Fractal

Διήγημα: “Μια τυχαία συνάντηση”

Της Σταυρούλας Ηλία // *

 

 

 

Αρχές Μάρτη. Σάββατο πρωί. Βρίσκομαι μόνος στο εργαστήριο και προσπαθώ να ζωγραφίσω.  Οδυνηρό το άγχος μπροστά στον λευκό μουσαμά. Τριγύρω σωληνάρια χρωμάτων, άλλα γεμάτα κι άλλα μισοάδεια. Δεν έχω όρεξη. Αυτή είναι η αλήθεια.   Ο ήλιος με καλεί για μία ανέμελη βόλτα στη συνοικία των θεών, την Πλάκα. Θα χαζέψω τα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι, ίσως βρω κάποιο καλό βιβλίο, ξεχασμένο από θεό κι ανθρώπους, ή κανένα δισκάκι σε τιμή ευκαιρίας.

Δέκα λεπτά περπάτημα και βρίσκομαι στην πλατεία Αβησσυνίας, το αγαπημένο μου μέρος. Σφύζει από ζωή, ομιλίες σ’ όλες  τις γλώσσες του κόσμου, ευτυχισμένα χαμόγελα και υπέροχες μυρωδιές από τα τριγύρω εστιατόρια. Δεν είναι καθόλου δύσκολο για μένα να ενταχθώ στο ανθρωπομελίσσι. Ενθουσιασμένος, μπαίνω στο αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο, γωνία Αδριανού και Σωκράτους. Το κτίριο παλαιό, τουλάχιστον 200 ετών, αποπνέει ιδιαίτερη γοητεία. Παντού βιβλία, λογοτεχνικά, ιστορικά, φιλοσοφικά ,λαογραφικά, θεατρικά. Δε χάνω χρόνο κι αρχίζω αμέσως το ξεφύλλισμα. Ένα βιβλίο του Χ. Πίντερ μου προσελκύει το ενδιαφέρον.

Μετά από λίγα λεπτά διαπιστώνω πως δεν είμαι μόνος στο βιβλιοπωλείο. Είναι και μια γυναίκα λίγο πιο πέρα. Τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της καλύπτουν το πρόσωπό της, το οποίο σε διαφορετική περίπτωση θα ήμουν σε θέση να διακρίνω. Είμαι έτοιμος να γυρίσω στον Πίντερ μου, όταν η  άγνωστη γυναίκα κάτι ρώτησε τον βιβλιοπώλη. Τότε τα έχασα. Η φωνή αυτή με ταρακούνησε, γλυκιά, μπάσα, μελωδική, ήταν γνωστή αυτή η φωνή….

Αναμνήσεις με βομβαρδίζουν. «Είναι η Κατερίνα» σκέφτηκα .Είναι αυτή! Εκεί δίπλα μου. Προσπάθησα να θυμηθώ το πρόσωπό της, τα μεγάλα εκφραστικά της μάτια, το γοητευτικό της χαμόγελο, όταν αστραπιαία το βλέμμα μου κατευθύνθηκε στα χέρια της. Θα τα αναγνώριζα ανάμεσα σε χιλιάδες. Οι παλμοί μου ανεβαίνουν κατακόρυφα..  Θυμάμαι να με αγγίζουν αυτά τα χέρια, να μου μιλάνε, να παίζουν πιάνο για μένα, να…. Περνούν λίγα δευτερόλεπτα, μα για μένα είναι αιώνες… Προσπαθώ να βρω την αυτοκυριαρχία μου. Πλησιάζει. Με αναγνωρίζει. Ακούω  τη φωνή της. Το όνομά μου.

– Δημήτρη, είσαι πράγματι εσύ; Πόσα χρόνια έχω να σε δω;    Δεκαοκτώ, είκοσι;

– Κατερίνα… Πώς είσαι; τη ρωτώ προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή.

-Είμαι αρκετά καλά τώρα. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω μετά τόσα χρόνια. Αλλά… δεν πάμε να τα πούμε έξω στον ήλιο, στο καφενεδάκι της γωνίας; Θυμάσαι κάποτε ήταν το στέκι μας.

