

 

 

Ο Άγγελος Ποθουλάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το ’93, ζει στα Χανιά ακροβατώντας σε ύψος ασφαλές, απεχθάνεται το τρίτο πρόσωπο όταν αναφέρεται στον ίδιο και αποφεύγει κατά το δυνατόν τα βιογραφικά σημειώματα – ίσως επειδή τα δικά του είναι κάπως φτωχά. (Η Παραίτηση)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top