Fractal

Διήγημα Fractal: «Μια σπίθα ελπίδας»

Της Τζένης Μανάκη // *

 

 

dihghma

 

Ήταν η πρώτη νύχτα στην πόλη μου μετά εκείνο το ατέλειωτο ταξίδι του γυρισμού που αποφάσισα μετά μια σειρά αναβολών και ματαιώσεων. Δεν το σήκωνα ή δεν με σήκωνε πια το Παρίσι, κυρίως το σπίτι της Καμίλ, της Γαλλίδας θείας μου, που μετά την εγκατάλειψη από τον εραστή της επιδόθηκε σε μία κούρσα επιβεβαίωσης της γοητείας της από ένα σωρό μνηστήρες. Το αίσθημα της ανοχής για την συγκατοίκησή μας, στο σπίτι της, μετάλλαξε σε αντιπαλότητας όταν εκείνοι έδειχναν την προτίμησή τους σ’ εμένα. Ήμουν απλά νεώτερη, σημαντικό στοιχείο προσέλκυσης των ανδρικών βλεμμάτων. Ποτέ δεν ενέδωσα ούτε μ’ ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο. Το αναιμικό δέρμα της επούλωσης της ψυχής μου ήταν χωρίς ίχνος σπαργής. Ακόμη. Τέσσερα χρόνια μετά το στρατόπεδο. Πίστευα ότι ποτέ δεν θα είχα κάποια σχέση με τον έρωτα, με την χαρά της ζωής. Το ήξερε, ήξερε πως ένιωθα μετά την δραματική περιπέτειά μου, όμως δεν της άρεσε. Ήταν πάντα ιδιαίτερα φιλάρεσκη, δεν θα δεχόταν ποτέ να έρχεται δεύτερη και μάλιστα μέσα στο ίδιο της το σπίτι.

Με τα ελάχιστα χρήματα που κατόρθωσα να εξοικονομήσω πουλώντας ένα μέρος του πόνου μου εκφρασμένου πάνω στα κιτρινισμένα φύλλα χαρτιού του γειτονικού τυπογραφείου, πνιγμένη από την νοσταλγία για ένα παρελθόν γεμάτο απουσίες, σκαρφάλωσα πάνω σ’ εκείνο το μοιραίο βαγόνι.

Δυσκολεύτηκα ν’ αναγνωρίσω το σπίτι μας. Ερείπιο, σαν να πέρασε από πάνω του ένας αιώνας.

Με υποδέχθηκε η θεία Ραχήλ, αδελφή του πατέρα μου. Η μόνη που απέμεινε από την λαίλαπα, θεματοφύλακας ζωών που ρημάχθηκαν.

Αγκαλιαστήκαμε χωρίς να μιλάμε. Ένιωθα την αγχωμένη αναπνοή της πάνω στο στήθος μου κι ήταν η πρώτη ανθρώπινη επαφή που μου μετέδωσε μια αίσθηση ζεστασιάς που ξύπνησε μέσα μου την ανάμνηση εκείνης της παλιάς γαλήνης όταν βρισκόμουν στην αγκαλιά της μάνας μου.

Μ’ αυτή την αίσθηση, κατάκοπη έγειρα στον ξεφτισμένο καναπέ και με πήρε ο ύπνος.

Ένα κράμα κατάπληξης και αγωνιώδους τάσης ν’ αποδράσω από την αδιανόητη εκείνη αίσθηση αιχμαλωσίας με καθήλωναν κουλουριασμένη σαν έμβρυο, με τις ίδιες σκηνές φρίκης να επαναλαμβάνονται σαν ταινία τρόμου κι εγώ αδύναμη να ξεφύγω, ν’ ανοίξω τα μάτια, να διαπιστώσω ότι δεν πρωταγωνιστώ και σ’ αυτόν τον εφιάλτη.

Με γλύτωσε η φωνή της θείας Ραχήλ που παρακολουθούσε όρθια από πάνω μου την ενύπνια αγωνία μου, ίσως ανησύχησε από κάποιες κραυγές μου. Ανασηκώθηκα με τον ιδρώτα να κατρακυλάει από το μέτωπό μου να βυθίζεται στα μάτια μου να γίνεται ένα με τα δάκρυά μου.