-Ναι, γιατί όχι; Έχω λίγη ώρα στη διάθεσή μου.

Στο καφενεδάκι:

– Λοιπόν, Κατερίνα  μίλα μου… Πώς είναι η ζωή σου;  Παντρεύτηκες;  Έχεις παιδιά;

-Ναι, είμαι παντρεμένη .Έχω μία κόρη, τη Νεφέλη.

– Και  με τη μουσική, τι γίνεται;

-Διδάσκω στο Μουσικό Πανεπιστήμιο Πειραιά. Ίσως θυμάσαι πόσο πολύ είχα προβληματιστεί τότε, εάν θα έκανα δεκτή πρόταση   για συνέχιση των σπουδών μου στο εξωτερικό. Τελικά δέχθηκα, πήγα στη Μόσχα με υποτροφία, πήρα το διδακτορικό μου .Δούλεψα σκληρά. Εκεί γνώρισα και τον άνδρα μου. Ξέρεις, αμφιταλαντεύτηκα για το αν θα έμενα μόνιμα εκεί ή όχι…. Για πες μου όμως τα δικά σου νέα..

– Ασχολούμαι με τη ζωγραφική, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια επαγγελματικά. Έχω στο ενεργητικό μου πολλές επιτυχημένες εκθέσεις, μερικές εκ των οποίων στο εξωτερικό. Δουλεύω ανελλιπώς κι είμαι πολύ ευχαριστημένος.

Δεν είπα κάτι άλλο. Υποπτευόμουν πως δεν ενδιαφερόταν τόσο για την επαγγελματική μου ζωή. Δάγκωσε τα χείλη και ρώτησε:

– Και στην προσωπική σου ζωή; Παντρεύτηκες; Έχεις οικογένεια;

– Κατερίνα, ξέρεις τις απόψεις μου για τον γάμο και τα παιδιά, απάντησα σχεδόν επιθετικά. Διατηρώ όμως μια μακροχρόνια σχέση.

Τελικά ρώτησα:

-Είσαι ευτυχισμένη Κατερίνα;

Με κοίταξε στα μάτια λέγοντας:

– Αγαπώ τη ζωή Δημήτρη. Ξέρεις, αντιμετώπιζα ένα σοβαρό  πρόβλημα υγείας, ήδη από τότε που είχαμε σχέση… Αγαπώ και τους ανθρώπους με τον δικό μου ξεχωριστό τρόπο. Νομίζω το ξέρεις αυτό καλά. Κρατώ κι εσένα μέσα μου….

Ακολούθησε σιωπή. Ο ένας περιεργαζόταν τον άλλον. Θυμήθηκα την πρώτη μας συνάντηση. Από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε  στο σπίτι κοινού μας γνωστού, μου εκμυστηρεύτηκε πως ένιωσε έλξη για μένα. «Και να φανταστείς πως δεν θεωρώ πως υπάρχει κεραυνοβόλος έρωτας» μου είχε πει αργότερα χαμογελώντας.

Η γυναίκα αυτή με τράβηξε με την απλότητα και την ειλικρίνειά της. Διέθετε μία φοβερή άνεση στην έκφραση των σκέψεων και των συναισθημάτων της κι αυτό της το χαρακτηριστικό μου προκάλεσε τον θαυμασμό ευθύς εξαρχής, εφόσον εγώ είμαι το άκρως αντίθετό της, άτομο κλειστό, σχεδόν συνεσταλμένο με δυσκολία στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων.

Έτσι ξεκίνησε η σχέση μας. Στην αρχή βγαίναμε ως φίλοι. Μου είχε ξεκαθαρίσει εξάλλου πως επιθυμούσε ελεύθερη σχέση κι είχα συμφωνήσει. Συνηθίζαμε να περπατάμε, συζητώντας, αρκετή ώρα  στα σοκάκια κάτω από την Ακρόπολη, στην Αρχαία Αγορά, στο Θησείο, στου Ψυρρή. Πολλές συζητήσεις επί παντός επιστητού με έμφαση στη λογοτεχνία. Μάς άρεσε να αναλύουμε τα αγαπημένα μας λογοτεχνικά έργα, παραθέτοντας ταυτόχρονα τις γνώσεις μας για την προσωπικότητα και τη ζωή των συγγραφέων. Πόσα καινούρια πράγματα έμαθα τότε από εκείνη!

Κατόπιν η σχέση μας έγινε αμιγώς ερωτική. Βρισκόμασταν μία –δύο φορές την εβδομάδα στο σπίτι που νοίκιαζα τότε στο Παγκράτι. Ανέμενα με ανυπομονησία τις επισκέψεις της. Έμπαινε αγέρωχη στο δωμάτιο και, με έναν εντελώς δικό της προσωπικό τρόπο, απλά κυριαρχούσε στον χώρο. Θυμήθηκα την πρώτη της επίσκεψη, σαν να ήταν χθες…. Ήμουν εξαιρετικά ανήσυχος. Περίμενα να ακούσω τα βήματά της στο πλακόστρωτο της αυλής. Στη φαντασία μου έφερνα  τα υπέροχα, καστανά μάτια της, την  ξεχωριστή ευωδιά του σώματός της, αλλά κυρίως τα χέρια της, όταν έπαιζε πιάνο… Με τόσο συναίσθημα! Πραγματικά είχα ερωτευθεί αυτά τα χέρια. Όταν μιλούσε, τα κινούσε με περισσή χάρη κι αυτά λες κι υπάκουαν στις μυστικές της εντολές, ενίσχυαν τα λόγια  και την έκφραση των συναισθημάτων της. Τα χέρια της διέθεταν προσωπικότητα.. Πόσο ξεχωριστή, πόσο σαγηνευτική φάνταζε στα μάτια μου!

Βυθισμένος στις σκέψεις μου, γεμάτος ανυπομονησία, μόλις που άκουσα το ήπιο χτύπημα στην πόρτα, το οποίο σήμανε την πρώτη της επίσκεψη  στον χώρο μου. Κατευθύνθηκε αμέσως προς το εργαστήριο για να δει τους πίνακές μου. Περιεργάστηκε τον καθένα με προσοχή, κάνοντας ταυτόχρονα εύστοχα σχόλια για την απεικόνιση των μορφών στον μουσαμά. Ιδιαίτερη εντύπωση της έκανε το σύμπλεγμα γυμνών μορφών, πίνακας που μόλις είχα τελειώσει κι είχα εμπνευστεί από τη σχέση μας.

Στη συνέχεια, της ζήτησα να μου ποζάρει.. Προς μεγάλη μου ευχαρίστηση, δέχθηκε .Αφού συμφωνήσαμε στην πόζα, ξεκίνησα τη δουλειά. Όμως η  ψυχολογική ένταση ήταν εξαιρετικά μεγάλη, δεν μπόρεσα να την κρύψω  κι έγινε αντιληπτή από εκείνη. Τότε χαμογελώντας, με τράβηξε απαλά κοντά της, δίνοντάς μου ένα τρυφερό φιλί. Φαινόταν ήρεμη κι αποφασισμένη .Εξάλλου, πολλές φορές μου είχε πει πως το μόνο πράγμα που έμενε σε εκκρεμότητα μεταξύ μας, ήταν η ολοκλήρωση της σχέσης μας. Μα, άφηνα σε αυτήν την πρωτοβουλία. Έπιασε απαλά το χέρι μου κι οδηγώντας το, μου «επέβαλε» να αγγίξω τα μαλλιά, τα μάτια, τα χείλη, το στήθος της. Θυμάμαι πως έτρεμα από την ένταση. Μείναμε τελικά γυμνοί  ο ένας απέναντι στον άλλον μα το μόνο που κάναμε ήταν να κοιταζόμαστε. Για πολλή, πολλή ώρα. Πόσο ευτυχισμένος ένιωθα εκείνες τις στιγμές! Έρωτα δεν μπορέσαμε να κάνουμε… εννοείται πως ήμουν τόσο ταραγμένος που δεν μπόρεσα να λειτουργήσω. Εκείνη με αγκάλιασε στοργικά, με φίλησε στο μάγουλο και μου πρότεινε μια βόλτα στο κέντρο.