Μ’ αγκάλιασε «ησύχασε- ησύχασε» επαναλάμβανε και άρχισα κάπως να ηρεμώ μέσα στην ζεστασιά των χεριών της και το ρυθμικό τρυφερό χτύπημα της παλάμης της στην πλάτη μου.

«Θέλω να σου διηγηθώ το όνειρό μου, μα θεωρώ τον κόπο άδικο, όσο καλά κι αν το κάνω δεν θα μπορέσω να σου μεταδώσω την πραγματική αίσθηση που είχα καθώς πλανιόμουν στο εφιαλτικό περιβάλλον του. Ίσως είναι καλύτερα και για σένα… να μη ρωτήσεις, να μη μάθεις ποτέ, είναι καλύτερα να μη ξέρεις από τι γλίτωσες…»

«Μη μιλάς, μη ταράζεσαι… καταλαβαίνω τι ψιθυρίζει η βραχνή σιωπή».

Δεν είπα τίποτα.

Την κοίταζα αργότερα καθώς πίναμε εκείνο το ζεστό καφετί ζουμί στην θέση του καφέ. Ο χρόνος και οι αγωνίες για την δική της τύχη και την τύχη όλων των αγαπημένων της άφησαν τόσο έντονα σημάδια στο πρόωρα κυρτωμένο σώμα της και το γηρασμένο πρόσωπό της. Το πρόσεξε, χαμογέλασε ένα χαμόγελο ανεπαίσθητο, οριοθετημένο από δύο βαθιές κάθετες ρυτίδες, που έμοιαζε πιο πολύ με μορφασμό.

«Δεν πέρασα κι εγώ λίγα… χρόνια μέσα στα σκοτεινά, υγρά υπόγεια, με ελάχιστη ή καθόλου τροφή… δεν θέλω να τα θυμάμαι. Κι όταν έφυγαν οι καταραμένοι δεν ξέρεις τι τράβηξα να ξαναπάρω πίσω το σπίτι μας, λεηλατημένο όχι μόνο από τους εχθρούς αλλά και από τους γείτονες. Θυμάσαι πως ήταν; Δες το τώρα… Την πλήρωσα την ”φιλοξενία”, την αντάλλαξα ακούσια, με αντικείμενα. Κανείς δεν δίνει χωρίς αντάλλαγμα. Κάποτε πίστευα στην αγάπη, όχι πια. Το σώμα μου μαζί και η ψυχή μου έσπασαν σε χίλια κομμάτια. Προσπαθώ να τα συναρμολογήσω, αλλά είμαι σίγουρη, δεν θα γίνω ποτέ η Ραχήλ που ήμουν κάποτε.»

Στις τελευταίες κουβέντες της το πρόσωπό της σκλήρυνε, το βλέμμα της έγινε ανελέητο, κοίταζε σταθερά σ’ ένα σημείο και οι σκουρόχρωμες ίριδές της σημάδευαν θαρρείς ένα στόχο. Δεν την θυμόμουν έτσι την θεία Ραχήλ. Ήταν πάντα καλοσυνάτη και χαμογελαστή, ακόμη κι απέναντι στη μητέρα μου κι ας την κρυφόκαιγε μια σπίθα ζήλιας για εκείνη που της πήρε τον αγαπημένο της αδελφό.

Την Καμίλ δεν την ζήλεψε ποτέ, κι ας ήξερε ότι ο άλλος αδελφός της πέθαινε από έρωτα για εκείνη. Θυμάμαι πάντα να κάνει αυτόματα, ίσως κι αθέλητα, μία επιτιμητική γκριμάτσα κάθε φορά που συναντιόταν. Φαντάζομαι τι θα της έσουρε όταν η Καμίλ εγκατέλειψε τον άντρα της για να «σώσει το τομάρι της».