Ακολούθησαν πολλές ακόμη επισκέψεις της τα τρία επόμενα  χρόνια. Σε κάποιες από αυτές ένιωθα πως ήταν χαμένη στο μοναστήρι της ιδιωτικής της ζωής. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω τον λόγο. Ήταν μυστηριώδης κι απρόβλεπτη. Κι αυτό με κούραζε μερικές φορές.

Κάποια φορά καυγαδίσαμε, ούτε θυμάμαι για ποιον λόγο. Μου δήλωσε πως δεν ήθελε να με ξαναδεί. Δεν απαντούσε στα απανωτά τηλεφωνήματά μου. Ήμουν προετοιμασμένος για όλα ακόμη και για την οριστική άρνησή της. Όταν όμως με πήρε εκείνη τηλέφωνο για να μου ανακοινώσει πως ήταν έτοιμη για μία ακόμη συνάντηση, τα έχασα. Μήπως δεν ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο;  Κρύος ιδρώτας με περιέλουσε. Το στομάχι μου πονούσε αφόρητα, παρόλα αυτά τα κατάφερα και πήγα στο ραντεβού τη συγκεκριμένη ώρα.

Την είδα από μακριά να προσπαθεί να διασκεδάσει το άγχος της με ένα περπάτημα βιαστικό κι ανήσυχο. Πού και πού έριχνε κλεφτές ματιές στις βιτρίνες των διπλανών μαγαζιών.

         Δεν έτρεφα ψευδαισθήσεις, ούτε φρούδες ελπίδες, ούτε αυταπάτες. Χωρίς δεύτερη σκέψη έκανα μεταβολή κι έφυγα. Δε της ξανατηλεφώνησα. Ούτε βέβαια εκείνη. Εκείνο το βράδυ έμεινα άγρυπνος, με τα μάτια κλειστά, να σκέφτομαι τα χρόνια που μου έμεναν να ζήσω ακόμη χωρίς αυτήν.

Μετά από πολύ καιρό η ανάμνησή της έπαψε να αποτελεί εμπόδιο στις καθημερινές μου πράξεις, στις σκέψεις, στις πιο απλές προθέσεις μου και μεταβλήθηκε σε μία παρουσία-απουσία που με επηρέαζε με τον τρόπο της, χωρίς παρόλα αυτά να με ενοχλεί. Εξακολούθησα να τη σκέφτομαι με ανήσυχη νοσταλγία για αρκετά χρόνια ακόμη.

Όταν γύρισα στο παρόν, με περιεργαζόταν ακόμη. Τότε την ρώτησα για την κατάσταση της υγείας της και μου είπε όλη την ιστορία. Πάλι σιωπή. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι με κοιτούσε στα μάτια με ένα περίεργο βλέμμα, σαν να ήθελε κάτι να μου πει, μα φοβόταν…

-Δημήτρη, έτσι τα έφερε η ζωή και χωρίσαμε τότε. Τι να γίνει; είπε με απολογητικό τόνο.

Της άγγιξα αυθόρμητα τα χέρια, κλείνοντάς τα στα δικά μου. Μείναμε έτσι σιωπηλοί για πολλή ώρα. Ο ένας παρηγορούσε τον άλλον με τα μάτια για την απουσία μιας ολόκληρης ζωής.

–   Χωρίζουμε και τώρα, Κατερίνα. Εύχομαι να πάνε όλα καλά για σένα, είπα καθώς έφευγα.

Γύρισα πίσω να την κοιτάξω για μια τελευταία φορά. Μου χαμογέλασε. Τότε θυμήθηκα εκείνο το τραγουδάκι των Rolling Stones με το ρεφρέν: ’’You can’t always get what you want, but you sometimes realize that you have just what you need”.

 

 

 

* Η Σταυρούλα Ηλία είναι απόφοιτη της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος στο Γύθειο Λακωνίας, όπου και διαμένει με την οικογένειά της. Παρακολουθεί ΜΠΣ με θέμα τη θεωρία της Λογοτεχνίας και τη Δημιουργική Γραφή. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα φιλολογικού ενδιαφέροντος.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top