«Μη με κοιτάζεις μ’ απορία, γλίτωσα το στρατόπεδο όχι όμως κι έναν αναποτελεσματικό θάνατο. Η ζωή μου έδειξε πως για ν’ αναπνέω, να συντηρηθώ είναι ανάγκη να κατανοήσω, να δεχθώ όλες τις αδικίες, τις σκληρότητες, τις απουσίες, που περιέχει το παρελθόν. Όταν μελετώ πια τον εαυτό μου, όταν τον κρίνω δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω το σίχαμα που έχω γίνει. Τέρμα η φαντασία των νιάτων, η αφέλεια των ρομαντικών ονείρων, μου έμεινε μόνο αυτή η ανελέητη πραγματικότητα. Τέρμα η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Μου τέλειωσε όλη η ποίηση! Δεν θα ήθελα πια να ζω, κι όμως έκανα τέτοιον αγώνα να επιζήσω… Η ζωή για άλλους είναι σαν την θάλασσα, μια γαλήνη μια φουρτούνα, η δική μου ήταν ένα τεράστιο κύμα που με πέταξε σε μιαν έρημη άνυδρη ακτή.»

Το πρόσωπό της παγωμένο, ένα χρώμα κιτρινόγκριζο απλώθηκε πάνω του καθώς μιλούσε, οι ρυτίδες βάθυναν, τα μάτια έχασαν τον στόχο τους, το βλέμμα της έγινε απλανές κι ούτε ένα δάκρυ… Μου ράγισε την καρδιά τόσο που το δικό μου παρελθόν έχασε ένα μέρος της βαρύτητάς του. Αυτόματα την αγκάλιασα και λες από θαύμα ξαναβρήκε την θερμοκρασία της, το χέρι της κινήθηκε και πάλι ρυθμικά στην πλάτη μου. Ενώσαμε τα δάκρυά μας σ’ ένα παρατεταμένο λυτρωτικό κλάμα σαν μία απόφαση να ξορκίσουμε το παρελθόν.

Ήθελα ν’ αποφορτίσω τις στιγμές να ξεφορτωθώ κι εγώ εκείνο το πνιγηρό κύμα θλίψης που μ’ έκανε συχνά να καταρρέω.

«Η ζωή είναι παράξενη…» της είπα. «Μέσα στο σκοτάδι σου φανερώνει μια μικρή φωτεινή κουκκίδα κι εσύ στέκεσαι προσηλωμένη και κοιτάς εκεί σαν να είναι αυτή η σωτηρία σου. Μέσα στο τρένο γνώρισα κάποιον που αρχικά σχεδόν αντιπάθησα. Είχε κάτι επάνω του που τον τοποθετούσε σε αντίθετο από το δικό μου παρελθόν. Καθώς όμως εξοικειωθήκαμε κάπως, εκείνες τις ατέλειωτες ώρες του ταξιδιού, μιλούσαμε… τίποτα για το παρελθόν μας, μόνο λόγια καθημερινά, κοινά κι όμως μέσα από τις κοινοτοπίες εκείνες υπήρξε μια ζεστασιά σαν να ενώσαμε δύο αντίθετες θλίψεις που έγιναν σχεδόν έρωτας. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα έτσι. Τον έρωτα τον ήξερα μέσα από τα βιβλία μόνο. Η Καμίλ διάβαζε πολύ για να είναι αντάξια του εραστή της… μακάρι να είχε επιδείξει την ίδια θέρμη και για τον αδελφό σου, ίσως κι εκείνος δεν θα είχε πεθάνει…»

Αυτό το τελευταίο δεν έπρεπε να μου ξεφύγει. Το πρόσωπο της θείας Ραχήλ που είχε πάρει μια έκφραση επιφανειακής γαλήνης ξαναγύρισε στην προηγούμενη όψη του με την τελευταία μου φράση. Δεν ρώτησε καν τι απέγινε ο άνθρωπος του τρένου. Ούτε κι εγώ ήξερα. Μου έμεινε κολλημένη στο μυαλό μου η εικόνα του να χάνεται στα στενά της πόλης κι εκείνη η τελευταία του υποσχετική φράση: «Θα ξαναβρεθούμε!»

Δεν το πολυπίστευα όμως μέσα μου έκαιγε μια μικρή σπίθα ελπίδας ότι ίσως… Γλυτώνεις από το θάνατο, σιγοπεθαίνεις από απελπισία κι όμως η μικρή παράλογη ελπίδα σε κρατάει στη ζωή, κι αν την ποτίσεις με λίγη φαντασία φουντώνει και σε κάνει να θέλεις επίμονα να ζήσεις να βιώσεις την πραγμάτωσή της.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top